Τό Σύνταγµα τῆς Ἐθνοσυνέλευσης τῆς
Τροιζήνας καί τό Ἀµερικανικό Σύνταγµα
Ἔχουµε ἤδη ἀναφερθεῖ στό ρεῦµα τῆς φιλελεύθερης σκέψης πού ἀποκτᾶ στή χώρα µας ὅλο καί περισσότερους ἀκολούθους, καί σέ κάποιες περιπτώσεις ἰδιαίτερα ἐνθουσιώδεις, ὀπαδούς. Ἀκόµη, ἀναφερθήκαµε ἀκροθιγῶς σέ µιά ἄποψη πού προβάλλεται στή χώρα µας ἀπό νεώτερους ἱστορικούς καί γενικότερα ἀπό διανοούµενους µέ φιλελεύθερο προσανατολισµό, περί τοῦ ὅτι ἡ Ἑλληνική Ἐπανάσταση τοῦ 1821 εἶχε ὡς πρότυπο τήν Ἀµερικανική Ἐπανάσταση τοῦ 1776.
Ἕνα ἀπό τά «τεκµήρια», πού ἐπικαλοῦνται, ὅσοι ὑποστηρίζουν τήν ἱστορική αὐτή θέση εἶναι τό συγκεκριµένο περιεχόµενο τοῦ «Πολιτικοῦ Συντάγµατος τῆς Ἑλλάδος», πού ψηφίσθηκε ἀπό τήν Γ΄ Ἐθνοσυνέλευση τῆς Τροιζήνας τήν 1η Μαΐου 1827. Ἐνδεικτικῶς, σύµφωνα µέ ἕναν ἱστορικό συγγραφέα τό ἐν λόγῳ Σύνταγµα «ἀποτελοῦσε ἀντιγραφή τοῦ Ἀµερικανικοῦ Συντάγµατος τοῦ 1783 καί χαρακτηρίστηκε τόσο στή µορφή, ὅσο καί στό περιεχόµενό του ἀπό τά πιό προοδευτικά τῆς ἐποχῆς του. Στά βασικά ἄρθρα του καθοριζόταν ὁ δηµοκρατικός καί ὁ φιλελεύθερος χαρακτήρας του καί ἀποτελοῦσε προάγγελο γιά τήν εἰσαγωγή στήν Ἑλλάδα τοῦ Κοινοβουλευτικοῦ Πολιτεύµατος».
Τό κείµενο αὐτό εἶναι ἀντιπροσωπευτικό κάποιων χαρακτηριστικῶν γνωρισµάτων τοῦ ἰδεολογικοῦ κλίµατος στή χώρα µας ἀπό τήν Ἀπελευθέρωση καί µετά. Συγκεκριµένα, ἕνα ἀπό τά χαρακτηριστικά τοῦ δηµοσίου διαλόγου στήν Ἑλλάδα νοµίζουµε πώς εἶναι ἡ κάπως «χαλαρή» καί «ἐλεύθερη» χρήση ὅρων πολιτικῶν καί νοµικῶν, ἡ ὁποία ἐνδεχοµένως νά ὀφείλεται στήν ἔλλειψη ἐπίγνωσης τοῦ ἀκριβοῦς ἱστορικοῦ καί ἰδεολογικοῦ περιεχοµένου τους, καθώς καί στή γενικότερη τάση πού µᾶς χαρακτηρίζει νά υἱοθετοῦµε µέ ἐνθουσιασµό ρητορικές ἤ καί «βερµπαλιστικές» ἐκφράσεις καί ἰδίως ἀφηρηµένες λέξεις γιά ὑψηλά ἰδανικά, οἱ ὁποῖες, ὅµως, ὅσο καί ἄν ἀντικατοπτρίζουν εὐγενῆ συναισθήµατα, ὄχι µόνο δέν προάγουν τή συζήτηση ἐπάνω σέ συγκεκριµένα ζητήµατα, ἀλλά ἀντιθέτως συσκοτίζουν τά θέµατα καί ἀδρανοποιοῦν τή σκέψη. Γιά παράδειγµα, ἡ ἀπροβληµάτιστη καί χωρίς ἐπιφυλάξεις, ταὐτόχρονη συµπαράθεση τῶν χαρακτηρισµῶν τοῦ ὡς ἄνω Συντάγµατος ὡς «δηµοκρατικοῦ καί φιλελεύθερου» εἶναι πολύ συχνή σέ πολλά σχετικά κείµενα. Ὅµως, ἡ συµβατότητα τοῦ «δηµοκρατικοῦ» µέ τό «φιλελεύθερο» ἰδεολογικό ρεῦµα, ἐάν βέβαια λάβουµε ὑπόψη µας τό ἀκριβές καί συγκεκριµένο ἱστορικό περιεχόµενό τους, χωρίς νά «συναρπασθοῦµε» ἀπό τίς ἀφηρηµένες ἐκφράσεις «δηµοκρατία» καί «ἐλευθερία», δέν εἶναι δι’ ὅλου αὐτονόητη, ὅπως εἶναι γνωστό στούς εἰδικούς τῆς ἱστορίας τῶν ἰδεολογικῶν αὐτῶν τάσεων.
Σέ αὐτό τό χαρακτηριστικό ἔρχεται νά προστεθεῖ καί ἡ πραγµατική ἀγωνία µας νά ἀποδείξουµε ὅτι δέν ὑπολειπόµαστε ἀπό τά λοιπά «προοδευµένα» ἔθνη τῆς Δύσης σέ «προοδευτικότητα» καί σέ «ἐκσυγχρονισµό», µέ συνέπεια νά υἱοθετοῦµε ἀβίαστα ἐξεζητηµένες καί µονοµερεῖς ἀναγνώσεις ἱστορικῶν κειµένων καί γενικότερα τεκµηρίων, παραβλέποντας, ὄχι ἀπό σκοπιµότητα πάντοτε, ἀλλά ἴσως καί ἀπό µιά ἰδιότυπη «ἐπιλεκτική ὅραση», ἄλλα ἐξόφθαλµα χαρακτηριστικά τους.
Ὅσα προεκθέσαµε καθόλου δέν ἀµφισβητοῦν τό γεγονός ὅτι τό Ἀµερικανικό Σύνταγµα τοῦ 1783 ἦταν καί παραµένει ἕνα ἀπό τά πιό ὑψηλά ἐπιτεύγµατα τοῦ λαοῦ τῶν Ἡνωµένων Πολιτειῶν, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀρκετές φορές ἐπιδείξει εἰλικρινῆ καί µαχητική προσήλωση στά εὐγενῆ καί ὑψηλά ἰδεώδη τῶν «πατέρων τοῦ Ἀµερικανικοῦ Ἔθνους», µέ προεξέχουσα τήν κατά καιρούς ἀντίστασή του στήν ἀδικία, εἴτε αὐτή προέρχεται ἀπό κρατικούς θεσµούς πού τείνουν νά ἐκτρέπονται σέ τυραννικούς, εἴτε ἀπό οἰκονοµικούς ὀργανισµούς πού τείνουν νά ἀποκτοῦν µονοπωλιακή δύναµη. Ὅµως, ὅπως πολλές φορές ἔχει ἐπισηµανθεῖ, εἶναι ἄλλο πράγµα ἡ δίκαιη ἀποτίµηση τῶν ἐπιτευγµάτων τῶν ξένων λαῶν καί ἡ ὀφειλόµενη ἀναγνώρισή τους καί ἄλλο ἡ ὑποτίµηση ἤ καί ἡ πλήρης παραγνώριση τῶν ἐπιτευγµάτων τῶν δικῶν µας πατέρων.
Εἶναι, λοιπόν ἀληθές, ὅτι στό Σύνταγµα τῆς Τροιζήνας ὑπάρχουν σαφεῖς καί ἀπαραγνώριστες ἐπιδράσεις τοῦ Ἀµερικανικοῦ Συντάγµατος. Γιά παράδειγµα, στό ἄρθρο 13 τοῦ Συντάγµατος τῆς Τροιζήνας ὁρίσθηκε ὅτι: «Καµία διαταγή περί ἐξετάσεως καί συλλήψεως ὁποιωνδήποτε προσώπων καί πραγµάτων δέν ἠµπορεῖ νά ἐκδοθῆ, χωρίς νά στηρίζεται εἰς ἱκανά δείγµατα, καί νά περιγράφη τόν τόπον τῆς ἐξετάσεως, καί τά πρόσωπα καί πράγµατα, τά ὁποῖα πρέπει νά συλληφθῶσι». Ἀντιστοίχως, στήν 4η Τροποποίηση τοῦ Ἀµερικανικοῦ Συντάγµατος (IV Amendment) ὁρίζεται ὅτι: «Τό δικαίωµα τοῦ καθενός νά εἶναι ἀσφαλής ὅσον ἀφορᾶ τό πρόσωπό του, τήν κατοικία, τά ἔγγραφα καί ἀντικείµενα, ἐνάντια σε µή εὔλογες ἔρευνες καί κατασχέσεις, δέν πρέπει νά παραβιασθεῖ καί δέν θά ἐκδίδονται ἐντάλµατα παρά µόνο γιά εὔλογη αἰτία, ἐπιβεβαιωµένα µέ ὅρκο ἤ διαβεβαίωση, πού θά περιγράφουν συγκεκριµένα τό µέρος πού θά ἐρευνηθεῖ, καί τό πρόσωπο ἤ τά πράγµατα πού θά δεσµευθοῦν». Ἀκόµη, στό ἄρθρο 14 τοῦ Συντάγµατος τῆς Τροιζήνας ὁρίσθηκε ὅτι: «Εἰς ὅλας τάς ἐγκληµατικς διαδικασίας ἕκαστος ἔχει τό δικαίωµα νά ζητῆ τήν αἰτίαν καί φύσιν τῆς εἰς αὐτόν προσαφθείσης κατηγορίας, νά ἀντεξετάζεται πρός τούς κατηγόρους καί τούς µάρτυρας, νά παρουσιάζη µαρτυρίας ὑπέρ ἑαυτοῦ, νά λαµβάνη εἰς βοήθειάν του συµβούλους, καί νά ζητῆ ταχείαν ἀπόφασιν ἀπό τό δικαστήριον». Ἀντιστοίχως, στήν 6η Τροποποίηση τοῦ Ἀµερικανικοῦ Συντάγµατος (VI Amendment) ὁρίζεται ὅτι: «Σέ ὅλες τίς ποινικές διώξεις ὁ κατηγορούµενος δικαιοῦται σέ ταχεία καί δηµόσια δίκη, ἀπό ἕνα ἀµερόληπτο ὁρκωτό δικαστήριο …. καί νά ἔχει ἐνηµερωθεῖ γιά τή φύση καί τήν αἰτία τῆς κατηγορίας. Νά ἀντιµετωπίσει τούς µάρτυρες κατηγορίας. Νά διαθέτει διαδικασία γιά τήν ὑποχρεωτική προσαγωγή µαρτύρων ὑπερασπίσεως…».
Εἶναι, βέβαια, ἔργο τῶν ἱστορικῶν νά ἀνιχνεύσουν τά συγκεκριµένα πρόσωπα καί περιστάσεις, πού ἦταν οἱ «εἰσαγωγεῖς» τῶν συγκεκριµένων συνταγµατικῶν ρυθµίσεων στήν Ἐπαναστατηµένη Ἑλλάδα. Ὅµως, ἀπό τήν ἀντιπαραβολή τῶν περικοπῶν αὐτῶν ἀπό τό Σύνταγµα τῆς Τροιζήνας καί τό ἀντίστοιχο Ἀµερικανικό, εὔκολα συνάγεται τό συµπέρασµα ὅτι οἱ ἀντιπρόσωποί µας στήν Ἐθνοσυνέλευση στήν Τροιζήνα γνώριζαν τό Ἀµερικανικό Σύνταγµα καί, πράγµατι, υἱοθέτησαν µέ µικρές φραστικές παραλλαγές κάποια ἄρθρα του. Εἶναι, ὅµως, ἐπαρκής ἡ βάση αὐτή γιά νά καταλήξει κανείς στό συµπέρασµα ὅτι τό Σύνταγµα τῆς Τροιζήνας εἶχε ὡς πρότυπο τό Ἀµερικανικό ἤ ὅτι, πολύ περισσότερο, τό Σύνταγµα τῆς Τροιζήνας ἀποτελοῦσε ἀντιγραφή τοῦ Ἀµερικανικοῦ Συντάγµατος τοῦ 1783;
Τό πρῶτο πού ἔχουµε νά ἐπισηµάνουµε σχετικά µέ τό ἐρώτηµα αὐτό, εἶναι ὅτι ἡ ρύθµιση τῶν θεσµῶν τῆς ποινικῆς καταστολῆς µέ πνεῦµα σεβασµοῦ στήν προσωπικότητα τοῦ κάθε ἀνθρώπου καί µέ σκοπό τήν πρόληψη τῆς συνήθους αὐθαιρεσίας τῶν κρατικῶν ὀργάνων στόν τοµέα αὐτόν, δέν ἀποτέλεσε ἱστορική πρωτοτυπία τοῦ Ἀµερικανικοῦ Συντάγµατος. Ἡ σχετική ἔρευνα ἀνήκει, βέβαια, στούς ἱστορικούς τοῦ δικαίου, ὅµως, γιά τοῦ λόγου τό ἀληθές θά παραθέσουµε τρεῖς διατάξεις τοῦ Βυζαντινοῦ δικαίου σχετικά µέ τά ἀτοµικά δικαιώµατα καί τήν ποινική καταστολή στό πλαίσιο τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, τοῦτο δέ χωρίς ἰδιαίτερα σχόλια, καθώς τό φιλάνθρωπο καί φιλοδίκαιο περιεχόµενό τους εἶναι σαφές: α) «Ἐπιθυµοῦµε κανείς νά µήν φυλακίζεται στήν εὐδαίµονα πόλη ἤ στίς ἐπαρχίες, χωρίς τήν προσταγή τῶν λαµπροτάτων, ἐνδόξων καί περιβλέπτων ἀρχόντων ἤ τῶν ἐκδίκων τῆς πόλης. (Ὁρίζουµε) µιά ἡµέρα τῆς ἑβδοµάδας, τήν Τετάρτη ἤ τήν Παρασκευή οἱ θεοφιλέστατοι κατά τόπους ἐπίσκοποι νά διερευνοῦν τούς φυλακισµένους καί νά µαθαίνουν µέ ἀκρίβεια τήν αἰτία τῆς κράτησής τους εἴτε εἶναι ἐλεύθεροι εἴτε δοῦλοι, εἴτε κρατοῦνται γιά χρηµατική ὑπόθεση ἤ γιά διάπραξη ἐγκλήµατος ἤ γιά φόνο». –(Ἰουστινιανός βασιλεύς, Μηνᾷ Ἐπάρχῳ Πραιτωρίων), β) «Οἱ ἄρχοντες κάθε Κυριακή νά ἐλέγχουν καί νά ἐξετάζουν τούς φυλακισµένους πού προσάγονται ἀπό τά δεσµωτήρια, ὥστε νά µήν ἀποκλείεται ἡ φιλάνθρωπη µεταχείρισή τους ἀπό διεφθαρµένους δεσµοφύλακες καί νά µεριµνοῦν ὥστε νά παρέχονται τά ἀναγκαῖα πρός τροφή … εἶναι πρέπον ἐπίσης νά ὁδηγοῦνται στό λουτρό ὑπό ἀσφαλῆ φρούρηση» (Οἱ αὐτοκράτορες Ὀνώριος καί Θεοδόσιος Αὔγουστοι πρός Καικιλιανόν, τόν Ἔπαρχον Πραιτωρίων) καί γ) «Ὅτι ὁ µάγιστρος ἔλεγε … καί ἕτερος νόµος ἐστίν ἵνα τάς ὡρισµένας ποινάς ἀπό τοῦ νόµου µή παραβαίνωσιν οἱ δικασταί…» (Πεῖρα 51, 22).
Ἡ κυριότερη, ὅµως, ἐπισήµανσή µας ἀφορᾶ στήν θεµελιώδη διαφορά ἀνάµεσα στά δύο συντάγµατα, ἡ ὁποία ἐκδηλώνεται µέ τρόπο ἐξόφθαλµο ἤδη ἀπό τήν εἰσαγωγική φράση ἑκάστου ἐξ αὐτῶν. Διότι, τό Ἀµερικανικό Σύνταγµα εἰσάγεται ὡς ἑξῆς: «Ἐµεῖς ὁ λαός τῶν Ἡνωµένων Πολιτειῶν…., θεσπίζουµε καί καθιερώνουµε αὐτό τό Σύνταγµα γιά τίς Ἡνωµένες Πολιτεῖες τῆς Ἀµερικῆς». Ὅµως, τό Σύνταγµα τῆς Τροιζήνας εἰσάγεται ὡς ἑξῆς: «Ἐν ὀνόµατι τῆς Ἁγίας καί Ἀδιαιρέτου Τριάδος. Καί τρίτον ἤδη τό Ἑλληνικόν Ἔθνος, εἰς Ἐθνικήν Συνέλευσιν συναγµένον, κηρύττει διά τῶν νοµίµων πληρεξουσίων του ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων τήν πολιτικήν αὐτοῦ ὕπαρξιν καί ἀνεξαρτησίαν καί συσταίνει τάς ἑξῆς θεµελιώδεις ἀρχάς τοῦ πολιτεύµατός του». Ἀκόµη, στήν 1η Τροποποίηση τοῦ Ἀµερικανικοῦ Συντάγµατος (I Amendment) ὁρίζεται: «Τό Κονγκρέσσο δέν θά θεσπίσει νόµο σχετικό µέ τήν καθιέρωση µιᾶς ἐπίσηµης θρησκείας ἤ µέ τήν ἀπαγόρευση τῆς ἐλεύθερης ἄσκησης κάποιας θρησκείας», ἐνῶ στό Α΄ Κεφάλαιο τοῦ Συντάγµατος τῆς Τροιζήνας ὁρίσθηκε ὅτι: «Καθείς εἰς τήν Ἑλλάδα ἐπαγγέλλεται τήν θρησκείαν του ἐλευθέρως καί διά τήν Λατρείαν αὐτῆς ἔχει ἴσην ὑπεράσπισιν. Ἡ δέ τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι θρησκεία τῆς ἐπικρατείας».
Πῶς, ἄραγε, µποροῦµε νά ἐξηγήσουµε αὐτήν τήν ἐν ἐπιγνώσει καί ἠθεληµένη διαφοροποίηση τῶν δικῶν µας πατέρων ἀπό τούς «πατέρες τοῦ ἀµερικανικοῦ ἔθνους» στό θεµελιακό αὐτό ζήτηµα; Τό ὅτι, δηλαδή, τό µέν Ἑλληνικό Σύνταγµα συνετάγη «ἐν ὀνόµατι τῆς Ἁγίας Τριάδος» καί τό ὅτι, ἄν καί κατοχυρώνει τήν θρησκευτική ἐλευθερία, καθιερώνει, ἐπιπροσθέτως καί ρητῶς ὡς θρησκεία τοῦ κράτους τήν «Ἀνατολικήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ», ἐνῶ τό Ἀµερικανικό Σύνταγµα, ἀπό τήν πλευρά του, υἱοθετεῖ τήν καταστατική ἀρχή τοῦ «κοσµικοῦ» («secular»=ἐκκοσµικευµένου) κράτους; Χρειάζονται µελέτες ἐπί µελετῶν γιά νά ἀντιµετωπισθοῦν µέ τρόπο διεξοδικό, ἀκριβῆ καί ἰσορροπηµένο τά ζητήµατα πού τίθενται ἀπό τήν διαφοροποίηση τῶν Συνταγµάτων στό κεφαλαιῶδες αὐτό θέµα τῆς νοµιµοποιητικῆς τους ἀρχῆς καί εἶναι ἀπορίας ἄξιον τό γεγονός ὅτι τό ἐρώτηµα αὐτό, ἐξ ὅσων γνωρίζουµε, δέν ἔχει κἄν τεθεῖ.
Τήν βαρύνουσα σηµασία, πάντως, τοῦ ἐρωτήµατος πού θέτει γιά ἐµᾶς τό Σύνταγµα τῆς Τροιζήνας, ὅπως καί τό ἰσχῦον Σύνταγµά µας µέ τήν ἐπίκληση «εἰς τό ὄνοµα τῆς Ἁγίας καί Ὁµοουσίου καί Ἀδιαιρέτου Ἁγίας Τριάδος» πού φέρει στήν προµετωπίδα του, µᾶς τήν ἐξηγεῖ, σέ κάθε περίπτωση, ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ὁποῖος ἔχει γράψει τά ἑξῆς στούς «Ὅρους κατ’ ἐπιτοµήν» του: «Αὐτοί πού ἔχουν συναχθεῖ στό ὄνοµα κάποιου, ὀφείλουν πάντως νά γνωρίζουν τόν σκοπό ἐκείνου πού τούς σύναξε καί νά καταρτίζουν τόν ἑαυτό τους σύµφωνα µέ αὐτόν, γιά νά τούς χαρίσει τήν εὐαρέσκειά του καί γιά νά µήν ὑποπέσουν στό ἀδίκηµα τῆς κακίας ἤ τῆς ἀµέλειας…Σαφέστερα δέ µᾶς παριστᾶ ὁ Κύριος τό ὅλο ζήτηµα, µέ τήν ὑπόσχεση πού ἔδωσε στόν καθένα, ὅταν εἶπε: «Ἐάν τις ἀγαπᾶ µε, τόν λόγον µου τηρήσει καί ὁ Πατήρ µου ἀγαπήσει αὐτόν, καί πρός αὐτόν ἐλευσόµεθα καί µονήν παρ’ αὐτῷ ποιήσοµεν»…. Ὅσοι δέ συνάχθηκαν ἀνάξια τῆς κλήσεως καί ὄχι µέ τό Θέληµα τοῦ Κυρίου, ἀκόµα καί ἄν νοµίζουν ὅτι ἔχουν συναχθεῖ «ἐν ὀνόµατι Κυρίου» ἀκοῦνε τό ἑξῆς: «τί µέ καλεῖτε Κύριε, Κύριε καί οὐ ποιεῖτε ἅ λέγω;» (Ὄροι κατ’ ἐπιτοµήν, Ἀπόκρισις ΣΚΕ).
Νοµοµαθής
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 221
Ἰενουάριος 2021