Ἡ σχέση Ἑλληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ στά ἔργα τοῦ ἁγίου Νεκταρίου

Ἡ σχέση Ἑλληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ στά ἔργα τοῦ ἁγίου Νεκταρίου

 

Τή 17η Ἰουνίου τοῦ 1896 προβαίνει ὁ Ἅγιος Νεκτάριος (1846-1920) σέ μιά ὁμιλία μέ θέμα «Περί τῆς Ἑλληνικῆς Φιλοσοφίας ὡς παιδαγωγοῦ τῶν Ἑλλήνων πρός τόν Χριστιανισμόν». Σέ αὐτή τήν ὁμιλία ἀναπτύσσει  συστηματικά δομημένες τίς θέσεις του γιά τή σχέση Ἑλληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ. Ἡ ὁμιλία, ὅπως τονίζει ὁ Ἅγιος στήν ἀρχή, εἶναι τό ἀποτέλεσμα πολυετοῦς μελέτης καί συγκέντρωσης ὑλικοῦ ἀπό τούς σοφούς καί φιλοσόφους της Ἀρχαίας Ἑλλάδος σέ ὅ,τι ἀληθινό εἶπαν γιά τόν Θεό, τήν ψυχή καί τήν ἀρετή. Ἐμπλουτισμένη μέ λόγια τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων Πατέρων, ὥστε νά ὑπάρχει μέτρο σύγκρισης, ἡ συλλογή αὐτή ἐκδόθηκε σέ δύο τόμους μέ τόν τίτλο Ἱερῶν καί φιλοσοφικῶν λογίων θησαύρισμα, ὁ μέν πρῶτος τόμος τό 1895-1896 καί ὁ δεύτερος τό 1896. Ἡ μελέτη τῶν Ἑλλήνων φιλοσόφων ἔπεισε τόν Ἅγιο Νεκτάριο γιά τόν πραγματικό πόθο τους στήν ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας, ὁ ὁποῖος τούς ὁδήγησε στήν ἀληθινή φιλοσοφία καί τελικά στήν ἀποδοχή τῆς σαρκωμένης Ἀλήθειας, τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ.

Ἔτσι ὁ Ἅγιος βρίσκει ποικίλα λόγια θαυμασμοῦ γιά τήν Ἑλληνική Φιλοσοφία. Ἀναφέρω μόνο τά κατά τήν ἐκτίμησή μου πιό ἐντυπωσιακά. Μέσῳ τῆς Ἑλληνικῆς Φιλοσοφίας φάνηκε ἡ «τελεία τοῦ ἀνθρώπου εἰκών», «τὸ ὕψoς τῆς ἀνθρωπίνης διανοίας, τὸ βάθος τῶν ἐννοιῶν, ἡ ἰσχὺς καὶ τὸ κάλλος τοῦ λόγου» καί ἐνί λόγῳ ἡ «θειότης τοῦ ἀνθρώπου». Ὑπῆρξε «θεμελιώδης ἀρχή τῆς ἀληθοῦς ἀναπτύξεως καί μορφώσεως», «διδάσκαλος τῆς ἀληθείας» καί τελικά «παιδαγωγός τῆς ἀνθρωπότητος εἰς Χριστόν».

 

Φυσική ἰδιότητα καί ἀποστολή τοῦ Ἕλληνα

Στηριζόμενος στή μελέτη του, ἐκφράζει γιά τόν Ἕλληνα ἐκεῖνο πού κατά τή συνείδησή του τόνισε καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μέ τά λόγια «Ἓλληνες σοφίαν ζητοῦσιν», ὅτι «ἀληθῶς ἐγεννήθη, ἵνα φιλοσοφῇ· διότι ἐγεννήθη διδάσκαλος τῆς ἀνθρωπότητος» καί ὅτι «ὁ Ἓλλην πλασθεὶς φιλόσοφος ἐπλάσθη χριστιανός, ἐπλάσθη ἵνα γνωρίσῃ τὴν ἀλήθειαν καὶ διαδῷ αὐτὴν τοῖς ἔθνεσιν». Αὐτή, σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο Νεκτάριο, εἶναι ἡ ἀληθινή ἀποστολή τοῦ Ἕλληνα σέ ὅλο τό μῆκος τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας. Ἐκλέχθηκε ἀπό τή Θεία πρόνοια μεταξύ τῶν Ἐθνῶν γιά νά ἐπιτελεῖ τό «αἰώνιον ἔργον τῆς σωτηρίας διὰ τῆς διαπλάσεως ἁπάσης τῆς ἀνθρωπότητος κατὰ τὰς ἀρχὰς τῆς ἀποκαλυφθείσης θρησκείας». Τό μαρτυρεῖ τόσο ἡ ἱστορία, μέ τήν μακροβιότητα καί δράση τοῦ Ἑλληνισμοῦ σέ ὅλους τούς αἰῶνες, ὅσο καί ἡ Ἁγία Γραφή μέ τά λόγια τοῦ Χριστοῦ «νῦν ἐδοξάσθη ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου» (Ἰω. 13, 31), τά ὁποῖα εἶπε ὅταν Τοῦ ἀνακοίνωσαν, ὅτι ἦρθαν Ἕλληνες γιά νά Τόν ἰδοῦν (Ἰω. 12, 21-22), οἱ ὁποῖοι γιά τόν Ἅγιό μας ἀντιπροσωπεύουν ὅλο το Ἑλληνικό Ἔθνος. Τά Θεῖα αὐτά λόγια τοῦ Σωτῆρα, σύμφωνα μέ τήν ἑρμηνεία τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, εἶναι «προφητεία, πρόρρησις τῶν μελλόντων». Ὑποδεικνύουν «τὸ ἔθνος ἐκεῖνο, εἰς ὃ ἔμελλε νὰ παραδώσῃ τὴν Ἱερὰν Παρακαταθήκην, ἵνα διαφυλαχθῇ τῇ ἀνθρωπότητι» καί τό ὁποῖο «πρός τόν σκοπόν τοῦτον προώριστο ἀπό καταβολῆς κόσμου». Ἡ προθυμία αὐτοῦ τοῦ ἔθνους νά ἐγκολπωθεῖ τή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καί νά τή διαδώσει στά ἔθνη, θά ὁδηγήσει στή δόξα τοῦ Χριστοῦ, τήν ἀποδοχή τοῦ Εὐαγγελίου ἀπ’ ὅλα τα ἔθνη.

Πῶς ὅμως διαγράφεται ἡ πορεία τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἡ ὁποία τελικά τόν ὁδήγησε νά γίνει ὁ ὀφθαλμός τοῦ σώματος τῆς ἀνθρωπότητας;

Μέ ἀφετηρία τήν ὡραιότητα τῆς δημιουργίας ἀναζήτησε μέ τόν φιλοσοφικό του νοῦ τόν δημιουργό καί ἀναγνώρισε τήν εἰκόνα τοῦ δημιουργοῦ στά δημιουργήματα. Ἡ καλλιτεχνική κατασκευή, ἡ ἀναρίθμητος ποικιλία πού παρατηρεῖται ἀπό τά ἐλάχιστα στά μέγιστα δημιουργήματα σχηματίζει στόν φιλόσοφο μιά ἀπειροβάθμιστη κλίμακα πρός τόν οὐρανό, ξυπνάει μέσα του τήν ἐπιθυμία νά γίνει πνεῦμα γιά νά μπορέσει νά προσεγγίσει τό Θεῖο πνεῦμα. «Ἐννοεῖ ὅτι μία ἀρχή, μία δύναμις, μία ἄπειρος σοφία, ἕν ὅν Θεῖον ἀγαθόν ἐγένετο ὁ δημιουργός της θαυμαστῆς ταύτης δημιουργίας». Ἀπό τήν γνώση τῶν θείων ἰδιοτήτων γεννιέται ἐντός του ἡ ἀγάπη καί ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ, γεννιέται ὁ Θεῖος ἔρως στήν καρδιά του. Ὡς ὀρθῶς φιλοσοφῶν ἄνθρωπος αἰσθάνεται στόν βαθύτερο ἑαυτό τοῦ τή θεία δύναμη, ὅπως τόν κυριεύει καί τόν ὁδηγεῖ στό νά ἀκολουθήσει μιά βούληση διαφορετική ἀπό τήν βούληση τοῦ αἰσθητοῦ ἀνθρώπου. Τότε ἀρχίζει νά ἀναρωτιέται γιά τή σχέση του μέ τό Θεῖο, γιά τόν πόθο του, παρ’ ὅτι προέρχεται ἀπό τή γῆ, νά ἐξομοιωθεῖ μέ τό Θεῖο, ἀναρωτιέται μήπως ὁ ἴδιος εἶναι πνεῦμα, ἀλλά, ἐάν εἶναι ἔτσι, γιατί πεθαίνει; Τελικά καταλήγει στήν πεποίθηση, ὅτι ὁ θάνατος, ἄν καί ἐπικρατεῖ πάνω σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, δέν μπορεῖ νά τοῦ στερήσει τήν αἰωνιότητα, μιά πεποίθηση πού μαρτυρεῖται σέ ὅλη τήν ἀνθρωπότητα. Αὐτή ἡ κοινή πεποίθηση δέν μπορεῖ παρά νά ἀποδοθεῖ στή Θεία δύναμη ἐντός τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία τόν πληροφορεῖ μυστικά, ὅτι προορισμός τοῦ εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, ὅτι εἶναι «ὂν ἀθάνατον, διότι νοεῖ τὸ Θεῖον, διότι ἕλκεται πρὸς τὸ Θεῖον, διότι ἀγαπᾷ τὸ Θεῖον, διότι λατρεύει τὸ Θεῖον, διότι πληροφορεῖται διὰ τῆς ἐν αὐτῷ μυστηριώδους δυνάμεως ὑπ᾿ αὐτοῦ τοῦ θείου».

Μέσα λοιπόν ἀπό αὐτή τήν φιλοσοφική γνώση καί τήν ὑπαρξιακή στροφή πρός τόν Θεό μέ τόν Θεῖο ἔρωτα, ἄγεται ὁ Ἕλληνας ἀπό τά γήϊνα πρός τά οὐράνια, στήν ἀναγνώριση τῆς ἀνάγκης ἐπικράτησης τοῦ πνεύματος ἐπί τῆς ὑλικῆς πραγματικότητας, ὅτι ἀποστολή του εἶναι ἡ τελείωση μέσα ἀπό τήν ἐξομοίωση μέ τόν Θεό καί ὅτι αὐτή γίνεται πραγματικότητα μέ τίς ἀρετές τῆς εὐσέβειας, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἀλήθειας καί τῆς ἐπιστήμης. Ἡ μέν εὐσέβεια τοῦ ἀνοίγει τό δρόμο πρός τό Θεῖο καί οἱ ἄλλες τρεῖς ἀρετές «γίνονται αὐτῷ εἰς εἰκόνα καί ὁμοίωμα Θεῖον». Ἔτσι δημιουργεῖ ἕναν πνευματικό κόσμο, τόν ὁποῖο στή συνέχεια ἀπό τήν ἐγγενῆ ἀγάπη πού αἰσθάνεται πρός τόν πλησίον δέν θέλει νά κρατήσει μόνο γιά τόν ἑαυτό του. Γεννιέται μέσα του ὁ πόθος τῆς μετάδοσης αὐτοῦ του πολιτισμοῦ σέ ὅλη τήν ἀνθρωπότητα, ὁ ὁποῖος τόν διαφοροποιεῖ ριζικά ἀπό τούς κατακτητές τοῦ σώματος, οἱ ὁποῖοι στοχεύουν στήν ὑποδούλωση τῶν ἀνθρώπων. Αὐτή ἡ ἀγάπη πού ἀποβλέπει στήν πνευματική κατάκτηση, ἡ ὁποία σέβεται τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, «ἐγένετο τὸ ἐλατήριον ὅλων τῶν ὁρμῶν του· αὕτη ἐμόρφωσε καὶ τὸν ἐθνικὸν αὐτοῦ χαρακτῆρα, ὅστις διέμεινεν ἀναλλοίωτος».

Μέ τόν Χριστιανισμό ὁ Ἕλληνας, λόγῳ τοῦ ἠθικοῦ χαρακτῆρα, πού εἶχε διαμορφώσει, βρῆκε τήν πληρότητα, τήν ὄντως ἀλήθεια, τήν ἀποκάλυψη ὅλης τῆς γνώσης πού ἐπιζητοῦσε, τήν καθαρότητα τῆς ὅρασης, τήν ἀπαλλαγή ἀπό τήν καταδυναστεία τοῦ ἀντιπάλου, τή δωρεά τῆς ἐπίγειας εὐδαιμονίας καί τῆς αἰώνιας μακαριότητας, τόν τέλειο διδάσκαλο πού τοῦ παρεῖχε ὅλη τή σοφία. Ἔτσι τόν ἀγκάλιασε μέ ὅλη τήν ὕπαρξή του καί «ὁ χριστιανισμὸς ὡς πρῶτον δῶρον αὐτοῦ ἐδωρήσατο αὐτῷ νέαν ζωήν· ὁ δὲ Ἓλλην ὑπεστήριξεν αὐτὸν διὰ τῶν ἀγώνων καὶ τῶν αἱμάτων του».

Στή συνέχεια παρουσιάζει ὁ Ἅγιος θέσεις τοῦ Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως μέ τίς ὁποῖες συμφωνεῖ ἀπόλυτα: Ἡ Ἑλληνική φιλοσοφία παιδαγώγησε τούς Ἕλληνες εἰς Χριστόν ὅπως καί ὁ νόμος τούς Ἑβραίους. Ναί μέν ἀδυνατοῦσε νά συλλάβει τό μέγεθος τῆς ἀλήθειας καί νά ὁδηγήσει στήν πιστή τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν, ἀλλά προκατασκεύασε τήν ὁδό γιά τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ καί ἀποτελοῦσε προτύπωση τοῦ χριστιανικοῦ ἤθους. Ἑπομένως, συμπεραίνει ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, «θείας οἰκονομίας ἦτο ἔργον», ἦταν δῶρο τοῦ Θεοῦ, ὅπως τό τονίζει καί ἡ Ἁγία Γραφή γιά κάθε ἐκδήλωση σοφίας. Ἡ Ἑλληνική μετάφραση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τῶν Ἑβδομήκοντα, ὅπως καί ἡ συγγραφή τῶν βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης στήν Ἑλληνική γλῶσσα πρέπει ἐπίσης νά θεωρηθεῖ ὡς ἔργο τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ, γιά νά γνωρίσει τό Ἑλληνικό ἔθνος τόσο μέσῳ τῆς φυσικῆς θεογνωσίας ὅσο καί μέσῳ τῆς ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ τήν ὕψιστη ἀλήθεια. Γιατί ὅμως αὐτό; Καί ἀπαντάει ὁ Ἅγιος: Ἐπειδή τό Ἑλληνικό ἔθνος ἀπό τή θεία πρόνοια «εἶχε κληθῆ ἵνα ἐργασθῇ ὑπέρ τοῦ χριστιανισμοῦ». Ἄρα δικαίως μπορεῖ κανείς νά πεῖ ὅτι «ἡ φιλοσοφία ἐποδηγέτει τὸ Ἑλληνικὸν εἰς Χριστὸν ὅπως ἀναδείξῃ αὐτὸ κατάλληλον ὄργανον πρὸς διάδοσιν τῶν θείων αὐτοῦ ἀρχῶν».

 

Ποιοτική διαφορά Ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καί Ἀποκάλυψης

τῆς Ἀλήθειας ἐν Χριστῷ

Σέ ὅλα ὅσα ἐλέχθησαν ὡς τώρα, πρέπει βέβαια κανείς νά ἔχει συνεχῶς κατά νοῦ τήν ποιοτική διαφορά τῆς Ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καί τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀπό τήν ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας ἐν Χριστῷ καί τόν Χριστιανισμό. Κατ’ ἀρχάς ὁ Ἅγιος, ἀκολουθῶντας τόν Κλήμεντα ὀνομάζει τήν Ἑλληνική Φιλοσοφία «συναίτιον αἴτιον καὶ συνεργὸ καὶ αἰτία καταλήξεως τῆς ἀληθείας, οὐχὶ δὲ αὐτὴ ἡ ἀλήθεια» καί τονίζει στή συνέχεια, ὅτι πάντα ἡ φιλοσοφία ἀφήνει στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου ἕνα κενό, τό ὁποῖο μάλιστα μεγεθύνεται μέ τήν γεύση τοῦ θείου πού ἀποκτάει ὁ ἄνθρωπος, χωρίς νά μπορέσει νά ἑνωθεῖ μαζί του. Ἔχοντας ὡς ἀφετηρία τήν ὡραιότητα τῶν δημιουργημάτων ἀνεβαίνει μέν σέ μιά εἰκόνα τοῦ θείου καί τῶν ἰδιοτήτων του, ἀλλά αὐτό τό Θεῖο τῆς φιλοσοφίας, παρ’ ὅτι τό ποθεῖ ὁ ἀληθινός φιλόσοφος, παραμένει εἰκόνα, παραμένει κάτι τό ἄπιαστο, ἀφοῦ δέν μπορεῖ νά τό ἐγκολπωθεῖ καί νά ἑνωθεῖ μαζί του. Ἐνῶ μέ τή νόηση τῶν ἰδιοτήτων τοῦ θείου ὁδηγεῖται σέ ἠθικές ἀρετές, ἔχοντας ὡς στόχο τήν ἐξομοίωση μέ τό Θεῖο καί τήν ἄμεση σχέση μαζί του, ἀδυνατεῖ νά τήν κατορθώσει λόγῳ τοῦ μεσότειχου τῆς ἁμαρτίας πού ὑψώθηκε ἀνάμεσα στόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους. Ἄλλα οὐσιαστικά ἐμπόδια εἶναι ἡ ἔλλειψη: «θείας διαπλαστικῆς δυνάμεως», «θείου κύρους», ἀκλόνητης πίστεως, αἰώνιας ἐλπίδας χωρίς κάθε ἴχνος φόβου πού φέρει μέσα της τήν πληρότητα τῆς εὐδαιμονίας καί πολλῶν ἄλλων, μεταξύ τῶν ὁποίων ἡ ἔλλειψη «τῆς ἰσχύος τῆς Χριστιανικῆς ἀγάπης», τῶν «ἐκ τῶν ἄνωθεν μαρτυρίων πρός πίστωσιν τῆς ἀληθείας», «τῶν καρπῶν τῆς χάριτος τοῦ ἁγίου Πνεύματος», τοῦ «ἁγιασμοῦ καί τῆς μεταδοτικῆς τούτου δυνάμεως» καί «τῆς θείας ἀποκαλύψεως».

Αὐτές εἶναι οἱ βασικές θέσεις τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου γιά τόν Ἑλληνισμό, τήν ἀποστολή καί τή σχέση του μέ τόν Χριστιανισμό, ὅπως προκύπτουν ἀπό τήν πολυετῆ μελέτη του τῆς σοφίας τῆς Ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καί γενικά τῆς πορείας τοῦ Ἑλληνισμοῦ μέσα στήν ἱστορία. Πάντα, βέβαια, ὁ Ἅγιος ὑπογραμμίζει καί ὑπενθυμίζει, ὅτι ἀναφέρεται σέ ὅ,τι ἀληθῶς ἔχουν φιλοσοφήσει οἱ Ἕλληνες. Δέν ἀναπτύσσει τό σύστημα ἑνός φιλόσοφου, π.χ. τοῦ Πλάτωνος ἤ τοῦ Ἀριστοτέλη, ἀλλά ἐπιχειρεῖ μιά τομή, ἕναν κοινό παρονομαστή ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς φιλοσοφικῆς σκέψης μέ βάση τόν δίτομο Θησαυρό, στόν ὁποῖο ἀναφερθήκαμε παραπάνω. Τό τονίζει μέ ἐκφράσεις, ὅπως «διά τῶν ὑγιῶν αὐτῆς θεωριῶν» ἤ χρησιμοποιῶντας τά λόγια τοῦ Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως «πᾶν ὅ,τι εἶπον ὑγιές οἱ φιλοσοφήσαντες, τοῦτο θείας οἰκονομίας ἦτο ἔργον», ἤ τονίζοντας, ὅτι ὁ Κλήμης «δέν παραδέχεται φιλοσοφίαν εἰ μή τήν ὑγιαίνουσαν». Αὐτό βέβαια σημαίνει τόν ἀποκλεισμό πολλῶν “αἱρετικῶν”, μή συμβατῶν μέ τήν χριστιανική κοσμολογία καί ἀνθρωπολογία, ἀπόψεων ἀρχαίων φιλοσόφων, ὅπως τό ἄναρχο καί ἀτελεύτητο τῆς ὕλης, τόν πλατωνικό θεό δημιουργό, πού εἶναι περισσότερο μιά σκιά παρά ζωντανός καί ἁπλῶς βάζει τήν ἄτακτη κίνηση τῆς ὕλης σέ τάξη καί ἁρμονική κίνηση, τήν φυσική ἀθανασία τῆς ψυχῆς, τήν ἀντίληψη περί τοῦ σώματος ὡς φυλακῆς τῆς ψυχῆς κ.ἄ.

Στή φιλοσοφική ὁδό πού ἐκθέτει μέ βάση τή δημιουργία τοῦ κόσμου, ἀνακαλύπτουμε μιά μεγάλη ὁμοιότητα μέ τήν ὑποενότητα τοῦ Α΄ Κεφαλαίου τοῦ Συμβουλευτικοῦ Ἐγχειριδίου τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ἡ ὁποία ἐπιγράφεται Ὅτι διά τῆς θεωρίας τῶν κτισμάτων ἀναβαίνει ὁ Νοῦς εἰς τήν γνῶσιν καί ἀγάπην τοῦ Κτίστου. Στήν ἑνότητα αὐτή ὁ Ἅγιος Νικόδημος, στηριζόμενος στόν Μέγα Βασίλειο περιγράφει μιά ὅμοια πορεία τοῦ φιλοσοφικοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτή ὡς φυσική θεολογία πάντα γινόταν ἀποδεκτή μέσα στήν Ὀρθόδοξη Θεολογική Παράδοση καί ἀνταποκρίνεται ἀπόλυτα στή λογική φύση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία καλλιεργήθηκε ὄντως σέ μέγιστο βαθμό στήν Ἑλληνική Φιλοσοφία, ὅπως τήν ἀντιλαμβάνεται ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, δηλ. ὡς ἀληθινή φιλοσοφία, ἡ ὁποία δέν προσκρούει στήν Ἁγία Γραφή.

 

Ἀρχαιολατρία: Ὁ πνευματικός προσανατολισμός

τῶν διανοούμενων τῆς ἐποχῆς

Δέν πρέπει ἐπίσης νά παραγνωρίσουμε τόσο στό παραπάνω ὀγκῶδες δίτομο ἔργο τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου ὅσο καί στήν ὁμιλία του τόν πνευματικό προσανατολισμό τῆς ἐποχῆς του. Προφανῶς ἡ χρονολογία τῆς ἐκδόσεως τοῦ ἔργου καί ἡ πραγματοποίηση τῆς ὁμιλίας δέν πρέπει νά θεωρηθοῦν τυχαία. Συμπίπτουν μέ ἔτος 1896, τό ἔτος τῆς διεξαγωγῆς τῶν πρώτων σύγχρονων Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων στήν Ἀθήνα. Πέρα ἀπό τήν ἐνδελεχῆ μελέτη τοῦ Ἁγίου, ἡ ὁποία τόν ὁδηγεῖ ὄντως στό συγκεκριμένο ἑρμηνευτικό πλαίσιο ὡς πρός τή σχέση Ἑλληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ, χαρακτηριστικό τῆς ἐποχῆς του εἶναι ἡ ἀρχαιολατρία, ἡ στροφή πρός τήν ἀρχαία Ἑλλάδα. Αὐτή ἔχει τίς ρίζες της στήν δυτική ἀναγέννηση καί στόν δυτικό διαφωτισμό καί μεταφέρεται ἀπό τούς δυτικότροπους Ἕλληνες διαφωτιστές, μέ κορυφαῖο τόν Κοραή, στόν Ἑλλαδικό χῶρο, φθάνει δέ σέ ἔξαρση στά μέσα του 19ου αἰῶνα, ἐνισχυμένη μάλιστα ἀπό τόν Βαυαρικό νεοκλασσικισμό. Ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα ἐξυψώνεται, καί στίς συνειδήσεις τῶν λατρῶν τῆς μετατρέπεται σέ αὐτόνομο μέγεθος, τό ὁποῖο ἀτενίζουν καί θαυμάζουν οἱ θιασῶτες τῆς Νεοέλληνες τοῦ 19ου αἰῶνα ἀπό μιά ἀπόσταση 18 αἰώνων, σάν νά μή ὑπῆρξε ἱστορική συνέχεια αὐτοῦ τοῦ τόπου. Ὁ μακαριστός π. Γεώργιος Μεταλληνός στό ἔργο τοῦ Παράδοση καί Ἀλλοτρίωση παρομοιάζει αὐτή τή στάση μέ τήν πολύ ταιριαστή στή συνάφεια αὐτή εἰκόνα: «Μοιάζαμε σάν νά ἀρνούμαστε τόν Πατέρα μας καί νά ἀναζητοῦμε τήν ταυτότητά μας ἀποκλειστικά στόν Παπποῦ μας. Σάν νά μήν εἴχαμε Πατέρες, ἀλλά μόνο μακρινούς προγόνους». Στήν περίπτωση τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων τοῦ 1896 αὐτή ἡ στροφή, ὁ προσανατολισμός καί ὁ θαυμασμός ἀφορᾶ, μάλιστα, στήν εἰδωλολατρική Ἑλλάδα, τόν παγανιστικό Ἑλληνισμό. Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος φωτογραφίζει αὐτόν τόν ἐκθειασμό καί τήν αὐτονόμηση τῆς Ἀρχαίας Ἑλλάδας, πού ἀφορᾶ φυσικά κυρίως τούς διανοούμενους μέ τό ἑξῆς χαρακτηριστικό χωρίο: «Ἐπειδὴ ὅμως ἐνδεχόμενον νὰ ὑπάρχωσι τινὲς φρονοῦντες ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ φιλοσοφία εἶναι ἡ ἔκφρασις τῆς ἰσχύος τῆς ἀνθρωπίνης διανοίας καὶ τὸ τέλος καὶ ὁ σκοπὸς τῶν ἐνεργειῶν τοῦ πνευματικοῦ βίου τοῦ ἀνθρώπου ἐν ᾧ ἡ πλήρωσις τῶν πνευματικῶν ἀναγκῶν τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸ πλήρωμα τῶν ἐγκαρδίων αὐτοῦ πόθων, τὸ φέρον τὴν εὐδαιμονίαν καὶ τὴν μακαριότητα, ἐπιχειροῦμεν διὰ βραχέων νὰ ὑποδείξωμεν τοὺς λόγους δι᾿ οὓς ἡ Ἑλληνικὴ φιλοσοφία δὲν ἠδύνατο νὰ ᾗ σκοπός, ἀλλὰ συναίτιον αἴτιον καὶ ποδηγέτης πρὸς τὸν σκοπόν.»

Αὐτήν τήν σύγχρονή του πραγματικότητα ἀντιμετωπίζει ὁ Ἅγιος Νεκτάριος μέ τή προβολή τῆς δικῆς του θεώρησης τῆς σχέσης Ἑλληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ. Μέ τίς θέσεις του φανερώνεται ὡς αὐθεντικός ἐρευνητής τῆς ἱστορίας ἀλλά καί ὡς ἀληθινός ποιμένας, ὁ ὁποῖος γιά τήν προστασία τοῦ ποιμνίου του θέλει νά ἀνακόψει, ὅσο εἶναι στίς δυνάμεις του, αὐτό τό τόσο ἰσχυρό ρεῦμα τῆς ἐποχῆς στή διανόηση. Ἑρμηνεύοντας τήν ἱστορία μέ τό διεισδυτικό του κριτικό πνεῦμα, φωτισμένο ἀπό τή σχέση του μέ τόν Τριαδικό Θεό μας, ὑπογραμμίζει τή διαχρονική παρουσία τοῦ Ἑλληνισμοῦ στήν ἱστορία. Τονίζει τή πλήρωση ὅλων τῶν πόθων τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὅταν συναντᾶ Τόν ποθούμενον, Τόν Θεάνθρωπο Χριστό. Ἐξαίρει τόν ἀναβαπτισμό του στόν Χριστιανισμό, στή νέα ζωή, ἡ ὁποία στήν ἐπίγεια ζωή ἐξασφαλίζει τήν εὐδαιμονία καί στήν μέλλουσα τήν μακαριότητα. Διακηρύττει τήν ἀποστολή τοῦ νέου μεγέθους, τοῦ Ἑλληνισμοῦ, πού πλέον ἔχει γίνει Χριστιανισμός. Ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά καί συμπυκνωμένα τό ἀποδίδει τό ἑξῆς χωρίο: «Ὁ ἔρως πρὸς τὴν φιλοσοφίαν ἐγένετο ἔρως πρὸς τὸν χριστιανισμόν, καὶ ἡ φιλοσοφία ἀπέβη πίστις εἰς Χριστόν. Ὁ ἔρως ἄρα πρὸς τὴν ἀλήθειαν ὑπῆρξεν ὁ λόγος, δι’ ὃν ἡ Ἑλληνικὴ φυλὴ ἅμα τῇ ἐμφανίσει τῆς ἀποκαλυφθείσης ἀληθείας ἐγένετο ταύτης ἐραστὴς καὶ ὀπαδὸς καὶ ἐνεστερνίσθη καὶ ἐνεκολπώθη αὐτὴν καὶ τὸ αἷμα αὐτῆς ἀφειδῶς ὑπὲρ αὐτῆς ἐξέχεεν».

 

Ἃγιος Νεκτάριος καί Ἀπόστολος Μακράκης

Πέρα, ὅμως, ἀπό τήν περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα τῆς ἐποχῆς, μέ τήν δική του ἀνάπτυξη τοῦ θέματος τῆς σχέσης Ἑλληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ, ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἐναντιώνεται καί σέ ἕνα ἀναγεννητικό κίνημα πού εἶχε ἐξαπλωθεῖ ἀνάμεσα στούς χριστιανούς τῆς ἐποχῆς του. Πρόκειται γιά τήν ἀνακαινιστική προσπάθεια τοῦ Ἀποστόλου Μακράκη (1830-1905), ὁ ὁποῖος εἶχε ἐμφανιστεῖ στή δημόσια ζωή τοῦ Νεοελληνικοῦ Κράτους μέ εἴκοσι ὁμιλίες πού ἐκφώνησε στήν πλατεία Ὁμονοίας, ξεκινῶντας τήν πρώτη τήν 29η Μαΐου, τήν ἡμέρα μνήμης τῆς Αλωσης τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τήν 29η Μαΐου τοῦ 1866. Ζητοῦσε τήν ὁμόνοια τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ στό οὐσιαστικό γιά ἐκεῖνον ζήτημα, πού ἦταν καί ὁ τίτλος τῶν ὁμιλιῶν: «Τό ἔργον τοῦ 1821, πῶς ἄν τάχιστα καί κάλλιστα εἰς πέρας ἔλθοι». Μέ τούς φλογερούς του λόγους, τή θρησκευτική, ἐκπαιδευτική καί κοινωνικοπολιτική τοῦ δράση, ζητοῦσε ὁ Μακράκης νά κάνει πραγματικότητα τή Χριστοκρατία, δηλ. τήν ἐπικράτηση τοῦ Χριστοῦ σέ ὅλο τό φάσμα τῆς ζωῆς τοῦ Ἔθνους. Μέ τή Σχολή καί τούς Συλλόγους πού δημιούργησε ζητοῦσε νά μπολιάσει τό ἐθνικό σῶμα μέ αὐτήν τήν νέα πραγματικότητα.

Ἐκ πρώτης ὄψεως μοιάζουν οἱ θέσεις τοῦ Μακράκη γιά τή σχέση Ἑλληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ μέ ἐκεῖνες τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου. Καί γιά ἐκεῖνον τό Ἑλληνικό ἔθνος, ἐκφράζοντας τήν προτίμησή του πρός τόν νόμο τῆς συνείδησης καί τό φῶς τῆς διάνοιας, τόν ὀρθό λόγο, ἐκλέγεται καί φωτίζεται ἀπό τόν Θεό, λειτουργεῖ ὡς παιδαγωγός εἰς Χριστόν. Καί γιά ἐκεῖνον μέ τή συνάντηση Ἑλληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ γεννιέται ἕνα νέο μέγεθος στήν ἱστορία, ὁ χριστιανικός  Ἑλληνισμός, ὁ ὁποῖος ἔχει νά ἐπιτελέσει μιά παγκόσμια ἀποστολή. Ὅταν ὅμως ἐμβαθύνει κανείς λίγο περισσότερο στό μακρακικό οἰκοδόμημα ἰδεῶν, διαπιστώνει, ὅτι οἱ πεποιθήσεις τοῦ τελευταίου εἶναι διαμετρικά ἀντίθετες ἀπό ἐκεῖνες τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου. Ὁ Μακράκης ὑποστηρίζει, ὅτι ὁ Ἀρχαῖος Ἑλληνισμός, φυσικά ὄχι στήν εἰδωλολατρική ἀλλά στήν φιλοσοφική του ἐκδοχή, δέχθηκε τήν ἀποκάλυψη τοῦ ἄσαρκου Λόγου. Ὁ θαυμασμός του γιά αὐτόν τόν  φιλοσοφικό Ἑλληνισμό περνάει μέσα ἀπό τήν ἀπόλυτη ἐξύψωση τοῦ Πλάτωνα. Τήν ἐκφράζει μέ λόγια ὅπως: ὁ Πλάτων «ἠδυνήθη προαισθανθῆναι καί προϊδεῖν τάς ὑπό τοῦ σαρκωθέντος Λόγου τοῦ Θεοῦ φανερωθείσας ἀληθείας». Ἐξισώνει τόν Πλάτωνα ἀπόλυτα μέ τόν Μωϋσέα ἤ μᾶλλον τόν ἀνεβάζει πάνω ἀπό ἐκεῖνον, διότι ὁ πρῶτος ἔχει ὡς ἀποστολή τήν φιλοσοφική καί ἐπιστημονική δρομολόγηση τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ, τήν κορύφωση αὐτοῦ τοῦ ἔργου, ἐνῶ ὁ δεύτερος τή θρησκευτική, πού εἶναι ἁπλῶς ἡ θεμελίωση αὐτοῦ του ἔργου. Ἔτσι ὁ Σαρκωθείς Θεός Λόγος, ὁ Χριστός, ἔχοντας ἐνώπιόν Του τά φυσικά προσόντα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, τή λογικότητα καί τήν ἐπιστημονική ἱκανότητα, ὅπως εἶχαν διαμορφωθεῖ μέσῳ τοῦ Πλάτωνα, ἔχει ἁπλῶς νά τά ἐπικυρώσει καί νά τά συμπληρώσει μέ τήν ἀληθινή θρησκεία, πού ταυτίζεται μέ τά ἀπαραίτητα ἔργα, τήν ἐκτελεστική δύναμη γιά τήν ἐφαρμογή τῶν σχεδίων τῆς Ἑλληνικῆς φιλοσοφίας γιά τήν ἀνθρωπότητα.

Ἐάν ἀξιολογήσει κανείς αὐτές τίς θέσεις τοῦ Μακράκη, πού παρουσιάζονται ἐδῶ μέ ἀπόλυτη συντομία, καταλήγει στίς ἑξῆς διαπιστώσεις: Ὁ Μακράκης δέν δέχεται τόν ἀναβαπτισμό τοῦ Ἑλληνισμοῦ μέσα στόν Χριστιανισμό, μέσα στούς στοχασμούς του δέν ὑπάρχει χῶρος γιά τήν καινή κτίση, γιά τήν ἐν Χριστῷ ἀνανέωση τῆς ὅλης δημιουργίας. Ἡ λογοκρατούμενη ἀνθρωποκεντρική θέαση, μέσα ἀπό τήν ὁποία παρουσιάζει τήν ἀρχαιοελληνική φιλοσοφία μέ ἀπόλυτη κορύφωση τόν Πλάτωνα, καθιστᾶ τόν ἀρχαῖο Ἑλληνισμό μοναδικό μέγεθος στήν ἱστορία. Μέ τή βαρύτητα πού τοῦ ἀποδίδει ὁ Μακράκης, κατά τή συνάντησή του μέ τόν Χριστιανισμό, φυσικά, ἐπιβάλλεται στόν τελευταῖο καί ἄρα ἀπόλυτα δικαιολογημένα πρέπει νά κάνουμε λόγο γιά τόν ἐξελληνισμό τοῦ χριστιανισμοῦ στό ἔργο τοῦ Μακράκη! Τό νέο μέγεθος πού προκύπτει, ὁ Χριστιανικός Ἑλληνισμός, ἐγκλωβίζεται σέ ἕναν στεῖρο ἀνθρωποκεντρισμό, ὁ ὁποῖος δέν ἀφήνει οὔτε σπιθαμή χώρου γιά τόν Θεάνθρωπο Χριστό. Ὅσο καί νά διακηρύττει ὁ Σίφνιος στοχαστῆς τήν Χριστοκρατία, τήν ὁποία βλέπει μέ πληρότητα δεδομένη στή δική του μεσσιανική μορφή, τελικά δέν προβάλλει τίποτε ἄλλο ἀπό ἕνα δικό του διανοητικά κατασκευασμένο πρότυπο ζωῆς.

Ἐντελῶς ἀντίθετα στό ἔργο τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, ὅπως εἴδαμε παραπάνω, ὁ Ἑλληνισμός γίνεται Χριστιανισμός, ἀνακαινίζεται ὁλοσχερῶς μέ τήν ἐγκόλπωση τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Ἑπομένως ἀποκλείεται κάθε ἀπόπειρα λόγου γιά σύζευξη Ἑλληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ, μιά εἰκόνα πού ἔχει χρησιμοποιηθεῖ εὐρύτατα στόν 20ο αἰῶνα καί χρησιμοποιεῖται καί μέχρι σήμερα, ἐπειδή ζεύξη μπορεῖ νά γίνει μόνο μέ δύο ἰσόκυρα καί ἰσοδύναμα μεγέθη. Ἡ προχριστιανική Ἑλληνική φιλοσοφία ἀπέχει ὅμως κατά τόν Ἅγιο σέ ἄπειρο βαθμό ἀπό τήν πληρότητα τῆς ἀποκάλυψης ἐν Χριστῷ. Γιά τήν θέση τῆς Ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καί ἑπομένως τοῦ Ἑλληνισμοῦ τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου ἔναντι τῆς χριστιανικῆς πίστης καί τοῦ Χριστιανισμοῦ ἰσχύει ἐκεῖνο πού ἀναφέρει πολύ εὔστοχα ὁ μακαριστός π. Ἐπιφάνειος Θεοδωρόπουλος σέ σειρά ἄρθρων του μέ τίτλο «Περί τάς Ἑλληνοχριστιανικάς συνθέσεις»: εἶναι «θέσις ὀπαδοῦ καί μαθητοῦ καί ταπεινοῦ ὑπηρέτου καί οὐχί θέσις συνεταίρου»!

 

Λέων Μπράνγκ

Δρ. Θεολογίας

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ»  Ἀρ. Τεύχους 220

Δεκέμβριος 2020

 

(Εἰσήγηση στό 2ο Διεθνές Θεολογικό Συνέδριο:«Νεκτάριον τιμήσωμεν πιστοί»).