ΑΝ ΗΜΟΥΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΗΓΕΤΗΣ

ΑΝ ΗΜΟΥΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΗΓΕΤΗΣ

 

Γιά φανταστεῖτε νά ἀνοίγατε τά µάτια σας µιά µέρα σ’ ἕνα κόσµο ἄγνωστο, σ’ ἕνα σπίτι πού δέν εἴχατε ποτέ ξαναδεῖ, ἀνάµεσα σε ξένους πού τούς βλέπατε γιά πρώτη φορά. Νά µή θυµᾶστε τίποτα ἀπό τή ζωή σας, νά µή γνωρίζετε κανέναν ἀπό αὐτούς πού σᾶς µιλοῦν –κι ἄς ἰσχυρίζονται πώς σᾶς ξέρουν πολύ καλά– σᾶς µιλοῦν γιά τόν ἑαυτό σας, γιά τό τί σᾶς ἀρέσει καί τί ὄχι, γιά τό τί σᾶς κάνει νά γελᾶτε καί τί νά κλαῖτε, κι ἐσεῖς δέν ἔχετε ἰδέαν γιά τί πρᾶγµα µιλᾶνε, γιατί δέν ξέρετε κἄν τί θά πεῖ χαρά καί τί θά πεῖ θλίψη, πῶς εἶναι νά νοιώθεις κάτι, νά συγκλονίζεσαι ἀπό κάτι. Φανταστεῖτε νά εἴσαστε ἕνας ἄνθρωπος χωρίς παρελθόν καί ἄρα, χωρίς ἰδέαν τί εἶναι τό µέλλον σας καί χωρίς νά ἐλέγχετε οὔτε καί τό λίγο παρόν πού σᾶς ἀνήκει, ἀφοῦ δέν ἔχετε στοιχεῖα νά ξεχωρίσετε τό φίλο ἀπό τόν ἐχθρό, αὐτόν πού σᾶς µιλάει µέ εἰλικρίνεια, ἀπό αὐτόν πού θέλει νά σᾶς κοροϊδέψει!

Ἡ ἔννοια «Πατήρ» καί ἡ ἔννοια «Προπάτωρ»

 

Ἡ ἔννοια «Πατήρ» καί ἡ ἔννοια «Προπάτωρ»

 

Στίς δεκαπέντε τοῦ µηνός Δεκεµβρίου γιορτάζουµε τήν Κυριακή τῶν ἁγίων Προπατόρων µας. Ἐξ ἀφορµῆς αὐτῆς τῆς πανηγυρικῆς γιορτῆς θά θέλαµε νά κάνουµε κάποια διευκρίνηση καί ἐπεξήγηση ὅσον ἀφορᾶ στούς ἐκκλησιαστικούς ὅρους «Πατήρ», «Προπάτωρ» ἀλλά καί «Θεοπάτωρ».

Ἀκολουθῶντας τήν πραγµατική καί ἀληθινή σηµασία τῶν λέξεων (ἐτυµολογία) θά µπορούσαµε νά σηµειώσουµε τά ἑξῆς:

Προπάτορες εἶναι ὅλοι οἱ ἅγιοι, µέ πρώτους χρονολογικά τούς πρωτοπλάστους ἁγίους προπάτορές µας Ἀδάµ καί Εὔα, πρό τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου ἡµῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ἅγιοι Πατέρες εἶναι ὅλοι ὅσοι ἁγίασαν µετά τήν Γέννηση Τοῦ Κυρίου µας ἐπί τῆς γῆς.

Ἡ θεωρία τοῦ πρέποντος

Ἡ θεωρία τοῦ πρέποντος 

παππούς µου εἶχε µιά θεωρία πού τήν ὀνόµαζε «θεωρία τοῦ πρέποντος». Σύµφωνα µέ τήν θεωρία αὐτή, ἡ ἔννοια τοῦ «πρέποντος» παίζει καθοριστικό ρόλο στήν προσωπικότητα τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι πολύ σηµαντικό γιά τόν ἄνθρωπο νά συµπεριφέρεται ὅπως εἶναι «πρέπον» καί ὄχι µέ βάση αὐτό πού θέλει κάθε φορά. Γιατί ἡ εὐπρέπεια καί ἡ ἀξιοπρέπεια ἦταν πολύ σηµαντική γιά τούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς τοῦ παπποῦ. Ἡ εὐπρέπεια ἦταν συνυφασµένη µέ τήν ἀξιοπρέπεια, µέ τήν λεβεντιά, µέ τόν σεβασµό τοῦ ἀνθρώπου, πρῶτα στόν ἑαυτό του καί ὕστερα στούς ἄλλους. Καί αὐτά τά χαρακτηριστικά τους ἔκαναν νά ξεχωρίζουν ὡς προσωπικότητες. Εἶχαν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί µιά δύναµη τήν ὁποία καλλιεργοῦσαν οἱ ἴδιοι, δέν περίµεναν ἀπό τούς ἄλλους ἤ ἀπό τήν κοινωνία νά τούς τήν διαµορφώσει.

Ἔτσι λοιπόν, ὁ παππούς, τόνιζε συχνά τήν σηµασία του νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἀξιοπρεπής, εὐπρεπής, ἔντιµος καί µᾶς µάθαινε νά ἐξετάζουµε κάθε φορά ἐάν αὐτό πού θέλουµε εἶναι καί πρέπον, διότι πίστευε ὅτι δέν εἶναι τόσο σηµαντικό τό τί θέλει ὁ ἄνθρωπος ἀλλά τί τοῦ δίνει ἀξία. Σηµασία δέν ἔχει νά κάνεις αὐτό πού θέλεις, σηµασία ἔχει νά θέλεις αὐτό πού εἶναι πρέπον, πού σοῦ δίνει ἀξία, πού σέ κάνει ἀξιοσέβαστο ἄνθρωπο. Μέ ἄλλα λόγια, τό “θέλω” σου δέν εἶναι αὐτό πού ἔχει ἀξία, οὔτε µπορεῖς νά θεοποιεῖς αὐτό πού θέλεις, ἀλλά πάντα θά περνάει τό θέλω µας, ἀπό τήν δοκιµασία τοῦ ἄν πρέπει νά τό θέλω, Ἄν δέ δῶ ὅτι τό θέληµά µου συγκρούεται µέ τό πρέπον νά γίνει, τότε, χωρίς δισταγµό θά ἀφίσω τό θέληµά µου γιά νά κάνω θέληµά µου αὐτό πού πρέπει.

Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερέως Ἰωάννου τῆς Κρονστάνδης (1829-1908)

Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερέως

Ἰωάννου τῆς Κρονστάνδης (1829-1908)

 

« ποιμήν καλός τήν ψυχήν ατο τίθησιν πέρ τν προβάτων».

 

Τό παρόν ἄρθρον ἀφιερώνεται εὐλαβῶς στόν σεβαστόν µας πατέρα Βασίλειον Βολουδάκην, τόν µοναδικόν Κληρικόν, ἀπό ὅσο δύναµαι νά γνωρίζω, τόν ὁποῖον, ἐκ παιδικῆς µου ἡλικίας, ἤκουα µνηµονεύοντα στίς Διακονο-Ἱερατικές Λιτές-Ἐκτενεῖς, τοῦ ὀνόµατος τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κρονστάνδης. Τόσο ὡς κοσµικός, ὅσο καί ὡς µοναχός, οὐδέποτε ἤκουσα ἕτερον Κληρικόν µνηµονεύοντα τόν Ἅγιον Ἰωάννην. Νοµίζω, εἶναι πρός τιµήν του! (Ἡ δέ Εἰκόνα τοῦ Ἁγίου, εἶναι τοιχογραφία ἀπό τόν Ἱερόν Ναόν τῆς Ἁγίας Σκέπης, τοῦ Κελλίου µας Ἁγίου Νικολάου Μπουραζέρη).

  

Ρωσία. Κρονστάνδη, τέλη 19ου αἰῶνος.

 

Μία ἀθάνατη καί ἀτίμητη ὕπαρξη «ὑπέρ ἧς Χριστός ἀπέθανεν», «ἐπλα­νήθη, ὡς πρόβατον ἀπολωλός»: Μία κοπέλλα, πού θεωροῦσε τόν ἑαυτό της δυστυχισμένο, λόγῳ πολλῶν αἰτιῶν, ἤδη ἀπό τά παιδικά της χρόνια, θλιμμένη καί πνιγμένη στήν ἀπόγνωση, σκέπτεται πλέον νά αὐτοκτονήσει καί νά κόψει εἰσιτήριο εἰσόδου στήν αἰώνια αὐτο-καταδίκη της.

Προτοῦ πέσει στά νερά τοῦ Φιννικοῦ κόλπου, πού περιβάλλει τό νησί Κότλινε (ὅπου καί ἡ Κρονστάνδη), κάθεται λίγο νά ἀνασάνει σ’ ἕνα παγκάκι τῆς παραλίας, βυθισμένη στίς μαῦρες σκέψεις της. Τότε, ἕνας ἄγνωστός της Ἱερεύς, πλησιάζει καί κάθεται στήν ἄλλη ἄκρη τοῦ πάγκου. Μιμητής τοῦ καλοῦ Ἀρχιποιμένος Χριστοῦ, σπεύδει νά σώσει τό ἀπολωλός πρόβατο. Ἡ κοπέλλα, μόλις τόν βλέπει, ἀντιδρᾶ. Σηκώνεται γιά νά ἀπομακρυνθεῖ. Ἀλλ’ ὁ ἄγνωστος παππούλης, ἀμέσως τήν σταματᾶ, λέγοντάς της: «Μέ συγχωρεῖτε,... δέν μπόρεσα νά μήν παρατηρήσω τήν βαρειά κατάσταση τῆς ψυχῆς σας· καί ὡς Ἱερεύς, ἀποφάσισα νά σᾶς πλησιάσω... Ἀποκαλῦψτε μου, σᾶς παρακαλῶ, τήν θλίψη σας. Ἴσως ὁ Κύριος, διά μέσου ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ, νά σᾶς καταπραΰνει καί νά σᾶς παρηγορήσει».

Ἡ ἔγκαιρη - ἐκ Θεοῦ - ἐπέμβασή του, ἀρχίζει νά καρποφορεῖ. Ἡ κοπέλλα, ἀφοπλισμένη ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ καλοῦ ποιμένος, ξεσπᾶ σέ πικρά δάκρυα: «Εἶμαι δυστυχής, ἄχρηστη στόν κόσμο», λέει μέ ἀναφιλητά.

Προφῆτες καί Μάντεις κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστοµον

Προφῆτες καί Μάντεις
κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστοµον

 

Τούς δύο προηγούµενους µῆνες εἴχαµε ἀναφερθεῖ στό ἑρµηνευτικό ἔργο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόµου καί εἴχαµε παραθέσει ἐνδεικτικά κάποια ἀπό τά σχόλια καί τίς παρατηρήσεις του, ἰδίως σέ φράσεις τῆς Πρός Ρωµαίους ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Τά σχόλια καί οἱ παρατηρήσεις αὐτές παρατέθηκαν διότι, κατά τήν ἐκτίµησή µας, ἀποτελοῦν ἀντιπροσωπευτικά δείγµατα τῆς ξεχωριστῆς ἱκανότητας, πού εἶχε ὁ Ἅγιος, νά ἀναδεικνύει τά καίρια ζητήµατα καί νά τά ἀποσαφηνίζει µέ σύντοµες καί εὔστοχες ἐκφράσεις.

Ἤδη, θά ἀναφέρουµε µιά ἀκόµη παρατήρησή του, αὐτή τή φορά ἀπό τήν ἑρµηνεία του στήν Α΄ Πρός Κορινθίους ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, διότι καί στήν περίπτωση αὐτή θίγεται ἕνα ζήτηµα, τό ὁποῖο παρεξηγήθηκε στήν Δύση καί στάθηκε ἀφορµή γιά πολλές διαστρεβλώσεις καί παρερµηνεῖες πού σταδιακά ὁδήγησαν στήν ἀποµάκρυνσή της ἀπό τόν Ὀρθόδοξο Χριστιανισµό. Εἰδικότερα, πρόκειται γιά τήν ἑρµηνεία τῆς ἑξῆς, παραγνωρισµένης σήµερα, ἀλλά ἐξόχως σηµαντικῆς, φράσης τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου: «Οδατε τι τε θνη τε πρός τά εδωλα τά φωνα ς ν γεσθε παγόµενοι» (Α΄ Πρός Κορινθίους, 12, 2).

Ὅπως εἶναι γνωστό, στούς αἰῶνες, πού ἀκολούθησαν τήν Ἀναγέννηση στή Δυτική Εὐρώπη ξεκίνησε ἡ σταδιακή ἀποµάκρυνση ἀπό τόν Χριστιανισµό καί ἡ ἐπιστροφή στίς ἰδέες τῶν Ἀρχαίων Ρωµαίων καί Ἑλλήνων. Οἱ ἱστορικοί ἔχουν ἐπισηµάνει ὅτι µαζί µέ τήν «ἀναγέννηση» τῶν σπουδῶν γιά τή φιλοσοφία καί τή λογοτεχνία τοῦ ἀρχαίου παγανιστικοῦ κόσµου, ἡ Ἀναγέννηση  σηµατοδότησε τήν «ὀντολογική ἀνατίµηση» τῶν ἐπιγείων, τοῦ «Ἐντεῦθεν», ὡς τοῦ µόνου σηµαντικοῦ καί πραγµατικοῦ καί τήν ὑποτίµηση τοῦ «Ἐκεῖθεν», τοῦ Ἄλλου Κόσµου, ὡς µεταφυσικῆς ψευδαίσθησης καί ὡς µή πραγµατικοῦ. Συνακολούθως, ὁ εἰδωλολατρικός κόσµος θεωρήθηκε ὡς ὁ κόσµος τῆς ἐλευθερίας καί τῆς ὀµορφιᾶς, ὅπου ἐπιτρεπόταν –τἄχα– ἡ ὁλόπλευρη ἀνάπτυξη τῶν δυνάµεων τοῦ ἀνθρώπου µέσα στή χαρά καί τήν ὑγιῆ ἀπόλαυση, ἐνῶ ὁ Χριστιανικός Μεσαίωνας ταὐτίσθηκε µέ τό σκότος τῆς ὑποταγῆς καί τῆς καταπίεσης µέσα στήν «κοιλάδα τοῦ κλαυθµῶνος» πού εἶχε –τἄχα– κατασκευάσει καί ἐπιβάλει ἡ Μεσαιωνική Ἐκκλησία γιά νά καταδυναστεύει καί νά ἐκµεταλλεύεται τούς ἀκόµη ἀνώριµους καί ἀδιαφώτιστους πιστούς της.