Εἴμαστε ἄξιοι τῆς ἐλευθερίας μας;

Εἴμαστε ἄξιοι τῆς ἐλευθερίας μας;

 

«Ἡμᾶς δέ πάντας ἀξίους τῆς ἐλευθερίας ἀνάδειξον». Μέ τά λόγια αὐτά, κατακλείει ἡ Εὐχή, πού διαβάζεται στίς ἐκκλησιές μας κάθε φορά πού εἶναι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου Παναγίας μας καί, ταὐτόχρονα, πανηγυρίζουμε τήν ἐθνική παλιγγενεσία καί ψάλλουμε τή δοξολογία σ’ Ἐκεῖνον, πού οἱ πατεράδες μας ἀναγνώρισαν ὅτι ὀφείλουν τήν ἀπελευθέρωσή τους ἀπό τόν δυνάστη, πού κράτησε σκλάβο τό Γένος γιά αἰῶνες.

Ὅλο τό μικρό αὐτό κείμενο εἶναι πράγματι συγκλονιστικό, γιατί βλέπετε «οἱ τά πάντα καλῶς διαταξάμενοι Πατέρες ἡμῶν» δέν ἀστειευόντουσαν, σοφά τά τακτοποίησαν ὅσα μᾶς ἄφησαν παρακαταθήκη. Προβλέποντας μάλιστα ὅτι, τόσο ὁ λαός ὅσο καί οἱ ἄρχοντες, δέν θά ὑπάρξουν ἄξιοι τῆς τόσο μεγάλης εὐεργεσίας, πού ἀξιώθηκαν μετά ἀπό 500 χρόνια σκλαβιᾶς (400 χρόνια σκλάβοι εἶχαν τήν τύχη νά εἶναι πολύ λιγότεροι ἀπό τούς μισούς Ἕλληνες), εἶπαν νά ἀναθέσουν καί πάλι στόν Ὕψιστο τή φροντίδα γιά τό μέλλον τοῦ τόπου.

Καί ἐμεῖς οἱ ἐπιγενόμενοι, φροντίσαμε νά μήν τούς διαψεύσουμε καί ὅπως δείχνουν τά πράγματα, θά γιορτάσουμε τά 200χρονα ἀπό τήν ἔκρηξη τῆς μεγάλης ἐπανάστασης σέ καθεστώς ἀνελευθερίας, γιά νά μήν πῶ σκλαβιᾶς.

Ἀκόμη καί ἄν δεχτοῦμε ὅτι αὐτό πού περνᾶμε, ἕνα χρόνο τώρα, θά εἶναι περαστικό, ἡ φετεινή ἐπέτειος μᾶς παρέχει μιά πολύ καλή εὐκαιρία νά ἐξετάσουμε ἐάν καί κατά πόσον ὑπήρξαμε ἄξιοι τῆς ἐλευθερίας πού μᾶς παρέδωσαν μέ τούς ἀγῶνες τους οἱ πατεράδες μας.

Βέβαια, ἄν θέλαμε μιά γρήγορη ἀπάντηση στό ἐρώτημα, ἴσως νά ἔφταναν τά ἀπαράμμιλα λόγια τοῦ Μακρυγιάννη, ὁ ὁποῖος βλέποντας τήν προκοπή τῶν Ἑλλήνων στά χρόνια του, ἐκφράζοντας καί ὅλους ἐκείνους τούς «μουστακαλῆδες» πού μαζί τους πολέμησε τό ’21, καί πού οἱ μορφές τους κοσμοῦσαν τίς σχολικές αἴθουσες μέχρι πρίν λίγα χρόνια, εἶπε ὅτι, «ἄν ξέραμε τί Κράτος θά φτιάχναμε, θά μέναμε ἄλλα ἑκατό χρόνια σκλάβοι στούς Τούρκους». Καί ἀναλογιστεῖτε ὅτι ὁ Μακρυγιάννης δέν εἶχε πλήρη ἄποψη, γιατί ἔχασε τά καλύτερα, μιᾶς καί πέρασε στήν αἰωνιότητα μόλις τό 1864.

Ἐπειδή τά στερνά κρίνουν τά πρῶτα, ἄς μήν πᾶμε στά παλιά καί ἄς δοῦμε τήν κατάληξή μας στό σήμερα, τώρα πού ἀνέτειλε αὐτή ἡ ἐπετειακή χρονιά.

Σίγουρα ὁ λαός πέτυχε πολλά αὐτά τά 200 χρόνια. Μάτωσε, ἔκλαψε, ἵδρωσε, ἀλλά ἔφερε τή χώρα, στά χρόνια πρίν τήν τελευταία χρεωκοπία,  νά εἶναι ἀνάμεσα στίς εἴκοσι δύο πιό ἀναπτυγμένες χῶρες τοῦ Κόσμου. Ὁ τόπος, βλέπετε,εἶναι εὐλογημένος. Μᾶς τόν χάρισε Ἐκεῖνος πού τόν εἶχε φυλάξει γιά τόν Ἑαυτό Του.

Σημασία ὅμως ἔχει, τί γίνεται τώρα. Τί παραδίδουμε στούς ἑπόμενους;

Ρωτῆστε ὁποιονδήποτε. Πᾶμε καλά; Ποῦ πορεύεται ὁ τόπος; Καί θά ἀκούσετε ἀπαντήσεις.

Ἴσως βοηθήσει καί τό γνωστό τραγούδι «...ἡ Ἑλλάδα πού ἀντιστέκεται, ἡ Ἑλλάδα πού ἐπιμένει, δέν ξέρει ποῦ πατᾶ καί ποῦ πηγαίνει...». Καί μιλᾶμε φυσικά ὄχι γιά τό ἀντιστέκεται καί τό ἐπιμένει, ἀλλά γιά τό ποῦ πατᾶ καί ποῦ πηγαίνει.

Ἡ ἀπάντηση μέ μιᾶς εὔκολη. Θά συμφωνήσουν ὅλοι. «Μέσα δέν πᾶμε καλά» εἶπε ἕνας ἀπό τούς πολιτικούς μας πού «ἔφυγαν». Οὔτε ποῦ πατᾶ ξέρει ἡ Ἑλλάδα, οὔτε νοιάζεται γιά τό ποῦ πηγαίνει.

Δημογραφικά καταρρέουμε, δέν κρύβεται αὐτό. Δέν ὑπάρχουν παιδιά, δέν τά βλέπεις στό δρόμο. Κλείνουν τά σχολειά, τό ἕνα μετά τό ἄλλο. Λύθηκε καί τό πρόβλημα τῶν ἀπογευματινῶν σχολείων ἐπειδή κάποτε δέν ἔφταναν οἱ σχολικές αἴθουσες. Στή χώρα μας μᾶλλον εἶναι πιό πολλά τά κατοικίδια ἀπό τά παιδιά. Γιά νά ὑποστηρίξουμε τόν μοντέρνο τρόπο ζωῆς, πού ἐπιλέξαμε γιά τούς ἑαυτούς μας, καταφύγαμε στίς «Ἑλληνοποιήσεις», γιατί βλέπετε, δέν ὑπάρχουν ἀρκετοί αὐτόχθονες γιά νά μᾶς προσφέρουν ὑπηρεσίες καί γιά νά δουλέψουν τίς ταπεινές δουλειές, στήν οἰκοδομή, στό χωράφι καί τή θάλασσα.

Περηφάνεια δέν μᾶς ἔμεινε, ὄχι ἀπό ἐθνικό ἐγωϊσμό ἤ ἀπό μισαλλοδοξία, ἀλλά ὡς χρέος πρός ἐκείνους πού μᾶς κληροδότησαν πατρίδα ἐλεύθερη καί σπουδαία, βγαλμένη ἀπό ὀστᾶ ἱερά, ταλαιπωρημένα. Οὔτε τήν «πατέντα» τοῦ ὀνόματος Μακεδονία μέ τά παράγωγά του δέν μπορέσαμε νά κατοχυρώσουμε, γιατί τό πρᾶγμα ἤθελε κόπο καί πίστη στό δίκαιο. Καί τολμοῦν κάποιοι ἀπό μᾶς νά κομπάζουν κιόλας. Φθάσαμε στό σημεῖο νά προτιμᾶμε νά λεγόμαστε Εὐρωπαῖοι ἀντί γιά Ἕλληνες.

Μισήσαμε τή γλῶσσα μας. Ὑπῆρξε στά χρόνια μας πολιτικός πού πρότεινε, χωρίς ντροπή, νά γίνει ἡ Ἀγγλική ἐπίσημη γλῶσσα τοῦ Κράτους. Ὑπάρχει βέβαια ἡ δικαιολογία ὅτι ἐκείνη, ἐπειδή ἔβλεπε τίς παρέες της στό ἐξωτερικό «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων» μπορεῖ καί νά ἤξερε τί θά ἐπακολουθοῦσε λίγα χρόνια μετά τήν πρότασή της.

Ντρεπόμαστε γιά τήν Ἱστορία μας. Βάλαμε τά χεράκια μας νά βγάλουμε τά ματάκια μας. Ἀποκαθηλώσαμε τούς ἥρωες, τούς κοντύναμε, γιατί δέν εἴχαμε τό κουράγιο νά παλέψουμε γιά νά τούς φθάσουμε, ἐκεῖ ψηλά πού μᾶς τούς παρέδωσε ἡ ἱστορική μνήμη.

Ψάξτε νά βρεῖτε ἄν μπορεῖ νά ὑπάρξει γιά μᾶς τούς σύγχρονους Ἕλληνες ἱερό καί ὅσιο. Φανταστεῖτε ὅτι, ὑπάρχουν κάποιοι πού σκέφτονται λέει, ὡς δεῖγμα μεγαλοψυχίας, νά προσκαλέσουν καί τόν πρῶτο πολίτη τῆς χώρας πού ὑπῆρξε ὁ δυνάστης τοῦ λαοῦ μας, γιά νά πανηγυρίσουμε τήν μεγάλη ἐπέτειο!

Ὁ πατριωτισμός στιγματίσθηκε. Ἀκόμη καί λέξεις τῆς γλώσσας μας, ὅπως πατρίδα καί φυλή ἐνοχοποιήθηκαν. Ἡ ἐλεύθερη ἔκφραση περιορίσθηκε τά τελευταῖα χρόνια ὅσο ποτέ.

Πάθαμε σύγχυση. Μπερδευόμαστε ἀκόμη καί μέ τά πιό ἁπλᾶ, μέ τό τί εἶναι φυσιολογικό καί τί ὄχι. Ἀποϊεροποιήσαμε τά πάντα. Οἰκογένεια, γάμος, τιμιότητα, θυσία, χρέος πρός τήν πατρίδα, καθῆκον, ἀξιοπρέπεια, τιμή, ἀνθρωπιά, ντρέπεσαι νά τά ὑπερασπισθεῖς ἀκόμη καί στή συζήτηση στίς μέρες μας.

Τό Ἑλληνικό σχολειό, ἐκεῖνο πού ἔβγαζε ψυχές λεβέντικες, μέ ἀξίες καί ἰδεώδη ἔχασε πιά τήν πυξίδα. Καί ὅπως λέει καί ὁ δάσκαλος ἀπ’ τό Κιλκίς, στό σχολειό νά μαθαίνουν τά παιδιά τά ἄθεα γράμματα. Ἐργαστήριο γιά πειράματα διαταραγμένων ἐπιστημόνων. Ἀγγαρεία γιά τούς δασκάλους ἡ ἐκπαίδευση, ταλαιπωρία γιά τούς μαθητές ἡ μάθηση. Φοβᾶται ὁ Γιάννης τό θεριό καί τό θεριό τόν Γιάννη.

Θυμᾶμαι πρίν λίγα χρόνια, τούς δασκάλους στά Δημοτικά σχολεῖα, τήν ὥρα τῆς πρωϊνῆς προσευχῆς νά στέκονται μπροστά στά παιδιά καί νά τούς δείχνουν πῶς νά κάνουν τόν Σταυρό τους. Σήμερα μαθαίνω ὅτι οἱ δάσκαλοι κρύβονται στό πίσω μέρος γιά νά μήν τούς βλέπουν τά παιδιά ὅταν δέν κάνουν τόν Σταυρό τους.

Ὅλα ἴσως νά ἔχουν τήν αἰτία τους ἐκεῖ. Τό Ἑλληνικό σχολεῖο, αὐτό πού φώτιζε καί ὅταν λειτουργοῦσε στά κρυφά, τώρα, ὅπως λέει καί τό σύνθημα, πού παλιότερα ἔγραφαν στούς τοίχους, «φωτίζει μόνον ὅταν καίγεται». Καί μή σᾶς φαίνεται παράξενο, σήμερα ἴσως ἔχει ξεπερασθεῖ ἀκόμη καί τό σύνθημα ἐκεῖνο.

Ἴσως ἡ κατάσταση πού βιώνει ὁ λαός μας αὐτήν τήν περίοδο, μέ περιορισμούς αὐστηρότερους ἀπό ὅλες τίς προηγμένες χῶρες τοῦ Κόσμου, νά εἶναι ἡ δίκαιη τιμωρία γιά ὅσα πράξαμε αὐτά τά χρόνια τοῦ ἐλεύθερου βίου μας, γιατί δέν ἐννοήσαμε πόσο ἀνεκτίμητη εἶναι ἡ ἐλευθερία.

Καί αὐτό φαίνεται ἀπό τό γεγονός ὅτι μᾶς ἔπεισαν πολύ εὔκολα πώς ἀξίζει περισσότερο ἡ ἀσφάλεια καί ἡ ὑγεία μας ἀπό τήν ἐλευθερία.

Ὄχι διακόσια χρόνια, ἀλλά λίγο περισσότερα ἀπό ἑκατό χρόνια πρίν, τέσσερις γενιές δηλαδή πρίν, οἱ Ἕλληνες τῆς Τουρκοκρατούμενης Μακεδονίας καί τῆς Θράκης, ἦσαν ὑγιεῖς ἀλλά περπάταγαν στό δρόμο σκυφτοί. Ξεχάσαμε γρήγορα ὅτι οἱ πρόγονοί μας, ὑγιεῖς γεννιόντουσαν καί πέθαιναν ὑγιεῖς, ἀλλά πέθαιναν σκλάβοι.

Καί τό βασικότερο, ἐγκαταλείψαμε τήν πίστη σ’ Ἐκεῖνον πού Τοῦ ὀφείλουμε τήν ὕπαρξή μας. Ἀγνώμωνες γίναμε, σάν τούς λεπρούς πού ἰάθηκαν καί δέν ἐπέστρεψαν νά δοξολογήσουν τόν Θεό. Σέ λιγότερο ἀπό δύο αἰῶνες ἐλεύθερου βίου χάσαμε αὐτό πού οἱ πατέρες μας κράτησαν ζωντανό ἐπί πέντε αἰῶνες σκλαβιᾶς.

Βλέπετε δέν εἶναι μοντέρνο νά πιστεύει κανείς. Ἄλλωστε, ὅπως μᾶς εἶπαν, μόνοι μας τά καταφέραμε στήν ἐπανάσταση καί στούς ἀγῶνες πού ἀκολούθησαν. Τί δουλειά ἔχει ὁ Θεός μέ τά πράγματα τῶν ἀνθρώπων;

Καί σέ αὐτό τό οὐσιῶδες ξεγελαστήκαμε. Οἱ πρόγονοί μας θά εἶχαν λύσει τό πρόβλημά τους ἅμα ἄφηναν τήν πίστη τους. Αὐτόματα θά τέλειωναν τά βάσανά τους. Ἀλλά δέν πρόδωσαν γιατί εἶχαν φόβο Θεοῦ καί περηφάνεια γιά τήν καταγωγή τους καί τήν Ἱστορία τους. Τόσο ἁπλᾶ ἐξηγοῦνται τά πράγματα.

Καί ἐμεῖς σήμερα καταλήξαμε ἀθεόφοβοι καί καημένοι, νά μήν μποροῦμε μόνοι μας νά ὑπερασπισθοῦμε τήν τιμή μας, γιατί μᾶς ἔπεισαν ὅτι εἴμαστε μικροί καί πρέπει νά τά ἔχουμε καλά μέ τούς μεγάλους.

Ἕνας Ἰταλός, ὁ Ἴντρο Μοντανέλι, μᾶς τό φωνάζει δυνατά, ἔστω ἀναφερόμενος σέ ἄλλη ἐποχή: «ὅταν οἱ θεοί καταστράφηκαν ἀπό τή φιλοσοφία, οἱ Ἕλληνες, μή ξέροντας πλέον γιά ποιόν νά πεθάνουν, ἔπαψαν νά μάχονται καί ἀφέθηκαν νά ὑποταγοῦν στούς Ρωμαίους, πού πίστευαν ἀκόμα στούς θεούς»!  Τά συμπεράσματα δικά σας.

  

Δημήτριος Κοσκινιώτης

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 223

Μάρτιος 2021