Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερέως Ἰωάννου τῆς Κρονστάνδης (1829-1908)

Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερέως

Ἰωάννου τῆς Κρονστάνδης (1829-1908)

 

« ποιμήν καλός τήν ψυχήν ατο τίθησιν πέρ τν προβάτων».

 

Τό παρόν ἄρθρον ἀφιερώνεται εὐλαβῶς στόν σεβαστόν µας πατέρα Βασίλειον Βολουδάκην, τόν µοναδικόν Κληρικόν, ἀπό ὅσο δύναµαι νά γνωρίζω, τόν ὁποῖον, ἐκ παιδικῆς µου ἡλικίας, ἤκουα µνηµονεύοντα στίς Διακονο-Ἱερατικές Λιτές-Ἐκτενεῖς, τοῦ ὀνόµατος τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κρονστάνδης. Τόσο ὡς κοσµικός, ὅσο καί ὡς µοναχός, οὐδέποτε ἤκουσα ἕτερον Κληρικόν µνηµονεύοντα τόν Ἅγιον Ἰωάννην. Νοµίζω, εἶναι πρός τιµήν του! (Ἡ δέ Εἰκόνα τοῦ Ἁγίου, εἶναι τοιχογραφία ἀπό τόν Ἱερόν Ναόν τῆς Ἁγίας Σκέπης, τοῦ Κελλίου µας Ἁγίου Νικολάου Μπουραζέρη).

  

Ρωσία. Κρονστάνδη, τέλη 19ου αἰῶνος.

 

Μία ἀθάνατη καί ἀτίμητη ὕπαρξη «ὑπέρ ἧς Χριστός ἀπέθανεν», «ἐπλα­νήθη, ὡς πρόβατον ἀπολωλός»: Μία κοπέλλα, πού θεωροῦσε τόν ἑαυτό της δυστυχισμένο, λόγῳ πολλῶν αἰτιῶν, ἤδη ἀπό τά παιδικά της χρόνια, θλιμμένη καί πνιγμένη στήν ἀπόγνωση, σκέπτεται πλέον νά αὐτοκτονήσει καί νά κόψει εἰσιτήριο εἰσόδου στήν αἰώνια αὐτο-καταδίκη της.

Προτοῦ πέσει στά νερά τοῦ Φιννικοῦ κόλπου, πού περιβάλλει τό νησί Κότλινε (ὅπου καί ἡ Κρονστάνδη), κάθεται λίγο νά ἀνασάνει σ’ ἕνα παγκάκι τῆς παραλίας, βυθισμένη στίς μαῦρες σκέψεις της. Τότε, ἕνας ἄγνωστός της Ἱερεύς, πλησιάζει καί κάθεται στήν ἄλλη ἄκρη τοῦ πάγκου. Μιμητής τοῦ καλοῦ Ἀρχιποιμένος Χριστοῦ, σπεύδει νά σώσει τό ἀπολωλός πρόβατο. Ἡ κοπέλλα, μόλις τόν βλέπει, ἀντιδρᾶ. Σηκώνεται γιά νά ἀπομακρυνθεῖ. Ἀλλ’ ὁ ἄγνωστος παππούλης, ἀμέσως τήν σταματᾶ, λέγοντάς της: «Μέ συγχωρεῖτε,... δέν μπόρεσα νά μήν παρατηρήσω τήν βαρειά κατάσταση τῆς ψυχῆς σας· καί ὡς Ἱερεύς, ἀποφάσισα νά σᾶς πλησιάσω... Ἀποκαλῦψτε μου, σᾶς παρακαλῶ, τήν θλίψη σας. Ἴσως ὁ Κύριος, διά μέσου ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ, νά σᾶς καταπραΰνει καί νά σᾶς παρηγορήσει».

Ἡ ἔγκαιρη - ἐκ Θεοῦ - ἐπέμβασή του, ἀρχίζει νά καρποφορεῖ. Ἡ κοπέλλα, ἀφοπλισμένη ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ καλοῦ ποιμένος, ξεσπᾶ σέ πικρά δάκρυα: «Εἶμαι δυστυχής, ἄχρηστη στόν κόσμο», λέει μέ ἀναφιλητά.

Ὁ μπάτιουσκα (=πατερούλης), «ὑπολαβών», ἀμέσως τῆς ἀπαντᾶ: «Ὁ Μεγάλος Νοῦς τοῦ Πλάστου Θεοῦ, δέν μπορεῖ νά κάνει τίποτε τό ἄχρηστο».

Ὁ λόγος του ἔπεσε σάν βάλσαμο στήν ψυχή της. Ἀνοίγει τήν καρδιά της καί ἐξομολογεῖται γιά πρώτη φορά στή ζωή της. Ὁ Ἱερεύς, αὐτός ὁ ἄγνωστος σωτήρας της, τήν ἐνθαρρύνει μέ εἰλικρινῆ πατρική ἀγάπη. Καί τό θαῦμα ἔγινε· στό παραπέντε· στό παρατίποτε. «Ὁ ποιμήν ὁ καλός, τήν ψυχήν αὐτοῦ τίθησιν ὑπέρ τῶν προβάτων». Καί ἁρπάζει ἀπό τό στόμα τοῦ νοητοῦ λύκου-διαβόλου τό ἀπολωλός πρόβατο, τήν παρ’ ὀλίγον αὐτόχειρα.

Μά, ποιός, τέλος πάντων, ἦταν αὐτός ὁ μπάτιουσκα (=πατερούλης), τοῦ ὁποίου ὅλη ἡ Ἱερατική ζωή, διακονία, ἀγωνία καί μέριμνα, ἦταν μιά ἰσόβια ἀναζήτηση τῶν ἀπολωλότων; Καί τοῦ ὁποίου, τό ἀνωτέρω περιστατικό, ἦταν μιά μικρογραφία-μινιατούρα τῆς ὅλης θυσιαστικῆς Ἱερατικῆς ζωῆς του;

Δέν ἦταν ἄλλος, ἀπό τόν πατέρα Ἰωάννη Ἤλιτς Σέργιεφ, τόν γνωστόν σήμερα Ἅγιο Ἱερέα Ἰωάννην τῆς Κρονστάνδης, τόν καλό ποιμένα πασῶν τῶν Ρωσιῶν· καί ὄχι μόνο …

Ἡ ἐλεύθερη Ρωσική Ἐκκλησία τῆς Διασπορᾶς, ἀπό πολύ νωρίς εἶχε ἀποφασίσει καί ἐπικυρώσει τήν ἁγιοκατάταξή του. Ἡ μαρτυρική ὅμως καί διωκομένη Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας καί τῶν παραπλησίων Σλαυϊκῶν λαῶν, λόγῳ τοῦ στυγνοῦ ἀθεϊστικοῦ διωγμοῦ, δυσκολευόταν, ἄν καί πάντοτε, ἐξ ἀρχῆς, δέν ἀμφέβαλε γιά τήν ἁγιότητά του. Μόλις ἐξέλιπαν οἱ διωγμοί, στίς 8 Ἰουνίου 1990, ἔγινε ἡ ἐπίσημη ἁγιοκατάταξή του καί ἀπό τό Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας, ἐπελθούσης καί τῆς ἑνώσεώς του μέ τήν ὁμοεθνῆ Ἐκκλησία τῆς Διασπορᾶς.

Στόν βίο τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ, διαβάζουμε ὅτι, ὅταν ὁ Προφήτης, κατά τήν προσταγή τοῦ Ἀγγέλου, «ἀνέστη καί ἔφαγε», ὅτι «ἐπορεύθη ἐν τῇ ἰσχύει τῆς βρώσεως ἐκείνης τεσσαράκοντα ἡμέρας καί τεσσαράκοντα νύκτας».

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης, τοῦ ὁποίου ἡ μακαρία κοίμη1908) δέν ἀπέχει πολύ ἀπό τήν ἀθεϊστική ἐπανάσταση καί ἔναρξη διωγμῶν (1917), προσέφερε στόν λαό του, ἔτι ζῶν, τροφή πνευματική, διά τῆς ἁγίας ζωῆς καί διδαχῆς του, μέ τήν ὁποία τροφή, ὁ λαός αὐτός, ἐπορεύθη καί ὑπέμεινε καρτερικά, ὄχι τεσσαράκοντα ἡμέρας καί τεσσαράκοντα νύκτας, ἀλλά σχεδόν μία ἑβδομηκοναετία. Ἔτσι ἔγινε, ὁ Ἅγιός μας, μία πνευματική μπαταρία, πού μέ τήν Θεία ἐνέργειά της, κράτησε ἐφοδιασμένους ψυχικά καί ἀκλόνητους τούς Ρώσους ὁμοδόξους ἀδελφούς μας, ὥστε νά ὑπομείνουν διωγμούς καί βαρβαρότητες, τίς ὁποῖες θά ζήλευαν σίγουρα, ὅλοι συλλήβδην οἱ Διοκλητιανοί καί Νέρωνες, ὅλων τῶν ἐποχῶν.

Ἀρκετοί πνευματικοί πατέρες, βιογράφοι, συγγραφεῖς, τόσο Κληρικοί, ὅσο καί λαϊκοί, μέ ἐμπεριστατωμένες συγγραφές καί ἐκδόσεις, ἔχουν ἐπιτυχῶς ζωγραφήσει τό πνευματικό πορτραῖτο τοῦ Ἁγίου μας. Μήν περιμένετε τώρα ἐδῶ κάτι ἀνάλογο. «Εἴμαστ’ ἐμεῖς κι ἀπό τήν φτώχεια πιό φτωχοί», ἔλεγε ἕνα τραγουδάκι τῶν παιδικῶν μου χρόνων. Ἔστω ὅμως κι ἔτσι, ἔχοντας τοὐλάχιστον ἐπίγνωση τῆς πνευματικῆς ἀνεπάρκειας καί φτώχειας μας – κάτι εἶναι κι αὐτό - ἄς μήν σιγήσουμε τελείως.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης, ἀνήκει σέ ὅλη τήν Ὀρθοδοξία. Εἶναι παν-ορθόδοξος Ἅγιος. Στήν Ὀρθοδοξία μας, «οὐκ ἔνι» (Παυλείως) Ἕλλην, Σλαῦος, Ἀσιάτης, Ἀφρικανός, Εὐρωπαῖος, Ἀμερικανός κλπ. Οἱ Ἅγιοι Πάντες ἔχουν ἐκπροσώπους καί ἀντιπροσώπους ἀπό ὅλες τίς φυλές, τά γένη καί τά ἔθνη.

Ἐμεῖς, φυσικά, δέν θά ζωγραφίσουμε πορτραῖτο. Μέ ἁπλό μαῦρο μολύβι, πάνω σέ ἁπλό ἄσπρο χαρτί, θά ἰχνογραφήσουμε τούς βασικούς καί κυριώτερους σταθμούς τῆς ζωῆς καί προσφορᾶς τοῦ Ἁγίου ποιμένος. Καί αὐτό πάλι, ἀφοῦ νοερῶς τοῦ βάλουμε μιά ταπεινή μετάνοια, ἀσπαζόμενοι τήν ἁγία Εἰκόνα του.

Ὁ Ἰβάν (=Ἰωάννης) Ἤλιτς Σέργκιεφ, ὁ μετέπειτα Ἅγιος Ἱερεύς Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης, γεννήθηκε ἀπό γονεῖς φτωχούς καί ἀγρότες – σχεδόν καλυβοδίαιτους – τόν Ἠλία καί τήν Θεοδώρα, στίς 18 Ὀκτωβρίου 1829, ἡμέρα τῆς μνήμης τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τῆς Ρίλας, (Βουλγαρίας), τοῦ ὁποίου καί ἔλαβε τό ὄνομα στό θεῖο Βάπτισμα. Τόπος γεννήσεως: μιά ἴζμπα (=φτωχοκαλύβα) στό χωριό Σούρα τοῦ νομοῦ Ἀρχάγγελσκ τῆς Ρωσίας. Ἡ φτωχή καί στερημένη ἀγροτική ζωή τῶν γονέων του, ἦταν πλούσια σέ σπάνιες ἐμπειρίες Ἐκκλησιαστικῆς μυστηριακῆς ζωῆς, προσευχῆς, νηστείας καί λοιπῶν ἀρετῶν. Ἀπό μικρός ὁ Ἰβάν καί οἱ δύο ἀδελφές του, γαλουχήθηκαν καί μεγάλωσαν στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ πατέρας τους, Ἠλίας Σέργιεφ, Ἱεροψάλτης τοῦ χωριοῦ τους, εἶχε παπποῦ Ἱερέα, τοῦ ὁποίου οἱ πρόγονοι ἦσαν Ἱερεῖς, γιά διάστημα μεγαλύτερο τῶν 350 ἐτῶν. Ἡ αὐστηρή μητέρα, ἡ Θεοδώρα, χαρακτηριστικός τύπος Ρωσίδας νηστεύτριας, ποτέ δέν ἔκανε ὑποχωρήσεις σέ πνευματικά θέματα. Ὅταν ὁ μικρός της Βάνια (=Ἰωάννης), ἐκ φύσεως καχεκτικός, ἀρρώστησε βαρειά καί οἱ γιατροί ἐπίμονα συνιστοῦσαν κατάλυση νηστείας, δέν συμφώνησε καί δέν ἔδωσε συγκατάθεση. Δέν συνήθιζε τέτοιες ὑποχωρήσεις.

Ὁ Ἰβάν τελείωσε τήν Θεολογική Ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Ἤθελε πολύ νά γίνει ἄγαμος Ἱερεύς καί νά ὑπηρετήσει τόν λαό τοῦ Θεοῦ μέσα στόν κόσμο. Αὐτό ὅμως ἐπιτρεπόταν μόνο μέ τοῦ ἐγγάμου Ἱερέως τήν ἰδιότητα. Ἔτσι, τό 1855, νυμφεύεται τήν Ἐλισάβετ Κωνσταντίνοβνα, θυγατέρα τοῦ ὑπέργηρου Ἱερέως τῆς πόλεως Κρονστάνδης Κωνσταντίνου Νεσβίτσκυ. Ἀμέσως, τό ἴδιο ἔτος, χειροτονεῖται Ἱερεύς καί ἀναλαμβάνει τήν διαδοχή τοῦ πεθεροῦ του, ὡς ἐφημέριος τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου στήν Κρονστάνδη. Ἐπειδή ἐπιθυμοῦσε τήν παρθενική ζωή, παρεκάλεσε τήν πρεσβυτέρα του Λίζα (=Ἐλισάβετ), ὁ γάμος τους νά μείνει λευκός ἐφ’ ὅρου ζωῆς. Ἐκείνη πρόθυμα συμφώνησε καί ἔδωσε τή συγκατάθεσή της. Ὑπάρχουν ὅμως ἄλλες πληροφορίες, ὅτι ἡ πρεσβυτέρα του δέν συμφώνησε ἀμέσως καί ὅτι μάλιστα παραπονέθηκε στίς ἁρμόδιες ἐκκλησιαστικές ἀρχές. Ὕστερα ὅμως, ὑποχώρησε καί γεμάτη αὐταπάρνηση ἔγινε βοηθός στό ἔργο τοῦ συζύγου της, τόν ὁποῖον ἀποκαλοῦσε «Μπρατ Ἰβάν» (=Ἀδελφέ Ἰωάννη).

Στήν ἐνοριακή αὐτή θέση παρέμεινε ἰσοβίως. Ὁλόκληρη σχεδόν ἡ ἁγία Ἱερατική του διακονία, καταδαπανήθηκε, τόσο στήν Κρονστάνδη, ὅσο καί στήν πλησίον Ἁγία Πετρούπολη. Παράλληλα μέ τήν ποιμαντική καί φιλανθρωπική του δραστηριότητα, ἐργάσθηκε καί σάν ἐκπαιδευτικός, ἐπί 32 χρόνια, στήν περιφερειακή σχολή τῆς Κρονστάνδης, καθώς καί στό γυμνάσιό της.

Ἡ Κρονστανδική κοινωνία ἦταν, ὅταν ἀνέλαβε ὁ Ἅγιος τήν πνευματική της διαποίμανση, σέ κατάσταση ἀπερίγραπτης ἀθλιότητας, φτώχειας, ἀνεργίας καί καταπτώσεως, τόσο κοινωνικῆς ὅσο καί πνευματικῆς.

Μέ τίς ὀτρηρές ὅμως ἐνέργειές του, μέ τά φλογερά κηρύγματά του, μέ τήν πραότητα, ἀγάπη καί ὑπομονή του, κερδίζει τήν ἐμπιστοσύνη ὅλου τοῦ Κρονστανδικοῦ λαοῦ, πού στό πρόσωπό του βρίσκει τόν καλό ποιμένα, τόν στοργικό πατέρα, τόν τροφέα καί σιτοδότη ὑλικῆς καί πνευματικῆς τροφῆς, τόν διοργανωτή ἐργατικῶν ἀπασχολήσεων γιά τούς ἀνέργους, τόν ξενοδόχο καί οἰκοδόμο σπιτιῶν γιά τούς ἀστέγους, τόν δημιουργό ἰατρο-φαρμακευτικῶν ἑστιῶν γιά τούς ἀρρώστους. «Τοῖς πᾶσι γέγονε τά πάντα». Οἱ πιό εὐκατάστατοι οἰκονομικῶς κάτοικοι τοῦ συμπαραστέκονται καί ἔτσι, σέ σύντομο χρονικό διάστημα διοργανώνονται συσσίτια, ἱδρύεται Ἐργατική Ἑστία, Ἐνοριακή Πρόνοια γιά ὅλες τίς ἡλικίες τοῦ πονεμένου και πεινασμένου, ὑλικῶς καί πνευματικῶς, ποιμνίου του. Τά φτωχά παιδάκια ἦταν ἡ ἰδιαίτερη συμπάθεια καί μέριμνά του. Καί ἡ πρώην φτωχή καί ἄθλια Κρονστάνδη, γίνεται μία ἀξιοζήλευτη πολιτεία. Ὅλα τά κτήρια, Ναός, Ξενώνας, Συσσίτια, Ἐργαστήρια ἀνέργων, Ἰατροφαρμακευτικά Κέντρα, ἀκόμη καί ἀπό ἐξωτερικῆς ἐμφανίσεως, εἶναι ἐξωραϊσμένα. Ἡ κοντινή Πετρούπολη, ἀλλά καί ἡ μακρυνή Σούρα, ἡ γενέτειρά του, γνωρίζουν κι αὐτές τά δείγματα τοῦ ἐνδιαφέροντός του. Κτίζονται Ναοί, ὀργανώνονται φιλανθρωπικές Ἀδελφότητες, ἱδρύονται σχολεῖα, παιδικές στέγες, ἐργαστήρια ἀπασχολήσεως ἀνέργων κλπ. ἔργα ἀγάπης. Ἵδρυσε τρία γυναικεῖα μοναστήρια, μέ ἀντίστοιχα μετόχια. Τό ἕνα στή γενέτειρά του, τό ὁποῖο μάλιστα, ὅταν διαλύθηκε ἀπ’ τούς ἀθέους διῶκτες τῆς Ἐκκλησίας, ἀριθμοῦσε πάνω ἀπό ἑκατό μοναχές. Τό δεύτερο στήν Πιούχτιτσα τῆς σημερινῆς Ἐσθονίας. Καί τό τρίτο –καί σπουδαιότερο– στήν Ἁγία Πετρούπολη. Τό μοναστήρι αὐτό, πού τιμᾶται στόν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Ρίλας (τοῦ ὁποίου τό ὄνομα εἶχε ὁ Ἅγιός μας ὡς ἐλέχθη), εἶναι κτισμένο πάνω σέ πετρῶδες νησάκι, στά νερά τοῦ ποταμοῦ Κάρποβκα τῆς Πετρουπόλεως. Φρόντισε μάλιστα, νά κτισθεῖ στά ὑπόγεια τῆς μονῆς αὐτῆς, παρεκκλήσιο τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ (τοῦ ὁποίου τό ὄνομα ἔφερε ὁ κατά σάρκα πατέρας του) καί ἄφησε διαθήκη, νά ταφεῖ ὁ ἴδιος ἐκεῖ κάτω καί νά μήν ἀνοιχθεῖ ποτέ ὁ τάφος του. Ὅπερ καί ἐγένετο· καί εἶναι πανρωσικό προσκύνημα.

Ἐνδεχομένως βέβαια, παρόμοιες θυσιαστικές, Ἱερατικές καί Ἱεραποστολικές μέριμνες, νά τίς συναντήσει κανείς καί σέ ἄλλους ἀξίους Κληρικούς. Ὁ Ἅγιός μας ὅμως, κατά κάποιον τρόπον, ξεχώριζε διότι αὐτή ἡ ἐξωστρέφειά του, πήγαζε κι ἀνέβλυζε ἀπό μία ἄβυσσο ἀσκητικῆς ἐνδοστρέφειας, νηστείας, ἀγρυπνίας, προσευχῆς καί – σχεδόν καθημερινῆς – τελέσεως τῆς Θείας Λειτουργίας. Σ’ αὐτό τό τελευταῖο, ἄν δέν σταθεῖ κανείς ἰδιαίτερα, δέν κατάλαβε τίποτε ἀπ’ τήν βιοτή τοῦ Ἁγίου μας. Ἡ Θεία Λειτουργία ἦταν ἡ ζωή του. Λειτουργοῦσε τόσο συγκλονιστικά καί κατανυκτικά, πού ἡ φήμη του ἁπλώθηκε ἐκτός Κρονστάνδης καί Πετρουπόλεως, σέ σημεῖο νά γεμίζει ἀσφυκτικά ὁ Ναός τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου ἀπό πιστούς, πού ἔρχονταν ἐπί τοῦτο, ἀπό μακρυνές περιοχές. Τά περισσότερα γραπτά κείμενά του, ἀναφέρονται στήν ἀναγκαιότητα τῆς Θείας Λειτουργίας καί Θείας Μεταλήψεως.

Ἡ δέ Ἐξομολόγηση, πού ὡς Πνευματικός ἐπιτελοῦσε ἰσοβίως, δέν τόν ἄφηνε νά δώσει «ὕπνον τοῖς ὀφθαλμοῖς» του, οὔτε νά φάει σάν ἄνθρωπος, ἀλλά σάν ἀσκητής. Τό σπίτι του ἐλάχιστα τόν ἔβλεπε, γιά ἕνα λιτότατο δεῖπνο «στό πόδι» καί ἕναν ἀκόμα πιό λίγο ὕπνο. Ἀπό φυλακῆς πρωίας μέχρι νυκτός ἐξομολογοῦσε. Ἀκόμη καί στήν Θεία Λειτουργία, τήν ὥρα τοῦ Κοινωνικοῦ, δεχόταν ἐξομολογήσεις, γιά προετοιμασία προσελεύσεως στήν Θεία Μετάληψη. Τό πόσους ἔσωσε ἐκ τῶν πυλῶν τοῦ θανάτου καί τοῦ στόματος τοῦ ὠρυομένου λέοντος-διαβόλου, φαίνεται σέ μικρογραφία ἀπό τό περιστατικό τῆς νέας, στήν ἀρχή τοῦ λόγου μας. Ἡ ἱστορία αὐτή, πάλιν καί πολλάκις, μέ διάφορες περιστατικές ἀποχρώσεις, ἐπανελήφθη. Ἔτσι, ὁ Ἅγιός μας ἔγινε μιμητής κατά πάντα τοῦ Ἁγίου Ἱεράρχου μας Νικολάου τοῦ θαυματουργοῦ, τόν ὁποῖον ὑπεραγαποῦσε· κάτι πού χαρακτηρίζει ὅλη τήν Σλαυϊκή Ὀρθοδοξία. «Ἔθηκε» καί αὐτός, «τήν ψυχή του ὑπέρ λαοῦ» του. Διά τοῦτο καί αὐτός ἡγιάσθη.

Μή νομίσει ὅμως κανείς, πώς δέν γεύθηκε ὁ Ἅγιός μας πίκρες, συκοφαντίες, ἀχαριστίες, παρεξηγήσεις καί ὅλα τά σχετικά. Ἡ μεγαλύτερη ὅμως πίκρα τῆς ζωῆς του, ἦταν οἱ λεγόμενοι «Ἰωαννίτες», δηλαδή φανατικοί ὀπαδοί του ἤ καί πνευματικά τέκνα του, μέ «ζῆλον οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν». Αὐτοί, ὄχι μόνο τόν παρουσίαζαν ἅγιον, ἔτι ζῶντα, ἀλλά τόν θεοποιοῦσαν κιόλας. Οἱ ἐκκλησιαστικές ἀρχές, παρασυρμένες, θεώρησαν ὑπεύθυνο τόν Ἅγιο γιά τήν ἀκαταστασία αὐτή, πού σάν λοιμική ἀρρώστεια ἐπικράτησε ἐπ’ ἀρκετόν, δημιουργῶντας πολλά προβλήματα. Ἔτσι, ἀναγκάσθηκε ὁ Ἅγιος, στάς δυσμάς τοῦ βίου του, νά αὐτο-εξορισθεῖ ἀπό τήν Κρονστάνδη καί νά περιορισθεῖ στήν Πετρούπολη.

Ἦλθε ὅμως καί τό ὁσιακό τέλος του, πού ἐπεβράβευσε τήν ἀθωότητα καί ἀκακία του. Ἄλλωστε, κατά τόν ἀρχαῖο Ἕλληνα ρήτορα Δημοσθένη, «πρός γάρ τό τελευταῖον ἐκβάν, ἕκαστον τῶν πρίν ὑπαρξάντων κρίνεται». Τρία χρόνια πρό τῆς κοιμήσεώς του, ὑπέφερε μέ ὑπομονή, ὀδυνηρή φλεγμονή τοῦ οὐροποιητικοῦ του συστήματος. Οἱ πόνοι του δέν τόν ἄφηναν νά ἡσυχάσει παρά μόνον 15-20 λεπτά τό εἰκοσιτετράωρο. Οἱ γιατροί τοῦ συνιστοῦσαν κατάλυση τῆς νηστείας, ἀλλ’ αὐτός, ἐφ’ ὅρου ζωῆς, ἔκανε ὑπακοή στήν μακαριστή μητέρα του. Προσπαθοῦσε νά Κοινωνεῖ τά Ἅγια Μυστήρια, μέ πολύ κόπο βέβαια. Στίς τελευταῖες του ἡμέρες, πού τό στόμα του δύσκολα δεχόταν λίγο νερό, οἱ Ἱερεῖς τοῦ μετέδιδαν σταγόνες μόνον Τιμίου Αἵματος, μέ πολύ δυσκολία.

Σέ σημειώσεις πού ἔγραψε τό τελευταῖο ἔτος τῆς ζωῆς του, ἀναφέρει: «Σέ ὑπηρέτησα, Κύριε, μέ ὅλες μου τίς δυνάμεις. Ἔκανα ὅμως πολλά σφάλματα. Ὁ ἐχθρός μέ πολεμοῦσε σκληρά. Κάλυψε, μέ τήν φιλανθρωπία Σου, ὅλες τίς ἁμαρτίες μου, Κύριε».

Κοιμήθηκε στίς 20 Δεκεμβρίου 1908. Τό σκήνωμά του, ἀφοῦ ἐξετέθη σέ προσκύνηση στήν Κρονστάνδη, μεταφέρθηκε ἐν πομπῇ στήν Ἁγία Πετρούπολη, ὅπου, παρουσία καί τῆς τελευταίας μαρτυρικῆς τσαρικῆς οἰκογενείας, πλήθους Κληρικῶν, μοναστριῶν, καί ἀμέτρητου πενθηφόρου καί δακρυσμένου λαοῦ, κηδεύθηκε καί ἐτάφη, κατά τήν διαθήκη του, ὡς προείπαμε.

Εἶναι κρῖμα γιά τόν πιστό Ρωσικό λαό, τό ὅτι σήμερα, ἡ Κρονστάνδη, ὁ τόπος τῆς Ἱερατικῆς του αὐτοδαπανήσεως, καθώς καί ἡ μονή τοῦ Σάρωφ, ὁ τόπος ἀγῶνος καί ἁγιασμοῦ τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ, εἶναι ἀμφότερες στρατιωτικές ζῶνες, στίς ὁποῖες ἀπαγορεύεται κάθε προσέγγιση, ἀκόμα καί τώρα, πού στήν Ρωσία, ἄνοιξαν οἱ Ἐκκλησίες καί τά Μοναστήρια.

Ἅγιε Πάτερ ἡμῶν Ἰωάννη,

Μέ τήν «ἀνένοχον καί ἀκατάκριτον» παράστασή σου στό Ἱερό Θυσιαστήριο, τίμησες τήν Ἱερωσύνη πού ἐδέχθης· ἔλαβες «τήν Παρακαταθήκην» καί τήν ἐφύλαξες ἀξίως. Ἔγινες «τύπος τῶν πιστῶν, ἐν ἔργῳ, ἐν λόγῳ, ἐν ἀναστροφῇ». Τά ἱερά κείμενά σου, ἰδιαιτέρως « ν Χριστ ζωή» σου, ὅπου ἀποτυπώνεις ὅλους τούς μύχιους πόθους καί ἱερούς λογισμούς σου, μᾶς τρέφουν ὅλους. Καί εὔχου, νά συνεχίσουν νά μᾶς τρέφουν, ὅσο θά διαρκεῖ ἀκόμη ἡ ἄχαρη παρεπιδημία μας σ’ αὐτήν τήν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος, ἀπ’ τήν ὁποία καί σύ πέρασες· καί τώρα καταπαύεις «ἐν οὐρανίοις θαλάμοις διηνεκῶς». Πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν καί ὑπέρ τῆς Ἁγίας Ρωσίας, πού δικαίως καυχᾶται γιά τό δικό της γέννημα καί θρέμμα.

Ταῖς αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον καί σῶσον πάντας ἡμᾶς. Ἀμήν! Πατέρες μου καί ἀδελφοί μου Καλά Χριστούγεννα!

 

Μοναχός Νεκτάριος

Κελλίον Ἁγίου Νικολάου Μπουραζέρη – Μονῆς Χιλανδαρίου

Καρυαί – ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» - Ἀρ. Τεύχους 208

Δεκέμβριος 2019