Τοῦ Ψυχοσάββατου τὸ ἄλλο νόημα

Τοῦ Ψυχοσάββατου τὸ ἄλλο νόημα

 

ς μὴν εἶναι, Θεέ μου, βιαστικὴ ἡ ἡμέρα ἐτούτη τοῦ Ψυχοσάββατου... Νὰ περιμένει ἀκόμα λίγο, νὰ τὴν καταλάβουμε, καθὼς σεμνὰ καὶ μὲ ὁδηγὸ τὴ Χαρμολύπη τὴν πανηγυρίζουμε. Πανηγυρίζουμε δηλαδή τὴν ἀπουσία ἤ τὴν παρουσία προσώπων ἀγαπημένων, ἱερῶν καὶ προσφιλῶν γιὰ μᾶς; Αὐτὸ ἀναρωτιέσαι καὶ προσπαθεῖς νὰ τὸ καταλάβεις ὅσο γίνεται καλύτερα τὸ γεγονὸς τῆς ἡμέρας. Γιατὶ ἀπό τὴν ὥρα ποὺ θὰ κομίσουμε στὴν ἐκκλησιὰ τὰ στολισμένα πιατάκια μὲ τὸ κόλυβο, ἀπό ἐκεῖνες τὶς περιούσιες ὧρες ποὺ ἀκούγονται μιὰ σειρὰ ὀνόματα κεκοιμημένων, ἀνθρώπων δικῶν μας ἤ ξένων, ἀνθρώπων ποὺ ἔζησαν πολλὰ χρόνια πρὶν καὶ δὲν τοὺς προφτάσαμε ἤ τοὺς ζήσαμε κρατῶντας μέσα στὸ θησαυροφυλάκιο τῆς ψυχῆς μας στιγμὲς ποὺ περάσαμε μαζί τους καὶ σφράγισαν τὸν βίο μας, ὅλων αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων τὸ Μνημόσυνο τελοῦμε καὶ τοὺς ἀνακαλοῦμε σήμερα νὰ μᾶς συντροφέψουν... Νὰ μᾶς συντροφέψουν, κατεβαίνοντας ἀπό τὰ θρονιὰ ὅπου ἀναπαύονται, γιὰ νὰ ξαναθυμηθοῦμε πάλι τὶς εὐλογημένες ὧρες ποὺ μαζί τους περάσαμε.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ ἤ Κλαίοντες κατέναντι τῶν Κλειστῶν Ναῶν μας!

ΚΥΡΙΑΚΗ  ΤΗΣ  ΤΥΡΙΝΗΣ

Κλαίοντες κατέναντι τῶν Κλειστῶν Ναῶν μας!

 

Κάθε ἔτος, ὅταν ἔρχεται ἡ Κυριακή αὐτή, ὁ καθένας μας προετοιμάζεται ψυχικά, διότι ἀκριβῶς τήν ἑπόμενη ἡμέρα, τήν Καθαρά Δευτέρα, ἀρχίζει «τό τῆς νηστείας μέγα πέλαγος», ἡ περίοδος τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ἡ Κυριακή δηλαδή αὐτή εἶναι τά «Προπύλαια» τῆς Ἁγίας Τεσσαρακοστῆς. Ὅλοι οἱ ὕμνοι, ἀπό τόν ἑσπερινό τοῦ Σαββάτου, μέχρι καί τόν ἑσπερινό τῆς Κυριακῆς αὐτῆς, μᾶς προετοιμάζουν γιά τήν ὑποδοχή τοῦ «Σταδίου» αὐτοῦ τῶν ἀρετῶν. Στόν ἑσπερινό μάλιστα αὐτόν τῆς Κυριακῆς, πού ὀνομάζεται πρῶτος «Κατανυκτικός Ἑσπερινός», γίνεται ἡ ἀλληλοσυγχώρηση τῶν εὑρισκομένων στόν Ναό, Κληρικῶν καί λαϊκῶν, καθώς καί ἡ ἀνταλλαγή εὐχῶν γιά «Καλή Σαρακοστή» καί «Καλή Ἀνάσταση». Κι ὁ καθένας ἀναχωρεῖ ἀπό τόν Ναό, μέ συναισθήματα κατανύξεως καί μετανοίας, ἔχοντας δώσει καί ἔχοντας λάβει συγχώρηση. Ἡ Κυριακή τῆς Τυρινῆς ἤ τῆς Τυροφάγου, ὡς γνωστόν, δηλώνει τό τέρμα τῆς καταναλώσεως τυρο-γαλακτοκομικῶν τροφῶν, πού προηγήθηκε καθ’ ὅλην αὐτή τήν ἑβδομάδα τῆς Τυρινῆς ἤ Τυροφάγου. Γι’ αὐτό μάλιστα, σέ κάποια ἀρχαῖα χειρόγραφα, ἡ ἑβδομάδα καί ἡ Κυριακή αὐτή ὀνομάζονται «τῆς Ἀποτυρώσεως», ὅπως ἡ προηγηθεῖσα ὠνομάζεται «τῆς Ἀπόκρεω».

Τό Τυπικό τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁρίζει νά ψάλλεται ἐμμελῶς καί μουσικῶς, στήν ἀρχή τοῦ Ὄρθρου τῆς Κυριακῆς αὐτῆς, ὁ 136ος Ψαλμός τοῦ Ψαλτηρίου. Πρόκειται γιά δύσκολο καί «ζόρικο» μουσικό μέλος, χρησιμοποιούμενο καί σέ πτυχιακές ἐξετάσεις Βυζαντινῆς Μουσικῆς. Στό Ἅγιον Ὄρος ὑπάρχει συνήθεια νά ψάλλεται καί στήν ἀρχή τοῦ Ὄρθρου τῆς προηγηθείσης Κυριακῆς, τῶν Ἀπόκρεω. Καί, κατά ἄλλους Τυπικολόγους, καί τήν Κυριακή τοῦ Ἀσώτου.

ΜΝΗΜΗ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

ΜΝΗΜΗ  ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

(4 Μαρτίου 1851 - 3 Ἰανουαρίου 1911)

 

πό ἀνατύτωση τοῦ Ε.Λ.Ι.Α (Ἑλληνικό Λογοτεχνικό καί Ἱστορικό Ἀρχεῖο) τεύχους τοῦ φιλολογικοῦ περιοδικοῦ «Η ΝΕΑ ΖΩΗ» τῆς Ἀλεξάνδρειας ( Ἔτος Δ΄, Ἀριθ. 44,  Ἀπρίλιος 1908),  ἀφιερωμένο στόν Παπαδιαμάντη, ἀνασύρουμε,  ἀπό τίς γνῶμες τῶν λογίων γιά τό πρόσωπό του, τή γνώμη τοῦ Α. Κύρου, χωρίς κανένα σχόλιο γιά τή γνησιότητα τοῦ ἤθους καί τήν παρρησία τοῦ Σκιαθίτη διηγηματογράφου, ἀλλά καί γιά τήν ἀπόσταση πού χωρίζει πνευματικά τή δική του ἐποχή ἀπό τή δική μας, ὅπου οἱ ἔννοιες πού  διέπουν τή ζωή χειροτερεύουν,  ἐκφράζοντας τόν κατήφορο τῆς κοινωνίας καί τήν ἀλλοίωση τοῦ λαοῦ μας.  Σημειωτέον ὅτι, σύμφωνα μέ βιβλιογραφικά στοιχεῖα τοῦ Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου, τό περιοδικό «ΝΕΑ ΖΩΗ» τῆς Ἀλεξάνδρειας εἶναι τό πρῶτο ἔντυπο τῆς περιφέρειας τοῦ Ἑλληνισμοῦ, πού ἀφιέρωσε τεῦχος στόν Παπαδιαμάντη, μέ ἀφορμή τά φιλολογικά εἰκοσιπεντάχρονά του, πού γιόρταζε τόν ἴδιο καιρό (1908) ἡ Ἀθήνα στόν «Παρνασσό».  Ἡ Ἑλληνική  λογιοσύνη τόν τίμησε ἐν ζωῇ,  συνεπικουρούμενη ἀπό πρίγκιπες καί ἀνώτατους κρατικούς λειτουργούς  μέ μιά ἐκδήλωση (τήν ὀργάνωσε ἡ πριγκίπισσα Μαρία Βοναπάρτη, σύζυγος τοῦ πρίγκιπα Γεωργίου) πού ἄφησε ἐποχή γιά τό πλῆθος κόσμου, πού ἐξέφρασε τήν ἀγάπη του, ἀλλά καί…. γιά τή ἀπουσία τοῦ Παπαδιαμάντη!

Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ: Η ΥΠΕΡΗΦΑΝΗ ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ

Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ:

Η ΥΠΕΡΗΦΑΝΗ ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ

 

«ΦΕΡΝΕΙ Σταυρόν καί βάϊα-  Ὁ πτερωμένος ἄγγελος-

Πού τούς ἡγεμονεύει -

Ψάλλοντες ἀναβαίνουσιν - Ὑπέρ τά νέφη.

- ΨΥΧΑΙ μαρτύρων, χαίρετε - Τήν ἀρετήν σας ἄμποτε-

Νά μιμηθῶ εἰς τόν κόσμον, - Καί νά φέρω τήν λύραν μου -

Μέ σᾶς νά ψάλλω.»  (Ὠδή Εἰς Σοῦλι,  λ΄, λα΄)

 

Τά ἔργα τῶν ποιητῶν μας, πού εἶναι μεγάλοι – γιατί εἶναι πάντοτε ἐπίκαιροι– τά ἀφήνουμε συνήθως στήν ἔρευνα τῶν εἰδικῶν, χάνοντας ἔτσι ὅ,τι αὐτοί ὁραματίστηκαν, ὅ,τι θά ἔπρεπε νά εἶναι ἕνα μέ τόν παλμό τῆς ζωῆς μας.

Εἶναι δύσκολο νά πλησιάσει κανείς, καί στή ζωή καί στό ἔργο του, τόν μεγάλο ὑμνητή τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821, τόν Ἀνδρέα Κάλβο, τόν ποιητή, πού στήν Ἑλληνική ποίηση εἶδε κυρίως τήν ἀρετή, τήν ἀνδρεία καί τήν τόλμη, τό «ἦθος νοός» καί τήν ἀξιοπρέπεια, πού μίσησε τήν τυραννία καί τούς «προστάτες», πού περιπλανήθηκε στίς ξένες πατρίδες καί ξένη γῆ τόν φιλοξένησε γιά νά ταφεῖ, γιατί ἡ δική του πατρίδα, πού γιά χάρη της ἔκρουσε τίς χορδές τῆς λύρας του, διέψευσε τίς προσδοκίες του καί «δέν ἔχει πιά ἐλεύθερο χῶμα γιά τήν ταφή τῶν Ἑλλήνων», ἔχοντάς την, ὅμως, φυλαγμένη βαθειά μέσα στήν καρδιά του: «Ἄς μή μοῦ δώσῃ ἡ μοῖρά μου- Εἰς ξένην γῆν τόν τάφον - Εἶνε γλυκύς ὁ θάνατος-Μόνον ὅταν κοιμώμεθα- Εἰς τήν πατρίδα.» (Ὁ Φιλόπατρις).

Πιό εὔκολα, ὅμως, μπορεῖ νά τόν τοποθετήσει κανείς στό ἱστορικό πλαίσιο, μέσα στό ὁποῖο ἔζησε καί ἔγραψε τίς  Ὠδές του : Οἱ μεγάλες πολιτικές καί κοινωνικές ἀλλαγές πού συντελοῦνται στήν Εὐρώπη τοῦ  18ου αἰῶνα καί συμπίπτουν μέ τή γέννηση τοῦ ποιητῆ στή Ζάκυνθο, φθάνουν καί στά Ἑπτάνησα, ὅπου ὁ λαός περιμένει τή λευτεριά του ἀπό τήν τυραννία τῶν Βενετῶν καί τῶν Ἰόνιων συνεργατῶν τους, τῶν ντόπιων ἀρχόντων. Στά παιδικά του χρόνια θυμᾶται τό ξεσήκωμα τῶν φτωχῶν, τῶν ποπολάρων, πού εἶδαν στά ἐπαναστατικά κηρύγματα τῶν Γάλλων τή δική τους λύτρωση ἀπό τά δεινά τῆς ἀριστοκρατίας.  Ὅταν, ὅμως, ὁ Βοναπάρτης, παρασυρμένος ἀπό τόν ἴλιγγο τῆς δόξας, πρόδωσε τούς ἀγῶνες τῶν λαῶν γιά τήν ἐθνική λευτεριά τους, δέν δίστασε νά καταστρέψει τήν Ὠδή εἰς τόν Ναπολέοντα, πού τήν εἶχε γράψει, ξενιτεμένος στήν  Ἰταλία, μέ ὅλον τόν ἐνθουσιασμό τῶν δεκαεννιά του χρόνων, «γιατί δέν πέτυχε τόν σκοπό της» καί «ἐκεῖνος ὁ σκηπτροῦχος δέν ἔνοιωσε πώς κύριο ἀντικείμενο τοῦ στίχου μου εἴταν ἡ ἐλπίδα νά παραιτηθεῖ ἀπό τούς ματωμένους ἀγῶνες καί ἐπειδή τραγουδοῦσα πώς  ἡ Ἀγγλία  ὑποδαύλιζε τούς πολέμους, τοῦ μιλοῦσα γιά τήν εἰρήνη σάν ἕνα μέσον πού μποροῦσε νά συντρίψει τίς σκέψεις αὐτῶν τῶν νησιωτῶν (τῶν  Ἄγγλων).» (Ἀνδρέα Κάλβου ΑΠΑΝΤΑ, Τρίτη  Ἔκδοση, Ἀθήνα 1962).

Ἡ ἰδιότυπη Ἐπανάσταση τοῦ 1821 καὶ ἡ ἀντιιστορική ἱστοριογραφία

Ἡ ἰδιότυπη Ἐπανάσταση τοῦ 1821

καὶ ἡ ἀντιιστορική ἱστοριογραφία

 

να ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικώτερα φαινόµενα τοῦ 19ου αἰῶνα εἶναι ὁ Νασιοναλισµός. Τὸ φαινόµενο αὐτὸ λειτούργησε, µαζὶ µὲ τὸ παράλληλο τοῦ Σοσιαλισµοῦ, ὡς ὑποκατάστατο τοῦ µεσαιωνικοῦ ἰδεώδους τῆς Χριστιανικῆς Αὐτοκρατορίας καὶ σηµατοδότησε τὴν ἐκκοσµίκευση τῶν προσδοκιῶν τῶν Εὐρωπαίων. Αὐτό, δηλαδή, ποὺ ἐπεδίωκαν οἱ κάτοικοι τῆς Εὐρώπης, ποὺ πίστευαν πλέον στὴν «ἐθνικὴ Ἰδέα», ἦταν µιὰ ἐπίγεια εὐτυχία ἐντὸς µιᾶς ἁρµονικῆς κοινωνίας ἀπαρτιζόµενης ἀπὸ ὁµοφύλους, ὁµογλώσσους καὶ ὁµοθρήσκους τους καὶ ὄχι πιὰ τὸ νὰ ἐνταχθοῦν στὴ µιὰ Αὐτοκρατορία, ποὺ εἶχε ὡς πρωταρχικὸ σκοπὸ της τὴν ἑδραίωση καὶ τὴν παγκόσµια ἐξάπλωση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.

Χρησιµοποιοῦµε, ἐν προκειµένῳ, τὸν ξενικὸ καὶ πιὸ οὐδέτερο ὅρο «Νασιοναλισµός», ἀντὶ γιὰ τὸν ὅρο «ἐθνικισµός», διότι ὁ τελευταῖος ἔχει καθιερωθεῖ στὴν καθοµιλουµένη νὰ δηλώνει τὴν πιὸ ἀκραία µορφὴ τοῦ Νασιοναλισµοῦ καὶ ἔχει ἀποκτήσει –δικαίως– ἀρνητικὴ φόρτιση. Οὕτως ἢ ἄλλως ὁ ὅρος Νασιοναλισµὸς προέρχεται ἀπὸ τὸ λατινικὸ ρῆµα «nascere» ποὺ σηµαίνει «γεννῶ» καί, ἑποµένως, ἔχει µιὰ «βιολογικὴ» συνυποδήλωση, ἡ ὁποία δὲν διασώζεται στὴν Ἑλληνικὴ λέξη «ἔθνος», ποὺ σχετίζεται ἐτυµολογικὰ µὲ τὸ «ἔθος» καὶ τὴν ὁποία χρησιµοποιοῦµε συνήθως γιὰ νὰ µεταφράσουµε τὸν ὅρο «nation». Ὡς ἐκ τούτου, ὁ ὅρος «γένος» θὰ συνιστοῦσε πιστότερη ἀπόδοση τοῦ «nation», ἀντὶ γιὰ τὸν ὅρο «ἔθνος». Ἄλλωστε, καὶ γιὰ τὸ παράλληλο φαινόµενο τοῦ «σοσιαλισµοῦ» ἔχει ἐπικρατήσει ὁ ξενικὸς ὅρος, ἀντὶ γιὰ τὸν προταθέντα στὸ παρελθὸν «κοινωνισµός».