Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερέως Ἰωάννου τῆς Κρονστάνδης (1829-1908)

Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερέως

Ἰωάννου τῆς Κρονστάνδης (1829-1908)

 

« ποιμήν καλός τήν ψυχήν ατο τίθησιν πέρ τν προβάτων».

 

Τό παρόν ἄρθρον ἀφιερώνεται εὐλαβῶς στόν σεβαστόν µας πατέρα Βασίλειον Βολουδάκην, τόν µοναδικόν Κληρικόν, ἀπό ὅσο δύναµαι νά γνωρίζω, τόν ὁποῖον, ἐκ παιδικῆς µου ἡλικίας, ἤκουα µνηµονεύοντα στίς Διακονο-Ἱερατικές Λιτές-Ἐκτενεῖς, τοῦ ὀνόµατος τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κρονστάνδης. Τόσο ὡς κοσµικός, ὅσο καί ὡς µοναχός, οὐδέποτε ἤκουσα ἕτερον Κληρικόν µνηµονεύοντα τόν Ἅγιον Ἰωάννην. Νοµίζω, εἶναι πρός τιµήν του! (Ἡ δέ Εἰκόνα τοῦ Ἁγίου, εἶναι τοιχογραφία ἀπό τόν Ἱερόν Ναόν τῆς Ἁγίας Σκέπης, τοῦ Κελλίου µας Ἁγίου Νικολάου Μπουραζέρη).

  

Ρωσία. Κρονστάνδη, τέλη 19ου αἰῶνος.

 

Μία ἀθάνατη καί ἀτίμητη ὕπαρξη «ὑπέρ ἧς Χριστός ἀπέθανεν», «ἐπλα­νήθη, ὡς πρόβατον ἀπολωλός»: Μία κοπέλλα, πού θεωροῦσε τόν ἑαυτό της δυστυχισμένο, λόγῳ πολλῶν αἰτιῶν, ἤδη ἀπό τά παιδικά της χρόνια, θλιμμένη καί πνιγμένη στήν ἀπόγνωση, σκέπτεται πλέον νά αὐτοκτονήσει καί νά κόψει εἰσιτήριο εἰσόδου στήν αἰώνια αὐτο-καταδίκη της.

Προτοῦ πέσει στά νερά τοῦ Φιννικοῦ κόλπου, πού περιβάλλει τό νησί Κότλινε (ὅπου καί ἡ Κρονστάνδη), κάθεται λίγο νά ἀνασάνει σ’ ἕνα παγκάκι τῆς παραλίας, βυθισμένη στίς μαῦρες σκέψεις της. Τότε, ἕνας ἄγνωστός της Ἱερεύς, πλησιάζει καί κάθεται στήν ἄλλη ἄκρη τοῦ πάγκου. Μιμητής τοῦ καλοῦ Ἀρχιποιμένος Χριστοῦ, σπεύδει νά σώσει τό ἀπολωλός πρόβατο. Ἡ κοπέλλα, μόλις τόν βλέπει, ἀντιδρᾶ. Σηκώνεται γιά νά ἀπομακρυνθεῖ. Ἀλλ’ ὁ ἄγνωστος παππούλης, ἀμέσως τήν σταματᾶ, λέγοντάς της: «Μέ συγχωρεῖτε,... δέν μπόρεσα νά μήν παρατηρήσω τήν βαρειά κατάσταση τῆς ψυχῆς σας· καί ὡς Ἱερεύς, ἀποφάσισα νά σᾶς πλησιάσω... Ἀποκαλῦψτε μου, σᾶς παρακαλῶ, τήν θλίψη σας. Ἴσως ὁ Κύριος, διά μέσου ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ, νά σᾶς καταπραΰνει καί νά σᾶς παρηγορήσει».

Ἡ ἔγκαιρη - ἐκ Θεοῦ - ἐπέμβασή του, ἀρχίζει νά καρποφορεῖ. Ἡ κοπέλλα, ἀφοπλισμένη ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ καλοῦ ποιμένος, ξεσπᾶ σέ πικρά δάκρυα: «Εἶμαι δυστυχής, ἄχρηστη στόν κόσμο», λέει μέ ἀναφιλητά.

Προφῆτες καί Μάντεις κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστοµον

Προφῆτες καί Μάντεις
κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστοµον

 

Τούς δύο προηγούµενους µῆνες εἴχαµε ἀναφερθεῖ στό ἑρµηνευτικό ἔργο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόµου καί εἴχαµε παραθέσει ἐνδεικτικά κάποια ἀπό τά σχόλια καί τίς παρατηρήσεις του, ἰδίως σέ φράσεις τῆς Πρός Ρωµαίους ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Τά σχόλια καί οἱ παρατηρήσεις αὐτές παρατέθηκαν διότι, κατά τήν ἐκτίµησή µας, ἀποτελοῦν ἀντιπροσωπευτικά δείγµατα τῆς ξεχωριστῆς ἱκανότητας, πού εἶχε ὁ Ἅγιος, νά ἀναδεικνύει τά καίρια ζητήµατα καί νά τά ἀποσαφηνίζει µέ σύντοµες καί εὔστοχες ἐκφράσεις.

Ἤδη, θά ἀναφέρουµε µιά ἀκόµη παρατήρησή του, αὐτή τή φορά ἀπό τήν ἑρµηνεία του στήν Α΄ Πρός Κορινθίους ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, διότι καί στήν περίπτωση αὐτή θίγεται ἕνα ζήτηµα, τό ὁποῖο παρεξηγήθηκε στήν Δύση καί στάθηκε ἀφορµή γιά πολλές διαστρεβλώσεις καί παρερµηνεῖες πού σταδιακά ὁδήγησαν στήν ἀποµάκρυνσή της ἀπό τόν Ὀρθόδοξο Χριστιανισµό. Εἰδικότερα, πρόκειται γιά τήν ἑρµηνεία τῆς ἑξῆς, παραγνωρισµένης σήµερα, ἀλλά ἐξόχως σηµαντικῆς, φράσης τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου: «Οδατε τι τε θνη τε πρός τά εδωλα τά φωνα ς ν γεσθε παγόµενοι» (Α΄ Πρός Κορινθίους, 12, 2).

Ὅπως εἶναι γνωστό, στούς αἰῶνες, πού ἀκολούθησαν τήν Ἀναγέννηση στή Δυτική Εὐρώπη ξεκίνησε ἡ σταδιακή ἀποµάκρυνση ἀπό τόν Χριστιανισµό καί ἡ ἐπιστροφή στίς ἰδέες τῶν Ἀρχαίων Ρωµαίων καί Ἑλλήνων. Οἱ ἱστορικοί ἔχουν ἐπισηµάνει ὅτι µαζί µέ τήν «ἀναγέννηση» τῶν σπουδῶν γιά τή φιλοσοφία καί τή λογοτεχνία τοῦ ἀρχαίου παγανιστικοῦ κόσµου, ἡ Ἀναγέννηση  σηµατοδότησε τήν «ὀντολογική ἀνατίµηση» τῶν ἐπιγείων, τοῦ «Ἐντεῦθεν», ὡς τοῦ µόνου σηµαντικοῦ καί πραγµατικοῦ καί τήν ὑποτίµηση τοῦ «Ἐκεῖθεν», τοῦ Ἄλλου Κόσµου, ὡς µεταφυσικῆς ψευδαίσθησης καί ὡς µή πραγµατικοῦ. Συνακολούθως, ὁ εἰδωλολατρικός κόσµος θεωρήθηκε ὡς ὁ κόσµος τῆς ἐλευθερίας καί τῆς ὀµορφιᾶς, ὅπου ἐπιτρεπόταν –τἄχα– ἡ ὁλόπλευρη ἀνάπτυξη τῶν δυνάµεων τοῦ ἀνθρώπου µέσα στή χαρά καί τήν ὑγιῆ ἀπόλαυση, ἐνῶ ὁ Χριστιανικός Μεσαίωνας ταὐτίσθηκε µέ τό σκότος τῆς ὑποταγῆς καί τῆς καταπίεσης µέσα στήν «κοιλάδα τοῦ κλαυθµῶνος» πού εἶχε –τἄχα– κατασκευάσει καί ἐπιβάλει ἡ Μεσαιωνική Ἐκκλησία γιά νά καταδυναστεύει καί νά ἐκµεταλλεύεται τούς ἀκόµη ἀνώριµους καί ἀδιαφώτιστους πιστούς της.

Μιὰ ἀνέκδοτη ἐπιστολὴ τοῦ Ἀλέξανδρου Μωραϊτίδη Στὸν Γέροντα Σωφρόνιο Κεχαγιόγλου

Τιμῶντας τὰ 90 χρονα ἀπὸ τῆς κοιμήσεώς του   (2-10-1929)

 

Μιὰ ἀνέκδοτη ἐπιστολὴ τοῦ Ἀλέξανδρου Μωραϊτίδη
Στὸν Γέροντα Σωφρόνιο Κεχαγιόγλου

 

πρτες πληροφορίες γι τν τοιμασία τς μοναχικς του κουρς)

 

Στὴν προσπάθειά μου νὰ γράψω μιὰ ὁλοκληρωμένη, ὅσο γίνεται, μελέτη γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Γέροντος Σωφρονίου Κεχαγιόγλου1, τοῦ κορυφαίου αὐτοῦ πνευματικοῦ ὁδηγοῦ τοῦ τέλους τοῦ 19ου  μὲ ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰ., ἐρευνῶντας τὸ Ἀρχεῖο τῆς μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου τῆς νήσου Σκοπέλου, εἶδα ὅτι μεταξὺ τῶν ἄλλων ἐπιστολῶν ποὺ ὑπῆρχαν ἐκεῖ,  ἦταν καὶ μιὰ αὐτόγραφη τοῦ λογίου Σκιαθίτη Ἀλέξανδρου Μωραϊτίδη2, σταλμένη ἀπὸ τὴν Ἀθήνα στὶς 5 Ἰουνίου τοῦ 1926: λίγες μέρες πρὶν ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τοῦ ἀπονείμει τὴν εὐλογία καὶ τὸν ἔπαινο γιὰ τὸ ἔργο του, μὲ τὸ ἀπὸ 26 Ἰουνίου 1926 Ἀρχιεπισκοπικὸ Γράμμα, τοῦ Ἀθηνῶν Χρυσοστόμου (Παπαδοπούλου).3

Ὁ Μωραϊτίδης αὐτὸν τὸν καιρὸ ζεῖ μόνος του στὴν Ἀθήνα, στὸ σπίτι τῆς ὁδοῦ Καποδιστρίου 14 ἔχοντας  σιμά του τὸν ἱστορικὸ ναὸ τῆς Ζωοδό­χου Πηγῆς (ἐπὶ τῆς ὁδοῦ Ἀκαδημίας), ὅπου καὶ ἐκκλησιάζεται. Ἤδη ἀπὸ τὸ 1914 ἔχει κοιμηθεῖ ἡ σύζυγός του Βασιλική, ἡ διὰ τοῦ μοναχικοῦ σχήματος κληθεῖσα Ἀθανασία4.

Τοῦ Ἱεροῦ Σαρανταημέρου οἱ ἀπαρχές....

Τοῦ Ἱεροῦ Σαρανταημέρου οἱ ἀπαρχές....

 

ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Φιλίππου, εἶναι ἀναμφίβολα γιὰ μᾶς τοὺς πιστοὺς ἕνα σύνορο. Ἕνα ἱερὸ σύνορο, μάλιστα, γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ παλαιότεροι –καὶ ἀσφαλῶς σοφώτεροι ἀπὸ ἐμᾶς– τιμοῦσαν ἰδιαίτερα αὐτὴν τὴν ἡμέρα. Τὴν ὀνόμαζαν ἀποκρηά, γιατὶ ξέρανε,  πὼς ἀπὸ τὶς 15 Νοεμβρίου, τὴν ἐπαύριο δηλαδή τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Φιλίππου ἄρχιζε τὸ ἱερὸ Σαρανταήμερο: Μὲ νηστεία, μὲ προετοιμασία, σωματικὴ καὶ ψυχική καὶ, κυρίως, μὲ  ἀναμονή. Ἀναμονὴ τῆς ἐλεύσεως τῆς  μεγάλης Γιορτῆς τῶν Γενεθλίων τοῦ Χριστοῦ μας, μιᾶς Γιορτῆς δηλαδή, μὲ ἀπύθμενη τρυφερότητα, συγκινητικὴ θεία ἀγάπη καὶ πάντιμο γιὰ τὸν κόσμο εὐδοκία. Μιὰ Γιορτή, ποὺ στεφανώνεται μὲ καθημερινὲς Θεῖες Λειτουργίες, τὸ λεγόμενο Ἱερὸ Σαραναταλείτουργο, ὡς μιὰ ὑπενθύμηση τῆς Ἐκκλησίας στὸν κάθε πιστό, πὼς μέσῳ αὐτῶν τῶν Θείων Λειτουργιῶν καὶ Πανηγύρεων, ζοῦμε τὴν γοητεία τῆς ἀναμονῆς τῆς μεγάλης αὐτῆς ἑορτῆς. Γιατὶ μὴ ξεχνᾶμε: οἱ σαράντα αὐτὲς μέρες κρύβουν μέσα τους ἕνα θησαυρὸ θαυμάσιο. Θησαυρὸ ἀτίμητο κι ἀποτελούμενο ἀπὸ μιὰ σειρὰ ἑορτῶν,  ὅπως τῶν Εἰσοδίων τῆς Παναγίας μας, τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, τῆς Ἁγ. Βαρβάρας, τοῦ ὁσίου Σάββα,  τοῦ Ἁγίου Νικολάου, τῆς Ἁγίας Ἄννης, τοῦ Ἁγ. Σπυρίδωνος κ.ἄ. ἀκόμη. Ἑορτῶν, ποὺ προετοιμάζουν τὴν Θεία ἔλευση τῆς Μητροπόλεως τῶν ἑορτῶν: τὰ Χριστούγεννα. Καὶ τὸ μέγιστο μάθημα ποὺ δέχεται ὁ κάθε πιστὸς ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς γιορτὲς τοῦ Ἱ. Σαρανταλείτουργου εἶναι ἡ βίωση τοῦ μεγίστου μυστηρίου: Τὸ πῶς ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος καὶ πῶς ὁ ἄνθρωπος θεοποεῖται (βλ. τὸ Δοξαστικὸ τῶν ἀποστίχων τοῦ Ἐσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἀγίου Νικολάου: «Ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, καὶ πιστὲ θεράπων, λειτουργὲ Κυρίου, ἄνευ ἐπιθυμιῶν, σκεῦος ἐκλογῆς, στῦλε καὶ ἑδραίωμα τῆς Ἐκκλησίας, Βασιλείας κληρονόμε...»). Γι᾿ αὐτὸ κι αὐτὴ ἡ ἱερὴ ἀναμονὴ τῆς Γιορτῆς νοηματίζεται  μὲ βάση αὐτὰ τὰ δεδομένα, τὰ ὁποῖα μᾶς χαρίζονται μέσῳ τῶν πανηγύρεων τοῦ Ἱ. Σαρανταημέρου καὶ ὄχι μόνο. Νοηματίζεται, γιατὶ μᾶς χαρίζει αὐτὴ τὴ μεγάλη δωρεά: «νθρωπος γνεται Θες, να Θεν τν δμ περγσηται» (Δοξαστικὸ τῶν Αἴνων ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ).

Μακάριοι ὅσοι κατορθώσουν ν᾿ ἀνέβουν «σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις» τὴν εὐλογημένη κλίμακα τῶν σαράντα ἡμερῶν καὶ μὲ ἱερή διάθεση καὶ Θεῖον δέος ζήσουν τὸ μέγα Γεγονός: Τὸ ποῦ δηλαδή, «ἐγεννήθη ὁ Χριστός». Ἤ, μήπως πρέπει νά ἐρευνήσουμε, κυρίως μέσα μας;

Εὐλογημένο Σαρανταήμερο, χριστιανοί μου!

 

Σκόπελος                                                π. Κων. Ν. Καλλιανός

 

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» - Ἀρ. Τεύχους 208

Δεκέμβριος 2019

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΝΕΩΤΕΡΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ

 

ΟΙ  ΤΡΕΙΣ  ΝΕΩΤΕΡΟΙ  ΑΓΙΟΙ  ΤΗΣ  ΠΙΣΤΕΩΣ

 

Tά τελευταῖα ἔτη ἔγινε ἡ ἀνακήρυξη τριῶν νεωτέρων Ἁγίων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, ἤτοι τοῦ π. Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, τοῦ π. Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου καί τοῦ π. Ἰακώβου Τσαλίκη, ἡγουμένου τῆς μονῆς Ὁσίου Δαυΐδ. Ἐνῶ σύμφωνα μέ τούς Ἱερούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας, τό χρονικό διάστημα πού ἀπαιτεῖται εἶναι 100 ἔτη μετά τήν Κοίμησή τους, αὐτό συνέβη σέ πολύ λιγότερα ἔτη. Τό γεγονός αὐτό σέ κανέναν Χριστιανό Ὀρθόδοξο δέν προκάλεσε ἀπορία, ἀπεναντίας ὅσοι τους ἔζησαν ἀπό κοντά καί διακονήθηκαν ἀπ’ αὐτούς, ἀλλά καί ὅλοι ἐμεῖς πού δέν εἴχαμε τή Θεία Τύχη νά τούς γνωρίσουμε, ὄχι μόνο δέν ἐκπλαγήκαμε, ἀλλά τό θεωροῦμε ἀπόλυτα ἐπιβεβλημένο.