Οἱ νοµικοί ὅροι στή Θεολογία
καί ὁ ἅγιος Ἱωάννης ὁ Χρυσόστοµος
Ὁ «κόσµος του ἦταν ὁ κόσµος τῆς Patrologiae Grecae». Αὐτός ὁ κάπως συγκαταβατικός χαρακτηρισµός εἶχε ἀποδοθεῖ σέ ἕναν µεγάλο σύγχρονο Ρῶσσο θεολόγο. Τό νόηµα τοῦ χαρακτηρισµοῦ ἦταν ὅτι, ναί µέν, ὁ θεολόγος αὐτός εἶχε µεγάλη ἀξία, ἀλλά ὅτι, παρά τήν ἀξία του αὐτή, ἡ θεολογία του, ὡς –δῆθεν– ἀγκιστρωµένη σέ ἕνα παρωχηµένο θεολογικό «παράδειγµα», δέν µποροῦσε νά ἀφορᾶ στούς σύγχρονους ἀνθρώπους ἤ τοὐλάχιστον ἔπρεπε, ὁπωσδήποτε, νά «ἐκσυγχρονισθεῖ». Διαφορετικά θά εἶχε ἀξία µόνο ἱστορική ἤ «ἀρχαιολογική», ὄχι, ὅµως, «ὑπαρξιακή» γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο.
Δέν ἀναφέρουµε τό ὄνοµα τοῦ θεολόγου, διότι δέν εἶναι σκοπός µας νά ἐπικεντρωθοῦµε σέ µία µόνο προσωπική περίπτωση. Σηµασία ἔχει τό γενικότερο ζήτηµα, πού ἀναδεικνύεται ἀπό τό συγκεκριµένο αὐτό παράδειγµα: εἶναι, πράγµατι, παρωχηµένοι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας (οἱ Ἕλληνες καί οἱ Λατίνοι) ἤ πάντως χρειάζεται, ἐν πάσῃ περιπτώσει, ὁ ἐκσυγχρονισµός τῶν ἔργων τους, ὥστε νά προσαρµοσθοῦν στή σύγχρονη ἐποχή;
Εἴχαµε καί τόν προηγούµενο µῆνα ἀναφερθεῖ στό κεντρικό αὐτό ζήτηµα. Ἐκεί εἴχαµε εἰδικότερα παραθέσει δύο κείµενα, τῶν ἁγίων Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καί Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, µέ τήν πρόθεση νά καταδείξουµε ὅτι πολύ ἀπέχουµε ἀπό τό σηµεῖο πού θά µποροῦµε δικαιολογηµένα νά ἰσχυρισθοῦµε ὅτι ἔχουµε πιά µάθει καί µελετήσει σέ ὅλο τό εὖρος καί τό βάθος τους τά κείµενα τῶν Πατέρων. Διότι µόνο σέ αὐτή τήν περίπτωση, ἐάν δηλαδή εἴχαµε, ἔστω σέ γενικές γραµµές, ἐξετάσει τό γράµµα καί τό πνεῦµα τῶν κειµένων αὐτῶν, θά εἶχε ἴσως κάποιος τό δικαίωµα νά ἰσχυρισθεῖ ὅτι χρειάζεται πλέον νά παρουσιασθεῖ ἀλλιῶς, µέ τρόπο πιό κατάλληλο ἤ πιό κατανοητό τό µήνυµα τοῦ Εὐαγγελίου. Στήν πραγµατικότητα, ὅµως, τά κείµενα αὐτά δέν ἔχουν κἄν ἐκδοθεῖ στήν ὁλότητά τους, ἀκόµη περισσότερο δέν ἔχουν µεταφρασθεῖ, ἐνῷ ἡ ἐξήγηση καί ὁ σχολιασµός τους εὑρίσκεται, ἀκόµη, σέ σχεδόν στοιχειῶδες ἐπίπεδο. Εἶναι δέ χαρακτηριστικό, ὅτι σέ πολλά σύγχρονα θεολογικά ἔργα, δέν εἶναι συχνές οἱ παραποµπές σέ κείµενα τῶν Πατέρων ἤ παρατηρεῖται ἡ ἀνακύκλωση τῶν ἴδιων συγκεκριµένων περικοπῶν. Προφανῶς, τό ἔργο τῆς ἔκδοσης καί τῆς µελέτης τῶν ἔργων τῶν Πατέρων δέν εἶναι καθόλου εὔκολη ὑπόθεση καί τά ὅσα ἀναφέρουµε δέν συνιστοῦν κριτική σέ ὅσους προσπαθοῦν νά παρουσιάσουν τά ἔργα αὐτά. Ἀποσκοποῦν, ὅµως, στό νά ἐκφράσουν τήν ἀπορία µας γιά τό πῶς εἶναι δυνατόν νά ἀποφαίνεται κάποιος ἀπαξιωτικά γιά τά ἔργα αὐτά, τήν στιγµή πού εἶναι πολύ φανερό ὅτι εἶναι ἀκόµη ἐν πολλοῖς ἄγνωστα καί πάντως πολύ ἀπέχουν ἀπό τό νά ἔχουν ἀφοµοιωθεῖ καί, ἀκόµη λιγότερο, ἀντιπαρατεθεῖ καί συγκριθεῖ –σηµεῖο πρός σηµεῖο– µέ τη σύγχρονη κοσµοθεωρία, τό σύγχρονο «παράδειγµα», ὅπως χαρακτηριστικά λέγεται.