Τῆς Μητρικῆς Της στοργῆς τό θαῦμα

Τῆς Μητρικῆς Της στοργῆς τό θαῦμα

 

Στὴ Μνήμη τῆς Μητέρας μου

 

« Ὅμως ἐμεῖς τό μόνο πού προσέχαμε

ἦταν ἐκεῖνες οἱ φωνές μέσα στά σκοτεινά,

πού ἀνέβαιναν, καυτές ἀκόμη

ἀπό τήν πίσσα τοῦ βυθοῦ ἤ τό θειάφι.

«Ὄι, ὄι, μάνα μου»,

«ὄι, ὄι, μάνα μου»... (Ὀδ. Ἐλύτης, Ἄξιόν Ἐστι)

«Στήν ἀγκαλιά σου τή γλυκειά,

μανούλα μου, ν’ ἀράξω

μές στό βαθύ τὸ πέλαγο αὐτό

πριχοῦ βουλιάξω». (Ἀλ. Παπαδιαμάντης)

 

Μέρες τρυφερές, μητρικῆς φροντίδας καὶ στοργῆς, ἅγιες μέρες ἀνοίχτηκαν μπροστά μας, ἴσαμε,  μὲ τὸν Ἀποστόλων τὸν δῆμον συνοδοιπόρον, νὰ  τιμήσουμε, ἑορτάσουμε, πανηγυρίσουμε «τὸ   τελευταῖον ἐν αὐτῇ Μυστήριον». Τὴν Πάνσεπτόν Της Κοίμηση,  Τῆς Μητέρας μας τῆς Παναγιᾶς τὴν Κοίμηση.

Εὐωδιαστὲς, ὄντως, ἀφήνονται οἱ μέρες αὐτὲς νὰ μᾶς ταξιδέψουν σ᾿ ἕνα καιρὸ ξεχασμένο, δυστυχῶς, ὅπου ἡ ἄλλη ἡ Μητρικὴ στοργή, τῆς μάνας ποὺ μᾶς γέννησε, δαψιλῶς συμπληρώνονταν ἀπὸ τὴ Χάρη Της. Γιατὶ καὶ στὴ μία καὶ στὴν ἄλλη, ἀκουμπούσαμε «τῶν λυπηρῶν τὰς ἐπαγωγάς», ποὺ ράμφιζαν τὴν ψυχή μας. Κι ἀναζητούσαμε, καὶ στὴ μιὰ καὶ στὴν ἄλλη τὴν παραμυθία, ἀνασαίναμε σιμά τους, αἰσιοδοξίας καὶ πλησμονῆς ἐλέους,  εὐωδίες μοναδικές. Μέχρι νἄρθουν  ἄλλα «νέφη τῶν λυπηρῶν» νὰ σταθοῦν ἀπειλητικά, ὅπως οἱ ἐπιθετικὲς καταιγίδες πάνω μας. Γιὰ νὰ τὶς ξεπεράσουμε κι αὐτές, «τῇ μεσιτείᾳ Της», στηριγμένη ἐξάπαντος στὴν εὐχή τῆς μάνας μας.

Κι ὕστερα ἦρθε καιρὸς ποὺ μιὰ ἀπὸ τὶς δύο, ἡ κατὰ σάρκα μάνα μας δηλαδή, σταύρωσε τὰ χέρια της, σφράγισε τὸ στόμα της, ἔκλεισε τὰ μάτια κι ἀποκοιμήθηκε. Γιὰ πάντα. Αὐτήν, λοιπόν, τὴν ἀπουσία ἐκείνης  συμπληρώνει ἡ Χάρη Της, καθὼς ἀποπνέει κάθε ἐμπιστοσύνη ἡ Μορφή Της καὶ περισσότερο, ἀφοῦ ἄγρυπνον «προστάτιν τῆς ζωῆς» μας Τὴν καταλαβαίνουμε καὶ φρουρὰ ἀσφαλεστάτην Τὴν νοιώθουμε σὲ τοῦτα τὰ μονοπάτια τοῦ βίου τὰ δύσβατα καὶ ἀκανθώδη. Ὅπως καταλαβαίναμε τὴ μάνα μας σὲ ὧρες πυρετοῦ, ἀδιαθεσίας καὶ ὀδυνηρῶν περιστάσεων, ποὺ μᾶς κύκλωναν. Καί ἀφοῦ πλήρωσε τὸ κοινὸν χρέος ἡ μιά,  συμπορευόμαστε μὲ τὴν Ἄλλη,  ἀφήνοντας πίσω μας κάθε τι τὸ δυσχερὲς καὶ προσβλητικὸ σχῆμα τοῦ κόσμου καὶ προστρέχουμε στὴ σκέπη Της.

Δὲ νοιώθουμε καμμιὰν ὀρφάνια, γιατὶ παραμυθούμεθα ἀπὸ τὴν ἔγνοια Της, μᾶς νανουρίζει ἡ ἀγρύπνια Της καὶ φωτίζει τὰ σκοτάδια μας ἡ στοργή Της. Κι ἔτσι πορευόμαστε μέσα στὸ Χρόνο, μοναχικοὶ καὶ ἀποσυνάγωγοι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ γεμᾶτοι παρουσίες ἀπὸ τὴν δικιά Της συμπαράσταση. «Καὶ ποῦ λοιπόν ἄλλην εὑρήσω ἀντίληψιν, ποῦ δὲ καὶ σωθήσομαι...». Οἱ ἄνθρωποι ξεχνοῦν γρήγορα, ξιπάζονται ἀναζητοῦν τὴ δόξα –πάντα τὴν ἐφήμερη, φυσικά, γιατὶ ἡ ἄλλη δὲν εἶναι προϊὸν δημοσίων σχέσεων καὶ αὐτοπροβολῆς ἀλλ᾿ εἶναι βραβεῖο, ἔπαινος, πληρωμὴ τοῦ Θεοῦ.

Δεκαπενταύγουστος. Εὔχυμος χρόνος προσευχῆς καί δεήσεων. Μέσα στὸ Ἑλληνικὸ τὸ καλοκαίρι, εὐτυχῶς, γιὰ νὰ καταννοοῦμε τὶς δωρεές Του, πάντα τῇ μεσιτείᾳ Της. Ἀφθονία καρπῶν, μέρες περιούσιες, θεϊκὲς λές, εὐκαιρίες γιὰ δοξολογία ἤ καὶ παράκληση-αἴτηση. Ὅλα δοσμένα μὲ μέτρο. Μέτρο ποὺ ὑπολογίζει καὶ τὴν παραμικρὴ λεπτομέρεια. Γιατὶ μονάχα ἔτσι καταλαβαίνει ὁ Θεὸς τὰ τῶν ἀνθρώπων, ὅταν ἀπέδωσε τὸν Κόσμο ὁλόκληρο στοὺς πρωτόπλαστους δημιουργημένο «καλὰ λίαν» (Γεν. 1, 31).

Δεκαπενταύγουστος, λοιπόν,  μὲ χαρμολύπη στολισμένος καὶ μὲ κέντρο τῆς Γιορτῆς μιὰ κηδεία. Ὅμως, «ζῇ ἀεὶ Θεομήτωρ, κἂν δεκάτῃ θάνε πέμπτῃ». Ὅπως ξέρουμε πιά, ὅτι σιμά Της ζεῖ κι ἡ μάνα μας καὶ μᾶς ἀφουγκράζεται κάθε φορὰ, ποὺ ὁ στεναγμός μας, σὲ ὧρες πνιγηρὲς, ἀνεβαίνει ἀπὸ τὸν πυθμένα τοῦ εἶναι μας: «Ἄχ, μάνα μου...Παναγιά μου, Ἐσύ!», ἤ ὅπως συνειδητὰ Τῆς ψάλλουμε, «Οἱ μισοῦντες με μάτην βέλεμνα καὶ ξίφη καὶ λάκκον ηὐτρέπισαν, καὶ ἐπιζητοῦσι τὸ πανάθλιον σῶμα σπαράξαι μου, καὶ καταβιβάσαι, πρὸς γῆν Ἁγνὴ ἐπιζητοῦσιν· ἀλλ᾿ ἐκ τούτων προφθάσασα σῶσον με». Γιατὶ οἱ ὁρατὲς κι ἀόρατες ρομφαῖες δὲν λείπουν ποτέ...

 

Σκόπελος  -  π. Κ. Ν. Καλλιανός

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ»   Ἀρ. Τεύχους 204-205

Aὔγουστος-Σεπτέμβριος 2019