Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ: Η ΥΠΕΡΗΦΑΝΗ ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ

Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ:

Η ΥΠΕΡΗΦΑΝΗ ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ

 

«ΦΕΡΝΕΙ Σταυρόν καί βάϊα-  Ὁ πτερωμένος ἄγγελος-

Πού τούς ἡγεμονεύει -

Ψάλλοντες ἀναβαίνουσιν - Ὑπέρ τά νέφη.

- ΨΥΧΑΙ μαρτύρων, χαίρετε - Τήν ἀρετήν σας ἄμποτε-

Νά μιμηθῶ εἰς τόν κόσμον, - Καί νά φέρω τήν λύραν μου -

Μέ σᾶς νά ψάλλω.»  (Ὠδή Εἰς Σοῦλι,  λ΄, λα΄)

 

Τά ἔργα τῶν ποιητῶν μας, πού εἶναι μεγάλοι – γιατί εἶναι πάντοτε ἐπίκαιροι– τά ἀφήνουμε συνήθως στήν ἔρευνα τῶν εἰδικῶν, χάνοντας ἔτσι ὅ,τι αὐτοί ὁραματίστηκαν, ὅ,τι θά ἔπρεπε νά εἶναι ἕνα μέ τόν παλμό τῆς ζωῆς μας.

Εἶναι δύσκολο νά πλησιάσει κανείς, καί στή ζωή καί στό ἔργο του, τόν μεγάλο ὑμνητή τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821, τόν Ἀνδρέα Κάλβο, τόν ποιητή, πού στήν Ἑλληνική ποίηση εἶδε κυρίως τήν ἀρετή, τήν ἀνδρεία καί τήν τόλμη, τό «ἦθος νοός» καί τήν ἀξιοπρέπεια, πού μίσησε τήν τυραννία καί τούς «προστάτες», πού περιπλανήθηκε στίς ξένες πατρίδες καί ξένη γῆ τόν φιλοξένησε γιά νά ταφεῖ, γιατί ἡ δική του πατρίδα, πού γιά χάρη της ἔκρουσε τίς χορδές τῆς λύρας του, διέψευσε τίς προσδοκίες του καί «δέν ἔχει πιά ἐλεύθερο χῶμα γιά τήν ταφή τῶν Ἑλλήνων», ἔχοντάς την, ὅμως, φυλαγμένη βαθειά μέσα στήν καρδιά του: «Ἄς μή μοῦ δώσῃ ἡ μοῖρά μου- Εἰς ξένην γῆν τόν τάφον - Εἶνε γλυκύς ὁ θάνατος-Μόνον ὅταν κοιμώμεθα- Εἰς τήν πατρίδα.» (Ὁ Φιλόπατρις).

Πιό εὔκολα, ὅμως, μπορεῖ νά τόν τοποθετήσει κανείς στό ἱστορικό πλαίσιο, μέσα στό ὁποῖο ἔζησε καί ἔγραψε τίς  Ὠδές του : Οἱ μεγάλες πολιτικές καί κοινωνικές ἀλλαγές πού συντελοῦνται στήν Εὐρώπη τοῦ  18ου αἰῶνα καί συμπίπτουν μέ τή γέννηση τοῦ ποιητῆ στή Ζάκυνθο, φθάνουν καί στά Ἑπτάνησα, ὅπου ὁ λαός περιμένει τή λευτεριά του ἀπό τήν τυραννία τῶν Βενετῶν καί τῶν Ἰόνιων συνεργατῶν τους, τῶν ντόπιων ἀρχόντων. Στά παιδικά του χρόνια θυμᾶται τό ξεσήκωμα τῶν φτωχῶν, τῶν ποπολάρων, πού εἶδαν στά ἐπαναστατικά κηρύγματα τῶν Γάλλων τή δική τους λύτρωση ἀπό τά δεινά τῆς ἀριστοκρατίας.  Ὅταν, ὅμως, ὁ Βοναπάρτης, παρασυρμένος ἀπό τόν ἴλιγγο τῆς δόξας, πρόδωσε τούς ἀγῶνες τῶν λαῶν γιά τήν ἐθνική λευτεριά τους, δέν δίστασε νά καταστρέψει τήν Ὠδή εἰς τόν Ναπολέοντα, πού τήν εἶχε γράψει, ξενιτεμένος στήν  Ἰταλία, μέ ὅλον τόν ἐνθουσιασμό τῶν δεκαεννιά του χρόνων, «γιατί δέν πέτυχε τόν σκοπό της» καί «ἐκεῖνος ὁ σκηπτροῦχος δέν ἔνοιωσε πώς κύριο ἀντικείμενο τοῦ στίχου μου εἴταν ἡ ἐλπίδα νά παραιτηθεῖ ἀπό τούς ματωμένους ἀγῶνες καί ἐπειδή τραγουδοῦσα πώς  ἡ Ἀγγλία  ὑποδαύλιζε τούς πολέμους, τοῦ μιλοῦσα γιά τήν εἰρήνη σάν ἕνα μέσον πού μποροῦσε νά συντρίψει τίς σκέψεις αὐτῶν τῶν νησιωτῶν (τῶν  Ἄγγλων).» (Ἀνδρέα Κάλβου ΑΠΑΝΤΑ, Τρίτη  Ἔκδοση, Ἀθήνα 1962).

Μέ τήν ἐγκατάσταση τῆς  Ἀγγλικῆς  Ἁρμοστείας στά  Ἰόνια νησιά (Συνθήκη τῶν Παρισίων 5/11/1815) καί ἐνῶ τό ὑπόλοιπο Γένος τό συνέθλιβε ἡ Ὀθωμανική βαρβαρότητα, ἔσβησε καί τό ὄνειρο τῆς ἀνακήρυξης τῆς ἀνεξάρτητης  Ἰόνιας Πολιτείας. Γεμᾶτος θυμό ὁ Κάλβος  γιά τούς ἰσχυρούς, πού ραδιουργοῦν σέ βάρος τῶν λαῶν, ἀλλά καί γιά τούς συμπατριῶτες του, πού ἀδιάφοροι ἀφήνουν τούς«προστάτες» νά ἀποφασίζουν γιά τή ζωή τους καί γιά τόν τόπο τους, γράφει στά Ἰταλικά στήν Ὠδή εἰς τούς Ἰονίους:«Ἦλθεν ὁ Κέλτης, ποτέ- κ’ εἰς Κασταλλίας πηγάς- ἐπότιζεν αὐθάδης- πολεμικούς τούς ἵππους- καί τ’ ἄντρα ἔγεμε, βρέμων,- μέ ἰαχάς θρασεῖας, σκεπτόμενος- τούς ἱερούς θησαυρούς,… Δειλοί! Ποῖον ἔργον εἴδομεν- ποίαν μεγάθυμον σκέψιν,- ποίαν, δοῦλοι,  πρᾶξιν εὔσπλαγχνον;-Ποίαν ἀγάπην ἀμάργαρον- ἀληθῆ κ’ ὑψηλήν;- …ὁ ὄχλος μωρός, βλέπει- γελάων. Κλίνων τό μέτωπον- χρυσόν ὁραματίζεται- καί ζωήν ἥσυχη, ἀπόλεμη.» (μτφρ. Κ. Πορφύρη). Ποτέ ἄλλοτε, οὔτε καί ἀπό τούς Ἑνετούς, δέν πιέστηκαν τά  Ἰόνια νησιά τόσο πολύ, σύμφωνα μέ τό τολμηρό  – γιά τίς τότε κρατοῦσες διεθνεῖς πολιτικές συνθῆκες– Ὑπόμνημα, τοῦ Ἀνδρέα Μουστοξύδη, πρός τόν  Ὑπουργό τῶν Ἀποικιῶν τῆς Ἀγγλίας. Καί μόνον τό ἄκουσμα «συνταγματική μεταρρύθμιση» στά  Ἑπτάνησα, ἀποτελοῦσε ἔγκλημα  ἀπό τήν  τότε πανίσχυρη Μεγάλη Βρετανία, δημιουργοῦ καί ὑπέρμαχου τῶν Βιενναίων Συνθηκῶν, κάτω ἀπό τό βάρος τῶν ὁποίων στέναζε ὁλόκληρη ἡ Εὐρώπη καί, ὅσοι τήν ἀνέφεραν, ρίχνονταν ὡς κακοῦργοι στίς φυλακές, βασανίζονταν ἤ ἐξωρίζονταν στά ἐρημονήσια ὡς ταραχοποιοί καί φαῦλοι.

Ἡ  Ὠδή τοῦ Κάλβου  «Εἰς Πάργαν» εἶναι ὁ κραδασμός τῆς ψυχῆς του ἀπό τό ἀπάνθρωπο καί πρωτάκουστο γεγονός τῆς πώλησης τῆς Πάργας, ἀντί εὐτελοῦς χρηματικοῦ ποσοῦ, στόν Ἀλῆ Πασᾶ, «κατόρθωμα» τοῦ περιβόητου μισέλληνα καταπατητῆ, Βρεττανοῦ Ἁρμοστή SirThomasMaitland καί τῆς πολιτικῆς τῶν Ἄγγλων στά Ἑπτάνησα και παντοῦ ὅπου ὑπῆρχαν  Ἕλληνες, πού ἤλπιζαν στήν ἐθνική τους ἀποκατάσταση, ὡς νά ἦταν οἱ ἄνθρωποι, οἱ περιουσίες τους, ἡ ζωή τους ὁλόκληρη, δικά του ἀντικείμενα, ἀναγκάζοντας τούς Παργινούς νά καταστρέψουν τά κτήματά τους, νά ἐγκαταλείψουν τίς ἑστίες τους, παίρνοντας μαζί τους μόνον τά ὀστᾶ τῶν πατέρων τους: «ΣΕΙΣ μόνοι ὁποῦ ἐκλαδεύατε-Τήν Παργινήν ἐλαίαν,- Σεῖς ἀπό τόν ἀθάνατον Λόγον μόνον ἐτράφητε- Ἐσεῖς ὦ ἀνδρεῖοι.- ΤΑ συνήθη χωράφια-Ἀφίνοντες ἐφύγατε- Τόν ζυγόν, προτιμῶντες-Τήν πικράν ξενιτείαν-Καί τήν πενίαν». 

Ἀδιάλλακτος ὁ ποιητής ἀπευθύνεται σ’ ἐκείνους πού καταπιέζουν τούς λαούς: «ΟΤΑΝ ὑπό τά σκῆπτρα σας-Νέους λαούς καλεῖτε,- Νέους ἱδρῶτας θέλετε-Ἐσεῖς διά νά πληρώσητε-Πλουσιοπαρόχως,-Τά ξίφη ὁποῦ φυλάγουσι-Τά τρέμοντα βασίλειά σας, Τά ξίφη ὁποῦ τρομάζουσι-Τήν ἀρετήν, καί σφάζουσι-Τούς λειτουργούς της-…. ΗΜΕΙΣ διά τόν Σταυρόν-Ἀνδρείως ὑπερμαχόμεθα- Καί σεῖς ἐβοηθήσατε-Κρυφά τούς πολεμοῦντας-Σταυρόν καί ἀλήθειαν.-…ΚΑΙ τώρα εἰς προστασίαν μας-Τά χέρια σας ἁπλόνετε!- Τραβήξετέ τα ὀπίσω  - Βλέπει ὁ Θεός καί ἀστράπτει- Διά τούς πανούργους.-  …Τό ξίφος σφίγξατ’  Ἕλληνες- Τά ὀμμάτιά σας σηκώσατε-  Ἰδού- εἰς τούς οὐρανούς- Προστάτης ὁ Θεός- Μόνος σᾶς εἶναι… ὅσον εἶναι- Τυφλή καί σκληροτέρα- Ἡ τυραννίς, τοσοῦτον- Ταχυτέρως ἀνοίγονται- Σωτήριοι θύραι». (Αἱ Εὐχαί)

Στήν Ὠδή «Αἱ Εὐχαί» καταγράφεται ἡ ἀντίθεση τοῦ Κάλβου στό δόγμα τῆς «προστασίας», πού προετοιμάζουν οἱ προστάτιδες δυνάμεις γιά τό μελλοντικό κράτος τῆς Ἑλλάδος, ὑπόδειγμα τοῦ ὁποίου λειτουργεῖ ἤδη στά Ἑπτάνησα ἀπό τήν Ἀγγλία σέ συνεργασία μέ τόν Ἑπτανησιακό Τεκτονισμό, ἐξαρτώμενο ἄμεσα ἀπό τόν Ἀγγλικό: «ΤΗΣ θαλάσσης καλῄτερα- Φουσκωμένα τά κύματα- Νά πνίξουν τήν πατρίδα μου- Ὡσάν ἀπελπισμένην,- ἔρημον βάρκαν. - ΣΤΗΝ στεριάν, ’ς τά νησία - Καλῄτερα μίαν φλόγα - Νά ’ἰδῶ παντοῦ χυμένην, -  Τρώγουσαν πόλεις, δάση, - Λαούς και ἐλπίδας. - ΚΑΛΗΤΕΡΑ, καλῄτερα- Διασκορπισμένοι οἱ  Ἕλληνες- Νά τρέχωσι τόν κόσμον, - Μέ ἐξαπλωμένην χεῖρα - Ψωμοζητοῦντες - ΠΑΡΑ προστάτας νἄχωμεν. - Μέ ποτέ δέν ἐθάμβωσαν- Πλούτη ἤ μεγάλα ὀνόματα, - Μέ ποτέ δέν ἐθάμβωσαν- Σκήπτρων ἀκτῖνες…».

Τό μόνο θέμα τῶν Ὠδῶν τοῦ Κάλβου, ἄμεσα ἤ ἔμμεσα, εἶναι τό θέμα τῆς  πατρίδας, τό δρᾶμα τῆς φυλῆς πού ἀγωνίζεται γιά τή λευτεριά της: «Ὦ Ἑλλάς! Ὦ πατρίς μου! - Ἐλπίδων γλυκυτάτων -Μήτηρ! σέ βλέπω ἀκόμα - Ζῶσαν καί μαχομένην, - Καί ἀναλαμβάνω.» (Τό Φάσμα).

Ἡ Ὠδή « Ἡφαίστεια» εἶναι μιά δυνατή  ἔκρηξη πόνου καί ὀργῆς γιά τή θηριωδία τῶν Τούρκων στά νησιά τοῦ Αἰγαίου καί σέ ἄλλα μέρη τῆς Ἑλληνικῆς γῆς: «ΔΗΜΙΟΥΡΓΕ τοῦ κόσμου, Πατέρα τῶν ἀθλίων  Θνητῶν, ἄν σύ τοῦ γένους μας  Ὅλου ζητῇς τόν θάνατον,  Ἄν σύ τό θέλῃς,  ΤΑ γόνατά μου ἐμπρός σου, Νά, πέφτουν τό ὑπερήφανον - Κεφάλι μου, πού ἀντίκρυ - Τῶν Βασιλέων ὑψώνετο, Τήν γῆν ἐγγίζει.   ΙΔΟΥ εὐλαβεῖς οἱ  Ἕλληνες Σκύπτουσιν ὅλοι πρόσταξε, Κ’ ἐπάνω μας ἄς πέσωσιν - Ἡ φλόγες τῆς ὀργῆς σου - Ἄν σύ τό θέλῃς. - ΠΛΗΝ πολυέλεος εἶσαι, - Καί βοηθόν σέ κράζω… - Βλέπω, βλέπω εἰς τήν θάλασσαν- Πετώμενον τόν στόλον- Ἀγρίων βαρβάρων. …ΕΙΝΑΙ πολλά τά πλήθη των-Καί φοβερά εἰς τήν ὄψιν,- Ἀλλ’ ἕνας Ἕλλην δύναται,-Ἕνας ἄνδρας γενναῖος -Νά τά σκορπίσῃ. -ΟΠΟΙΟΣ τήν δάφνην θέλει-Ἀθάνατον τῆς δόξης,  Ὅποιος δάκρυα διά τό ἔθνος του-Ἔχει, διά δέ τήν μάχην-Νοῦν καί καρδίαν -ΑΣ ἔκβῃ αὐτός. - …» καί στήν τελευταία Ὠδή «Ὁ Βωμός τῆς Πατρίδος», ὁ Κάλβος, μέ τή βαθειά ἐθνική συνείδηση, ἐξορκίζει τούς  Ἕλληνες νά τά θυσιάσουν ὅλα γιά τήν πατρίδα: «ΕΔΩ ἡδονάς καί ἀνάπαυσιν, - Ὦ φίλοι ἄς παραιτήσωμεν - Ξηρή πέτρα τό στρῶμα, Φαρμάκι τό ψωμί - Τῆς δουλείας εἶναι. - ΕΔΩ, σάν ἀναθήματα,- Εἰς τόν βωμόν πλησίον,- Τούς συγγενεῖς, τά τέκνα μας - Ἀγαπητά, τούς γέροντας - Τώρα ἄς ἀφήσωμεν. - ΠΑΝΤΑ ὅσα εἰς τήν καρδίαν μας - εἶναι ἀκριβῆ, δέν πρέπουσιν - Εἰς ἄνδρας ποῦ τρομάζουν - Ἔμπροσθεν εἰς ἀνόητον- Βάρβαρον σκῆπτρον. - ΟΥΤΕ ζωή δέν πρέπει. - Τρέξατε, ἀδέλφια, τρέξατε. - Συμμέτρως ἐχορεύσαμεν, - Σύμμετρα ἄς ἀποθάνωμεν - διά τήν πατρίδα.»!

Ὁ Ἀνδρέας Κάλβος, εὐσυνείδητος καί ἀσυμβίβαστος, μακρυά ἀπό φατρίες καί συναλλαγές, μέ μόνη ἔγνοια του τη μόρφωση τοῦ ἔθνους καί τήν ἀντίσταση στόν ὑποβιβασμό καί τόν ἐξευτελισμό τῆς πατρίδας του, παραγκωνίστηκε ἀπό τό καθεστώς πού κυβέρνησε τά Ἑπτάνησα μέχρι τήν ἕνωσή τους μέ τήν Ἑλλάδα, ἡ ποίησή του ἀποσιωπήθηκε, ἐνῶ ἐμποδίστηκε τό καθηγητικό του ἔργο στήν  Ἰόνιο Ἀκαδημία. Σθεναρός ὑπερασπιστής τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας, ἐναντιώθηκε στά σχέδια τῆς Ἁρμοστείας γιά τήν κατάργησή της καί ἐνόχλησε τά σχέδια τῆς Τεκτονικῆς Στοᾶς. Τό 1852, μετά ἀπό 26 χρόνια παραμονῆς στήν πατρίδα, ἐγκαταλείπει τήν Ἑλλάδα, ἀφοῦ ἐξαντλήθηκε ἡ ἐλπίδα γιά μιά ἀλλαγή πολιτική καί ἐθνική, χωρίς αὐτό νά σημαίνει πώς ἄλλαξε καί ἡ ἀντίληψή του γιά τήν ἀναγκαιότητα τῶν κοινωνικῶν καί πολιτικῶν ἀγώνων. Δέν ἔπαψε ποτέ νά ἐνδιαφέρεται γιά τούς συνανθρώπους του καί τά κοινά καί αὐτό τό σφραγίζει μέ τήν ὕστατη πράξη του, νά πάει, παρά τήν ἀδιαθεσία του, νά ψηφίσει τήν 1η Νοεμβρίου 1869, ἡμέρα Δημοτικῶν ἐκλογῶν στήν Ἀγγλία.  Ὕστερα ἀπό δύο μέρες πέθανε.

Σήμερα, διακόσια χρόνια περίπου μετά τή συγγραφή τῶν  Ὠδῶν, οἱ Καλβικές ὠδές εἶναι περισσότερο ἐπίκαιρες.  Ἡ ἀνάγνωσή τους ἐλέγχει τή συνείδηση: «Ὦ Ἕλληνες, ὦ θεῖαι - Ψυχαί» πού εἰς τούς μεγάλους - Κινδύνους φανερόνετε - Ἀκάμαντον ἐνέργειαν - Καί ὑψηλήν φύσιν! - ΠΩΣ ἀπό σᾶς καμμία - Δέν τρέχει τώρα; … ΠΩΣ, τῆς ταλαιπώρου - Πατρίδος δέν πασχίζετε - Νά σώσητε τόν στέφανον - Ἀπό τά χέρια ἀνόσια - Λῃστῶν τοσούτων;», τά νοήματα εἰσχωροῦν στήν ψυχή, γιατί δέν εἶναι πιά «τά ἀναθρέμματα τοῦ Ὀσμάν» πού πρέπει νά ἀποτινάξουμε,  ἀλλά ἄλλη μορφή Ὀθωμανισμοῦ, ἄλλοι ἀποικιοκράτες, ἐχθροί πολύ πιό ὕπουλοι: «ΑΦΡΙΖΟΥΝ τά ποτήρια- Τῆς ἀδικίας, δυνάσται - Πολλοί καί διψασμένοι- Ἰδού τ’ ἀδράχνουν  γέμουσι - Μέθης καί φόνου». 

 Ἡ ποίηση τοῦ Κάλβου εἶναι πυξίδα γιά νά στραφοῦμε, γιά νά μήν ἀπομείνουμε χωρίς φωνή, ἀξιοπρέπεια καί ἀξία,  δειλοί καί μοιραῖοι, πού προτάσσουμε τόν φόβο πάνω ἀπό τήν ἐλευθερία: «ΟΣΟΙ τό χάλκεον χέρι - Βαρύ τοῦ φόβου αἰσθάνονται, - Ζυγόν δουλείας ἄς ἔχωσι. - Θέλει ἀρετήν καί τόλμην - Ἡ ἐλευθερία. - ΑΥΤΗ (καί ὁ μῦθος κρύπτει - Νοῦν ἀληθείας) ἐπτέρωσε - Τόν  Ἴκαρον καί ἄν ἔπεσεν - Ὁ πτερωθείς κ’  ἐπνίγη - Θαλασσωμένος  - ΑΦ’ ὑψηλά ὅμως ἔπεσε, - Καί ἀπέθανεν ἐλεύθερος. - Ἄν γένῃς σφάγιον ἄτιμον - Ἑνός τυράννου, νόμιζε - Φρικτόν τόν τάφον.» (Εἰς Σάμον)

 

Ἑλένη Ἀγγελακοπούλου-Σπυροπούλου

Νομικός

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 223

Μάρτιος 2021