Τοῦ ἱεροῦ Δωδεκαημέρου τὰ εὔλογα ἐρωτήματα
ἤ προσθέτοντας τὸν ἐπίλογο στὴν ὡς ἄνω χρονικὴ περίοδο
Στὸν παμφίλτατο κ. Π. Β. Πάσχο καὶ στὴν ἀξ. κ. Βάσω,
ταπεινὸς ἑόρτιος χαιρετισμός
Ὅπως κάθε χρόνο ἔτσι καί ἐφέτος λύθηκε καί μαζεύτηκε ξανὰ τὸ κουβάρι τῶν Γιορτῶν τοῦ πανσέβαστου καί ὁλόφωτου Δωδεκαημέρου. Καὶ δὲν ἀναφέρω τὴ λέξη «ὀλόφωτο» γιὰ νὰ ἐπαινέσουμε τοὺς ἄρχοντες, ποὺ στόλισαν δρόμους καὶ πλατεῖες μὲ χιλιάδες χρωματιστὰ λαμπιόνια, ἀλλὰ νὰ τονίσω πὼς τὸ φῶς ποὺ μᾶς χαρίζεται τὶς Γιορτὲς αὐτὲς προέρχεται ἀπὸ τὴν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης, ποὺ καί ὁ Ἴδιος τὸ κηρύττει «Ἐγὼ εἰμὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ἰω.) Ἕνα φῶς ἀναντίρρητα διαρκές καί ὄχι προσωρινό, ἕνα φῶς μεταφυσικό, ποὺ λαμποκοπᾶ καὶ καταυγάζει ἀκόμα τὰ πιὸ μυστικά μας κύτταρα.
Εἶν’ ἀλήθεια ὅτι χαίρεται ὁ κόσμος μέσα στοὺς φωτεινοὺς δρόμους νὰ σεργιανᾶ, νά ἀκούει εὐχές, νὰ προσπαθεῖ νὰ λησμονήσει, πρόσκαιρα πάντα, τὰ ὅσα συμβαίνουν γύρω του. Μὰ ὡς ἐκεῖ. Ἐκεῖ μονάχα στέκεται καὶ δὲν γυρίζει πίσω του νά δεῖ, νά ἀφουγκραστεῖ τὶς φωνὲς τῶν προγόνων του, τὶς φωνὲς τῶν Προφητῶν καὶ Ἁγίων ποὺ ἔζησαν τὸ θαῦμα: Τὸ μέγα θαῦμα τῆς τοῦ Χριστοῦ μας Ἐνανθρωπήσεως, διὰ τῆς ὁποίας «λύτρωσιν ἀπέστειλεν ὁ Κύριος τῷ λαῷ αὐτοῦ». Γιατὶ μονάχα ἔτσι θὰ μεταποιηθεῖ ὡς ὁ «Λαὸς ὁ πάλαι, ἐν σκιᾷ θανάτου, καθεζόμενος [ποὺ εἶδε], τὸ φῶς ἀνατεῖλαν, ἐκ τῆς Παρθένου, καὶ πολλῆς θυμηδίας ἐμπλήσθη, τὸν πτωχεύσαντα Λόγον, μεγαλύνων ἀεί».