Διάνοια καί Νοῦς, διχοτομημένα ἀπό τήν Δύση!
Ἡ Ἁγία Γραφή μᾶς καλεῖ νά ἀγαπᾶμε τόν Θεό «ἐξ ὅλης τῆς καρδίας», «ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς», «ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος» καί «ἐξ ὅλης τῆς διανοίας» (Λουκ. 10, 27). Τό ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ συνδυάζεται μέ τήν καρδιά, τήν ψυχή καί μέ τήν ἰσχύ μας φαίνεται λογικό. Ἀλλά αὐτό τό «ἐξ ὅλης τῆς διανοίας» ἠχεῖ παράξενα στά αὐτιά μας σήμερα. Ἡ ἀνθρώπινη διάνοια, ἔτσι ὅπως γίνεται κατανοητή στίς μέρες μας, προφανῶς ἔχει συσσωρεύσει στό διάβα τῆς ἱστορίας τόσα σκουπίδια, τόσα ἐπιβαρυντικά στοιχεῖα πού μᾶς μοιάζει ἀδύνατο νά τή συνδυάσουμε μέ τήν ἀγάπη.
Ἔκφραση αὐτῆς τῆς περιπετειώδους πορείας τῆς διάνοιας στήν ἱστορία εἶναι καί ὁ αὐστηρός καί ἀπόλυτος διαχωρισμός πού γίνεται ἀπό πολλούς θεολόγους ἀνάμεσα στή διάνοια καί τό νοῦ. Ὁμιλῶντας γιά δύο πραγματικότητες, τό κτιστό καί τό ἄκτιστο, γιά δύο γνώσεις, γιά δύο γνωστικά ὄργανα, τονίζουν ὅτι ἡ διάνοια ὡς γνωστικό ὄργανο τοῦ ἀνθρώπου εἶναι γιά τή γνώση τῆς κτιστῆς πραγματικότητας, τή γνώση αὐτοῦ τοῦ κόσμου μέσα στόν ὁποῖο ζοῦμε, ἐνῶ ὁ νοῦς εἶναι γιά τή γνώση τῆς ἄκτιστης πραγματικότητας, γιά τή γνώση τοῦ Θεοῦ. Ἡ διανοητική γνώση ἀφορᾶ βασικά τήν ἐπιστήμη καί εἶναι ἀνεξάρτητη ἀπό τήν πνευματική πρόοδο τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ ἡ γνώση πού ἀφορᾶ τό νοῦ, συνδέεται ἄμεσα μέ τήν πνευματική ζωή. Εἶναι ἐκείνη ἡ γνώση πού ἐξαρτᾶται ἀπό τήν κάθαρση τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς, ἀπό τήν ἐπιστροφή τοῦ νοῦ στήν καρδιά. Μόνο τότε γίνεται δυνατή, ὅταν ὁ ἄνθρωπος μέσῳ τῆς ἀσκητικῆς μεθόδου τῆς Ὀρθοδοξίας καταφέρνει νά ἐκριζώσει τά πάθη του. Γενόμενος ἀπαθής, γίνεται δεκτικός τοῦ Θεοῦ, τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Μέσῳ αὐτῆς τῆς ὁδοῦ γίνεται κατοικητήριο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.