Ο ΠΑΪΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ ΚΑΙ Ο ΗΣΥΧΑΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΡΟΥΜΑΝΙΑ

Ο ΠΑΪΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ
ΚΑΙ Ο ΗΣΥΧΑΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΡΟΥΜΑΝΙΑ

 

Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, γνωστός ὡς «Παΐσιος ἀπό τό Μοναστήρι Νεάμτς» ἤ «Παΐσιος ὁ Μεγάλος», κατά τό ρωσικό Паисий Величковский ἤ στην Οὐκρανική Паїсій Величковський, ἦταν μοναχός καί ὀρθόδοξος θεολόγος, πού συνέβαλε στήν ἀνανέωση τοῦ ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ, μέ τήν ἀναβίωση τῶν πατερικῶν  γραπτῶν καί τήν προετοιμασία τῆς «Φιλοκαλίας», ἕνας μεγάλος πνευματικός καθοδηγητής γιά τή μοναστική ζωή στή Μολδαβία καί ὁ ὁποῖος θεωρεῖται πλέον σημαντική εἰκόνα στήν ἱστορία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.

Μολονότι τά περισσότερα συγγράμματά του περιμένουν ἀκόμη τήν δημοσίευσή τους διαθέτουμε ἀρκετά στοιχεῖα γιά τήν σκιαγράφηση τῆς προσωπικότητάς του.

Πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του, ὁ στάρετς  Παΐσιος ἄρχιζε νά γράφει ἕνα Ἡμερολόγιο, μία “Istoria sfintei comunităţi a preiubiţilor mei părinţi, fraţi şi fii duhovniceşti care, în numele lui Hristos, au venit la mine nevrednicul, pentru mântuirea sufletelor lor …” («Ἱστορία τῆς κοινωνίας τῶν πολυαγαπημένων μου γονέων, τῶν ἀδελφῶν καί τῶν πνευματικῶν τέκνων, οἱ ὁποῖοι στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἦρθαν κοντά μου τοῦ ἀναξίου, γιά τήν σωτηρία τῶν ψυχῶν τους»). Τό ἔργο αὐτό, πού ἔπρεπε νά εἶχε γίνει μιά Ἱστορία τῆς ἀδελφότητός του, δέν τελείωσε καί ἀπό τούς ἐρευνητές ὀνομάσθηκε «Αὐτοβιογραφία του», διότι ὁ συγγραφέας διηγεῖται ἐκεῖ τήν ζωή του ἀπό τήν γέννηση μέχρι τήν ἐγκατάστασή του στήν σκήτη Cârnu (Κίρνου) στήν Οὐγγροβλαχία.

ΝΑ ΞΑΝΑΘΥΜΗΘΟΥΜΕ ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΑΣ!

ΝΑ ΞΑΝΑΘΥΜΗΘΟΥΜΕ

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΑΣ!

 

Χριστός γεννται, δοξάσατε! Χριστός ξ Ορανν, παντήσατε! Χριστός πί γς ψώθητε. σατε τ Κυρί πσα γ καί ν εφροσύνη, νυμνήσατε λαοί τι δεδόξασται»!

Αὐτά τά Οὐρανοδίδακτα λόγια τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, πού μετέτρεψε σέ Χριστουγεννιάτικον παιᾶνα ὁ ἅγιος Ρωμανός ὁ Μελῳδός, ψάλλουμε στίς Ἐκκλησίες μας καί σκιρτοῦμε ἀπό χαρά καί ἀγαλλίαση, σάν τά ἐλάφια πού τρέχουν στίς πηγές τῶν ὑδάτων.

Ψάλλουμε καί σκιρτοῦμε χρόνια τώρα, γιατί τά λόγια αὐτά ἔχουν μέσα τους Θεία Ἐνέργεια καί Χάρη, ἀφοῦ ἐκφράζουν ὅλα ἐκεῖνα πού μᾶς χάρισε ὁ Θεός μας γενόμενος ἄνθρωπος καί μᾶς μεταφέρουν αὐτή τή Θ. Χάρη στίς ψυχές μας, γι’ αὐτό μᾶς χαροποιοῦν συγκλονιστικά καί μᾶς ἀφήνουν ἀνεξίτηλα ἴχνη, ἀπό τή νηπιακή μας ἡλικία μέχρι σήμερα.

ΑΝ ΗΜΟΥΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΗΓΕΤΗΣ

ΑΝ ΗΜΟΥΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΗΓΕΤΗΣ

 

Γιά φανταστεῖτε νά ἀνοίγατε τά µάτια σας µιά µέρα σ’ ἕνα κόσµο ἄγνωστο, σ’ ἕνα σπίτι πού δέν εἴχατε ποτέ ξαναδεῖ, ἀνάµεσα σε ξένους πού τούς βλέπατε γιά πρώτη φορά. Νά µή θυµᾶστε τίποτα ἀπό τή ζωή σας, νά µή γνωρίζετε κανέναν ἀπό αὐτούς πού σᾶς µιλοῦν –κι ἄς ἰσχυρίζονται πώς σᾶς ξέρουν πολύ καλά– σᾶς µιλοῦν γιά τόν ἑαυτό σας, γιά τό τί σᾶς ἀρέσει καί τί ὄχι, γιά τό τί σᾶς κάνει νά γελᾶτε καί τί νά κλαῖτε, κι ἐσεῖς δέν ἔχετε ἰδέαν γιά τί πρᾶγµα µιλᾶνε, γιατί δέν ξέρετε κἄν τί θά πεῖ χαρά καί τί θά πεῖ θλίψη, πῶς εἶναι νά νοιώθεις κάτι, νά συγκλονίζεσαι ἀπό κάτι. Φανταστεῖτε νά εἴσαστε ἕνας ἄνθρωπος χωρίς παρελθόν καί ἄρα, χωρίς ἰδέαν τί εἶναι τό µέλλον σας καί χωρίς νά ἐλέγχετε οὔτε καί τό λίγο παρόν πού σᾶς ἀνήκει, ἀφοῦ δέν ἔχετε στοιχεῖα νά ξεχωρίσετε τό φίλο ἀπό τόν ἐχθρό, αὐτόν πού σᾶς µιλάει µέ εἰλικρίνεια, ἀπό αὐτόν πού θέλει νά σᾶς κοροϊδέψει!

Ἡ ἔννοια «Πατήρ» καί ἡ ἔννοια «Προπάτωρ»

 

Ἡ ἔννοια «Πατήρ» καί ἡ ἔννοια «Προπάτωρ»

 

Στίς δεκαπέντε τοῦ µηνός Δεκεµβρίου γιορτάζουµε τήν Κυριακή τῶν ἁγίων Προπατόρων µας. Ἐξ ἀφορµῆς αὐτῆς τῆς πανηγυρικῆς γιορτῆς θά θέλαµε νά κάνουµε κάποια διευκρίνηση καί ἐπεξήγηση ὅσον ἀφορᾶ στούς ἐκκλησιαστικούς ὅρους «Πατήρ», «Προπάτωρ» ἀλλά καί «Θεοπάτωρ».

Ἀκολουθῶντας τήν πραγµατική καί ἀληθινή σηµασία τῶν λέξεων (ἐτυµολογία) θά µπορούσαµε νά σηµειώσουµε τά ἑξῆς:

Προπάτορες εἶναι ὅλοι οἱ ἅγιοι, µέ πρώτους χρονολογικά τούς πρωτοπλάστους ἁγίους προπάτορές µας Ἀδάµ καί Εὔα, πρό τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου ἡµῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ἅγιοι Πατέρες εἶναι ὅλοι ὅσοι ἁγίασαν µετά τήν Γέννηση Τοῦ Κυρίου µας ἐπί τῆς γῆς.

Ἡ θεωρία τοῦ πρέποντος

Ἡ θεωρία τοῦ πρέποντος 

παππούς µου εἶχε µιά θεωρία πού τήν ὀνόµαζε «θεωρία τοῦ πρέποντος». Σύµφωνα µέ τήν θεωρία αὐτή, ἡ ἔννοια τοῦ «πρέποντος» παίζει καθοριστικό ρόλο στήν προσωπικότητα τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι πολύ σηµαντικό γιά τόν ἄνθρωπο νά συµπεριφέρεται ὅπως εἶναι «πρέπον» καί ὄχι µέ βάση αὐτό πού θέλει κάθε φορά. Γιατί ἡ εὐπρέπεια καί ἡ ἀξιοπρέπεια ἦταν πολύ σηµαντική γιά τούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς τοῦ παπποῦ. Ἡ εὐπρέπεια ἦταν συνυφασµένη µέ τήν ἀξιοπρέπεια, µέ τήν λεβεντιά, µέ τόν σεβασµό τοῦ ἀνθρώπου, πρῶτα στόν ἑαυτό του καί ὕστερα στούς ἄλλους. Καί αὐτά τά χαρακτηριστικά τους ἔκαναν νά ξεχωρίζουν ὡς προσωπικότητες. Εἶχαν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί µιά δύναµη τήν ὁποία καλλιεργοῦσαν οἱ ἴδιοι, δέν περίµεναν ἀπό τούς ἄλλους ἤ ἀπό τήν κοινωνία νά τούς τήν διαµορφώσει.

Ἔτσι λοιπόν, ὁ παππούς, τόνιζε συχνά τήν σηµασία του νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἀξιοπρεπής, εὐπρεπής, ἔντιµος καί µᾶς µάθαινε νά ἐξετάζουµε κάθε φορά ἐάν αὐτό πού θέλουµε εἶναι καί πρέπον, διότι πίστευε ὅτι δέν εἶναι τόσο σηµαντικό τό τί θέλει ὁ ἄνθρωπος ἀλλά τί τοῦ δίνει ἀξία. Σηµασία δέν ἔχει νά κάνεις αὐτό πού θέλεις, σηµασία ἔχει νά θέλεις αὐτό πού εἶναι πρέπον, πού σοῦ δίνει ἀξία, πού σέ κάνει ἀξιοσέβαστο ἄνθρωπο. Μέ ἄλλα λόγια, τό “θέλω” σου δέν εἶναι αὐτό πού ἔχει ἀξία, οὔτε µπορεῖς νά θεοποιεῖς αὐτό πού θέλεις, ἀλλά πάντα θά περνάει τό θέλω µας, ἀπό τήν δοκιµασία τοῦ ἄν πρέπει νά τό θέλω, Ἄν δέ δῶ ὅτι τό θέληµά µου συγκρούεται µέ τό πρέπον νά γίνει, τότε, χωρίς δισταγµό θά ἀφίσω τό θέληµά µου γιά νά κάνω θέληµά µου αὐτό πού πρέπει.