Προφῆτες καί Μάντεις
κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστοµον
Τούς δύο προηγούµενους µῆνες εἴχαµε ἀναφερθεῖ στό ἑρµηνευτικό ἔργο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόµου καί εἴχαµε παραθέσει ἐνδεικτικά κάποια ἀπό τά σχόλια καί τίς παρατηρήσεις του, ἰδίως σέ φράσεις τῆς Πρός Ρωµαίους ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Τά σχόλια καί οἱ παρατηρήσεις αὐτές παρατέθηκαν διότι, κατά τήν ἐκτίµησή µας, ἀποτελοῦν ἀντιπροσωπευτικά δείγµατα τῆς ξεχωριστῆς ἱκανότητας, πού εἶχε ὁ Ἅγιος, νά ἀναδεικνύει τά καίρια ζητήµατα καί νά τά ἀποσαφηνίζει µέ σύντοµες καί εὔστοχες ἐκφράσεις.
Ἤδη, θά ἀναφέρουµε µιά ἀκόµη παρατήρησή του, αὐτή τή φορά ἀπό τήν ἑρµηνεία του στήν Α΄ Πρός Κορινθίους ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, διότι καί στήν περίπτωση αὐτή θίγεται ἕνα ζήτηµα, τό ὁποῖο παρεξηγήθηκε στήν Δύση καί στάθηκε ἀφορµή γιά πολλές διαστρεβλώσεις καί παρερµηνεῖες πού σταδιακά ὁδήγησαν στήν ἀποµάκρυνσή της ἀπό τόν Ὀρθόδοξο Χριστιανισµό. Εἰδικότερα, πρόκειται γιά τήν ἑρµηνεία τῆς ἑξῆς, παραγνωρισµένης σήµερα, ἀλλά ἐξόχως σηµαντικῆς, φράσης τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου: «Οἴδατε ὅτι ὅτε ἔθνη ἦτε πρός τά εἴδωλα τά ἄφωνα ὡς ἄν ἤγεσθε ἀπαγόµενοι» (Α΄ Πρός Κορινθίους, 12, 2).
Ὅπως εἶναι γνωστό, στούς αἰῶνες, πού ἀκολούθησαν τήν Ἀναγέννηση στή Δυτική Εὐρώπη ξεκίνησε ἡ σταδιακή ἀποµάκρυνση ἀπό τόν Χριστιανισµό καί ἡ ἐπιστροφή στίς ἰδέες τῶν Ἀρχαίων Ρωµαίων καί Ἑλλήνων. Οἱ ἱστορικοί ἔχουν ἐπισηµάνει ὅτι µαζί µέ τήν «ἀναγέννηση» τῶν σπουδῶν γιά τή φιλοσοφία καί τή λογοτεχνία τοῦ ἀρχαίου παγανιστικοῦ κόσµου, ἡ Ἀναγέννηση σηµατοδότησε τήν «ὀντολογική ἀνατίµηση» τῶν ἐπιγείων, τοῦ «Ἐντεῦθεν», ὡς τοῦ µόνου σηµαντικοῦ καί πραγµατικοῦ καί τήν ὑποτίµηση τοῦ «Ἐκεῖθεν», τοῦ Ἄλλου Κόσµου, ὡς µεταφυσικῆς ψευδαίσθησης καί ὡς µή πραγµατικοῦ. Συνακολούθως, ὁ εἰδωλολατρικός κόσµος θεωρήθηκε ὡς ὁ κόσµος τῆς ἐλευθερίας καί τῆς ὀµορφιᾶς, ὅπου ἐπιτρεπόταν –τἄχα– ἡ ὁλόπλευρη ἀνάπτυξη τῶν δυνάµεων τοῦ ἀνθρώπου µέσα στή χαρά καί τήν ὑγιῆ ἀπόλαυση, ἐνῶ ὁ Χριστιανικός Μεσαίωνας ταὐτίσθηκε µέ τό σκότος τῆς ὑποταγῆς καί τῆς καταπίεσης µέσα στήν «κοιλάδα τοῦ κλαυθµῶνος» πού εἶχε –τἄχα– κατασκευάσει καί ἐπιβάλει ἡ Μεσαιωνική Ἐκκλησία γιά νά καταδυναστεύει καί νά ἐκµεταλλεύεται τούς ἀκόµη ἀνώριµους καί ἀδιαφώτιστους πιστούς της.
Εἴµαστε ὅλοι ἐξοικειωµένοι µέ αὐτές τίς διατυπώσεις καί τίς παραλλαγές τους, πού τίς συναντᾶµε τόσο σέ «σοβαρά» ἐπιστηµονικά βιβλία, ὅσο καί στίς συναναστροφές µας µέ τούς ἀνθρώπους τοῦ περιβάλλοντός µας. Ἔχει, ὅµως, ἰδιαίτερη σηµασία νά γίνει κάποτε µιά πιό συγκεκριµένη ἱστορική γενεαλόγηση τῶν ἰδεῶν αὐτῶν, ὥστε νά ἀνιχνευθεῖ ἡ ἀρχική τους ρίζα καί νά δοθοῦν οἱ πρέπουσες ἀπαντήσεις. Διότι διαφορετικά ἡ σύγχυση καί οἱ παρεξηγήσεις, πού ἔχουν συσσωρευθεῖ, δέν µπορεῖ παρά νά ὁδηγοῦν βαθµιαῖα, ἀλλά µέ βεβαιότητα, εἴτε στή νόθευση καί στήν ἀντιστροφή, εἴτε καί στήν πλήρη ἐγκατάλειψη τῆς Χριστιανικῆς πίστης.
Ἕνα ἀπό τά κεντρικά πρόσωπα, πού ἔχουν καθορίσει τή δυτική, ἀλλά ἐν µέρει καί τή δική µας, νοοτροπία ὡς πρός τά ζητήµατα αὐτά, ἄν καί τό ἀκριβές περιεχόµενο τῆς σκέψης του δέν εἶναι ἀρκετά γνωστό στή χώρα µας, εἶναι ὁ Ἑβραῖο-Ὁλλανδός φιλόσοφος Βαρούχ Σπινόζα. Ἐδῶ, παραλείποντας τά βιογραφικά στοιχεῖα καί κάθε ἄλλη γενική ἀναφορά στόν χαρακτῆρα καί στό εἰδικότερο περιεχόµενο τῆς φιλοσοφικῆς του σκέψης, θά ἀρκεσθοῦµε νά ἀναφερθοῦµε στό ὅτι ἡ ἐπιρροή του στήν διαµόρφωση τῆς Εὐρωπαϊκῆς σκέψης, ἰδίως στά ζητήµατα τά σχετικά µέ τή θρησκεία καί τόν Χριστιανισµό, εἶναι τεράστια. Αὐτό πού τήν χαρακτηρίζει εἶναι ἡ ταύτιση τῶν γενικῶν καί ἀφηρηµένων νόµων καί ἰδιοτήτων τῆς «Φύσης» µέ τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος ἔτσι χάνει τόν προσωπικό Του χαρακτήρα, πού παρουσιάζεται πλέον ὡς «ἀνθρωποµορφικός» καί ἄρα ψευδής. Ὁ Σπινόζα βρίσκεται, δηλαδή, στήν ἀρχή τῆς χαρακτηριστικῆς γιά τήν ἐποχή µας σύνδεσης τῆς «ἐπιστηµονικότητας» µέ τόν ἀφηρηµένο καί γενικό χαρακτήρα τῶν διατυπώσεων καί τῆς συνακόλουθης ἀπόρριψης τῶν συγκεκριµένων καί ἱστορικῶν θρησκευτικῶν εἰκόνων καί διηγήσεων ὡς «ἀνθρωποµορφικῶν» καί ἄρα παραπλανητικῶν.
Ὁ Ἔρνστ Κασσίρερ στό κλασσικό του βιβλίο µέ τόν τίτλο «Ὁ Εὐρωπαϊκός Διαφωτισµός» (ΜΙΕΤ, 2013) γράφει τά ἑξῆς γιά µιά εἰδικότερη καί ἰδιαιτέρως ἐνδιαφέρουσα «ἐφαρµογή» τοῦ ἀνωτέρω γενικοῦ ἀξιώµατος τῆς σκέψης τοῦ Σπινόζα: «Σύµφωνα µέ τόν Σπινόζα κάθε γνώση πού ἀναφέρεται καί περιορίζεται σέ ἀµιγῶς χρονικές σχέσεις παραµένει γιά πάντα δέσµια της «φαντασίας»…Μένει καθηλωµένη στή σφαίρα τοῦ ἁπλῶς ὑποκειµενικοῦ, τοῦ ἁπλῶς ἀνθρωποµορφικοῦ. Τό νά ἀναγνωρίζουµε καί νά πραγµατευόµαστε τή Βίβλο ὡς κάτι πού ὑπόκειται στό χρόνο, ἰσοδυναµεῖ, κατά τόν Σπινόζα, µέ τό νά τήν ἐξετάζουµε ὡς µιά ἐπιτοµή τέτοιων ἀνθρωποµορφισµῶν…
Αὐτό λοιπόν, πού ἡ θρησκευτική σκέψη καί τό θρησκευτικό συναίσθηµα θεωροῦν τήν ὕψιστη ἐγγύηση κάθε «ἔµπνευσης», συνιστᾶ γιά τόν Σπινόζα ἀκριβῶς τό ἀδύνατο σηµεῖο καί τό ἀθεράπευτο ἐλάττωµά της. Ἡ βία µέ τήν ὁποία ἡ ἔµπνευση καταλαµβάνει τό ἄτοµο καί τό καθιστᾶ ὑποχείριό της, ὁ τρόπος µέ τόν ὁποῖο κάνει τόν ἄνθρωπο ἀσύνειδο καί ἄβουλο ἐργαλεῖο στά χέρια µιᾶς ἄλλης φαινοµενικά “ἀνώτερης δύναµης”, ὅλα αὐτά ἀναιροῦν τή δυνατότητα νά περιέχει ἡ ἔµπνευση ὁποιαδήποτε αὐθεντική καί αὐστηρή ἀλήθεια. Διότι κάθε ἀλήθεια προϋποθέτει ἀναγκαστικά τήν ἐσωτερική ἐλευθερία καί τήν ὀρθολογική κατανόηση. Ἡ ἀλήθεια κατακτᾶται µόνο, ἐάν περιοριστεῖ ἡ κυριαρχία τῶν συναισθηµάτων καί τῆς φαντασίας καί ἐάν ἀµφότερα ὑποταχθοῦν στήν αὐστηρή ἐπιταγή τοῦ Λόγου. Ἡ ἔνταση τοῦ συναισθήµατος, ἡ δύναµη τῆς φαντασίας, ὅπως αὐτές ἐκδηλώνονται στούς Προφῆτες, εἶναι συνεπῶς ἡ πιό ἀσφαλής ἀπόδειξη ὅτι τά ὁράµατά τους δέν ἀποτελοῦν οὔτε ἀποκάλυψη µιᾶς ἀντικειµενικῆς ἀλήθειας, οὔτε κοινοποίηση µιᾶς καθολικά ἔγκυρης καί δεσµευτικῆς ἐντολῆς….».
Ὁ Σπινόζα, λοιπόν, ὁ ὁποῖος, κατά τόν Κασσίρερ, πρῶτος ἀπέβλεψε «στή φιλοσοφική δικαίωση καί φιλοσοφική θεµελίωση τῆς κριτικῆς τῆς Βίβλου», θεωρεῖ ὅτι οἱ Ἅγιοι Προφῆτες δέν δροῦσαν µέ «ἐσωτερική ἐλευθερία καί ὀρθολογική κατανόηση», ἀλλά ἄγονταν καί φέρονταν ἀπό µιά βίαιη ἔµπνευση πού τούς καταλάµβανε, χωρίς νά τούς ἀφήνει περιθώριο αὐτενέργειας καί τήν ὁποία ἐξελάµβαναν ἐσφαλµένα ὡς «Θεοπνευστία». Σέ αὐτή του δέ τήν ἰδέα θεµελιώνει τήν ἀρνητική του κρίση ὡς πρός τήν Αὐθεντία τῆς Βίβλου ὡς Θείας Ἀποκάλυψης. Ἀφοῦ, δηλαδή, οἱ «ἐνθουσιῶντες» Προφῆτες δέν εἶχαν –ὅπως νοµίζει ὁ Σπινόζα– γιά τόν ἀνωτέρω λόγο, καµιά πραγµατική ἐπικοινωνία µέ τόν Θεό, ὅσα εἶπαν καί ἔγραψαν δέν ἔχουν χαρακτῆρα αὐθεντικό καί ἀξιόπιστο, ἀλλά συνιστοῦν ἀπορριπτέο ἀνθρωποµορφισµό, σχετικό καί ὑποκειµενικό!...
Σ’ αὐτήν, λοιπόν, τήν θεώρηση τοῦ Σπινόζα, ὅλοι µας, λίγο ἤ πολύ ἀναγνωρίζουµε σήµερα ἕναν «κοινό τόπο» , πού ἔχει ἐπηρεάσει ἤ ἀκόµη καί κλονίσει τήν πίστη πολλῶν συγχρόνων µας.
Στό πλαίσιο αὐτό ἀναδεικνύεται, γιά ἄλλη µιά φορά ἡ ἀξία καί ἡ ἐπικαιρότητα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου, πού ἀπό τό µακρινό του παρελθόν προέφθασε καί µᾶς ἐφοδίασε µέ ἀπαντήσεις, πού διατηροῦν τήν δύναµη καί τήν πειθώ τους. Διότι ὁ «τά θεῖα σαφῶν» ἅγιος Ἰωάννης, ἑρµηνεύοντας τήν παραπάνω φράση τοῦ Ἀποστόλου, προβαίνει σέ κάποιες ἀναπάντεχες παρατηρήσεις, γιά τούς συγχρόνους µας καί, ἴσως, καί γιά κάποιους Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, πού τείνουν νά ὑποτιµοῦν τή «νόηση» καί νά ὑπερτιµοῦν τό ἀσαφές «βίωµα». Τοῦτο, διότι συµφωνεῖ, κατά κάποιον τρόπο, µέ τόν Σπινόζα περί τοῦ ὅτι ἕνα κριτήριο τῆς γνησιότητας τῆς Θεοπνευστίας τῶν προφητῶν εἶναι, πράγµατι, ἡ νηφαλιότητα καί ἡ κατανόηση. Ἡ διαφωνία του, ἔγκειται, ὅµως, σέ ἕνα οὐσιαστικό ἱστορικό-ψυχολογικό δεδοµένο, πού προκύπτει ἀπό τήν ἱστορική πραγµατικότητα: Στό ὅτι, δηλαδή, γιά τόν Ἅγιο Ἰωάννη οἱ Ἅγιοι Προφῆτες δέν ἔχαναν τήν αὐτενέργειά τους, ὅταν τούς µιλοῦσε ὁ Θεός, οὔτε µαίνονταν, ὅπως ἀντιθέτως ἐκλαµβάνει ἐσφαλµένα, ὁ Σπινόζα, παρασυρµένος, ἴσως, ἀπό παρατηρήσεις πού εἶχε κάνει σέ παραθρησκευτικά καί ἐνθουσιαστικά κινήµατα τῆς ἐποχῆς του. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης, µάλιστα, προκειµένου νά γίνει περισσότερο σαφής, ἀντιδιαστέλλει τούς µάντεις τῆς ἀρχαιότητας πρός τούς Ἁγίους Προφῆτες καί ἐντοπίζει µιά χαρακτηριστική διαφορά τους στό ὅτι οἱ µέν µάντεις προσάγονταν καί σύρονταν στά εἴδωλα «ὡς αἰχµάλωτοι καί δέσµιοι», ἐνῶ, ἀντιθέτως οἱ Ἅγιοι Προφῆτες προφήτευαν «µετά συνέσεως καί ἐλευθερίας ἁπάσης».
Πρός πίστωση δέ τῶν ἀνωτέρω παραθέτουµε ἀποσπάσµατα ἀπό τό σχετικό κείµενο τοῦ Ἁγίου (βλ.ὁµιλία KΘ’ στόν Τόµο 61 τῆς Πατρολογίας τοῦ Migne): «Τί λοιπόν σηµαίνει πρός τά εἴδωλα τά ἄφωνα; Αὐτοί οἱ µάντεις σύρονταν καί τούς τραβοῦσαν πρός ἐκεῖνα…Γιά ποιόν δέ λόγο ὁ δαίµων τούς προσῆγε ὡς αἰχµαλώτους καί δεσµίους στά ξόανα;… Γιά νά µή φανεῖ ὅτι ὁ λίθος ἦταν ἄφωνος, προσπαθοῦσε νά προσηλώνει τούς ἀνθρώπους στά εἴδωλα, ὥστε ἐκεῖνα πού λέγουν οἱ ἄνθρωποι νά τά καταλογίζει στά εἴδωλα. Ὅµως τά δικά µας δέν εἶναι τέτοια… Διότι σέ αὐτούς (=τούς Προφῆτες) ὅλα ἦταν φανερά (=δῆλα, συνειδητά) καί προφήτευαν γιά αὐτά, ὅπως τούς ἦταν πρέπον, µέ κάθε σύνεση (=κατανόηση) καί ἐλευθερία. Γιά τόν λόγο αὐτό εἶχαν τήν ἐξουσία καί νά µιλήσουν καί νά µήν µιλήσουν. Διότι ἦταν τιµηµένοι µέ ἐξουσία καί δέν τελοῦσαν ὑπό τήν κατοχή κάποιας ἀνάγκης. Γιά τόν λόγο αὐτό ὁ Ἰωνάς ἔφυγε, ὁ Ἰεζεκιήλ ζητοῦσε ἀναβολή καί ὁ Ἱερεµίας προσπαθοῦσε νά παραιτηθεῖ. Ὁ δέ Θεός δέν τούς ἔσπρωχνε µέ καταναγκασµό, ἀλλά τούς συµβούλευε καί τούς παραινοῦσε, δέν τούς ἐπισκότιζε τό µυαλό. Διότι ὁ θόρυβος καί ἡ µανία εἶναι τοῦ δαίµονος, ἐνῶ τοῦ Θεοῦ χαρακτηριστικό εἶναι νά φωτίζει καί νά διδάσκει τά δέοντα, ὥστε νά γίνουν κατανοητά…».
Ἡ διαφορά αὐτή ἀνάµεσα στούς µάντεις καί τούς Ἁγίους Προφῆτες παραπέµπει σέ µιά ξεχασµένη πλέον καί παραγνωρισµένη εὐρύτερη διαφορά ἀνάµεσα στήν εἰδωλολατρία καί τόν Χριστιανισµό. Συχνά στά Ἱερά κείµενα καί στούς Ὕµνους τῆς Ἐκκλησίας συναντοῦµε φράσεις γιά τήν ἀπελευθέρωση ἀπό τά εἴδωλα καί τούς δαίµονες, πού ἔφερε ὁ Χριστός καί ἀναφορές στό «βαθύτατον σκότος τῆς εἰδωλοµανίας» καί τήν «ἀνίερη πλάνη» ἤ γιά τήν «κατάργησιν τῶν ἀρχῶν τοῦ δεινοῦ πολεµήτορος» καί τήν «ἐξαφάνισιν τῆς ἀρᾶς».
Ἔτσι, γιά παράδειγµα, σέ ἕνα τροπάριο τῆς Παρακλητικῆς διαβάζουµε: «Αἵµατι τιµίῳ Κύριε τήν κτίσιν ἀνεκάθηρας ἐξ αἱµάτων φεροµένων αἰσχροῖς δαίµοσι, καί ἔπαυσας θυσίας ἐναγεῖς Θεοῦ Λόγε, τιθείς ὡς ἄκακος ἀµνός. Δόξα τῷ κράτει Σου» (Παρακλητική Ἦχος Γ΄, Παρασκευή). Οἱ φράσεις αὐτές καί ἄλλες παρόµοιου περιεχοµένου, τίς ὁποῖες σήµερα τείνουµε νά παραθεωροῦµε ὡς δῆθεν «ἀρχαϊκές» καί «προδιαφωτιστικές», δείχνουν κάτι οὐσιῶδες, τό ὁποῖο ἔχει ἀτυχῶς ἀµβλυνθεῖ στή συνείδηση τῶν σηµερινῶν Χριστιανῶν, πού πιά θεωροῦν ὡς «δεδοµένη» τήν τέλεση τῆς «Λογικῆς καί Ἀναιµάκτου Λατρείας», ἀλλά ἦταν φανερό καί ξεκάθαρο στούς πρώτους Χριστιανούς, πού εἶχαν εἴτε οἱ ἴδιοι, εἴτε τό περιβάλλον τους, πραγµατική ἐµπειρία τῆς εἰδωλολατρικῆς θρησκείας. Τό ὅτι, δηλαδή, στό πλαίσιο τῆς εἰδωλολατρικῆς θρησκείας δέν τελεσιουργεῖτο κάποιου τύπου φιλοσοφική ἐνατένιση µέσα σέ πνεῦµα ἐλευθερίας, ὅπως τείνουν νά θεωροῦν πολλοί σήµερα, ἰδιαιτέρως οἱ διανοούµενοι, ἔχοντας µιά φανταστική καί εἰδυλλιακή εἰκόνα τῶν πραγµάτων, ἀλλά µιά λατρεία σκοτεινή, µανιώδης, αἱµατηρή καί τυραννική, ἀπό τήν ὁποία οἱ ἄνθρωποι, πού «ἤγοντο ἀπαγόµενοι ἀπό τά ἄφωνα εἴδωλα», ὅπως ἐπισηµαίνει ὁ Ἀπόστολος καί µᾶς ἐξηγεῖ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, προσδοκοῦσαν νά ἀπελευθερωθοῦν!
Νοµοµαθής
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» - Ἀρ. Τεύχους 208
Δεκέμβριος 2019