Ἡ ἰδιότυπη Ἐπανάσταση τοῦ 1821 καὶ ἡ ἀντιιστορική ἱστοριογραφία

Ἡ ἰδιότυπη Ἐπανάσταση τοῦ 1821

καὶ ἡ ἀντιιστορική ἱστοριογραφία

 

να ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικώτερα φαινόµενα τοῦ 19ου αἰῶνα εἶναι ὁ Νασιοναλισµός. Τὸ φαινόµενο αὐτὸ λειτούργησε, µαζὶ µὲ τὸ παράλληλο τοῦ Σοσιαλισµοῦ, ὡς ὑποκατάστατο τοῦ µεσαιωνικοῦ ἰδεώδους τῆς Χριστιανικῆς Αὐτοκρατορίας καὶ σηµατοδότησε τὴν ἐκκοσµίκευση τῶν προσδοκιῶν τῶν Εὐρωπαίων. Αὐτό, δηλαδή, ποὺ ἐπεδίωκαν οἱ κάτοικοι τῆς Εὐρώπης, ποὺ πίστευαν πλέον στὴν «ἐθνικὴ Ἰδέα», ἦταν µιὰ ἐπίγεια εὐτυχία ἐντὸς µιᾶς ἁρµονικῆς κοινωνίας ἀπαρτιζόµενης ἀπὸ ὁµοφύλους, ὁµογλώσσους καὶ ὁµοθρήσκους τους καὶ ὄχι πιὰ τὸ νὰ ἐνταχθοῦν στὴ µιὰ Αὐτοκρατορία, ποὺ εἶχε ὡς πρωταρχικὸ σκοπὸ της τὴν ἑδραίωση καὶ τὴν παγκόσµια ἐξάπλωση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.

Χρησιµοποιοῦµε, ἐν προκειµένῳ, τὸν ξενικὸ καὶ πιὸ οὐδέτερο ὅρο «Νασιοναλισµός», ἀντὶ γιὰ τὸν ὅρο «ἐθνικισµός», διότι ὁ τελευταῖος ἔχει καθιερωθεῖ στὴν καθοµιλουµένη νὰ δηλώνει τὴν πιὸ ἀκραία µορφὴ τοῦ Νασιοναλισµοῦ καὶ ἔχει ἀποκτήσει –δικαίως– ἀρνητικὴ φόρτιση. Οὕτως ἢ ἄλλως ὁ ὅρος Νασιοναλισµὸς προέρχεται ἀπὸ τὸ λατινικὸ ρῆµα «nascere» ποὺ σηµαίνει «γεννῶ» καί, ἑποµένως, ἔχει µιὰ «βιολογικὴ» συνυποδήλωση, ἡ ὁποία δὲν διασώζεται στὴν Ἑλληνικὴ λέξη «ἔθνος», ποὺ σχετίζεται ἐτυµολογικὰ µὲ τὸ «ἔθος» καὶ τὴν ὁποία χρησιµοποιοῦµε συνήθως γιὰ νὰ µεταφράσουµε τὸν ὅρο «nation». Ὡς ἐκ τούτου, ὁ ὅρος «γένος» θὰ συνιστοῦσε πιστότερη ἀπόδοση τοῦ «nation», ἀντὶ γιὰ τὸν ὅρο «ἔθνος». Ἄλλωστε, καὶ γιὰ τὸ παράλληλο φαινόµενο τοῦ «σοσιαλισµοῦ» ἔχει ἐπικρατήσει ὁ ξενικὸς ὅρος, ἀντὶ γιὰ τὸν προταθέντα στὸ παρελθὸν «κοινωνισµός».

Εἶναι ἰδιαίτερα ἀξιοσηµείωτο τό ὅτι δὲν ὑπάρχει συγκεκριµένος ὁρισµὸς τοῦ «ἔθνους» ἢ τοῦ «γένους». Ἄλλοι τονίζουν ὡς συνδετικὰ στοιχεῖα τῶν «ὁµοεθνῶν» (ἢ «ὁµογενῶν») ἀντικειµενικὰ κριτήρια, ὅπως τὴν κοινὴ καταγωγὴ ἢ τὴν  κοινὴ γλῶσσα καὶ ἄλλοι ὑποκειµενικά, ὅπως τὸ αἴσθηµα καὶ τὴ συνείδηση τοῦ «ἀνήκειν» σὲ ἕνα ἔθνος (ἢ γένος). Ὅσο, ὅµως, καὶ ἂν εἶναι ἀσαφὴς –καὶ συνεπῶς µετέωρη– ἡ βάση τῆς ἔννοιας τοῦ Νασιοναλισµοῦ, εἶναι ἀναµφισβήτητη ἡ ὕπαρξη καὶ τὸ βάρος τοῦ τελευταίου ὡς ἱστορικοῦ φαινοµένου τοῦ 19ου αἰῶνα, ὅπως καὶ ὁ κοσµικὸς χαρακτήρας του.

Εἰδικότερα, ὁ Νασιοναλισµὸς παρουσιάσθηκε στὴν Ἱστορία ὡς κοινωνικὸ καὶ πολιτικὸ φαινόµενο µὲ τρεῖς κυρίως διαβαθµίσεις.

Ἔτσι, συνέβη στὸ παρελθὸν καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ συµβαίνει στὶς ἡµέρες µας µιὰ «ἐθνικὴ µειονότητα» ποὺ διαβιοῖ στὸ πλαίσιο ἑνὸς εὐρύτερου κράτους νὰ διεκδικεῖ, σὲ πρῶτο στάδιο, τὸ δικαίωµα σὲ «πολιτιστικὴ αὐτοδιάθεση», ἀξιώνοντας, γιὰ παράδειγµα, τὸ νὰ ὁµιλεῖ καὶ νὰ διδάσκεται ἐλεύθερα τὴ γλῶσσα της, στὴν ὁποία ἀποδίδει ἰδιαίτερη συναισθηµατικὴ καὶ σχεδὸν «µυστικὴ» ἀξία. Συνήθως, ἡ διεκδίκηση αὐτὴ κλιµακώνεται βαθµιαῖα στὸ αἴτηµα ὅσων –θεωροῦν ὅτι– ἀνήκουν στὸ ἴδιο ἔθνος νὰ συγκροτήσουν τὸ δικό τους κράτος, γεγονὸς ποὺ ὁδήγησε σὲ ἐπαναστάσεις καὶ ἀπελευθερωτικοὺς πολέµους, ποὺ ἄλλαξαν τὸν πολιτικὸ χάρτη τοῦ κόσµου τοὺς τελευταίους αἰῶνες, ὅπως συνέβη µὲ τὶς ἑνοποιήσεις τῆς Ἰταλίας καὶ τῆς Γερµανίας κατὰ τὸν 19ο αἰῶνα καὶ τὶς διαλύσεις τῆς Αὐστροουγγαρίας καὶ τῆς Γιουγκοσλαβίας καὶ τὴν κατάλυση τῆς παγκόσµιας ἀποικιοκρατίας κατὰ τὸν 20ο. Στὴν πιὸ ἀκραία καὶ ἐπιθετική του µορφὴ ὁ Νασιοναλισµὸς µετατρέπεται σὲ «ἐθνικισµό». Στὴν τελευταῖα αὐτὴ παραλλαγὴ, ὅσοι ἀνήκουν στὸ ἴδιο ἔθνος, διακηρύσσουν τὴν ἀνωτερότητά τους ἔναντι τῶν ἄλλων ἐθνῶν καὶ ἐπιδιώκουν νὰ τὰ προσαρτήσουν, χρησιµοποιῶντας, ἀνάλογα µὲ τὶς περιστάσεις, τὴν ἔνοπλη βία ἢ τὴν ἰδεολογικὴ προπαγάνδα.

*  *  *

Ὅσα προαναφέραµε, χρησιµεύουν ὡς ἕνα ἱστορικὸ καὶ ἐννοιολογικὸ πλαίσιο γιὰ τὴν καλύτερη κατανόηση τοῦ φαινοµένου τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821. Οἱ πολλὲς καὶ ἀντικρουόµενες ἑρµηνεῖες, ποὺ τῆς ἔχουν δοθεῖ κατὰ τοὺς δύο τελευταίους αἰῶνες ἀπὸ ἱστορικοὺς καὶ γενικότερα ἐπιστήµονες, στοχαστὲς καὶ λογοτέχνες καὶ τὸ ἴδιο τό γεγονὸς ὅτι οἱ σχετικὲς ἰδεολογικὲς διαµάχες συνεχίζονται µέχρι σήµερα, ἀναζωπυρούµενες κατὰ καιρούς, ἀποδεικνύει τό ὅτι ἔχουµε ἐνώπιόν µας ἕνα πολύπλευρο καὶ ἐκρηκτικὸ ἱστορικὸ φαινόµενο, τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι καθόλου εὔκολο νὰ κατηγοριοποιηθεῖ σὲ ἕτοιµα σχήµατα.

Οἱ δύο τάσεις τῆς ἰδεολογικὰ φορτισµένης ἱστοριογραφίας ἐπιχείρησαν νὰ ἀντιµετωπίσουν τὴν Ἐπανάσταση ὑπὸ τὸ πρῖσµα τῶν δύο µεγάλων κοσµικῶν ἰδεολογιῶν, ποὺ ἀναφέραµε. Ἔτσι ὑπῆρξαν ἱστορικοί, µὲ ἐµβληµατικὴ τὴν περίπτωση τοῦ Γιάννη Κορδάτου, οἱ ὁποῖοι ἐπιχείρησαν νὰ ὑπαγάγουν τὴν Ἐπανάσταση στὴν κατηγορία τῶν «σοσιαλιστικῶν/ταξικῶν» ἐπαναστάσεων καὶ νὰ ἀνεύρουν τὴν «κοινωνικὴ σηµασία» της. Ἄλλοι ἐπιχείρησαν νὰ ἑρµηνεύσουν τὴν Ἐπανάσταση ὡς ἕνα τυπικὸ φαινόµενο τῶν νασιοναλιστικῶν κινηµάτων τοῦ αἰῶνα. Σύµφωνα µὲ τὴν ἑρµηνευτικὴ πρόταση τῶν τελευταίων, ἀνάµεσα στοὺς ὁποίους συγκαταλέγονται ἱστορικοὶ µὲ «καθαρὴ» ἐπιστηµονικὴ πρόθεση, ἀλλὰ καὶ ἄλλοι µὲ προπαγανδιστικὸ σκοπό, οἱ ὑπόδουλοι κάτοικοι τῆς Ἑλλάδας ἀπέκτησαν ἐθνικὴ συνείδηση µόλις πρόσφατα καὶ ἐξεγέρθηκαν γιὰ νὰ ἀποκτήσουν τὸ δικό τους ἔθνος–κράτος, µιµούµενοι ἁπλῶς τὸ διάχυτο ἐκκοσµικευµένο–νασιοναλιστικὸ πνεῦµα ποὺ εὐνοοῦσε τὴ διάλυση τῶν πολυεθνικῶν αὐτοκρατοριῶν τῆς ἐποχῆς. Στὸ πλαίσιο αὐτὸ προβάλλεται ὡς κρίσιµη ἡ συµβολὴ Εὐρωπαϊστῶν στοχαστῶν καὶ πολιτικῶν, ὅπως ὁ Ἀδαµάντιος Κοραής καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Μαυροκορδάτος καὶ ὑποβαθµίζεται ἡ συµβολὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν δὲν παρουσιάζεται ἡ τελευταία ὡς ἀντενεργοῦσα στὴν Ἐπανάσταση.

Ὅµως, ὅπως ἔχει ἐπισηµανθεῖ, ὑπάρχουν πολλὰ ἀναµφισβήτητα γεγονότα καὶ στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1821 δὲν ἦταν µιὰ τυπικὴ ἐκδήλωση τοῦ νασιοναλισµοῦ τοῦ 19ου αἰῶνα.

Γιὰ παράδειγµα, ἀρκετοὶ ἔχουν προβάλει ἕνα ἐπίµονο φαινόµενο τῶν αἰώνων τῆς Τουρκοκρατίας, τὸ ὁποῖο, ὅµως, δὲν εἶναι ἀκόµη ἀρκετὰ γνωστό, οὔτε ἔχει ἀξιολογηθεῖ ἀνάλογα µὲ τὴ σηµασία του. Πρόκειται γιὰ τὶς ἐπανειληµµένες τοπικὲς καὶ γενικὲς ἐξεγέρσεις στὸν Ἑλληνικὸ χῶρο γιὰ τὴν ἀποτίναξη τοῦ Ὀθωµανικοῦ ζυγοῦ µὲ τὴν πρώτη νὰ ξεσπᾶ ἤδη ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια µετὰ τὴν Ἅλωση, µὲ πρωταγωνιστή τὸν Κροκόδειλο Κλαδᾶ. Χαρακτηριστικὸ δὲ τῆς τάσης µας νὰ παραβλέπουµε ἀκόµη καὶ ὀφθαλµοφανῆ στοιχεῖα, ὅταν αὐτὰ δὲν συµφωνοῦν µὲ τὶς ἐπικρατοῦσες καὶ ἐνίοτε ὑποβολιµαῖες ἑρµηνεῖες, εἶναι καὶ τὸ ἑξῆς: ὅσοι ζοῦµε στὴν Ἀθήνα, ἔχουµε ἐξοικειωθεῖ µὲ τὴν θέα τοῦ µισοερειπωµένου Παρθενῶνα. Πόσοι, ὅµως, ἔχουµε ἔστω ἀναρωτηθεῖ τό πῶς συνέβη αὐτὴ ἡ καταστροφή; Πόσοι, δηλαδή, γνωρίζουµε τό ὅτι ἡ καταστροφὴ αὐτὴ συνέβη στὸ πλαίσιο ἑνὸς συνταρακτικοῦ γεγονότος, τὸ ὁποῖο ἔχει χαρακτηρισθεῖ ὡς «ἡ Πρώτη Γενικὴ Ἐπανάστασις τῆς Ἑλληνικῆς Φυλῆς», ποὺ διήρκεσε ἀπὸ τὸ 1683 ὡς τὸ 1688 καὶ ἀνέδειξε θρυλικοὺς πολέµαρχους, ὅπως ὁ Ἀγγελῆς Σουµίλας, ὁ Πᾶνος Μεϊτάνης καὶ τὸ «Μικρὸ Χορµόπουλο» τῶν δηµοτικῶν τραγουδιῶν;

Ὁ ἱστορικὸς Ἠλίας Οἰκονοµόπουλος γράφει σχετικὰ µὲ τὴν Ἐπανάσταση αὐτή: «Ὡσανεί ἠλεκτρικὸν ρεῦµα διέτρεχεν ἤδη τὰ Ἑλληνικὰ στήθη, αἱ ἐξεγέρσεις ἀνηγγέλλοντο πανταχόθεν, λόγιοι δὲ καὶ ἱερωµένοι, οἷος ὁ περίπυστος Ἠλίας Μηνιάτης, παρώρµων διὰ λόγων καὶ νουθεσιῶν τὸν λαὸν εἰς ἀπόσεισιν τοῦ ἀφορήτου ζυγοῦ καὶ πανταχόθεν ἠκούετο ἡ κλαγγὴ τῶν ἁρµατωλικῶν ὅπλων. Ἤδη ὑφίστατο µαρτυρικὸν θάνατον ὁ ἀρχιερεὺς Κορίνθου Ζαχαρίας καὶ ἀνεκηρύττετο ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας µας Ἅγιος» (βλ. Ἠλία Οἰκονοµοπούλου, «Ἁρµατωλοὶ καὶ Κλέφται», 1902, σελ. 202).

Τὸ ἱστορικὸ αὐτὸ συµβὰν τοῦ 17ου αἰῶνα προηγήθηκε κατὰ δύο αἰῶνες τοῦ ἐκκοσµικευµένου νασιοναλισµοῦ τοῦ 19ου αἰῶνα. Καί, ὅµως, ὁ ἱστορικὸς περιγράφει τὸ ἠλεκτρικὸ ρεῦµα, ποὺ διέτρεχε, ἤδη ἀπὸ τότε, τὰ «Ἑλληνικὰ» στήθη καί, ἀκόµη, τονίζει τὸν πρωταγωνιστικὸ ρόλο τῶν Κληρικῶν, ὅπως τοῦ πασίγνωστου Ἠλία Μηνιάτη, ἀναφέρεται, δηλαδή, σὲ τυπικὰ στοιχεῖα καὶ φαινόµενα, ποὺ χαρακτήρισαν ὅλη τὴν Τουρκοκρατία µέχρι τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821.

«Οἱ Πατριᾶρχαι Παρθένιος Β’, Παρθένιος ὁ Γ’, Κύριλλος ὁ Α’ καὶ Κύριλλος ὁ Γ’ ἐθανατώθησαν κατὰ διαταγὴν τοῦ Σουλτάνου. Εἰς τὴν Χίον ὁ Μητροπολίτης Πλάτων ἀπηγχονίσθη εἰς τὴν πύλην τοῦ Φρουρίου µὲ τοὺς προκρίτους τῆς νήσου. Εἰς τὴν Κύπρον, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κυπριανὸς καὶ οἱ Μητροπολῖται Πάφου Χρύσανθος, Κιτίου Μελέτιος καὶ Κυρηνείας Λαυρέντιος καὶ οἱ Ἡγούµενοι ὅλων τῶν Μεγάλων Μοναστηριῶν, συνελήφθησαν καὶ ἄλλοι ἐκρεµάσθησαν καὶ ἄλλοι ἐσφάγησαν σὰν ἀρνιά. Εἰς τὴν Κρήτην ἐκρέµασαν τὸν Ἐπίσκοπον Χανίων Μελχισεδέκ, τὸν Μητροπολίτην Κρήτης Γεράσιµον, τοὺς Ἐπισκόπους Κνωσσοῦ Νεόφυτον, Σητείας Ζαχαρίαν, Δυουπόλεως Καλλίνικον, Χερρονήσου Ἰωακείµ, Λάµπης Ἱεράπετρον, καθὼς καὶ τοὺς Ἐπισκόπους Πέτρας, Κισσάµου καὶ Ρεθύµνης. Μαζὶ µὲ αὐτοὺς καὶ πολλοὺς Ἡγουµένους Μοναστηριῶν», θὰ ἀναφέρει µὲ τὴ σειρὰ του ὁ Μητροπολίτης Χίου Παντελεήµων Φωστίνης σὲ ἕνα δηµοσίευµά του µὲ τίτλο «Ἡ Ἑλληνικὴ Ἐκκλησία εἰς τοὺς Ἀπελευθερωτικοὺς Ἀγῶνας, Αἱ ὑπηρεσίαι της, αἱ θυσίαι της, οἱ ἥρωές της», προκειµένου νὰ τεκµηριώσει τὸν ρόλο τοῦ Κλήρου κατὰ τὴν ἱστορικὴ ἐκείνη περίοδο («Στοῦ Θεοῦ τὸ δρόµο», ἐκδ. Ἄθως, 1988, σελ.141).

Ὁ Παντελεήµων Φωστίνης διηγεῖται στὸ παραπάνω βιβλίο του καὶ ἕνα ἄλλο περιστατικὸ, ποὺ ἔλαβε χώρα κατὰ τὴν ἔναρξη τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821 καὶ µαρτυρεῖ τὴν αὐτοθυσία τῶν Ἑλλήνων Ἐπισκόπων: «…Ὁ πασσᾶς τῆς Πελοποννήσου ἔβλεπε καθαρά τά σηµάδια.. Ὡστόσο δὲν ἠµποροῦσε νὰ πιάση τίποτα τὸ θετικὸ στὰ χέρια του. Ἐσκέφθηκε λοιπὸν, νὰ καλέση τοὺς Ἀρχιερεῖς τῆς Πελοποννήσου στὴν Τριπολιτσά. Ἂν ἔλθουν, θὰ σηµαίνη ὅτι δὲν εἶναι τίποτε σοβαρὸν καὶ θὰ ἡσυχάση. Ἂν δὲν ἔλθουν, σηµαίνει πὼς τὸ ξέσπασµα ἀπεφασίσθη καὶ θὰ λάβη τὰ µέτρα του. Τότε ἐγράφη πάλιν µία ἀπὸ τὰς πλέον ἐνδόξους σελίδας τῆς Ἑλληνικῆς ἱστορίας, µὲ περιεχόµενον τὴν αὐτοθυσίαν τῶν λειτουργῶν της Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἐγνώριζαν τὴν τύχη ποὺ τοὺς περίµενε στὴν Τριπολιτσά. Ὡς τόσο ἐδέχθησαν νὰ πᾶνε µερικοὶ Ἀρχιερεῖς καὶ νὰ θυσιασθοῦν µόνον καὶ µόνον διὰ νὰ δώσουν καιρὸν εἰς τοὺς ἄλλους νὰ συµπληρώσουν τὴν ἑτοιµασία καὶ νὰ κηρύξουν τὴν Ἐπανάστασιν. Ἐπῆγαν, λοιπόν, ἐκτός τοῦ Τριπόλεως Δανιήλ, ποὺ ἦταν ἐκεῖ, καὶ οἱ Μητροπολῖται Μονεµβασίας Χρύσανθος, Ἀνδρούσης Ἰωσήφ, Χριστιανουπόλεως Γερµανός, Ὠλένης Φιλάρετος Κορίνθου Κύριλλος, Ναυπλίου Γρηγόριος, Δηµητσάνης Φιλόθεος, ὁ Πρωτοσύγκελλος τοῦ Ἀνδρούσης Χρύσανθος, ὁ Οἰκονόµος Παπᾶ Ἀλέξης, οἱ Διάκονοι τῶν Ἀρχιερέων, οἱ Πρόκριτοι Θεόδωρος Δεληγιάννης, Μαυροµιχάλης, Ἀναγνώστης Κωστόπουλος καὶ ἄλλοι… Ἐπέρασαν σιδερένιους κρίκους εἰς τὸν λαιµὸν κάθε ἑνὸς Ἀρχιερέως καὶ τῶν ἄλλων προκρίτων καὶ τοὺς ἐκλείδωσαν… Πέντε ὁλόκληρους µήνας ἐπέρασαν µέσα εἰς αὐτὴν τὴν κόλασιν… Πρῶτος ἀπέθανεν ὁ Μητροπολίτης Μονεµβασίας Χρύσανθος, ἔπειτα ἀπὸ λίγο καὶ ὁ Διάκονος τοῦ Χριστιανουπόλεως. Μέσα σὲ µιὰ ἡµέρα ἐξεψύχησαν οἱ Μητροπολῖται Ναυπλίου Γρηγόριος, Χριστιανουπόλεως Γερµανός, Δηµητσάνης Φιλόθεος, ὁ Πρωτοσύγκελλος τοῦ Ἀνδρούσης Χρύσανθος, ὁ παπᾶ Ἀλέξης καὶ ὁ Ἀναγνώστης Κωστόπουλος. Ὁ Τριπόλεως ἔπεσε λυπόθυµος, ὁ δὲ Θεόδωρος Δεληγιάννης ἐψυχορραγοῦσε στὴν ἀγκαλιά τοῦ Διακόνου Δανιήλ, ὅταν ὁ Κολοκοτρώνης ἐλευθέρωσε τὴν Τριπολιτσά… Τὴν τελευταίαν στιγµὴν ἀπέθανε καὶ ὁ Μητροπολίτης Ὠλένης Φιλάρετος….» («Στοῦ Θεοῦ τὸ δρόµο», ἐκδ. Ἄθως, 1988, σελ.153).

Τὰ παραπάνω συµβάντα τὰ παραθέσαµε µὲ κάποιες λεπτοµέρειες, ἁπλῶς καὶ µόνο ὡς ἐνδεικτικά τοῦ ἐπίµονα «ἰδιότυπου» χαρακτῆρα τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821, ἑνὸς χαρακτῆρα, ποὺ ἀντιστέκεται στὴ συµβατικὴ ἱστοριογραφικὴ παρουσίαση τῶν ἐπαναστάσεων τοῦ 19ου αἰῶνα καὶ ποὺ µαρτυρεῖται καὶ ἀπὸ ἄλλα περιστατικά.

Γιὰ παράδειγµα, ἔχει ἐπισηµανθεῖ τό ὅτι ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία τῶν ἐκπροσώπων τοῦ Νεοελληνικοῦ Διαφωτισµοῦ, ἀκόµα καὶ κατὰ τὴν ἀπαρίθµηση τῶν φιλελεύθερων ἢ ἀριστερῶν ἱστορικῶν, ἦσαν εἴτε Κληρικοί, εἴτε Μοναχοί! Πῶς ἐξηγεῖται, λοιπόν, τὸ ὅτι ἕνα φαινόµενο, ποὺ κυριάρχησε στὴν Εὐρώπη ὡς προγραµµατικὰ καὶ µαχητικὰ ἀντικληρικαλιστικό, ὁ Εὐρωπαϊκός, δηλαδή, Διαφωτισµός, ἐκπροσωπεῖται στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ ἀνθρώπους, πού εἶχαν ἀφιερώσει τὴν ζωή τους στὴν Ἐκκλησία;  Δὲν συνιστᾶ, ἄραγε, γιὰ τοὺς συµβατικοὺς ἱστοριογράφους ἡ φράση «Κληρικὸς καὶ ἐκπρόσωπος τοῦ Διαφωτισµοῦ» µιὰ ἀντίφαση «ἐν τοῖς ὅροις», πού πρέπει νὰ ἐξηγηθεῖ; Ἢ πῶς ἐξηγεῖται, µὲ τὰ δικά τους κριτήρια, τὸ γεγονὸς ὅτι, ὅπως γράφεται στὸ «Ὑπόµνηµα γιὰ τὴ σηµερινὴ κατάσταση τῶν Ἑλλήνων», ποὺ ὑπέβαλε ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας στὸν Κόµη Στάκελµπεργκ, Ὑπουργὸ τοῦ Ρώσσου Αὐτοκράτορα τὸ ἔτος 1811, εἶχε ἐπικρατήσει συνήθεια ἡ Ἱερὰ Σύνοδος νὰ παρακινεῖ νέους κληρικοὺς νὰ µεταβοῦν γιὰ σπουδές, ἀκόµη καὶ χωρὶς τὴν ἱερατική τους ἀµφίεση, «στὴν Ἰταλία, τὴ Γερµανία καὶ τὴν Γαλλία, προκειµένου νὰ µελετήσουν τὶς σύγχρονες γλῶσσες καὶ νὰ τελειοποιηθοῦν στὶς ἐπιστῆµες καὶ στὴ λογοτεχνία», ὥστε νὰ ἐπανέλθουν µετὰ καὶ νὰ ἀναλάβουν ἐκκλησιαστικὰ ἀξιώµατα, ὅπως ἔπραξαν ὁ Πρώϊος Φιλαδελφείας, ὁ Διονύσιος Σερρῶν καὶ ὁ Θεοκλητὸς Σόφιας, οἱ ὁποῖοι σπούδασαν στὸ ἐξωτερικὸ γιὰ πολλοὺς χρόνους; (βλ. Γκρίγκορι Ἄρς, «Ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας στὴ Ρωσία», ἐκδ. Ἀσίνη, σελ.305).

Θὰ ἦταν, βέβαια, σκόπιµο οἱ ἱστορικοὶ νὰ προβοῦν σὲ ἀπροκατάληπτη ἔρευνα τῶν πηγῶν τῶν σχετικῶν µὲ τὴν Τουρκοκρατία καὶ τὴν Ἐπανάσταση, ὥστε νὰ προβάλλει ὁ ἀληθινὸς χαρακτήρας τους. Θεωροῦµε, ὅµως, ὅτι τὴν ἀπάντηση στὸ ζήτηµα αὐτὸ τὴν ἔχει δώσει ἤδη, ἐπιγραµµατικὰ καὶ αὐθεντικά, ὁ Ἅγιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης καὶ ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἡ ἱστορία τῆς Τουρκοκρατίας καὶ τῆς Ἐπαναστάσεως, παιδί µου, εἶναι ἡ πιὸ ἅγια ἱστορία» (βλ. Ἀρχιµ. Ἀν. Κουστένη, «Ἱστορίες ἀπὸ τὸν Ἅγιο Πορφύριο τὸν Νέο, τὸν Καυσοκαλυβίτη, ἐκδ. Κύπρης 2019, σελ. 51).

 

Νοµοµαθής

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 223

Μάρτιος 2021