Ἡ θεωρία τοῦ πρέποντος
Ὁ παππούς µου εἶχε µιά θεωρία πού τήν ὀνόµαζε «θεωρία τοῦ πρέποντος». Σύµφωνα µέ τήν θεωρία αὐτή, ἡ ἔννοια τοῦ «πρέποντος» παίζει καθοριστικό ρόλο στήν προσωπικότητα τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι πολύ σηµαντικό γιά τόν ἄνθρωπο νά συµπεριφέρεται ὅπως εἶναι «πρέπον» καί ὄχι µέ βάση αὐτό πού θέλει κάθε φορά. Γιατί ἡ εὐπρέπεια καί ἡ ἀξιοπρέπεια ἦταν πολύ σηµαντική γιά τούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς τοῦ παπποῦ. Ἡ εὐπρέπεια ἦταν συνυφασµένη µέ τήν ἀξιοπρέπεια, µέ τήν λεβεντιά, µέ τόν σεβασµό τοῦ ἀνθρώπου, πρῶτα στόν ἑαυτό του καί ὕστερα στούς ἄλλους. Καί αὐτά τά χαρακτηριστικά τους ἔκαναν νά ξεχωρίζουν ὡς προσωπικότητες. Εἶχαν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί µιά δύναµη τήν ὁποία καλλιεργοῦσαν οἱ ἴδιοι, δέν περίµεναν ἀπό τούς ἄλλους ἤ ἀπό τήν κοινωνία νά τούς τήν διαµορφώσει.
Ἔτσι λοιπόν, ὁ παππούς, τόνιζε συχνά τήν σηµασία του νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἀξιοπρεπής, εὐπρεπής, ἔντιµος καί µᾶς µάθαινε νά ἐξετάζουµε κάθε φορά ἐάν αὐτό πού θέλουµε εἶναι καί πρέπον, διότι πίστευε ὅτι δέν εἶναι τόσο σηµαντικό τό τί θέλει ὁ ἄνθρωπος ἀλλά τί τοῦ δίνει ἀξία. Σηµασία δέν ἔχει νά κάνεις αὐτό πού θέλεις, σηµασία ἔχει νά θέλεις αὐτό πού εἶναι πρέπον, πού σοῦ δίνει ἀξία, πού σέ κάνει ἀξιοσέβαστο ἄνθρωπο. Μέ ἄλλα λόγια, τό “θέλω” σου δέν εἶναι αὐτό πού ἔχει ἀξία, οὔτε µπορεῖς νά θεοποιεῖς αὐτό πού θέλεις, ἀλλά πάντα θά περνάει τό θέλω µας, ἀπό τήν δοκιµασία τοῦ ἄν πρέπει νά τό θέλω, Ἄν δέ δῶ ὅτι τό θέληµά µου συγκρούεται µέ τό πρέπον νά γίνει, τότε, χωρίς δισταγµό θά ἀφίσω τό θέληµά µου γιά νά κάνω θέληµά µου αὐτό πού πρέπει.
Τότε πού τόν ἀκούγαµε νά µᾶς µιλάει γι’αὐτήν τήν θεωρία, δέν δίναµε καί µεγάλη προσοχή γιατί αὐτά πού ἔλεγε ἦταν λίγο-πολύ αὐτονόητα. Δέν διανοεῖτο κανείς νά κάνει αὐτό πού ἤθελε, ἐάν αὐτό δέν ἦταν καί πρέπον. Ὑπῆρχε ἕνας ἄγραφος κώδικας συµπεριφορᾶς καί ἕνας βασικός ἔλεγχος τοῦ τί θέλει ὁ καθένας καί τί πρέπει νά κάνει. Ἡ εὐπρέπεια καί ἡ τάξη ἦταν ἔννοιες, πού οἱ ἄνθρωποι εἶχαν καθηµερινά στό νοῦ. Τόσο ὡς ἐξωτερική ἔκφραση ὅσο καί ὡς στοιχεῖα τῆς προσωπικότητας. Γιά παράδειγµα, δέν πήγαινε κανείς ἐπίσκεψη σέ ἕνα ξένο σπίτι φορῶντας πρόχειρα ροῦχα ἤ φόρµες. Δέν πήγαινε κανείς στήν Ἐκκλησία ἤ στό θέατρο ἤ σέ µιά διάλεξη µέ πρόχειρη ἐνδυµασία. Δέν φώναζε στόν δρόµο, οὔτε µιλοῦσε δυνατά σέ δηµόσιο χῶρο. Ὑπῆρχε µιά εὐπρέπεια καί µιά συστολή τῶν ἀνθρώπων ὅταν βρίσκονταν σέ δηµόσιο χῶρο. Καί αὐτή ἡ εὐπρέπεια ἔδινε στούς ἀνθρώπους µιά ἀξία, µιά λεβεντιά.
Οἱ ἄνθρωποι τῆς προηγούµενης γενιᾶς, τοῦ 20ου αἰῶνα, δέν ἔβλεπαν τό πρέπον ὡς ἐξαναγκασµό, δέν θεωροῦσαν ὅτι ἡ εὐπρέπεια στερεῖ τήν ἐλευθερία στόν ἄνθρωπο ἀλλά τήν ἔβλεπαν σάν µεγάλη ἀρετή, ὡς ἕνα καθῆκον πού ὑπηρετοῦσαν µέ ὅλη τους τήν ψυχή, γιατί αὐτό τούς ἔδινε δύναµη καί χαρά. Τούς ἔκανε ὑπερήφανους µέ τήν καλή ἔννοια τῆς λέξης. Ὄχι µόνο δέν ἔνιωθαν ὅτι τούς στερεῖτο ἡ ἐλευθερία ἀλλά ἀντίθετα, ἔνιωθαν πιό ἐλεύθεροι. Ἔνοιωθαν ἀξιοπρεπεῖς καί ἀξιοσέβαστοι. Διότι ἦταν πεποίθησή τους, πώς τό πρέπον εἶναι αὐτό πού χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος. Τό νά κάνει αὐτό πού πρέπει καί ὄχι αὐτό πού θέλει, πηγάζει ἀπό τήν ἔµφυτη τάση του νά ἐπιλέγει τό σωστό καί τό συµφέρον του.
Τό νά κάνει κανείς αὐτό πού θέλει ὁ ἴδιος, χωρίς νά λογαριάζει τούς ἄλλους, δέν τόν ἐλευθερώνει. Ἀντίθετα, τόν δεσµεύει στά πάθη καί στίς ἐπιθυµίες του. Καί ὅσο περισσότερο κάνει αὐτό πού θέλει, τόσο ἀνικανοποίητος µένει καί ἀναζητᾶ τήν πλήρωση τῆς ἔλλειψης πού νιώθει µέ τό νά ἐπιβάλει στούς ἄλλους τό θέληµά του. Αὐτό τό βλέπουµε στήν ἐποχή µας πολύ ἔντονα. Οἱ ἄνθρωποι ἐπιβάλλουν στούς ἄλλους καί στό περιβάλλον τό θέληµά τους, τά πιστεύω τους, τίς πεποιθήσεις τους, χωρίς νά τά διαπραγµατεύονται καί χωρίς νά ἐξετάζουν ἐάν µέ τόν τρόπο τους στεροῦν ἀπό τούς ἄλλους τό δικαίωµα νά ἐκφραστοῦν κι αὐτοί. Καί ὅσο πιό καταπιεστικοί εἶναι, τόσο πιό ἀνικανοποίητοι µένουν. Ὅσο πιό κυριαρχικοί καί ἀσυγκράτητοι εἶναι, τόσο περισσότερο νιώθουν ἔλλειψη καί στέρηση τῆς ἐλευθερίας τους. Ὅταν ὅµως τό θέληµα τοῦ καθενός εἶναι προσανατολισµένο πρός τό θέληµα καί τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, κανείς δέν νιώθει ἐξαναγκασµό ἀλλά αἰσθάνεται χαρά καί πληρότητα.
Στήν ἐποχή µας, ὅπου ἐπικρατεῖ ἡ ἄποψη ὅτι ὁ καθένας ἔχει δικαίωµα νά κάνει αὐτό πού θέλει χωρίς νά λογαριάζει κανέναν, τό «πρέπον» ἀκούγεται ὡς παρωχηµένη θεωρία µιᾶς παλιᾶς ἐποχῆς. Τό πρέπον φαντάζει σάν ἐξαναγκασµός, σάν τήν µεγαλύτερη στέρηση ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου. Σήµερα οἱ ἄνθρωποι ἔχουν δικαίωµα νά κάνουν ὅ,τι θέλουν, ὅσο παράλογο ἤ ἀπρεπές καί νά εἶναι. Μπαίνεις στό λεωφορεῖο καί πρέπει νά ὑποστεῖς τά τηλεφωνήµατα τῶν ἄλλων ἐπιβατῶν, νά ἀκοῦς χωρίς τήν θέλησή σου τά προσωπικά τους θέµατα, τήν ἄσχηµη πολλές φορές ἔκφρασή τους, τό βάρος καί τήν ἔνταση τοῦ καθενός, ἐν ὀνόµατι τοῦ δικαιώµατός του νά κάνει ὅ,τι θέλει! Ποιά θεωρία τοῦ πρέποντος µπορεῖ νά σταθεῖ σήµερα; Ἡ ἐποχή µας εἶναι ἡ ἐποχή τοῦ θέλοντος! Ὅ,τι θέλει ὁ καθένας ἔχει δικαίωµα νά τό κάνει. Ἔχει δικαίωµα νά κυκλοφορεῖ ὅπως θέλει, ἄσχετα µέ τό ἐάν εἶναι εὐπρεπές ἤ ὄχι ἄσχετα ἄν προσβάλλεις τήν καλαισθησία τῶν ἄλλων. Ἔχει δικαίωµα ὁ ἄνδρας νά παρατήσει τήν γυναίκα του καί τά παιδιά του –ἤ ἡ γυναίκα ἀντίστοιχα– καί νά γυρίζουν δεξιά κι ἀριστερά χωρίς νά δίνουν λογαριασµό σέ κανέναν. Ὁ καθένας ἔχει δικαίωµα νά µιλάει ὅπως θέλει, χωρίς νά λογαριάζει ποιόν θίγει, ἔχει δικαίωµα ἀκόµα καί νά προσβάλει τούς ἄλλους µέ τόν τρόπο του, ἐν ὀνόµατι τῆς ἐλευθερίας πού τοῦ ἐξασφαλίζει ἡ σηµερινή κοινωνία. Ὅµως, ἐλευθερία σηµαίνει νά µιλάει µέ θράσος ὁ µαθητής στόν δάσκαλο, σάν νά εἶναι ἴσα κι ὅµοια; Ἐλευθερία εἶναι νά ἀντιµιλοῦν τά παιδιά στούς γονεῖς σάν νά εἶναι ὅλοι τό ἴδιο; Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι σήµερα ἔχουν µόνο δικαιώµατα ἐνῶ δέν ἔχουν ὑποχρεώσεις; Ἡ µόνη ὑποχρέωση πού νιώθει ὁ σηµερινός ἄνθρωπος ἔχει νά κάνει µέ οἰκονοµικά θέµατα. Κι αὐτή δέν εἶναι καί σίγουρη, καθώς ἀναπτύχθηκαν οἱ θεωρίες «δέν πληρώνω», ὅπου καθένας ἔχει δικαίωµα καί στίς οἰκονοµικές του ὑποχρεώσεις νά ἀποφασίσει ἐάν θά συµµορφωθεῖ ἤ ὄχι. Ζοῦµε, δηλαδή, στήν ἐποχή τῆς ἀσυδοσίας, ὅπου δέν ὑπάρχει ἠθικό καί πρέπον, δέν ὑπάρχει ἡ ἔννοια τῆς ὑποχρέωσης, ὑπάρχει µόνο ἀπαίτηση ἀπό τούς ἄλλους καί ἀγώνας γιά τήν κατοχύρωση δικαιωµάτων ἀνθρώπων καί ζώων γιά νά ἔχουµε... τήν ἄνεση νά κατακτᾶµε τά δικαιώµατα τῶν ἄλλων, µέ ἥσυχη συνείδηση.
Στά µαθήµατα κοινωνιολογίας πού διδάσκονται σήµερα τά παιδιά στά σχολεῖα, τονίζεται ἡ ἄποψη ὅτι ἡ ἠθική καί οἱ ἀξίες δέν εἶναι κάτι σταθερό ἀλλά διαµορφώνονται ἀνάλογα µέ τίς ἐποχές καί τίς κοινωνίες. Συνεπῶς, δέν ὑπάρχει πρέπον, ὑπάρχει ἡ «ἐλευθερία ἔκφρασης». Ζοῦµε στήν ἐποχή τῆς ἀτοµικῆς ἀπελευθέρωσης, χωρίς ὅµως, νά ἐξετάζουµε ποῦ ξεκινοῦν τά ὅρια τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἄλλου. Πῶς εἶναι δυνατόν, ὅταν δέν σκέφτοµαι τόν διπλανό µου καί τό τί θέλει κι αὐτός, νά αἰσθάνοµαι ἐλεύθερος; Δέν εἶπε κανείς νά µήν ἔχουµε τά θέλω µας. Νά ἔχουµε καί ἐπιθυµίες καί θελήµατα. Δέν µπορεῖ, ὅµως, νά εἶναι αὐτοσκοπός ἡ ἱκανοποίησή µας. Εἴµαστε τόσο κακοµαθηµένη γενιά, πού τελικά, εἴµαστε ὑπόδουλοι στά θελήµατά µας. Γι’αὐτό σήµερα, δέν ὑπάρχουν πολλές δυνατές προσωπικότητες. Δέν ὑπάρχουν ἄνθρωποι αὐθεντικοί, γνήσιοι, «λεβέντες»! Ἡ λεβεντιά, τό µεγαλεῖο τῆς ψυχῆς φαίνεται στό πόσο ἀνοιχτοί εἴµαστε στούς ἄλλους καί πόσο πρόθυµοι νά τούς ὑπηρετήσουµε. Ἀκόµη καί οἱ γονεῖς, προσφέρουµε στά παιδιά µας, ὄχι τόσο γιά νά προσφέρουµε, ἀλλά ἐλπίζοντας σέ ἀνταλλάγµατα. Προσφέρουµε γιά νά ἱκανοποιοῦµε δικές µας ἀνάγκες.
Ἡ ἐποχή µας, περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη ἐποχή ἔχει ἀνάγκη τήν θεωρία τοῦ πρέποντος. Καλά εἶναι τά θέλω µας, ἀλλά δέν ἔχουν τελειωµό! Ὅλο θέλουµε καί ὅλο δέν ἔχουµε!! Μήπως ἦρθε ἡ ὥρα νά στραφοῦµε στίς παλαιότερες ἐποχές, νά ἀκούσουµε τήν φωνή τῶν παππούδων µας πού ἔδιναν µεγαλύτερη σηµασία στήν ἀρετή, τήν ἀλήθεια καί τήν δικαιοσύνη, παρά στά “θέλω” καί τήν καλοπέρασή τους;
Μαρίνα Διαµαντῆ
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» - Ἀρ. Τεύχους 208
Δεκέμβριος 2019