Τό Α΄ Κεφάλαιο τῆς Καθολικῆς Ἐπιστολῆς τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου στή σηµερινή µας γλῶσσα

Τό Α΄ Κεφάλαιο τῆς Καθολικῆς Ἐπιστολῆς
τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου
στή σηµερινή µας γλῶσσα

 

γώ ὁ (Ἅγιος) Ἰάκωβος, ὁ δοῦλος Τοῦ Θεοῦ καί Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ γιά τίς δώδεκα φυλές πού βρίσκονται διεσπαρµένες (παντοῦ στόν κόσµο) εὔχοµαι (πάντοτε) νά χαίρουν!

Νά θεωρεῖτε ὅτι κάθε χαρά θά ἔλθει σέ ἐσᾶς, ἀγαπητοί ἀδελφοί µου, ὅταν σᾶς εὕρουν γύρω γύρω διάφοροι πειρασµοί, γνωρίζοντας (καλά) ὅτι γιά νά γίνει κάποιος δόκιµος ἀπό ἐσᾶς στήν πίστη πρέπει νά ἐργασθεῖ µέ τήν ὑποµονή.

Καί γιά τήν ὑποµονή σας νά ἔχετε ἕνα τέλειο ἔργο γιά νά εἶσαστε (καί νά γίνεσθε) τέλειοι καί ὁλοκληρωµένοι (καί) σέ τίποτα νά µήν ὑπολείπεστε.

Ἐάν κάποιος δέ ἀπό ἐσᾶς, στερεῖται Σοφία, νά τό ζητᾶ (µέ πίστη) ἀπό Τόν Θεό ὁ Ὁποῖος χορηγεῖ τά πάντα µέ ἁπλότητα καί χωρίς νά ὀνειδίζει κανέναν, καί θά τοῦ δοθεῖ.

Νά τό ζητᾶ µέ πίστη, χωρίς καµία ἀµφιβολία καί κανένα δισταγµό. Διότι, αὐτός πού διστάζει µοιάζει µέ θαλάσσιο κῦµα πού τό χτυπᾶ ὁ ἄνεµος.

Μήν ἔχει τήν ἐντύπωση αὐτός ὁ ἄνθρωπος ὅτι πρόκειται νά λάβει κάτι ἀπό Τόν Κύριο.

Ὁ δίψυχος ἄνθρωπος εἶναι ἀκατάστατος σέ ὅλη τή ζωή του.

Λοιπόν, ἄς καυχᾶται ὁ ταπεινός ἀδελφός (µας) µέ Τό ὕψος Τοῦ Κυρίου αὐτοῦ.

Καί ὁ πλούσιος (ἀδελφός µας) ἄς καυχᾶται µέ Τήν Ταπείνωση Τοῦ Κυρίου του, γιατί θά χαθεῖ ὅπως τό ἄνθος πού ἔχει τό χορταράκι.

Πραγµατικά! ἀνέτειλε ὁ ἥλιος µαζί µέ τή ζέστη του καί ξέρανε (αὐτή) τό χορτάρι καί τό ἄνθος του ἐξέπεσε καί ἡ ὀµορφιά του χάθηκε.

Μέ τόν ἴδιο τρόπο καί ὁ πλούσιος (ἀδελφός) µέσα στά χρόνια τῆς ζωῆς του θά µαραθεῖ (καί θά φθαρεῖ).

(Πράγµατι!) Εἶναι µακάριος ὁ ἄνθρωπος πού ὑποµένει τήν δυσκολία.

Γιατί µέ τό πού θά γίνει ἄξιος, θά λάβει τόν στέφανο Τῆς Ζωῆς πού ὁ Κύριος ὑποσχέθηκε σέ ὅλους ὅσους Τόν ἀγαποῦν.

Κανένας πού περνᾶ δυσκολία νά µήν λέει ὅτι ἐξαιτίας Τοῦ Θεοῦ µέ βρῆκε αὐτό.

Γιατί ὁ Κύριος καί Θεός εἶναι ἀµέτοχος ἀπό ὁποιοδήποτε κακό καί ἀληθινά δέν βάζει σέ δυσκολία κανέναν.

Κάθε ἄνθρωπος, πραγµατικά, πέφτει σέ δυσκολίες ἑλκόµενος καί δελεαζόµενος (ἀποκλειστικά) ἀπό τήν δική του (κακή) ἐπιθυµία.

Μετά ἡ ἐπιθυµία συλλαµβάνει καί γεννᾶ τήν ἁµαρτία, ἡ ὁποία ὅταν ὁλοκληρωθεῖ φέρνει (στόν ἄνθρωπο) τόν θάνατο.

Μήν πλανᾶσθε, ἀδελφοί µου ἀγαπητοί!

Κάθε καλή καί ἀγαθή δωρεά καί κάθε τέλειο δῶρο προέρχεται καί κατεβαίνει ἀπό Ἐπάνω ἀπό Τόν Πατέρα µας πού Εἶναι ὁ Πατέρας Τῶν Φώτων, παρά Τῷ Ὁποίῳ δέ ὑπάρχει (καµία) ἀλλοίωσις ἤ (ὁποιαδήποτε) σκιά (ὁποιασδήποτε) µεταβολῆς.

Ἐπειδή Θέλησε µᾶς ἔφερε στή ζωή µέ τό λόγο Τῆς Ἀληθείας Του γιά νά ἔχουµε κι ἐµεῖς κάποια ἐξουσία πάνω στά δικά Του δηµιουργήµατα.

Ὥστε, ἀδελφοί µου ἀγαπητοί, νά εἶναι κάθε ἄνθρωπος γρήγορος στό νά ἀκούει, ἀργός στό νά µιλήσει, ἀργός (καί) στήν ὀργή.

Γιατί ἡ ἀνθρώπινη ὀργή δέν ὑπηρετεῖ Τήν Δικαιοσύνη Τοῦ Θεοῦ.

Γι’ αὐτό, ἀφοῦ ἀποθέσουµε κάθε ῥυπαρότητα καί (κάθε) περίσσευµα κακίας, µέ τήν πραότητα νά δέχεσθε τόν ἔµφυτο λόγο (τῆς συνειδήσεως), αὐτόν πού µπορεῖ νά σᾶς δώσει τήν ψυχική σωτηρία.

Νά γίνεσθε δέ, (ἀδελφοί µου ἀγαπητοί) ποιητές τοῦ (θείου) λόγου καί ὄχι µόνο ἀκροατές, γινόµενοι παράλογοι.

Διότι ἐάν κάποιος εἶναι ἀκροατής τοῦ (θείου) λόγου ὄχι ὅµως ποιητής, αὐτός µοιάζει µέ ἄνθρωπο πού κοιτάζει τόν ἑαυτό του στόν καθρέπτη. Εἶδε τόν ἑαυτό του (στόν καθρέπτη) καί ἔφυγε καί ξέχασε (εὐθύς) ἀµέσως τό ποιός εἶναι.

Ὅποιος ὅµως, ἐντρυφήσει στόν Τέλειο νόµο τῆς ἐλευθερίας (πού δίνει ὁ Θεός) καί παραµείνει ἐκεῖ, αὐτός ἐπειδή δέν ἔγινε µόνο ἀκροατής λησµοσύνης ἀλλά ποιητής ἔργου, θά εἶναι εὐτυχισµένος αύτός µέ τό ἔργο του.

Ἐάν κάποιος πιστεύει ὅτι εἶναι θρῆσκος ἀλλά δέν συγκρατεῖ τή γλώσσα του, ἀλλά, ἐπειδή (γι’ αὐτό τό λόγο) ἐξαπατάει τήν καρδιά του, εἶναι µάταιη γι’ αὐτόν ἡ θρησκεία.

Καθαρή Θρησκεία καί ἀµίαντη (πεντακάθαρη) ἀπέναντι στόν Θεό καί Πατέρα (µας) εἶναι αὐτή, τό νά ἐπισκέπτεσθε ὀρφανούς καί χῆρες µέσα στή θλίψη τους, τηρώντας τόν ἑαυτό σας ἄµεµπτο άπό τόν κόσµο.

 

Δηµήτρης Νεαπολίτης

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ»  Ἀρ. Τεύχους 206

Ὀκτώβριος 2019