ΗΜΕΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΕΡΟΝΤΑ ΣΙΜΩΝΑ ΑΡΒΑΝΙΤΗΝ

 

 

 

ΗΜΕΡΙΔΑ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΕΡΟΝΤΑ ΣΙΜΩΝΑ ΑΡΒΑΝΙΤΗΝ

 

Ὁ Ἱερός Ναός Ἁγίου Γεωργίου Πανοράµατος Θεσσαλονίκης, µέ πρωτοβουλία τοῦ Προϊσταµένου αὐτοῦ π. Ἀλεξίου  Παπαστεργίου καί ὁ Σύλλογος Ἀποφοίτων καί Φοιτητῶν ἐκ διαφόρων Σχολῶν, µέ ἐπικεφαλῆς τόν κ. Ἄγιν Μπεκιάρην, διοργάνωσαν Ἡµερίδα τήν 30ην Σεπτεµβρίου 2019, στίς 6.00 µ.µ. εἰς Μνήµην τοῦ Ἁγίου Γέροντος π. Σίµωνος Ἀρβανίτη. Εἰσηγηταί ἦσαν οἱ: Σεβασµιώτατος Μητροπολίτης Βερατίου κ. Ἰγνάτιος, ὁ Πανοσιολ. Ἀρχιµ. Χρυσόστοµος Μαϊδώνης (πρώην Πρωτοσύγκελλος τῆς Ἱ.Μητροπόλεως Ἱερισσοῦ & Ἁγ. Ὄρους), ὁ Πανοσιολ. Ἀρχιµ. Μάξιµος Ἰβηρήτης (Πρώην Πρωτεπιστάτης Ἁγ. Ὄρους) καί ὁ Πρωτοπρεσβύτερος Βασίλειος Βολουδάκης.

Κατωτέρω δηµοσιεύουµε τήν Εἰσήγηση τοῦ τελευταίου Ὁµιλητοῦ.

 

ΠΡΟΣΧΕΔΙΟ  ΒΙΟΓΡΑΦΗΣΕΩΣ

ΤΟΥ  ΓΕΡΟΝΤΟΣ  ΜΑΣ  π.  ΣΙΜΩΝΟΣ

Ἡ πρόσκλησή μου στήν  σημερινή Πνευματική Ἡμερίδα γιά τόν ἁγιασμένο Γέροντά μας, τόν π. Σίμωνα Ἀρβανίτην, καί, μάλιστα,  μέ τό διακόνημα τοῦ ἀναλέκτου κάποιων ψιχίων τῆς ἀπαραμίλλου μορφῆς του, ἀποτελεῖ γιά μένα μεγάλη εὐλογία, τιμή καί χαρά. Ταυτοχρόνως,  δέν μπορῶ νά ἀποκρύψω καί τόν μεγάλον ἔλεγχο τῆς συνειδήσεώς μου, διότι ἐραθύμησα καί  παρήκουσα μέχρι σήμερα καί δέν ἔφερα ἀκόμη εἰς πέρας μιά –κατά τό δυνατόν– ὁλοκληρωμένη βιογράφησή του, παρ’ ὅτι πέρασαν  ἤδη 31 χρόνια ἀπό τῆς ὁσίας Κοιμήσεώς του καί 39 χρόνια ἀπό τῆς 1ης Φεβρουαρίου 1980,  ὅταν,  αὐτοεξόριστος στό ἐξωκκλήσι τοῦ ἁγίου Λουκᾶ (Κοκκιναρᾶ) ὁ Γέροντάς µας, µετά τόν Ἁγιασµό, πού ἐτέλεσε γιά τήν ἐν τῷ Ναΐσκῳ διαµονή του, µοῦ εἶπε: «Πάρε να τετράδιο καί  σα βλέπεις πό δ καί πέρα, νά τά γράφης!».

Αὐτά τά λόγια του ἦταν γιά µένα ἄκουσµα φοβερό· χαρᾶς καί φόβου! Χαρᾶς, γιατί ἄκουγα ἀπό τό στόµα τοῦ Γέροντός µου ὅτι εἶχα τήν εὐλογία νά ἀσχοληθῶ γράφων γιά τό πάντιµο Πρόσωπό του (κάτι πού ἦταν κρυφός µου πόθος), καί φόβος, γιατί ἐγνώριζα τόν λόγο τῆς αὐτοεξορίας του, γι’ αὐτό καί µέ διστακτικότητα τοῦ εἶχα τήν προηγουµένη ἡµέρα προτείνει νά  τοῦ Λειτουργῶ καθηµερινά, ὅσο διάστηµα θά ἔκρινε ὅτι πρέπει νά παραµείνη στό µικρό καί ἐρηµικό ἐκκλησάκι ἄσιτος καί προσευχόµενος.

 Ὁ λόγος τῆς αὐτοεξορίας του  ἀπό τό Μοναστῆρι, πού ἐκεῖνος δηµιούργησε ἐκ τοῦ µηδενός, ἦταν γιά νά συνετίση δύο Μοναχούς τοῦ Μοναστηριοῦ του (ἕνα Ἱεροµόναχον καί ἕνα Μεγαλόσχηµο Μοναχό), πού εἶχαν ἐγείρει ἀνταρσία καί, ὄχι µόνο  δέν ὑπολόγιζαν τόν Γέροντά τους, ἀλλά τοῦ ἐφέροντο µέ σκαιότητα καί ἐπιθετικότητα!

Φοβερά, λοιπόν, ἦταν γιά µένα τά λόγια του «ὅλα ὅσα βλέπεις ἀπό ἐδῶ καί πέρα, νά τά γράφης!», γιατί, προοιώνιζαν τό τί θά ἐπακολουθοῦσε ὡς µαρτυρική θυσία ἀγάπης τοῦ Γέροντα γιά τά δυό του πνευµατικά παιδιά, πού ἦσαν καί Μοναχοί, µέ εὐθύνη νά γίνονται «Φῶς κοσµικῶν»! Ἐγνώριζα, ἀπό τήν µαθητεία µου κοντά του, ὅτι ὁσάκις ὁ Γέροντας ἀπεσύρετο γιά ἰδιαίτερη προσευχή πρός ἀντιµετώπιση ἑνός µεγάλου προβλήµατος, ἡ ἀπόσυρσή του συνοδεύετο –σύν τοῖς ἄλλοις– καί ἀπό τελεία ἀσιτία! Αὐτό εἶχε πράξει καί ὅταν πρό ἐτῶν ἀσθένησε εἰς θάνατον ὁ µεγαλόσχηµος Μοναχός, πού τώρα ἐστασίαζε ἐναντίον του, καί µέ τήν ἀπόλυτη νηστεία καί προσευχή τοῦ Γέροντος ἐσώθη θαυµατουργικά!

Περί αὐτῶν, ὅµως, ὅπως καί γιά πολλά ἄλλα, ἐπιθυμῶ νά γράψω, ἄν θέλη ὁ Θεός, καί εὐχηθῆτε καί ὅλοι ἐσεῖς σήμερα, πού τιμᾶτε τήν μορφή του, νά μέ ἐνισχύση ὁ Κύριος  στό «τί εἴπω καί τί λαλήσω» γιά τόν πιστό δοῦλο Του καί Γέροντά μας. Νά καταγράψω καί νά περιγράψω,  µέ ὅσο τό δυνατόν µεγαλύτερη ὁρατότητα, Αὐτόν καί τά Σεπτά του Πάθη, πρίν κλείσω τά µάτια µου σ’ αὐτόν τόν κόσµο.

 

Εἶναι τόσο πολλά τά βιώματά μας ἀπό ἐκεῖνον, τόσο πολύ τό ὑλικό, πού, ἔχει συγκεντρωθεῖ, ὥστε ἄν μιλοῦσα ἀπό στήθους δέν θά μποροῦσα νά τιθασεύσω τά λεγόμενα. Γι’ αὐτό, χρωστῶ χάρη στόν ἀγαπητό μας κ. Ἄκη Μπεκιάρη, ὁ ὁποῖος ἐνημέρωσε ἐγκαίρως ὅλους τούς  ὁμιλητάς τῆς Ἡμερίδος ὅτι ὁ χρόνος μας εἶναι περιορισμένος καί, συνεπς, λόγος μας πρέπει νά χη τόν περιορισμό το γραπτο.  Θά ἤθελα, λοιπόν,  νά σᾶς διευκρινήσω, ὅτι δέν θά ἀκούσετε σήμερα ἀπό ἐμένα κάτι ὁλοκληρωμένο γιά τόν Γέροντά μας. Θά ἀρκεσθῶ μόνο σέ ἐλάχιστες ἐπισημάνσεις  ἤ ὅπως θά ἔλεγε ἕνας ἁγιογράφος, θά ἀρκεσθῶ στό προσχέδιο τῆς ἁγιογραφήσεώς του.

 

Ὁ Γέροντάς μας, ὁ παλαιότερος τῶν συγχρόνων Ἁγίων Γερόντων

Ἕνα ξεχωριστό Συναξάρι.

 

Ὁ π. Σίµων, ἐνῶ εἶναι ὁ παλαιότερος τῶν συγχρόνων ἁγίων Γερόντων ἔχει µείνει σχεδόν ἄγνωστος στούς νεωτέρους γιατί δέν ταν διαφημίσημος! Πόσοι  –φερ’ εἰπεῖν– γνωρίζουν ὅτι ὁ γνωστός σέ ὅλους  γιος άκωβος Τσαλίκης (19 χρόνια μικρότερος) εχε  πνευµατικό τόν π. Σίµωνα, µετά τήν κοίµηση τοῦ Γέροντός του, π. Νικοδήµου Θωµ, ἀλλά καί ὅτι ὁ π. Νικόδηµος Θωµᾶς εἶχε πνευµατικό τόν π. Σίµωνα; Πόσοι γνωρίζουν τι σαν συνασκηταί μέ τόν γιο Πορφύριο (5 χρόνια μικρότερος)  καί ὅτι συνεδέοντο πνευματικά μέ μιά φιλία, πού ἀδυνατοῦμε νά κατανοήσουμε γιατί εἴμαστε ἁλυσσοδεμένοι μέ ἕνα ἀρρωστημένο συναισθηματισμό, πού ἐπιδιώκει τήν ἀποκλειστικότητα.

Δέν ταν διαφημίσημος Γέροντάς μας γιατί δέν μποροσε νά σταθ δίπλα του κανείς πό κείνους πού κάνουν τουρισμό στούς Γέροντες καί καταγράφουν μόνο τίς φράσεις ἐκεῖνες, πού τούς ἐντυπωσιάζουν γιά νά πλουτίζουν τήν ἀνία τῶν διατυπώσεών τους. Μοῦ ἔλεγε, χαρακτηριστικά ὁ ἅγιος Παΐσιος: –  «Κάποτε ἦλθε ἐδῶ μιά παρέα καί τούς μιλοῦσα γιά τή ζωή τους. Τότε μᾶς πλησίασε ἕνας κοκκινολαίμης καί  εἶπα “νά καί τό πουλάκι, ἔβαλε τήν κόκκινη ποδίτσα του καί ἦλθε νά ἀκούση”! Ἀμέσως,  ἐνῶ δέν πρόσεχαν μέχρι τότε τί τούς ἔλεγα, ἔβγαλαν τά σημειωματάριά τους γιά νά καταγράψουν τή φράση μου, γιατί, εἶπαν “εἶναι πολύ λογοτεχνική”»!

Ὁ Γέροντάς μας, μόλις κάποιος ἄρχιζε νά ἀναπτύσση θεωρίες, προσπαθῶντας νά ἐναρμονίση τά τῆς Πίστεώς μας μέ τίς ἀντιλήψεις τοῦ κόσμου, τόν διέκοπτε λέγοντας: «Μή λές, γαπητέ μου, περιττολογίες. δ μιλε λήθεια»! Καί δέν ἦταν μόνο τά λόγια του, ἀλλά καί ἡ Πᾳτριαρχική του ψυχή, πού ἔκανε τά λόγια αὐτά νά ἠχοῦν «ς βροντή καταπλήττουσα»! Πῶς θά μποροῦσαν νά σταθοῦν γιά πολύ καιρό κοντά στόν Γέροντά μας ἄνθρωποι πού δέν θέλουν νά ἀλλάξουν τόν χαρακτῆρα τους ἀλλά κακοποιοῦν τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ μας καί τήν κατεβάζουν στό ἐπίπεδό τους; Δυστυχῶς, ἄνθρωποι μέ αὐτή τή νοοτροπία γίνονται συνήθως διαφημισταί τῶν ἁγίων Γερόντων καί γι’ αὐτό ἐφθάσαμε σήμερα στό σημεῖο νά μιλοῦμε γι’ αὐτές τίς ἁγιασμένες ψυχές μέ ἀσεβῆ οἰκειότητα, σάν νά ἁγίασαν αὐτοί γιά νά μᾶς δώσουν ὑλικό νά κάνουμε τούς ἔξυπνους, χρησιμοποιῶντας τά λόγια τους καί τά γραπτά τους, ἀλλοιωμένα μέσα στήν προκρούστεια νοημοσύνη μας. Ἔτσι ἐξηγεῖται καί τό γιατί  ὁ ἅγιος Πορφύριος ἔφυγε ἀπό τόν τόπο τῆς ἀσκήσεώς του καί πῆγε νά ἀποθάνη καί νά ταφῇ στό Ἅγιον Ὄρος, γιατί, ὅπως ἔλεγε, «ἄν μείνω ἐδῶ, θά μέ γελοιοποιήσουν οἱ ἄνθρωποι»!

 

Ὁ Γέροντάς μας ἦταν ἕνα ξεχωριστό Συναξάρι. Ἀπίστευτο, ἀπρόβλεπτο, μοναδικό, παγκόσμιο. Ἕνα συναξάρι πού θύμιζε Ἀβραάμ καί Ἀπόστολο Πέτρο, ἀλλά ἦταν ο πατήρ Σίμων: καθρέπτης τς ερωσύνης, πίσκοπος τν ψυχν, Προφήτης, Μάρτυρας.

Ἀπό μικρός ἦταν τέλειος. Μιά μικρογραφία ἁγίου. Δέν θά ἐπεκταθῶ στά βιογραφικά του. Δέν εἶναι τῆς ὥρας αὐτῆς. Ὡστόσο, δέν πρέπει νά παραβλέψουμε ὅτι πολύ νωρίς, ἀπό δεκαεννέα ἐτῶν, ἔφυγε ἀπό τό πατρικό του σπίτι κρυφά, χωρίς νά ἀποχαιρετίση τούς οἰκείους του καί χωρίς νά ἀποκαλύψη τόν τόπο προορισμοῦ του σέ κανένα. Οὔτε στόν ἀδελφό του τόν Γιάννη, πού ὑπεραγαποῦσε, γιατί δέν ἦταν μόνο κατά σάρκα ἀλλά καί κατά πνεῦμα συγγενής του. Εἶχε πολύ νωρίς ἀνταποκριθῇ στήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ μας «ξελθε κ τς συγγενείας σου καί κ το οκου το Πατρός σου καί πορεύου ες γν ν ν σοι δείξω». Εἶχε ξεκαθαρίσει μέσα του ὅτι ὁ διφυής ἄνθρωπος (σῶμα καί ψυχή), ἔχει λάβει ἀπό τούς γονεῖς μόνο τήν καταγεγραμμένη ἀπό τήν βιοτή τους σάρκα, ἀλλά ἀπό τόν Θεό μας τήν ψυχή, πού κυβερνᾶ τήν σάρκα. Ἔλαβε τήν ἐντολή ἀπό τόν Οὐράνιο Πατέρα μας καί οἱ γονεῖς του δέν εἶχαν κανένα λόγο σ’αὐτήν τήν ἐντολή.

Ὁ ἀδελφός του ὁ Γιάννης τόν ἀναζητοῦσε πολύ. Μοῦ τό εἶχε εἰπεῖ ὁ ἴδιος. «Κάθε βράδυ –μοῦ ἔλεγε– ἐμφανιζόταν νοερά ὁ π. Σίμων στή σκάλα τοῦ πατρικοῦ σπιτιοῦ μας, καταλάβαινα ὅτι προσευχόταν γιά μᾶς»! Τότε ὁ 19χρονος π. Σίμων προσευχόταν ἔγκλειστος σέ μιά σπηλιά στήν Εὔβοια, προτοῦ προσέλθη στό Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους στό Αὐλωνάρι Κύμης

Ὁ Γέροντάς μας, μέ τήν προσκόλλησή του στόν Χριστό μας, μᾶς χάρισε τά μάτια γιά να βλέπουμε τόν  Θεό μας, ὅσο, βεβαίως, μποροῦσε νά ἰδῇ ὁ καθένας μας. Μᾶλλον αὐτός ἔγινε τά μάτια μας καί γι’ αὐτό μᾶς εἶναι ἀδύνατον νά  ἀναφερόμαστε στόν  Θεό μας  χωρίς τη δική του παρουσία στό νοῦ καί στήν καρδιά μας. Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι ἀπό τότε πού γνώρισα τόν Γέροντά µας,  µιλῶ καί σκέπτοµαι µέσα ἀπό Ἐκεῖνον, ἔχει γίνει Αὐτός τά µάτια, ἡ σκέψη µου, τά αἰσθήµατά µου καί τό κριτήριό µου, ταυτόχρονα, ὅµως, καί ὁ καθηµερινός ἔλεγχός µου, γιατί δέν εἶναι εὔκολο, ἀνώδυνο καί ἁπλό νά βαστάζης µέσα σου Αὐτόν τόν Ἄνθρωπο καί ἐσύ νά παραµένης πνευµατικά ἀκατέργαστoς!

 

Ὁ Γεροντάς μας ἦταν ὁ ἄνθρωπος τῆς Ζωῆς

 

Ὁ πατήρ Σίμων ἦταν ὁ ἄνθρωπος τῆς Ζωῆς. Ζούσε τή ζωή ἀπό τό παραμικρό ὡς τό Θεϊκό. Ἔνοιωθε τά πάντα μέ τρόπο μοναδικό. Ἦταν ὁ ἄνθρωπος πού ἔδειχνε μέ τή  ζωή του τήν πραγματική ἐλευθερία. Γνωρίσαμε ἀπό Ἐκεῖνον,  ὅτι ἡ ἐλευθερία δέν εἶναι ἡ δυνατότητα ἐπιλογῆς ἀλλά ἡ κατά Θεόν κατάσταση!

Ἀπό τό  ποτήρι νερό, πού ἔπινε, μέχρι τό  σπουδαιότερο, που ἔκανε, ἔνοιωθε αὐτό πού ἔκανε, χαιρότανε αὐτό πού ἔκανε, ἀλλά καί ποτέ δέν αἰχμαλωτίσθηκε ἀπό αὐτό πού ἔκανε. Κοντά του, σοῦ ζωντάνευε ὁ Ἰώβ, μέ τήν τόση ἀγάπη καί χαρά γιά τή ζωή, γιά τήν γυναῖκα του, γιά τά παιδιά του, ἀλλά καί τήν ἀπόλυτη διάκριση τῆς ψυχῆς του ἀπό τά ὁποιαδήποτε δεσμά τοῦ «κόσμου τούτου»: «Ὁ Κύριος ἔδωκεν ὁ Κύριος ἀφείλετο. Εἴη τό Ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον»!

Ὁ Γέροντας δέν εἶχε τίποτε ἄρρωστο ἐπάνω του. Δέν μποροῦσε νά σταθῇ ἐπάνω του καμμιά ἐμπαθής καί  ἀρρωστημένη κατάσταση. Συγχρόνως, ζοῦσε τή  ζωή στό  ἔπακρο, χωρίς ἴχνος ἁμαρτίας. Ἦταν ὁ Κύκνος τοῦ Θεοῦ μας, ἀδιάβροχος ἀπό τά ὕδατα τοῦ κόσμου τῆς ἁμαρτίας!

Ζοῦσε τά αἰσθητά ὡς χαρά, ὄχι ὡς ἐμπαθῇ ἡδονή καί γι’ αὐτό, κανείς φιλήδονος ἄνθρωπος, ἀπ’ αὐτούς πού ἔχουν μοναδικό τους σκοπό νά ἀπολαύσουν τή ζωή, δέν μποροῦσε νά φθάση στό  ἀπειροελάχιστο τή χαρά τῆς ζωῆς τοῦ Γέροντα.

Τά βιβλία τῶν ἁγίων δέν τά διάβαζε ἁπλῶς, ἀλλά ζωντάνευε τούς ἁγίους μέσα του καί τούς ἔκανε ζωή καί ἦθος καί νοοτροπία του. Γι’ αὐτό ἔγινε ἀπέραντος. Ἔγινε ἡ  «Ἐκκλησία».

 

Πνευματικός του ὁ Θεῖος Χρυσόστομος

 

Δέν ἦταν δυνατόν νά βρεθῇ Πνευματικός γιά νά ὑποδείξῃ στόν Γέροντά μας τό πῶς θά γίνη «βιαστής τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ», γιατί ὅποιος Πνευματικός ἄκουγε τό πῶς ἐντελῶς ἀβίαστα ἐβίαζε τόν ἑαυτόν του, ἔφριττε, σκεπτόμενος τό πῶς ἄνθρωπος χοϊκός, μπορεῖ νά βιώση σέ τέτοιον βαθμό τήν Ἀγγελική Λειτουργία! Γι’ αὐτό, ἔκαμε Πνευματικό του τόν ἅγιον Χρυσόστομον. Αὐτόν μελετοῦσε βαθειά καί τά λόγια τοῦ Χρυσορρήμονος γινόταν καί δικά του. Τόσο πολύ ταυτίσθηκε μέ τόν ἅγιο αὐτόν Ἱεράρχη, ὥστε ἐκεῖνος τοῦ ἔδωσε τό χάρισμα, νά κατανοῇ τά κείμενά του, τά γραμμένα στήν Ἀττική διάλεκτο(!),  ὁ π. Σίμων τῆς Τετάρτης Δημοτικοῦ!

 Αὐτό τό διεπίστωσα τό ἔτος 1974, ὅταν ὁ Γέροντάς μας –γιά πρώτη φορά ἀπό τότε πού τόν ἐγνώρισα– ἐνοσηλεύετο σέ Νοσοκομεῖο, καί συγκεκριμένα, στό Νοσοκομεῖο τῶν Κληρικῶν (Ν.Ι.Κ.Ε.). Εἶχε στό κομοδίνο ἕνα τόμο μέ κείμενα τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου, ἐκδόσεως πού περιεῖχε καί μετάφραση.«Διάβασέ μου, μοῦ εἶπε, ἀπό τόν Θεῖο Χρυσόστομο». Ἄρχισα ἀμέσως νά διαβάζω ἀπό τό μεταφρασμένο κείμενο, σκεπτόμενος ἀνόητα ὅτι ὁ Γέροντας ἦταν τοῦ Δημοτικοῦ. Μέ διακόπτει, τότε, στή στιγμή λέγοντάς μου: «Τί κάνεις κε; Ξαναζεσταμένο φαγητό θά φμε; Διάβασε πό τό πρωτότυπο, χι πό τή μετάφραση!». Διάβασα γιά ἀρκετή ὥρα καί κατά διαστήματα μέ σταματοῦσε καί μοῦ ἐξηγοῦσε, ὄχι μόνο τά νοήματα ἀλλά καί τίς λέξεις, ὅπως, φερ’ εἰπεῖν,  τί σημαίνει τό ρῆμα «διεπρίοντο»στήν φράση «διεπρίοντο ταῖς καρδίαις αὐτῶν» οἱ Ἰουδαῖοι, ὅταν τούς μιλοῦσε ὁ ἅγιος Πρωτομάρτυς Στέφανος: – «“Διεπρίοντο” (μοῦ ἐξήγησε), δηλαδή σάν νά  εἶχαν ἕνα πριονάκι νά τούς πριονίζη τήν καρδιά, τόσο ἔλεγχο καί μῖσος εἶχαν ἀκούγοντας τά λόγια του»! Στό τέλος, τόν ρώτησα: – «Γέροντα, πῶς μάθατε τά ἀρχαῖα Ἑλληνικά, ἀφοῦ πήγατε μόνο μέχρι τήν Τετάρτη Δημοτικοῦ καί τότε δέν ὑπῆρχαν μεταφράσεις τῶν Πατερικῶν κειμένων, ὅπως ὑπάρχουν σήμερα;». Χαμογέλασε καί μοῦ εἶπε: –«ξ ρχς, μόλις πιασα στά χέρια μου τά βιβλία το Θείου Χρυσοστόμου, τά  καταλάβαινα λα, καί τά νοήματα καί τίς λέξεις. λοι ο Πατέρες εναι καλοί, μως Θεος Χρυσόστομος ταν  κενος πού διεσάφησε λες τίς  Θεες Γραφές, γι’ατό καί κκλησία μας τόν χαρακτήρισε “ τά Θεα σαφών”. Θεος Χρυσόστομος ταν Γέροντάς μου»!

 

Ἡ Ἀσκητική τοῦ π. Σίμωνος, ἕνα Πανηγύρι!

 

Κοντά στόν Γέροντά μας νοιώσαμε ὅτι ἡ ἄσκηση δέν εἶναι μιά διαδικασία καταναγκαστικῶν ἔργων, ἀλλά ὅτι πρέπει νά γίνεται σύμμετρα μέ τό πῶς αἰσθανόμαστε τήν πνευματική ζωή. Μᾶς ἔλεγε συχνά «Ἱλαρόν γάρ δότην ἀγαπᾶ ὁ Θεός». Δέν θέλει νά ἀσκούμεθα μέ βαρειά καρδιά, οὔτε νά ἀφήνουμε, βεβαίως, τόν ἑαυτούλη μας ἀχαλίνωτο. Μάθαμε κοντά του πώς ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν ἔρχεται «μετά παρατηρήσεως», δέν ἔρχεται μέ τό νά μετρᾶμε πόσα κομποσχοίνια κάναμε καί πόσες νηστεῖες καί Ἀγρυπνίες, ἀλλά μέ τό ποιοί εἴμαστε.

Ὡστόσο, ἦταν ὁ πρῶτος διδάξας τή Νηστεία. Ὅταν τόν πρωτογνώρισα τό 1968, παρ’ ὅτι προερχόμουν ἀπό Ἱερατική οἰκογένεια, δέν ἐγνώριζα ὅτι κάθε Τετάρτη καί Παρασκευή πρέπει νά νηστεύουμε τό λάδι, ἐκτός ἄν ὑπάρχη κατάλυση λόγῳ ἑορτῆς. Ὁ Γέροντας μᾶς τό ἔμαθε, καί τότε, μάλιστα, κανείς Πνευματικός, τοὐλάχιστον στήν Ἀθήνα, ἀκόμη καί ἁγιασμένοι Πνευματικοί, δέν μιλοῦσαν γιά τή Νηστεία αὐτήν, τήν ἄλαδη Μ. Τεσσαρακοστή (πλήν Σαββατοκύριακου), τό ἄλαδο Δεκαπενταύγουστο, τό τριήμερο τῆς Καθαρᾶς Ἑβδομάδος καί ἄλλα.

Ἀλλά κοντά στή Νηστεία, μάθαμε νά βλέπουμε βαθειά τίς Ὁδηγίες τοῦ Θεοῦ μας.  Μάθαμε ὅτι ἡ ταπείνωση εἶναι λογική καί ρεαλισμός: «ἄνθρωπε, τί ἔχεις ὅ οὐκ ἔλαβες, εἰ δέ καί ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μή λαβών;», μᾶς ἔλεγε συχνά.

Ἔλεγε σέ κάποια γυναῖκα: –“Νά εἶσαι ἁπλῆ. Νά μιλᾶς λίγο καί ὅσο χρειάζεται. Μέ μέτρο ἡ νηστεία, μέ μέτρο τό διάβασμα. Ὅσο μπορεῖς καί ἁπλᾶ”

Μᾶς προσγείωνε πάντοτε, δέν ἤθελε μεγάλα λόγια, οὔτε ἔκανε λεπτομερεῖς ἀναλύσεις. Σοῦ ἀπαντοῦσε, ὅταν ρωτοῦσες, καί σέ διόρθωνε, ποτέ, ὅμως, δέν ἔλεγε περισσότερα ἀπό αὐτά πού μποροῦσες νά καταλάβης. Ἦταν ὁ πιό ὀλιγόλογος ἀπό τούς συγχρόνους ἁγίους, πού γνωρίσαμε. Πάντα μιλοῦσε «σέ σένα», στά μέτρα σου, ἀλλά δέν δεχόταν φλυαρίες καί περιττά λόγια. Λόγος ἀργός δέν ἀκούσθηκε ἀπό τό στόμα του. Οὔτε κἄν πνευματικά ἀστεῖα. Δέν ἀπαγόρευε σέ κανένα τόν λόγο, ἀλλά μπροστά του δέν ἦταν εὔκολο νά ἀνοίξης τό στόμα σου.

 

Πνευματική ὅραση ὀξυτάτη,

παρ’ ὅτι ἦταν σχεδόν τυφλός ἀπό 29 ἐτῶν!

Ἀπό 29 ἐτῶν ἔπασχε ἀπό τά μάτια του, ἀλλά εἶχε ὅπως μᾶς ἔλεγε «τῆς ψυχῆς τά μάτια», πού τόν ἔκαναν νά βλέπη καί τά αἰσθητά, ὅταν καί ὅσο χρειαζόταν. Ἡ ὁρατότητα τῆς διακρίσεώς του τόν ἔκανε Πνευματικό Ἀετό.

Τά λόγια του λίγα ἀλλά τσάκιζαν τά κόκκαλα τῶν ἐλαττωμάτων μας. Ὁ μακαριστός π. Μᾶρκος Μανώλης ἔλεγε: –“ Γέροντας κρατάει μαζί μέ τήν γάπη καί τόν Κεραυνό”!

 

– “Λοιπόν, πς τά πτε στήν Πόλη;”, ρώτησε μιά γυναῖκα πνευματικό του παιδί. –“Κούραση, Γέροντα, πολύ κούραση, ψυχική, σωματική καί πνευματική”

– Γέροντας: “λοι τά δια μο λένε. Καί ξέρεις γιατί; Γιατί ο νθρωποι μετανοον πως κενοι θέλουν καί χι πως θέλει Θεός”!

Ἄλλοτε μᾶς εἶπε: –“Νά ξέρετε, συμπεριφορά τν νθρώπων δέν δείχνει τόν χαρακτρα τους”!

Καί ἄλλη φορά: –“ταν σς μιλον ο νθρωποι καί σς ταράζουν σς κάνουν κακό, νά προσεύχεσθε γι’ ατούς καί γιά σς. Ατό πού ζητ πό σς εναι νά μή θυμώνετε”

 

«Λίγο ἀπέχω ἀπό τήν ἁγιότητα»

 

Στίς 23 Ἰανουαρίου 1984, τόν ρώτησε ἡ Πρεσβυτέρα μου: –“Τί κάνετε Γέροντα;” Ὁ Γέροντας ἀπάντησε: – “Ὀλίγο ἀπέχω ἀπό τήν ἁγιότητα καί τώρα βαδίζω πρός τά ἐκεῖ”

– “Μά δέν ἀπέχετε, εἶσθε ἤδη ἅγιος”, τοῦ ἀπάντησε ἐκείνη.

–“Δέν λέω γιά τούς ἄλλους, ἀλλά γιά μένα, γιά τόν ἑαυτό μου”.

– “Ἐσεῖς ἀκολουθήσατε τή ζωή τῶν ἁγίων καί τοῦ Χριστοῦ”, πρόσθεσε ἐκείνη.

Καί ὁ Γέροντας: –“Ναί, πράγματι, ἀκολούθησα αὐτή τή ζωή, γιατί ὁ κόσμος ἔχει ἀνάγκη Ἁγιότητος. Ὑπάρχει ἀνάγκη Ἁγιότητος.

Ἕνα μήνα ἀργότερα, μᾶς εἶπε: –“Προσέχετε «πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε». Κάθε καινούργιο πού ὁ ἄνθρωπος συνάπτει στήν Χριστιανική Πίστη, τόν βγάζει ἀπό τήν τάξη τῶν Χριστιανῶν”! Τότε τοῦ διηγήθηκα ἕνα διάλογο πού εἶχα ὡς νέος Κληρικός μέ κάποιον Πανεπιστημιακό καθηγητή τοῦ ἐξωτερικοῦ, πού τότε ἦταν λαϊκός  καί σήμερα πολύ ὑψηλόβαθμος Κληρικός ἐκτός Ἑλλάδος. Διάλογος, πού κατέληξε σέ τελεία Θεολογική διαφωνία μας. Ὁ Γέροντας, ἀφοῦ ἐπιβεβαίωσε τά ὅσα εἶχα ὑποστηρίξει, μοῦ εἶπε: «Νά πᾶς νά εἰπῆς αὐτοῦ τοῦ καθηγητοῦ: Αὐτά πού σοῦ εἶπα εἶναι σωστά, γιατί ἐγώ ἔχω Πνευματικό τόν π. Σίμωνα, πού τοῦ μιλεῖ ὁ Θεός!». Δέν εἴχαμε ἀκούσει τόν Γέροντα ἄλλη φορά νά μιλάει τόσο καθαρά γιά τό πρόσωπό του. Εἶχε ἤδη φθάσει στήν ἀπάθεια.

Λίγο ἀργότερα, ἡ τότε ἐκκλησιαστική διοίκηση τοῦ δημιούργησε πολλά προβλήματα. Κατηγορήθηκε, συκοφαντήθηκε, ἀλλά ὅλα αὐτά τά  ἀντιμετώπισε  ὡς ἅγιος. –“Ὅλα τά διαστρέφουν, μᾶς ἔλεγε. Σέ λίγο θά διαστρέψουν καί τά ἠθικά, ἀλλά ἐγώ εἶμαι νεκρός! Ἔχει νεκρωθεῖ τό σῶμα μου!”. Τά μαρτύριά του «τίς διηγήσεται»; Ἀλλά καί ἡ δική μας δοκιμασία δέν ἦταν μικρή, νά βλέπουμε ὅτι ἀναγκάζουν ἕναν ἅγιο νά ἀπολογῆται!

 Ζεῖ, ὅμως, ὁ Κύριος καί  Θεός μας! Αὐτός ὁ Κληρικός, πού εἶχε ταλαιπωρήσει πολύ τόν Γέροντα, βοηθῶντας τούς στασιαστάς μοναχούς καί ἐνορχηστρώνοντας πλεκτάνες, γιατί εἶχε μεγάλη θέση στήν τότε ἐκκλησιαστική διοίκηση, λίγο μετά τήν Κοίμηση τοῦ π. Σίμωνος, αὐτοκτόνησε!

 

Φλυάρησα, ὅμως, πολύ, παρ’ ὅτι δέν σᾶς εἶπα ἀκόμη τίποτα γιά τήν μοναδική Πίστη του, τήν Ἀβραμιαία Ἀγάπη καί Φιλοξενία του, τό Φιλακόλουθόν του, τά θαύματά του ἔτι ζῶντος αὐτοῦ, πού τά ζήσαμε ἀπό κοντά σάν φυσικά ἐπακόλουθα τῆς σχέσεώς του μέ τόν Θεό μας, γιά τήν Προφητική του διόραση, γιά τήν Θεολογική του Πανοπλία, πού κατέπληξε ἀκόμη καί τόν ἀεἰμνηστο καθηγητή τῆς Δογματικῆς Ἰωάννη Καρμίρη, γιά τήν Χρυσοστομική Ἁγιογραφική ἑρμηνευτική του, καί κυρίως, γιά τίς λεπτομέρειες καί τήν ἔκταση τοῦ Μαρτυρίου του.

 Τίποτα, σχεδόν, δέν σς επα. Ἐπιφυλάσσομαι, ὅμως, κάποια στιγμή νά τά καταγράψω μέ μεγαλύτερη τάξη καί πληρότητα.

Ἀλλά, καταλάβετέ με, σᾶς παρακαλῶ, γιατί ἕνα τόσο ξεχωριστό συναξάρι δέν εἶναι στά μέτρα μου.  Πιστεύω, ὅμως, ὅτι εἶναι τόσο μοναδική ἡ μορφή του, πού ὅσο καί νά ἀδυνατῶ νά σᾶς τήν ἐκφράσω, εἶναι ἀδύνατον νά μή σᾶς ἀγγίξουν τά  ἐνεργήματα τῆς ἁγίας ψυχῆς του, γιατί ἐκεῖνος διαβάζει τίς καρδιές μας. Πάντα τίς διάβαζε, τό αἰσθανόμαστε πολύ καθαρά ὅταν ζοῦσε στή γῆ, ἀλλά τώρα τίς διαβάζει ἀπόλυτα. Νά εἶσθε βέβαιοι, πώς ὁ Γέροντάς μας, ὅπως καί ὁ Θεός μας, δέν εἶναι προσωπολήπτης.

Μή λυπῆσθε, ὅσοι δέν τόν γνωρίσατε ζῶντα ἀπό κοντά, γιατί ὅπως ὁ Ἀβραάμ, ἔτσι καί ὁ Γέροντάς μας ἀνοίγει τούς θησαυρούς τῆς ψυχῆς του σέ ὅλους ἀνεξαιρέτως. Μακαριότεροι, μάλιστα, θά εἶναι ἐκεῖνοι, πού παρ’ ὅτι δέν τόν γνώρισαν ἐν ζωῇ, τόν ἀγάπησαν πνευματικά μέ πόθο ψυχῆς. Αὐτοί, θά δέχθοῦν ἀπό ἐκεῖνον τήν ἀληθινή καί αἰώνια σχέση, πού εἶναι « Ζωή Χριστός»!

Οἱ εὐχές καί οἱ Προσευχές τοῦ ἁγίου Γέροντός μας νά μή μᾶς ἀφήσουν ποτέ. Οὔτε σ’ αὐτήν τή ζωή, οὔτε στήν Αἰώνια!

 

π. Βασίλειος Ε. Βολουδάκης

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 206

Ὀκτώβριος 2019