ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ ἤ Κλαίοντες κατέναντι τῶν Κλειστῶν Ναῶν μας!

ΚΥΡΙΑΚΗ  ΤΗΣ  ΤΥΡΙΝΗΣ

Κλαίοντες κατέναντι τῶν Κλειστῶν Ναῶν μας!

 

Κάθε ἔτος, ὅταν ἔρχεται ἡ Κυριακή αὐτή, ὁ καθένας μας προετοιμάζεται ψυχικά, διότι ἀκριβῶς τήν ἑπόμενη ἡμέρα, τήν Καθαρά Δευτέρα, ἀρχίζει «τό τῆς νηστείας μέγα πέλαγος», ἡ περίοδος τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ἡ Κυριακή δηλαδή αὐτή εἶναι τά «Προπύλαια» τῆς Ἁγίας Τεσσαρακοστῆς. Ὅλοι οἱ ὕμνοι, ἀπό τόν ἑσπερινό τοῦ Σαββάτου, μέχρι καί τόν ἑσπερινό τῆς Κυριακῆς αὐτῆς, μᾶς προετοιμάζουν γιά τήν ὑποδοχή τοῦ «Σταδίου» αὐτοῦ τῶν ἀρετῶν. Στόν ἑσπερινό μάλιστα αὐτόν τῆς Κυριακῆς, πού ὀνομάζεται πρῶτος «Κατανυκτικός Ἑσπερινός», γίνεται ἡ ἀλληλοσυγχώρηση τῶν εὑρισκομένων στόν Ναό, Κληρικῶν καί λαϊκῶν, καθώς καί ἡ ἀνταλλαγή εὐχῶν γιά «Καλή Σαρακοστή» καί «Καλή Ἀνάσταση». Κι ὁ καθένας ἀναχωρεῖ ἀπό τόν Ναό, μέ συναισθήματα κατανύξεως καί μετανοίας, ἔχοντας δώσει καί ἔχοντας λάβει συγχώρηση. Ἡ Κυριακή τῆς Τυρινῆς ἤ τῆς Τυροφάγου, ὡς γνωστόν, δηλώνει τό τέρμα τῆς καταναλώσεως τυρο-γαλακτοκομικῶν τροφῶν, πού προηγήθηκε καθ’ ὅλην αὐτή τήν ἑβδομάδα τῆς Τυρινῆς ἤ Τυροφάγου. Γι’ αὐτό μάλιστα, σέ κάποια ἀρχαῖα χειρόγραφα, ἡ ἑβδομάδα καί ἡ Κυριακή αὐτή ὀνομάζονται «τῆς Ἀποτυρώσεως», ὅπως ἡ προηγηθεῖσα ὠνομάζεται «τῆς Ἀπόκρεω».

Τό Τυπικό τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁρίζει νά ψάλλεται ἐμμελῶς καί μουσικῶς, στήν ἀρχή τοῦ Ὄρθρου τῆς Κυριακῆς αὐτῆς, ὁ 136ος Ψαλμός τοῦ Ψαλτηρίου. Πρόκειται γιά δύσκολο καί «ζόρικο» μουσικό μέλος, χρησιμοποιούμενο καί σέ πτυχιακές ἐξετάσεις Βυζαντινῆς Μουσικῆς. Στό Ἅγιον Ὄρος ὑπάρχει συνήθεια νά ψάλλεται καί στήν ἀρχή τοῦ Ὄρθρου τῆς προηγηθείσης Κυριακῆς, τῶν Ἀπόκρεω. Καί, κατά ἄλλους Τυπικολόγους, καί τήν Κυριακή τοῦ Ἀσώτου.

Ὁ Ψαλμός αὐτός ἀνήκει στούς λεγόμενους «θρηνώδεις» ψαλμούς καί γι’ αὐτό ὁρίσθηκε νά ψάλλεται κατά τήν Κυριακή αὐτή, πού ἀνοίγουν τά «Προπύλαια» τοῦ χαροποιοῦ πένθους τῆς Ἁγίας Τεσσαρακοστῆς.

Ἔχει ὡς ὑπόθεση τόν θρῆνο τῶν αἰχμαλωτισμένων Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι, καθήμενοι «ἐπί τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος», τοῦ τόπου τῆς ἐξορίας των, κλαῖνε καί ὀδύρονται, ἐνθυμούμενοι τήν Ἁγία Πόλη Ἰερουσαλήμ, ὅπου ἐλάτρευαν μέ πολλούς τρόπους τόν ἀληθινόν Θεόν, στό Ναό τοῦ Σολομῶντος. Εὑρισκόμενοι τώρα στήν Βαβυλῶνα, κατά τήν ἑβδομηκονταετῆ βαβυλώνια αἰχμαλωσία, στεροῦνται ὅ,τι πολυτιμότερο εἶχαν, τήν θεία λατρεία στόν Ναό τοῦ Κυρίου, ὅπου μόνον ἐκεῖ ὑπῆρχε αὐτή ἡ δυνατότητα, σύμφωνα μέ τόν Νόμο. Εἶχαν πάρει μαζί τους καί τά μουσικά ὄργανα πού χρησιμοποιοῦσαν στήν θεία λατρεία, τά ὁποῖα τούς χρησίμευαν ὡς ἐνθύμια αὐτῆς. Εἰς ἔνδειξιν τοῦ πένθους πού τούς συνεῖχε, τά κρέμασαν στά δένδρα πού φύονταν «ἐπί τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος» καί βλέποντάς τα ἀνενέργητα καί βουβά, αὔξαναν τόν κλαυθμό τους. Καί, παρ’ ὅλον ὅτι οἱ Βαβυλώνιοι ἄνδρες τούς προέτρεπαν – μᾶλλον περιπαικτικά καί χάριν ἀστεϊσμοῦ - νά ψάλλουν κάτι ἀπ’ τούς ἰουδαϊκούς λατρευτικούς ὕμνους, ἐκεῖνοι οὔτε μέ τό στόμα οὔτε μέ τά ὄργανα δέχονταν νά ὑπακούσουν, «μή δίδοντες τά ἅγια τοῖς κυσίν», εὑρισκόμενοι «ἐπί γῆς ἀλλοτρίας» καί ξένης πρός τήν θεία λατρεία. Δίνουν, ὁ ἕνας μέ τόν ἄλλον, ἱερή ὑπόσχεση καί ὅρκο νά μήν λησμονήσουν «ὅθεν ἐξέπεσαν», δεσμευόμενοι μέ σωματική παραλυσία, σέ περίπτωση λησμοσύνης τῆς Ἰερουσαλήμ.

Τέλος, μέ ὅλη τους τήν ψυχή, δίδουν τήν κατάρα τους πρός τούς ἐχθρούς τους, Βαβυλώνιους καί Ἐδωμῖτες (ἤ Ἰδουμαίους), εὐχόμενοι τήν πλήρη καταστροφή τους. Καταστροφή, ἡ ὁποία πράγματι τούς συνέβη, κατά τήν καρδία καί ἐπιθυμία τῶν αἰχμαλώτων Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι ἔτσι μπόρεσαν νά ἐπιστρέψουν στήν πεφιλημένη πατρίδα καί πόλη τους καί νά ξανακτίσουν τόν Ναόν Κυρίου.

Αὐτό, πολύ περιληπτικά, «ἄκροις δακτύλοις», εἶναι τό περιεχόμενο τοῦ θρηνώδους αὐτοῦ Ψαλμοῦ. Ὁ ὀνομαστός Ἰταλός καλλιτέχνης τοῦ μουσικοῦ Θεάτρου, Τζιουζέπε Βέρντι (1813-1901), παρουσιάζει ὅλη αὐτή τήν ἱστορία καί τό περιεχόμενο τοῦ Ψαλμοῦ, στήν περίφημη ὄπερά του, πού φέρει τόν τίτλο «Ναμποῦκο», δηλ. Ναβουχοδονόσωρ. Ἦταν ὁ βασιλιᾶς τῆς Βαβυλώνας, πού αἰχμαλώτισε τούς Ἰουδαίους, καταστρέφοντας μέ τά στρατεύματά του τήν Ἰερουσαλήμ, τό ἔτος 586 π.Χ. Μετά βέβαια ἀπό 70 χρόνια, ὡς γνωστόν, τό 516 π.Χ., ὁ Πέρσης βασιλιᾶς Δαρεῖος ὁ Ὑστάσπους κατέλυσε τό βαβυλωνιακό κράτος καί ἐλευθέρωσε τούς αἰχμαλώτους Ἰουδαίους, πού ἐπέστρεψαν στή χώρα τους.

Δέν ἐθέσπισε τυχαῖα ἡ Ἐκκλησία νά ψάλλεται ὁ Ψαλμός αὐτός κατά τήν Κυριακή τῆς Τυρινῆς. Διότι τό περιεχόμενο καί τό νόημά του εἶναι παράλληλο μέ τό νόημα τῆς Κυριακῆς αὐτῆς. Οἱ ὕμνοι καί τά ἀναγνώσματα αὐτῆς ἔχουν ὡς θέμα τήν ἐξορία τῶν πρωτοπλάστων Ἀδάμ καί Εὔας ἐκ τοῦ Παραδείσου. Ἡ ὑμνολογία καί ὑμνογραφία αὐτῆς τῆς ἡμέρας παρουσιάζει τούς ἐξορίστους πρωτοπλάστους νά θρηνοῦν καί νά ὀδύρονται «καθήμενοι ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου», ὅπως καί οἱ αἰχμάλωτοι Ἰουδαῖοι ἔκλαιαν καθήμενοι «ἐπί τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος», δηλαδή Τίγρη καί Εὐφράτη, στίς ὄχθες τους.

Καί τώρα, ἄς ἔλθουμε σέ μᾶς.

Εὑρισκόμαστε στά Πρόθυρα-Προπύλαια σήμερα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἡ χρονική περίοδος τῆς ὁποίας εἶναι τό ἕν δέκατον τοῦ ὅλου ἔτους-ἐνιαυτοῦ. Ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, θέσπισε τήν ὕπαρξη τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ὡς «ἀποδεκάτωση», σύμφωνα μέ τήν Παλαιά Διαθήκη, γιά τίς ἁμαρτίες πού ὅλοι μας διαπράττουμε. Καί ὅποιος φιλότιμα ἐπωφεληθεῖ αὐτή τήν ἀποδεκάτωση τοῦ χρόνου, «νηστείᾳ, ἀγρυπνίᾳ, προσευχῇ», αὐτός, ὄχι μόνο «οὐράνια χαρίσματα» θά λάβει – κατά τό γνωστόν ὁσιακόν ἀπολυτίκιον - ἀλλά καί τήν συγχώρηση τῶν ἁμαρτημάτων τοῦ ὅλου ἔτους - ἐνιαυτοῦ.

Ἔτσι, λοιπόν, σήμερα κι ἐμεῖς, εὑρισκόμενοι «ἀπέναντι» (καί ἀπό αὔριο «ἔνδον»-ἐντός) τοῦ Σταδίου τῆς μετανοίας, μιμούμενοι τούς Πρωτοπλάστους, πού ἔκλαυσαν «ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου»,  καθώς καί τούς αἰχμαλώτους τότε Ἰουδαίους, πού ἔκλαυσαν «ἐπί τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος», ἄς κλαύσουμε καθήμενοι «ἀπέναντι» τῶν σχεδόν κλειστῶν γιά τήν Θεία Λατρεία Ναῶν, «ἐπεί τό ρῆμα τυράννου ὑπερίσχυσε». Καί ἄς μᾶς γίνει ὁ κλαυθμός αὐτός «μετανοίας λογισμός», ἐκμεταλλευόμενοι τήν ψυχωφελῆ ἀνατέλουσα «ἀποδεκάτωση» τοῦ χρόνου, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν.

Οἱ Πρωτόπλαστοι ἔκλαυσαν· καί τό «Πρωτευαγγέλιον», ἔστω καί μετά ἀπό αἰῶνες, «μέ χρόνια καί καιρούς», ἐδικαίωσε τόν κλαυθμό τῆς μετανοίας τους. Καί οἱ τότε αἰχμάλωτοι Ἰουδαῖοι κι αὐτοί μετά ἀπό βαβυλώνια ἑβδομηκονταετῆ αἰχμαλωσία, καθήμενοι καί κλαίοντες «ἐπί τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος», ἀπήλαυσαν τήν χαρά τῆς ἐλευθερίας τους καί τῆς ἐπιστροφῆς τους στά πάτρια ἐδάφη. Ἄς κλαύσουμε κι ἐμεῖς· διότι, ὅπως οἱ Πρωτόπλαστοι καί οἱ Ἰουδαῖοι δέν τιμωρήθηκαν ἀδίκως, ἔτσι κι ἐμεῖς, «πολλά πταίομεν ἅπαντες». Καί ἄς εὐχηθοῦμε, ὅπως καί στούς προαναφερθέντες, ἔτσι καί σέ μᾶς, ὁ Κύριος νά ἐξαλείψει «πᾶν δάκρυον» ἀπό τῶν ὀφθαλμῶν μας. Καί στούς ναομάχους καί ὑπαιτίους τοῦ νῦν διωγμοῦ τῆς Ἐκκλησίας, νά χαρίσει «μετανοίας λογισμόν» - διότι καί «ὑπέρ αὐτῶν ἐσταυρώθη Χριστός» - γιά νά μήν τούς συμβεῖ «ἀνταπόδομα, ὧν ἀνταπέδωκαν ἡμῖν» καί ἔτσι συντριβοῦν «ὡς σκεύη κεραμέως»!  Καλόν Στάδιον!

Μετά ἀδελφικῶν εὐχῶν

Μοναχός Νεκτάριος

Κελλίον Ἁγίου Νικολάου Μπουραζέρη

Μονῆς Χιλανδαρίου – Καρυαί Ἁγ. Ὄρους

 

ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΟ ΠΑΡΑΘΕΜΑ

ΨΑΛΜΟΣ 136

Ἐπί τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος, ἐκεῖ ἐκαθίσαμεν καί ἐκλαύσαμεν, ἐν τῷ μνησθῆναι ἡμᾶς τῆς Σιών. Ἐπί ταῖς ἰτέαις ἐν μέσῳ αὐτῆς ἐκρεμάσαμεν τά ὄργανα ἡμῶν. Ὅτι ἐκεῖ ἐπηρώτησαν ἡμᾶς οἱ αἰχμαλωτεύσαντες ἡμᾶς λόγους ᾠδῶν Σιών. Πῶς ᾄσωμεν τήν ᾠδήν Κυρίου ἐπί γῆς ἀλλοτρίας; Ἐάν ἐπιλάθωμαί σου, Ἰερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου. Κολληθείη ἡ γλῶσσα μου τῷ λάρυγγί μου, ἐάν μή σου μνησθῶ, ἐάν μή προανατάξωμαι τήν Ἰερουσαλήμ, ὡς ἐν ἀρχῇ τῆς εὐφροσύνης μου. Μνήσθητι, Κύριε, τῶν υἱῶν Ἐδώμ, τήν ἡμέραν Ἰερουσαλήμ, τῶν λεγόντων· Ἐκκενοῦτε, ἐκκενοῦτε, ἕως τῶν θεμελίων αὐτῆς. Θυγάτηρ Βαβυλῶνος ἡ ταλαίπωρος, μακάριος ὅς ἀνταποδώσει σοι τό ἀνταπόδομά σου, ὅ ἀνταπέδωκας ἡμῖν. Μακάριος, ὅς κρατήσει καί ἐδαφιεῖ τά νήπιά σου πρός τήν πέτραν.

[Ἡ λέξις Ἰερουσαλήμ (ἑβραϊστί Γιερουσαλάγιμ=ὅρασις εἰρήνης), δέν χρειάζεται οὔτε πρέπει νά δασύνεται. Δέν ἔχει ὡς ἐτυμολογία τό ἐπίθετο ἱερός, ὥστε νά δικαιολογεῖται ἡ δασεία. Καί ἐκτός τούτου, τό ἑβραϊκό πνεῦμα «γι», ἀντιστοιχεῖ μέ τήν δική μας ψιλή].

 

  1. Ἡ ἀπόδοση τοῦ Ψαλμοῦ 136 ἀπό τόν Τζιουζέπε Βέρντι, στό παγκοσμίως γνωστό χορικό ἄσμα «vapensierosualidorate», τῆς ὄπεράς του Ναμποῦκο (σέ μετάφραση):

«Πέτα, πέτα, χρυσόφτερη σκέψη, πρός τά ὄρη, τούς λόφους, τά δάση,

πού εὐωδιάζει χαρούμεν’ ἡ πλάση, καί τ’ ἀέρι φυσᾶ πιό γλυκά.

Τοῦ  Ἰορδάνη τίς ὄχθες χαιρέτα, τῆς Σιών ρημαγμένα τεμένη.

Ὦ Πατρίδα ὡραία, χαμένη, ὄνειρό μου γιά πάντα ἱερό.

Χρυσή ἅρπα ἐμπνευσμένου προφήτη, κρεμασμένη σέ ἰτιά πῶς σωπαίνεις;

Ἀναμνήσεις παλιές ν’ ἀνασταίνεις, ἀπό σένα καθείς καρτερεῖ.

Στίς χορδές σου παράπονο θεῖο, ἡ φωνή τοῦ Κυρίου ἄς ἠχήσει,

λυπημένες καρδιές νά ποτίσει, μ’ ἐγκαρτέρηση πόνου ἀρετή».

 

Πρόκειται γιά ἀθάνατο μουσικό ἔργο· ἀπό τό Δημοτικό σχολεῖο ἀκόμη τό διδασκόμασταν, τότε … ὡς παιδική χορωδία. Πιστεύω, πώς κι ἄν ὅλες οἱ ὄπερες, μέ κάποιον τρόπο, ἐλησμονοῦντο, θά ἀρκοῦσε μόνο αὐτό τό χορικό ἆσμα, γιά νά τίς ἀναπληρώσει. Ἄς εἶναι αἰωνία ἡ μνήμη τοῦ μουσικοδιδασκάλου μας Μιλτιάδη Κουτούγκου, πού τό 1973 μᾶς τό δίδαξε).

 

ΙΙ. Ὁ ἀοίδιμος Φιλόλογος Ἠλίας Τανταλίδης, τυφλός καί Καθηγητής (τό 1900) τῆς πάλαι ποτε διαλαμψάσης Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης (τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου), στό ποίημά του «Ἡ αἰχμάλωτος Ἰουδαία», ἀποδίδει καί αὐτός ἐλεύθερα τόν Ψαλμό 136, παραλληλίζοντάς τον μέ τά δεινά τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει  Ἑλληνικῆς ὁμογένειας:

 

«Εἰς ὄχθης ἰτέαν ἐχθρᾶς κρεμαμένη, δέν ἔχει ἡ πικρά μου κιθάρα χορδήν.

Ὦ, πῶς, πῶς νά ψάλω αἰχμάλωτος ξένη Κυρίου Θεοῦ Σαβαώθ τήν ᾠδήν;

Ἁγία πατρίς μου, ὀδύνη κι ἐλπίς μου, τήν δόξαν σου δούλην ὁ ξένος κρατεῖ.

Σιών, Θεοῦ ὄρος ἐχθρός αἱμοβόρος, μέ βέβηλον πόδα ἀσεβῶς σε πατεῖ!

 

Ὁ δαίμων τῆς φαύλης τοῦ Βάαλ λατρείας,

μιαίνει τήν χώραν, ἧς ἦρχε Θεός.

Τά κάλλη της σκότους καλύπτει μανδύας

καί θρύμματα κεῖται ὁ θεῖος ναός.

Ἁγία πατρίς μου, ὀδύνη κι ἐλπίς μου,

τήν δόξαν σου δούλην ὁ ξένος κρατεῖ.

Κριτά τῶν γηίνων, ἀνάστα καί κρίνον

τόν ἄνομον, ὅστις τήν γῆν σου πατεῖ!»

 

Ἀείμνηστε Καθηγητά, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, μεταφορικῶς, μᾶλλον ἄκων προεφήτευσας …

 

Μικρό σχόλιο, γιά τήν φετεινή ἐπέτειο τῶν 200 ἐτῶν ἀπό τῆς Ἐθνεγερσίας!

                                                         

Μοναχός Νεκτάριος

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 223

Μάρτιος 2021