Τό Α΄ Κεφάλαιο τῆς Καθολικῆς Ἐπιστολῆς τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου στή σηµερινή µας γλῶσσα

Τό Α΄ Κεφάλαιο τῆς Καθολικῆς Ἐπιστολῆς
τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου
στή σηµερινή µας γλῶσσα

 

γώ ὁ (Ἅγιος) Ἰάκωβος, ὁ δοῦλος Τοῦ Θεοῦ καί Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ γιά τίς δώδεκα φυλές πού βρίσκονται διεσπαρµένες (παντοῦ στόν κόσµο) εὔχοµαι (πάντοτε) νά χαίρουν!

Νά θεωρεῖτε ὅτι κάθε χαρά θά ἔλθει σέ ἐσᾶς, ἀγαπητοί ἀδελφοί µου, ὅταν σᾶς εὕρουν γύρω γύρω διάφοροι πειρασµοί, γνωρίζοντας (καλά) ὅτι γιά νά γίνει κάποιος δόκιµος ἀπό ἐσᾶς στήν πίστη πρέπει νά ἐργασθεῖ µέ τήν ὑποµονή.

Καί γιά τήν ὑποµονή σας νά ἔχετε ἕνα τέλειο ἔργο γιά νά εἶσαστε (καί νά γίνεσθε) τέλειοι καί ὁλοκληρωµένοι (καί) σέ τίποτα νά µήν ὑπολείπεστε.

Ἐάν κάποιος δέ ἀπό ἐσᾶς, στερεῖται Σοφία, νά τό ζητᾶ (µέ πίστη) ἀπό Τόν Θεό ὁ Ὁποῖος χορηγεῖ τά πάντα µέ ἁπλότητα καί χωρίς νά ὀνειδίζει κανέναν, καί θά τοῦ δοθεῖ.

Νά τό ζητᾶ µέ πίστη, χωρίς καµία ἀµφιβολία καί κανένα δισταγµό. Διότι, αὐτός πού διστάζει µοιάζει µέ θαλάσσιο κῦµα πού τό χτυπᾶ ὁ ἄνεµος.

Μήν ἔχει τήν ἐντύπωση αὐτός ὁ ἄνθρωπος ὅτι πρόκειται νά λάβει κάτι ἀπό Τόν Κύριο.

Οἱ νοµικοί ὅροι στή Θεολογία καί ὁ ἅγιος Ἱωάννης ὁ Χρυσόστοµος

Οἱ νοµικοί ὅροι στή Θεολογία
καί ὁ ἅγιος  Ἱωάννης ὁ Χρυσόστοµος

 

«κόσµος του ἦταν ὁ κόσµος τῆς Patrologiae Grecae». Αὐτός ὁ κάπως συγκαταβατικός χαρακτηρισµός εἶχε ἀποδοθεῖ σέ ἕναν µεγάλο σύγχρονο Ρῶσσο θεολόγο. Τό νόηµα τοῦ χαρακτηρισµοῦ ἦταν ὅτι, ναί µέν, ὁ θεολόγος αὐτός εἶχε µεγάλη ἀξία, ἀλλά ὅτι, παρά τήν ἀξία του αὐτή, ἡ θεολογία του, ὡς –δῆθεν– ἀγκιστρωµένη σέ ἕνα παρωχηµένο θεολογικό «παράδειγµα», δέν µποροῦσε νά ἀφορᾶ στούς σύγχρονους ἀνθρώπους ἤ τοὐλάχιστον ἔπρεπε, ὁπωσδήποτε, νά «ἐκσυγχρονισθεῖ». Διαφορετικά θά εἶχε ἀξία µόνο ἱστορική ἤ «ἀρχαιολογική», ὄχι, ὅµως, «ὑπαρξιακή» γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο.

Δέν ἀναφέρουµε τό ὄνοµα τοῦ θεολόγου, διότι δέν εἶναι σκοπός µας νά ἐπικεντρωθοῦµε σέ µία µόνο προσωπική περίπτωση. Σηµασία ἔχει τό γενικότερο ζήτηµα, πού ἀναδεικνύεται ἀπό τό συγκεκριµένο αὐτό παράδειγµα: εἶναι, πράγµατι, παρωχηµένοι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας (οἱ Ἕλληνες καί οἱ Λατίνοι) ἤ πάντως χρειάζεται, ἐν πάσῃ περιπτώσει, ὁ ἐκσυγχρονισµός τῶν ἔργων τους, ὥστε νά προσαρµοσθοῦν στή σύγχρονη ἐποχή;

Εἴχαµε καί τόν προηγούµενο µῆνα ἀναφερθεῖ στό κεντρικό αὐτό ζήτηµα. Ἐκεί εἴχαµε εἰδικότερα παραθέσει δύο κείµενα, τῶν ἁγίων Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καί Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, µέ τήν πρόθεση νά καταδείξουµε ὅτι πολύ ἀπέχουµε ἀπό τό σηµεῖο πού θά µποροῦµε δικαιολογηµένα νά ἰσχυρισθοῦµε ὅτι ἔχουµε πιά µάθει καί µελετήσει σέ ὅλο τό εὖρος καί τό βάθος τους τά κείµενα τῶν Πατέρων. Διότι µόνο σέ αὐτή τήν περίπτωση, ἐάν δηλαδή εἴχαµε, ἔστω σέ γενικές γραµµές, ἐξετάσει τό γράµµα καί τό πνεῦµα τῶν κειµένων αὐτῶν, θά εἶχε ἴσως κάποιος τό δικαίωµα νά ἰσχυρισθεῖ ὅτι χρειάζεται πλέον νά παρουσιασθεῖ ἀλλιῶς, µέ τρόπο πιό κατάλληλο ἤ πιό κατανοητό τό µήνυµα τοῦ Εὐαγγελίου. Στήν πραγµατικότητα, ὅµως, τά κείµενα αὐτά δέν ἔχουν κἄν ἐκδοθεῖ στήν ὁλότητά τους, ἀκόµη περισσότερο δέν ἔχουν µεταφρασθεῖ, ἐνῷ ἡ ἐξήγηση καί ὁ σχολιασµός τους εὑρίσκεται, ἀκόµη, σέ σχεδόν στοιχειῶδες ἐπίπεδο. Εἶναι δέ χαρακτηριστικό, ὅτι σέ πολλά σύγχρονα θεολογικά ἔργα, δέν εἶναι συχνές οἱ παραποµπές σέ κείµενα τῶν Πατέρων ἤ παρατηρεῖται ἡ ἀνακύκλωση τῶν ἴδιων συγκεκριµένων περικοπῶν. Προφανῶς, τό ἔργο τῆς ἔκδοσης καί τῆς µελέτης τῶν ἔργων τῶν Πατέρων δέν εἶναι καθόλου εὔκολη ὑπόθεση καί τά ὅσα ἀναφέρουµε δέν συνιστοῦν κριτική σέ ὅσους προσπαθοῦν νά παρουσιάσουν τά ἔργα αὐτά. Ἀποσκοποῦν, ὅµως, στό νά ἐκφράσουν τήν ἀπορία µας γιά τό πῶς εἶναι δυνατόν νά ἀποφαίνεται κάποιος ἀπαξιωτικά γιά τά ἔργα αὐτά, τήν στιγµή πού εἶναι πολύ φανερό ὅτι εἶναι ἀκόµη ἐν πολλοῖς ἄγνωστα καί πάντως πολύ ἀπέχουν ἀπό τό νά ἔχουν ἀφοµοιωθεῖ καί, ἀκόµη λιγότερο, ἀντιπαρατεθεῖ καί συγκριθεῖ –σηµεῖο πρός σηµεῖο– µέ τη σύγχρονη κοσµοθεωρία, τό σύγχρονο «παράδειγµα», ὅπως χαρακτηριστικά λέγεται.

Ἡ Θεία Σκέπη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου

Ἡ Θεία Σκέπη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου

 

Ὁ λαοφιλής Ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως ὁ Θαυματουργός, στόν Πρόλογο τοῦ «Θεοτοκαρίου» του, σημειώνει τά ἑξῆς:

«Διδαχθείς ὑπό τῆς ἁγιωτάτης ἡμῶν καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ἄξιόν ἐστιν, ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν τήν Θεοτόκον καί ἀειπάρθενον Μαρίαν, ἐποίησα ᾠδάς τινας καί ὕμνους πρός αἴνεσιν καί ἀνύμνησιν τῆς Παναγίας Μητρός τοῦ Κυρίου … πρός ἔκφρασιν τῆς ἀπείρου πρός Αὐτήν εὐγνωμοσύνης μου διά τάς πολλάς πρός ἐμέ Αὐτῆς εὐεργεσίας, ἅς παραπέλαυσα».

Εἶναι φανερό, ὅτι ὅλοι οἱ Ἅγιοι Ὑμνωδοί, οἱ Θεοτοκόφιλοι, οἱ ὁποῖοι ὕμνησαν μέ ὠδές καί ὕμνους τήν Παναγίαν Δέσποινά μας, κάπως ἔτσι ἐκφράζονται. Καί κάθε Θεομητορική Ἑορτή τῆς Ἐκκλησίας μας, τούς ἔχει δώσει τήν ἀφορμή νά Τήν ὑμνήσουν μέ ἀνεπανάληπτα μελωδήματα, περισσεύματα τῆς θεοτοκόφιλης καρδίας τους. Καί εἶναι πολλές καί ποικίλες οἱ Θεομητορικές ἑορτές τοῦ ἔτους. Κατ’ ἀρχήν, εἶναι οἱ ἑορτές ἐκεῖνες, πού συνδέονται μέ τούς σταθμούς τῆς ἐπίγειας ζωῆς τῆς Κυρίας Θεοτόκου: Γενέθλιον-Εἰσόδια-Χριστούγεννα-Ὑπαπαντή-Εὐαγγελισμός-Κοίμησις (γιά νά ἀκολουθήσουμε τό ἐκκλησιαστικό ἔτος ἀπό Σεπτέμβριο, ἕως Αὔγουστο).

Ἔπειτα, εἶναι οἱ ἑορτές ἐκεῖνες, πού ἔχουν σχέση μέ τά ἰμάτια-ἐνδύματα Αὐτῆς. Καί εἶναι αὐτές τρεῖς: 1η Ὀκτωβρίου, ἡ ἀνάμνηση τῆς ἐμφανίσεως τῆς Σκέπης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου στόν Ναό τῶν Βλαχερνῶν Κων/πόλεως, 2α Ἰουλίου, ἡ κατάθεση τῆς τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Θεοτόκου στόν ἴδιο Ναό καί 31η Αὐγούστου, ἡ κατάθεση τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Παναγίας, στόν Ναό τῶν Χαλκοπρατείων, πάλι τῆς Κων/πόλεως.

ΗΜΕΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΕΡΟΝΤΑ ΣΙΜΩΝΑ ΑΡΒΑΝΙΤΗΝ

 

 

 

ΗΜΕΡΙΔΑ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΕΡΟΝΤΑ ΣΙΜΩΝΑ ΑΡΒΑΝΙΤΗΝ

 

Ὁ Ἱερός Ναός Ἁγίου Γεωργίου Πανοράµατος Θεσσαλονίκης, µέ πρωτοβουλία τοῦ Προϊσταµένου αὐτοῦ π. Ἀλεξίου  Παπαστεργίου καί ὁ Σύλλογος Ἀποφοίτων καί Φοιτητῶν ἐκ διαφόρων Σχολῶν, µέ ἐπικεφαλῆς τόν κ. Ἄγιν Μπεκιάρην, διοργάνωσαν Ἡµερίδα τήν 30ην Σεπτεµβρίου 2019, στίς 6.00 µ.µ. εἰς Μνήµην τοῦ Ἁγίου Γέροντος π. Σίµωνος Ἀρβανίτη. Εἰσηγηταί ἦσαν οἱ: Σεβασµιώτατος Μητροπολίτης Βερατίου κ. Ἰγνάτιος, ὁ Πανοσιολ. Ἀρχιµ. Χρυσόστοµος Μαϊδώνης (πρώην Πρωτοσύγκελλος τῆς Ἱ.Μητροπόλεως Ἱερισσοῦ & Ἁγ. Ὄρους), ὁ Πανοσιολ. Ἀρχιµ. Μάξιµος Ἰβηρήτης (Πρώην Πρωτεπιστάτης Ἁγ. Ὄρους) καί ὁ Πρωτοπρεσβύτερος Βασίλειος Βολουδάκης.

Κατωτέρω δηµοσιεύουµε τήν Εἰσήγηση τοῦ τελευταίου Ὁµιλητοῦ.

 

ΠΡΟΣΧΕΔΙΟ  ΒΙΟΓΡΑΦΗΣΕΩΣ

ΤΟΥ  ΓΕΡΟΝΤΟΣ  ΜΑΣ  π.  ΣΙΜΩΝΟΣ

Ἡ πρόσκλησή μου στήν  σημερινή Πνευματική Ἡμερίδα γιά τόν ἁγιασμένο Γέροντά μας, τόν π. Σίμωνα Ἀρβανίτην, καί, μάλιστα,  μέ τό διακόνημα τοῦ ἀναλέκτου κάποιων ψιχίων τῆς ἀπαραμίλλου μορφῆς του, ἀποτελεῖ γιά μένα μεγάλη εὐλογία, τιμή καί χαρά. Ταυτοχρόνως,  δέν μπορῶ νά ἀποκρύψω καί τόν μεγάλον ἔλεγχο τῆς συνειδήσεώς μου, διότι ἐραθύμησα καί  παρήκουσα μέχρι σήμερα καί δέν ἔφερα ἀκόμη εἰς πέρας μιά –κατά τό δυνατόν– ὁλοκληρωμένη βιογράφησή του, παρ’ ὅτι πέρασαν  ἤδη 31 χρόνια ἀπό τῆς ὁσίας Κοιμήσεώς του καί 39 χρόνια ἀπό τῆς 1ης Φεβρουαρίου 1980,  ὅταν,  αὐτοεξόριστος στό ἐξωκκλήσι τοῦ ἁγίου Λουκᾶ (Κοκκιναρᾶ) ὁ Γέροντάς µας, µετά τόν Ἁγιασµό, πού ἐτέλεσε γιά τήν ἐν τῷ Ναΐσκῳ διαµονή του, µοῦ εἶπε: «Πάρε να τετράδιο καί  σα βλέπεις πό δ καί πέρα, νά τά γράφης!».

Αὐτά τά λόγια του ἦταν γιά µένα ἄκουσµα φοβερό· χαρᾶς καί φόβου! Χαρᾶς, γιατί ἄκουγα ἀπό τό στόµα τοῦ Γέροντός µου ὅτι εἶχα τήν εὐλογία νά ἀσχοληθῶ γράφων γιά τό πάντιµο Πρόσωπό του (κάτι πού ἦταν κρυφός µου πόθος), καί φόβος, γιατί ἐγνώριζα τόν λόγο τῆς αὐτοεξορίας του, γι’ αὐτό καί µέ διστακτικότητα τοῦ εἶχα τήν προηγουµένη ἡµέρα προτείνει νά  τοῦ Λειτουργῶ καθηµερινά, ὅσο διάστηµα θά ἔκρινε ὅτι πρέπει νά παραµείνη στό µικρό καί ἐρηµικό ἐκκλησάκι ἄσιτος καί προσευχόµενος.

Τῆς Μητρικῆς Της στοργῆς τό θαῦμα

Τῆς Μητρικῆς Της στοργῆς τό θαῦμα

 

Στὴ Μνήμη τῆς Μητέρας μου

 

« Ὅμως ἐμεῖς τό μόνο πού προσέχαμε

ἦταν ἐκεῖνες οἱ φωνές μέσα στά σκοτεινά,

πού ἀνέβαιναν, καυτές ἀκόμη

ἀπό τήν πίσσα τοῦ βυθοῦ ἤ τό θειάφι.

«Ὄι, ὄι, μάνα μου»,

«ὄι, ὄι, μάνα μου»... (Ὀδ. Ἐλύτης, Ἄξιόν Ἐστι)

«Στήν ἀγκαλιά σου τή γλυκειά,

μανούλα μου, ν’ ἀράξω

μές στό βαθύ τὸ πέλαγο αὐτό

πριχοῦ βουλιάξω». (Ἀλ. Παπαδιαμάντης)

 

Μέρες τρυφερές, μητρικῆς φροντίδας καὶ στοργῆς, ἅγιες μέρες ἀνοίχτηκαν μπροστά μας, ἴσαμε,  μὲ τὸν Ἀποστόλων τὸν δῆμον συνοδοιπόρον, νὰ  τιμήσουμε, ἑορτάσουμε, πανηγυρίσουμε «τὸ   τελευταῖον ἐν αὐτῇ Μυστήριον». Τὴν Πάνσεπτόν Της Κοίμηση,  Τῆς Μητέρας μας τῆς Παναγιᾶς τὴν Κοίμηση.

Εὐωδιαστὲς, ὄντως, ἀφήνονται οἱ μέρες αὐτὲς νὰ μᾶς ταξιδέψουν σ᾿ ἕνα καιρὸ ξεχασμένο, δυστυχῶς, ὅπου ἡ ἄλλη ἡ Μητρικὴ στοργή, τῆς μάνας ποὺ μᾶς γέννησε, δαψιλῶς συμπληρώνονταν ἀπὸ τὴ Χάρη Της. Γιατὶ καὶ στὴ μία καὶ στὴν ἄλλη, ἀκουμπούσαμε «τῶν λυπηρῶν τὰς ἐπαγωγάς», ποὺ ράμφιζαν τὴν ψυχή μας. Κι ἀναζητούσαμε, καὶ στὴ μιὰ καὶ στὴν ἄλλη τὴν παραμυθία, ἀνασαίναμε σιμά τους, αἰσιοδοξίας καὶ πλησμονῆς ἐλέους,  εὐωδίες μοναδικές. Μέχρι νἄρθουν  ἄλλα «νέφη τῶν λυπηρῶν» νὰ σταθοῦν ἀπειλητικά, ὅπως οἱ ἐπιθετικὲς καταιγίδες πάνω μας. Γιὰ νὰ τὶς ξεπεράσουμε κι αὐτές, «τῇ μεσιτείᾳ Της», στηριγμένη ἐξάπαντος στὴν εὐχή τῆς μάνας μας.