Ο ΠΑΪΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ ΚΑΙ Ο ΗΣΥΧΑΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΡΟΥΜΑΝΙΑ

Ο ΠΑΪΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ
ΚΑΙ Ο ΗΣΥΧΑΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΡΟΥΜΑΝΙΑ

 

Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, γνωστός ὡς «Παΐσιος ἀπό τό Μοναστήρι Νεάμτς» ἤ «Παΐσιος ὁ Μεγάλος», κατά τό ρωσικό Паисий Величковский ἤ στην Οὐκρανική Паїсій Величковський, ἦταν μοναχός καί ὀρθόδοξος θεολόγος, πού συνέβαλε στήν ἀνανέωση τοῦ ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ, μέ τήν ἀναβίωση τῶν πατερικῶν  γραπτῶν καί τήν προετοιμασία τῆς «Φιλοκαλίας», ἕνας μεγάλος πνευματικός καθοδηγητής γιά τή μοναστική ζωή στή Μολδαβία καί ὁ ὁποῖος θεωρεῖται πλέον σημαντική εἰκόνα στήν ἱστορία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.

Μολονότι τά περισσότερα συγγράμματά του περιμένουν ἀκόμη τήν δημοσίευσή τους διαθέτουμε ἀρκετά στοιχεῖα γιά τήν σκιαγράφηση τῆς προσωπικότητάς του.

Πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του, ὁ στάρετς  Παΐσιος ἄρχιζε νά γράφει ἕνα Ἡμερολόγιο, μία “Istoria sfintei comunităţi a preiubiţilor mei părinţi, fraţi şi fii duhovniceşti care, în numele lui Hristos, au venit la mine nevrednicul, pentru mântuirea sufletelor lor …” («Ἱστορία τῆς κοινωνίας τῶν πολυαγαπημένων μου γονέων, τῶν ἀδελφῶν καί τῶν πνευματικῶν τέκνων, οἱ ὁποῖοι στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἦρθαν κοντά μου τοῦ ἀναξίου, γιά τήν σωτηρία τῶν ψυχῶν τους»). Τό ἔργο αὐτό, πού ἔπρεπε νά εἶχε γίνει μιά Ἱστορία τῆς ἀδελφότητός του, δέν τελείωσε καί ἀπό τούς ἐρευνητές ὀνομάσθηκε «Αὐτοβιογραφία του», διότι ὁ συγγραφέας διηγεῖται ἐκεῖ τήν ζωή του ἀπό τήν γέννηση μέχρι τήν ἐγκατάστασή του στήν σκήτη Cârnu (Κίρνου) στήν Οὐγγροβλαχία.

 

Α) Τά πρῶτα βήματα

«Ἐγώ, ὁ ἀνάξιος τῶν μοναχῶν καί τῆς Ἱερωσύνης, Ἱεροσχημόναχος Παΐσιος γεννήθηκα καί μεγάλωσα στήν διάσημη πόλη Πόλταβα …»1 - ἔτσι ἀρχίζει ὁ ἴδιος τήν βιογραφία του.

Οὐκρανός λοιπόν ἀπό τή γέννηση, ὁ Πιότρ (Πέτρος) Βελιτσίκοφσκι γεννήθηκε στίς 21 Δεκεμβρίου 1722 στήν πόλη Πόλταβα στή Μαλορουσία2 , στήν οἰκογένεια τοῦ Ἱερέα Ἰβάν Βελιτσκόβσκι (πρωτοπρεσβύτερος στόν καθεδρικό ναό τῆς πόλης) καί τῆς πρεσβυτέρας Εἰρήνης, ἡ ὁποία ἀργότερα, μετά τήν φυγή τοῦ Πέτρου, ἔγινε μοναχή μέ τό ὄνομα Ἰουλιανή, στό μοναστῆρι Ἁγίας Σκέπης, στά περίχωρα τῆς Πόλταβας. Στό ἴδιο μοναστῆρι ἐξ ἄλλου, ἡγουμένη ἦταν ἡ μητέρα της καί γιαγιά τοῦ Πέτρου, καθώς καί ἡ θεία του, Ἀγάφια.3 Ο Πέτρος ἦταν τό ἑνδέκατο ἀπό τά δώδεκα παιδιά τῆς οἰκογένειας.4 Ὁ παππούς του ἦταν ὁ Οὐκρανός ποιητής Ἰβᾶν Velychkovskyi.5

Ὁ «ΠΕΤΡΟΣ» –ἔτσι ἦταν τό ὄνομά του κατά τήν Βάπτιση– ἔμεινε ὀρφανός ἀπό πατέρα ὅταν ἦταν τεσσάρων ἐτῶν. Ἔμαθε τά πρῶτα γράμματα –νά γράφει καί νά διαβάζει ἀπό τά κείμενα τοῦ Ψαλτηρίου καί τῆς Παρακλητικῆς– ὑπό τήν καθοδήγηση τῆς μητέρας του καί τοῦ Ἰωάννου, τοῦ μεγαλύτερου ἀδελφοῦ του, ὁ ὁποῖος γιά σύντομο διάστημα ἔγινε Ἱερέας στήν θέση τοῦ πατέρα του. Ἡ οἰκογένειά του, κρατοῦσε τήν Ἱερατική διαδοχή στόν Καθεδρικό Ναό τῆς πόλης. ἀπό γενεά σέ γενεά. Στήν Αὐτοβιογραφία τοῦ ὁ Παΐσιος ὁμολογεῖ τήν «ἀσταμάτητη δίψα του γιά ἀνάγνωση καί προσευχές», ἡ ὁποία τόν ὤθησε νά διαβάζει ἀπό πολύ μικρός τήν Βίβλο, τούς Βίους Ἁγίων, τίς Ὁμιλίες τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, καί τούς Λόγους τοῦ Ἁγ. Ἐφραίμ τοῦ Σύρου, τοῦ ἁγίου Δωροθέου καθώς καί ἄλλα βιβλία, ἰδίως δέ, νά προσεύχεται στήν σιωπή, μακριά ἀπό ὅλους τούς ἄλλους6. «Καί ἀπό τήν ἀνάγνωση παρόμοιων ἁγίων βιβλίων καί ἰδίως ἀπό τούς Βίους τῶν ὁσιότατων Πατέρων ἡμῶν, πού εὐαρέστησαν τόν Θεό, ἔχοντας τό ἅγιο καί ἀγγελικό μοναχικό σχῆμα, ἄρχιζε νά γεννᾶται στήν ψυχή μου ἡ διακαής ἐπιθυμία νά ἐγκαταλείψω τόν κόσμο καί νά δεχθῶ τό Ἱερό Μοναχικό σχῆμα, ἐπιθυμία ἡ ὁποία, ὅσο θά εἶμαι στόν κόσμο (τοῦτο), δέν θά ἐγκαταλείψει ποτέ τήν ψυχή μου»7.

 

B) Μαθητής στό Κίεβο

Μεταξύ τοῦ 1735 – 1739, δηλαδή «κατά τό δέκατο τρίτο ἔτος ἀπό τήν γέννησή μου»8, ἡ μητέρα του ἔστειλε τόν Πέτρο – Παΐσιο, κατά τήν ἐντολή τοῦ μητροπολίτη Κιέβου Ραφαήλ Ζαμπορόβσκι (1731-1747), γιά νά ἀκολουθήσει θεολογικές σπουδές9 στήν πνευματική Ἀκαδημία τοῦ Κιέβου, ἡ ὁποία ἱδρύθηκε  τό ἔτος 1633 ἀπό τόν Ρουμανικῆς καταγωγῆς Μητροπολίτη Πέτρου Μοβίλα.10 Τά μαθήματα τῆς Ἀκαδημίας διαιροῦντο τότε σέ τρεῖς κύκλους: τέσσερεις χαμηλότερες τάξεις, ὅπου διδάσκοταν οἱ γλῶσσες Λατινικά, Ἑλληνικά, Σλαβονικά καί Πολωνικά, μέ τήν γραμματική καί τήν σύνταξη. Δύο μεσαῖες τάξεις, ὅπου διδάσκονταν ποίηση καί ρητορική, διαρκείας ἑνός ἔτους καί ἡ κυρίως Ἀκαδημία μέ δύο τμήματα, Φιλοσοφίας, μέ δύο χρόνια σπουδῶν, καί Θεολογίας, μέ τέσσερα χρονιά σπουδῶν. «Ἡ Σχολή ἀπέβλεπε σέ μιά Γενική Παιδεία μέ κέντρο τή Φιλοσοφία καί τή Θεολογία» κατά τά λατινικά πρότυπα. «Γενικά ἐξ ἄλλου, οἱ Σχολές ἐκείνης τῆς ἐποχῆς στή Μεγάλη Ρωσία, δημιουργήθηκαν καί λειτούργησαν μόνο ἀπό Ἱεράρχες ἀπό τήν Οὐκρανία. Ἦταν μιά ἐποχή, πού μονάχα Οὐκρανοί μποροῦσαν νά γίνονται ἐπίσκοποι καί Ἀρχιμανδρίτες. Αὐτοί ἵδρυσαν Λατινικές σχολές παντοῦ, μέ πρότυπα τίς σχολές ἐκεῖνες, στίς ὁποῖες σπούδασαν οἱ ἴδιοι»11. Ὁ Πέτρος παρακολούθησε μόνο τίς πρῶτες τάξεις καί ἔπειτα ἐγκατέλειψε τήν Σχολή.12

 

Γ) Ἡ μοναστική ζωή

Στά χρόνια τῶν σπουδῶν του στό Κίεβο, ὁ Πέτρος γνώρισε τόν Ἱερομόναχο Παχώμιο, τόν πνευματικό του, καί τόν μητροπολίτη Ἀντώνιο, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐγκαταλείψει τήν Μολδαβία κατά τό Ρωσο-τουρκικό πόλεμο (1735-1739). Ὁ Ἀντώνιος ἦταν Μητροπολίτης Μολδαβίας μεταξύ τῶν ἐτῶν 1730-1739, ἔπειτα ἔγινε Μητροπολίτης τοῦ Τσερνιγόβ στήν Ρωσία καί ἔπειτα στό Μπιελγόροδ. Κατά δέ τήν διάρκεια τῆς Θείας Λει­τουργίας, πού ὁ μητροπολίτης τελοῦσε στά Μολδαβικά «στήν ψυχή μου –μαρτυρεῖ ὁ Πέτρος– γεννήθηκε μιά μεγάλη ἀγάπη γιά τήν Μολδαβική (Ρουμανική) γλώσσα καί γιά τόν λαό πού τήν μιλοῦσε, πού βρισκόταν ὑπό τήν προστασία τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι δέ, ἀρχίζοντας ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή, στήν ψυχή μου ἄναψε ἡ φλόγα νά γίνω μοναχός σέ κάποιο ἄγνωστο χῶμα (γῆ)»13. Κατά τήν συμβουλή τοῦ Πνευματικοῦ του, Ἱερομόναχου Παχωμίου, ὁ Πέτρος, τό φθινόπωρο τοῦ 1740, μπῆκε ὡς ἀδερφός στή Μονή Λιουβιέτσκι καί στή συνέχεια τό 1741, μετά ἀπό τρεῖς μῆνες,  ἦρθε στή Μονή Μεδβεδόβσκι στό ποταμό Τιασμίν στήν Οὐκρανία, ὅπου κατά τήν ἑορτή τῆς Μεταμορφώσεως (τήν 6η Αὐγούστου 1741) δέχθηκε τήν κουρά εἰς ρασοφόρο14, παίρνοντας τό ὄνομα “Πλάτων”.15

Ἡ ἐκκλησιαστική ζωή τῶν Ἱερέων, τῶν Μοναχῶν καί τῶν Ὀρθοδό­ξων πιστῶν στήν Οὐκρανία, τότε ἦταν ἐξαιρετικά δύσκολη. Τό ἔτος 1569, ἔγινε ἡ λεγομένη Ἕνωση τοῦ Λούβλιν, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ Λιθουανία ἑνώθηκε μέ τήν καθολική Πολωνία. Τότε ἄρχισε ἡ Ἰησουίτικη προπαγάνδα καί τό ἔτος 1596, ἔγινε ἡ ἕνωση μέ τούς Καθολικούς. Ἀπό τότε ἄρχισαν νά γκρεμίζονται οἱ Ὀρθόδοξες ἐκκλησίες, νά κλείνουν ἤ νά πωλοῦνται σέ ἄλλες ὁμολογίες πίστεως, νά πωλοῦνται ἤ νά κατάσχονται τά περιουσιακά στοιχεῖα τῶν ὀρθοδόξων καί οἱ ὀρθόδοξοι πιστοί, στερημένοι ἀπό τά πολιτικά δικαιώματα ἀναγκάζονταν νά δεχθοῦν τήν Οὐνία. Ἀκόμη καί ὁ καθεδρικός ναός τῆς μητροπόλεως Κιέβου κατασχέθηκε ἀπό τούς Ἰησουίτες. Πολλά Ὀρθόδοξα μοναστήρια ἔκλεισαν ἤ μετατράπηκαν σέ Οὐνιτικά, οἱ δέ μοναχοί καί οἱ Ὀρθόδοξοι Ἱερεῖς διώχθηκαν, φυλακίσθηκαν, ἤ ὑποχρεώθηκαν νά ἀποδεχθοῦν τήν Οὐνία16. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Φιλάρετος τοῦ Τσερνιγόβ γράφει στήν Ἐκκλησιαστική του Ἱστορία: «Δύσκολα μπορεῖ κανείς νά φανταστεῖ ὅλες τίς θηριωδίες πού ἔγιναν ἐκείνη τήν περίοδο κατά τῶν Ὀρθοδόξων. Οἱ Ὀρθόδοξοι Ἱερεῖς ἀτιμάζονταν μέ τό νά δένονται σέ στύλους καί νά μαστιγώνονται, ρίχνονταν σέ φυλακές, νά ὑπόκεινται στό μαρτύριο τῆς πείνας, νά τούς κόβουν τά δάχτυλα, νά τούς συντρίβουν τά χέρια καί πόδια. Καί ὅποιος παρέμενε μετά ἀπό αὐτόν τόν βασάνο ζωντανός καί δέν ἀσπαζόταν τήν Οὐνία, ἐκεῖνον τόν ἔδιωχναν ἀπό τό σπίτι. Τά μοναστήρια δέχονταν ἐπιδρομές ἐν καιρῷ ἡμέρας, τά λεηλατοῦσαν καί τά ἔκαιγαν, ἐνῶ τούς μοναχούς τούς βασάνιζαν καί συχνά τούς σκότωναν. Ἀλλά καί τούς κατοίκους τῶν χωριῶν καί τῶν πολιχνῶν τούς ὑπέβαλαν σέ ἄσπλαχνα βασανιστήρια γιά νά τούς κάνουν οὐνίτες. Ἔσπρωχναν τόν Ὀρθόδοξο πιστό λαό, πρός τήν καθολική ἤ τήν Οὐνιτική ἐκκλησία ὅπως οἱ βοσκοί ὁδηγοῦν τό κοπάδι τους. Ἀκόμη καί στήν ἀνάγνωση τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ὁ ἐπιστάτης ἔμπαινε στίς Ὀρθόδοξες ἐκκλησίες καί ἔβαζε τούς πιστούς μέ τό μαστίγιο, σάν ζῶα ἔξω στό αὐλόγυρο. Ἦταν πολλοί χριστιανοί τῶν ὁποίων τά σπίτια γκρεμίστηκαν καί οἱ ἴδιοι μαστιγώθηκαν ἕως θανάτου. Στό Κίεβο, τό θρησκευτικό κέντρο τῆς χώρας, ἔρχονταν καθημερινά γραπτές ἀναφορές ἀπό τούς Ὀρθοδόξους χριστιανούς τῆς δυτικῆς χώρας πού ἀναγκάσθηκαν νά δεχθοῦν τήν Οὐνία.»17

Ἀλλά τό πρόβλημα δέν ἦταν μόνο ἡ Οὐνία. θυ«Πρίν ἀπό τήν βασιλεία τῆς Ἐλισάβετ, (ἡ ὁποία ἀνέβηκε στόν θρόνο τό 1741) ἡ κυβερνητική ἐξουσία καί ἀκόμα καί ὁ κρατικός νόμος θέσπισαν μία ὁρισμένη εἰδική καί προνομιακή προστασία γιά τόν Προτεσταντισμό. Ἡ κυβέρνηση τοῦ Πέτρου, ὄχι ἀκριβῶς ἀπό τήν ἄποψη τῆς κρατικῆς χρησιμότητας καί ἀνοχῆς, ἦταν πολύ συχνά ἕτοιμη νά ταυτίσει τά ἐνδιαφέροντα τῶν Προτεσταντῶν μέ τά δικά της, δημιουργῶντας ἔτσι τήν ἐντύπωση ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἕνας ἰδιαίτερος, μετριοπαθής Προτεσταντισμός μέ πλούσιο τελετουργικό καί ὅτι Ὀρθοδοξία καί Προτεσταντισμός μποροῦν νά συμβιβαστοῦν.(…) Ἀργότερα, ἡ Αἰκατερίνη Β΄ ἐπέμενε ὅτι μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί Λουθηρανισμοῦ, οὐσιαστικά, δέν ὑπάρχει διαφορά…»18 Στή δέ διάρκεια τῆς βασιλείας τῆς Ἄννας (1730-1741), «δηλαδή τότε πού κυβερνοῦσε ὁ Erst Johann Biron (+1772), τό κράτος διατήρησε μία ἰδιαίτερα σκληρή πολιτική ἀπέναντι στήν Ἐκκλησία: «Πολέμησαν τήν Ὀρθόδοξη εὐσέβεια καί Πίστη μας, ἀλλά μέ τέτοιον τρόπο καί τέτοια δικαιολογία, πού ἔδιναν τήν ἐντύπωση ὅτι ξερίζωναν κάποια ἀνωφελῆ καί ἐπικίνδυνη δεισιδαιμονία ἀπό τό Χριστιανισμό. Πόσοι κληρικοί καί ἀκόμα περισσότεροι λόγιοι μοναχοί δέν ἀποσχηματίστηκαν μέ αὐτό τό πρόσχημα;»19

Ἐπειδή ἡ κατάσταση ἦταν δύσκολη, ὁ Πλάτων-Παΐσιος ἐγκαταλείπει τήν μονή Ἁγ. Νικολάου Μεδβεδόβσκι, ἡ ὁποία ἀργότερα ἔκλεισε καί ἐγκαθίσταται γιά μικρό χρονικό διάστημα στήν Λαύρα  Πετσέρσκα (τῶν Σπηλαίων) στο Κίεβο20. Ἐκεῖ ἐπηρεάστηκε ἀποφασιστικά ἀπό τόν μοναχό Ἰγνάτιο ὁ ὁποῖος ἦταν θερμός Ἡσυχαστής, κάτοχος πολλῶν ἀσκητικῶν χειρογράφων τά ὁποῖα βρῆκε στά Ρουμανικά μοναστήρια καί στό Ἅγιον Ὅρος, καί τοῦ μίλησε μέ ἐπαινετικά λόγια γιά τόν Ρουμανικό Ἡσυχασμό.

 

Δ) Γιά πρώτη φορά στήν Μολδαβία

Ἀλλά μόνο γιά τόν λόγο αὐτό ἐγκατέλειψε ὁ Παΐσιος τήν Ρωσία; Σύμφωνα μέ τόν ἱστορικό Ἰγκόρ Σμόλιτσι (Igor Smolici) ὁλόκληρη ἡ μοναστική ζωή στήν Ρωσία βρισκόταν σέ πτώση. «Ἤδη ἀπό τόν δέκατο ὄγδοο αἰῶνα, ὁ ἐνθουσιασμός γιά τήν ἀσκητική ζωή εἶχε ξεθυμάνει σέ μεγάλο βαθμό. Μεγάλος ἀριθμός μοναστηριῶν εἶχαν ἀδειάσει. Ἡ κίνηση τῶν χριστιανῶν παλαιοῦ ρυθμοῦ καθώς καί ἡ ἐκκλησιαστική μεταρρύθμιση τοῦ Μεγάλου Πέτρου, τό 1721 ἀποδείχθηκαν ἀτυχέστατες γιά τόν μοναχισμό. Μία αὐτοκρατορική ἐντολή τοῦ 1734 ὑπογράμμιζε τό γεγονός ὅτι γιά μοναστική σταδιοδρομία θά γίνονταν ἀποδεκτοί μόνο οἱ χηρεύσαντες Κληρικοί καί οἱ ἀποστρατευμένοι στρατιῶτες. Ἡ κρατικοποίηση τῆς ἀκίνητης περιουσίας τῶν ἐκκλησιαστικῶν καί τῶν μοναστηριακῶν ἀγαθῶν τήν ἐποχή τῆς Αἰκατερίνης Β΄ τό ἔτος 1764, ἔδωσε καινούργιο καί βαρύ χτύπημα στήν ἐκκλησιαστική ζωή. Ἡ συνέπεια ἦταν ὅτι πολλά μοναστήρια ἔκλεισαν καί, προκαλῶντας ἔτσι μιά νέα παρακμή τῆς ἀσκητικῆς ζωή21. Μόλις μεταξύ τῶν ἐτῶν 1770-1780 ξαναβρίσκουμε ἴχνη ἀναβίωσης κάποιας ἀσκητικῆς ζωῆς καί γι’ αὐτό μαρτυροῦν οἱ ἐξωτερικές καί ἐσωτερικές ἀνακαινίσεις τῶν παλαιῶν καί διάσημων μοναστηριῶν, πού εἶχαν χάσει ὁποιαδήποτε ἐπίδραση»22. Ἀλλά «οἱ δικοί μας ἐχθροί –συμπληρώνει ὁ Ἀμβρόσιος Γιουσκεβίτσι23– ἐπινόησαν ἕνα τέχνασμα γιά νά ὑπονομεύσουν τήν ὀρθόδοξη πίστη παρέδωσαν στή λήθη θρησκευτικά βιβλία ἕτοιμα νά δημοσιευθοῦν καί πρόβαλαν ἐμπόδια γιά τήν συγγραφή ἄλλων, κάτω ἀπό τήν ἀπειλή τοῦ θανάτου. Συνέλαβαν τούς δασκάλους καί κατέσχεσαν καί ἀχρήστευσαν τίς πανεπιστημιακές σημειώσεις  καί τά βιβλία τους. Τά πράγματα ἔφτασαν σέ τέτοιο σημεῖο, πού ἦταν πολύ ἐπικίνδυνο νά μιλήσει κανείς γιά τήν θρησκεία μέσα σ’ αὐτό τό ὀρθόδοξο κράτος θά ἦταν πάντοτε ἐκτεθειμένος σέ ἄμεση ταλαιπωρία καί καταδίωξη».

Ἐντελῶς διαφορετική ἦταν ἡ κατάσταση στίς Ρουμανικές Χῶρες. Ἡ ἐκκλησιαστική ζωή, ἰδίως τῶν μικρῶν κελίων καί σκητῶν, ἀναπτύσσεται ραγδαῖα χάρη στήν βοήθεια τῶν βοεβοδῶν καί ἀρχόντων, καθώς καί τῶν μητροπολιτῶν τῶν χωρῶν αὐτῶν, πού προέρχονται ἰδίως ἀπό τά μοναστήρια. Κατά τόν ΙΖ΄ καί τόν ΙΗ΄ αἰώνα αὐξήθηκε σημαντικά ὁ ἀριθμός τῶν μοναστηριῶν καί τῶν σκητῶν. Κάποια στατιστική μᾶς δείχνει ὅτι κατά τόν ΙΖ΄ αἰῶνα χτίσθηκαν στήν Μολδαβία 29 μοναστήρια καί 55 σκῆτες, ἐνῶ στήν Οὐγγροβλαχία –32 μοναστήρια καί 114 σκῆτες. Κατά δέ τόν ἑπόμενο αἰώνα, ὁ ἀριθμός τῶν νέων μοναστηριῶν ἀνῆλθε στά 21 καί τῶν σκητῶν 102 στήν Μολδαβία, ἐνῶ κτίστηκαν 18 καινούργιες μονές καί 93 σκῆτες στήν Οὐγγροβλαχία24. Στά μοναστήρια αὐτά, λειτουργοῦσαν πλούσιες βιβλιοθῆκες, τυπογραφία, εἰδικά ἐργαστήρια ἁγιογραφίας, ἱεροραφία, καθώς καί εἰδικά διαμορφωμένα ἐργαστήρια ἀντιγραφῆς καί μετάφρασης βιβλίων καί χειρογράφων25.

Ἀναρωτιέται πλέον κανείς, γιατί ὁ Παΐσιος ἐπέλεξε νά ἡσυχάσει στά μοναστήρια τῆς Ρουμανίας;

Ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἐκπληρώθηκε τό ἔτος 1742, ὅταν ἦρθε στίς Ρουμανικές Χῶρες καί ἐγκαταστάθηκε γιά λίγο καιρό στήν Σκήτη Δαλχαούτσι (Dălhăuţi – Νομός Vrancea)26, ἐνῶ τό Πάσχα τοῦ 1743, ὅταν συνάντησε τῶν γέρο Ἱερομόναχο Μιχαήλ, τόν ἡγούμενο τῆς Σκήτης Ἁγ. Νικολάου Τραϊστένι (νομός Râmnicu Sărat), μεταφέρθηκε στήν σκήτη Τραϊστένι, ὅπου ζοῦσαν τότε πάνω ἀπό 20 μοναχοί, -καί  ἔπειτα στήν Cârnu (Κίρνου - Νομός Buzău)27. Ἀργότερα θά ὁμολογήσει ὁ ἴδιος: «Ἀφοῦ ἔμεινα σάν πρόβατο χωρίς ποιμένα, ἄρχισα καί ἐγώ νά περιπλανιέμαι δεξιά καί ἀριστερά, ἀναζητῶντας ὠφέλεια γιά τήν ψυχή μου, σοφία καί εἰρήνη, ἀλλά δέν τά βρῆκα, παρά μόνο σέ δύο Γέροντες: τόν Βασίλειο καί τόν Μιχαήλ, ἀπό τούς ὁποίους πῆρα καί καλογερικές συμβουλές καί πολλή ψυχική ὠφέλεια. Ὅμως δέν μπόρεσα νά παραμείνω, διότι φοβόμουν νά μή χειροτονηθῶ Ἱερέας»28.

Τήν ἐποχή ἐκείνη, στήν περιοχή τοῦ Μπουζάου ὑπῆρχαν περίπου 40 σκῆτες, σκορπισμένες στά γύρω βουνά. Στίς περισσότερες ἀπό τίς σκῆτες αὐτές ζοῦσαν Ρῶσοι, Σέρβοι καί Βούλγαροι ἐρημῖτες οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐγκαταλείψει τίς χῶρες τους λόγῳ τοῦ Τουρκικοῦ ζυγοῦ ἤ, στήν περίπτωση τῶν Ρώσων, λόγῳ τῆς ἀντιμοναστικῆς πολιτικῆς τοῦ τσάρου Πέτρου τοῦ Μεγάλου καί τῶν διαδόχων του, τῆς τσαρίνας Ἄννης καί τῆς Αἰκατερίνης Β΄.

Ἐκεῖ ὁ Παΐσιος ἔμεινε τρία χρόνια29 καί εἶχε τήν εὐκαιρία νά γνωρίσει τόν μεγαλόσχημο μοναχό ἡγούμενο Βασίλειο ἀπό τήν Poiana Mărului, ὁ ὁποῖος μέ τήν ἐπιστροφή του διαμόρφωσε τήν πνευματική ζωή τοῦ Πλάτωνα, διδάσκοντάς τον τήν καρδιακή προσευχή, τήν ἀγάπη γιά τήν διδασκαλία καί τά συγγράμματα τῶν ἁγίων Πατέρων, τόν μεγαλόσχημο μοναχό Ὀνούφριο τῆς Cârnu καί ἄλλους πατέρες μέ ἁγία ζωή.

Ὁ Ὀνούφριος, ὁ μεγάλος αὐτός Ἱερέας καί ἡσυχαστής, πρίν νά γίνει μοναχός περί τό ἔτος 1749, ἦταν κυβερνήτης σέ κάποια περιοχή στήν Ρωσία. Στήν ἀρχή ἀσκήτευσε στήν Σκήτη Poiana Voronei καί ἔπειτα, τό ἔτος 1764 ἀποσύρθηκε στά δάση κοντά στό Ἡσυχαστήριο Vorona, ὅπου ἀσκήτευσε 25 περίπου χρόνια. Ἔχοντας καί τήν χάρη τῆς Ἱερωσύνης, ὁ ὅσιος Ὀνούφριος ἔγινε ἐκλεκτός ἐργάτης τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ καί τῶν Θείων Μυστηρίων καί πνευματικός στούς περισσότερους ἡσυχαστές τῶν δασῶν τῆς Βορόνας30. Ὁ ἴδιος ἔμαθε τόν Παΐσιο ὅτι ἡ ἀνάγνωση τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν συγγραμμάτων τῶν ἁγίων Πατέρων, γεννοῦν στήν ψυχή τοῦ χριστιανοῦ τήν πίστη καί τήν ταπεινοφροσύνη καί τά δάκρυα μετανοίας ἐνώπιόν τοῦ Χριστοῦ καί ἔτσι ὁ πιστός ἀποκτᾶ ψυχική εἰρήνη, χαρά καί θερμή ἀγάπη πρός τόν Θεό31.

«Ὁ δέ πατήρ Βασίλειος  τῆς Μονῆς Poiana Mărului –γράφει ἀργότερα, ὁ Παΐσιος– ἦταν ἀπαράμιλλος καί ἔγκυρος ἑρμηνευτής τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν διδασκαλιῶν τῶν θεοφόρων Πατέρων. Εἶχε δέ καί μεγάλη πνευματική διάκριση, ὅπως καί τέλεια γνώση τῶν ἐκκλησιαστικῶν κανόνων»32.

 

π. Ἠλίας Φρατσέα

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» - Ἀρ. Τεύχους 208

Δεκέμβριος 2019

 

Ὑποσημειώσεις:

  1. Αὐτοβιογραφία ἑνός «Στάρετς», στό βιβλίο Cuviosul Paisie de la Neamţ (Velicikovski), Autobiografia unui ”stareţ”, urmată de ”Viaţa ”Stareţului Paisie” scrisă de monahul Mitrofan, Cuvânt înainte Ieromonah Seraphim Rose, Studiu introductiv: P. Elia Citterio, Prezentare: P. Tomaş Spidlik, Ediţie îngrijită: diac. Ioan I. Ică jr., Editura Deisis, Sibiu, 1996, σ. 84. (=Αὐτοβιογραφία)
  2. Τήν ἡμερομηνία αὐτή σημειώνει ὁ ἴδιος στό περιθώριο τῆς «Αὐτοβιογραφίας του» (Βλ. μν. ἔργ. σ. 85 σήμ. 3)
  3. Serghie Cetfericov, Paisie stareţul Mânăstirii Neamţului din Moldova. Viaţa, învăţătura şi influenţa lui asupra Bisericii Ortodoxe (Σεργέϊ Τσετφέρικοβ, Παΐσιος –ὁ Στάρετς τῆς Μονῆς Νεάμτς τῆς Μολδαβίας. Ὁ βίος, ἡ διδασκαλία του καί ἡ ἐπίδρασή του στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία), Βουκουρέστι, Ἐκδ. Nemira, 2002, σ. 75.
  4. Ioanichie Bălan (arhim.), Patericul românesc, ediţia a V-a, Editura Mănăstirii Sihăstria, 2005, p. 290.
  5. Αὐτοβιογραφία, σ.85, σήμ.4.
  6. Mitropolitul Serafim Joantă, Isihasmul. Tranziţie şi cultură românească (Ὁ Ἡσυχασμός. Μετάβαση καί Ρουμανική κουλτούρα), Ἐκδ. Anastasia, Βουκουρέστι, 1994,σ. 131-132.
  7. Αὐτοβιογραφία, σ.86.
  8. Αὐτόθι, σ.86.
  9. Ioanichie Bălan (arhim.), Patericul românesc (Ρουμανικό πατερικό), Ἐκδ. Τῆς Μονῆς Νεάμτς, 2005 (5η), p. 291. Τοῦ ἰδίου, Patericul Mănăstirilor Nemţene (Τό πατερικό τῶν Μοναστηρίων τοῦ Νεάμτς), Ἐκδ. Trinitas, Ἰάσιο 2001, σ. 31-32.
  10. (, 131-132). Sister of St. Paisius Monastery, “St. Paisius Velichkovsky, A Brief summary of His Life”.
  11. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Σταθμοί τῆς Ρωσικῆς Θεολογίας, Μετάφραση Εὐτυχίας Γιούλτση, Ἔκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη, 1986, τ. 1, σ. 202-203.
  12. Mircea Păcurariu, Istoria Bisericii Ortodoxe Române (Ἱστορία τῆς Ρουμανικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας), Βουκουρέστι, 2004, τ.II, 580-581. (=Păcurariu, II, σ.)
  13. Αὐτοβιογραφία, σ.100-101. Βλ. καί Mitropolitul Serafim Joantă, Ὁ Ἡσυχασμός, σ. 133.
  14. Κατά τήν ὀρθόδοξη παράδοση, ἡ εἰσαγωγή στήν μοναστική ζωή προβλέπει τρία ξεχωριστά στάδια: «ρασοφόρος» ἤ «ἀδελφός», δηλαδή «ἀρχάριος», «δόκιμος» «μικρό σχῆμα» ἤ «ἁπλός μοναχός» καί “μεγαλόσχημος”, δηλαδή «μοναχός μέ εἰδικούς ὅρκους καί ἰδιαίτερη ἀσκητική ζωή».
  15. Παΐσιος, Αὐτοβιογραφία, σ.136. Păcurariu, II,581. Mitropolitul Serafim Joantă, Ὁ Ἡσυχασμός, σ. 133.
  16. (Păcurariu, II,581, Mitropolitul Serafim Joantă, Ὁ Ἡσυχασμός, σ. 133.
  17. Serghie Cetfericov, Παΐσιος, σ. 65.
  18. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Σταθμοί τῆς Ρωσικῆς Θεολογίας, Μετάφραση Εὐτυχίας Γιούλτση, Ἔκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη, 1986, τ. 1, σ. 198.
  19. Αὐτόθι, σ. 199.
  20. Serghie Cetfericov, μν. ἐργ. Βλ. καί Ioanichie Bălan (arhim.), Patericul românesc (Ρουμανικό πατερικό), Ἐκδ. τῆς Μονῆς Νεάμτς, 2005 (5η), p. 291. Τοῦ ἰδίου, Patericul Mănăstirilor Nemţene (Τό πατερικό τῶν Μοναστηρίων τοῦ Νεάμτς), Ἐκδ. Trinitas, Ἰάσιο 2001, σ. 31-32.
  21. Εἶναι ἐνδεικτικό τό γεγονός ὅτι, μετά τήν κρατικοποίηση τῶν μοναστικῶν περιουσιῶν ἀπό τήν βασίλισσα Αἰκατερίνη Β΄, ἀπό 1200 μοναστήρια (965 ἀνδρικά καί 236 γυναικεῖα) πού ὑπῆρχαν τό ἔτος 1700, στίς ἀρχές τοῦ 1800 ἐπιβίωναν μονάχα 452 μοναστήρια (358 ἀνδρικά καί 94 γυναικεῖα). Τό ἔτος 1762 ὑπῆρχαν 12.444 μοναχοί, καί μετά τήν κρατικοποίηση παρέμειναν ἐπισήμως μόνο 5.105 μοναχοί! (Βλ. Αὐτοβιογραφία, σ. 185, σημ.79.)
  22. Mitropolitul Serafim Joantă, Ὁ Ἡσυχασμός, σ. 111-112.
  23. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Σταθμοί τῆς Ρωσικῆς Θεολογίας, Μετάφραση Εὐτυχίας Γιούλτση, Ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη, 1986, τ. 1, σ. 200.
  24. Mitropolitul Serafim Joantă, Ὁ Ἡσυχασμός, σ. 111-112.
  25. Γιά ὅλα αὐτά βλ. ἐκτενέστερα καί ἄριστα τεκμηριωμένα στοιχεῖα στή διδακτορική διατριβή τοῦ Ion. I. Croitoru, Ὀρθοδοξία καί Δύση στήν πνευματική παράδοση τῶν Ρουμάνων, Ἐκδ. Ἀθ. Σταμούλης, Ἀθήνα, 2011, ἰδίως σ. 378-505.
  26. “Viaţa Cuviosului Paisie de la Neamţ” (Ὁ Βίος τοῦ ὁσίου Παϊσίου τοῦ Νεάμτς» -κατά τό χειρόγραφο 154 τῆς Βιβλιοθήκης τῆς Μονῆς Νεάμτς), Ἐκδ. Trinitas, Ἰάσιο, 1997, σ.20. Βλ. καί “Αὐτοβιογραφία” σ.19.
  27. Αὐτόθι, σ.25-27.
  28. Cetfernikov, Παΐσιος, p. 134
  29. Αὐτόθι, σ. 27.
  30. Arhim. Ioanichie Bălan, Patericul Românesc, p. 286-287.
  31. «Ὁ Βίος τοῦ ὁσίου Παϊσίου τοῦ Νεάμτς», σ.27.
  32. Αὐτοβιογραφία, σ. 19