Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΟΝΟΜΑΖΕΤΑΙ «ΚΡΑΤΙΚΗ ΟΥΔΕΤΕΡΟΤΗΤΑ ΕΝΑΝΤΙ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ»!

173 4 Nomomathis

Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΟΝΟΜΑΖΕΤΑΙ

«ΚΡΑΤΙΚΗ ΟΥΔΕΤΕΡΟΤΗΤΑ

ΕΝΑΝΤΙ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ»!

Ὅσα προαναφέραµε ἀκροθιγῶς στό προηγούµενο τεῦχος (Δεκέµβριος 2016) γιά τήν ἀπόλυτη συγκέντρωση τῆς ἐξουσίας, θά γίνουν ἴσως καλύτερα κατανοητά, ἐάν, σύµφωνα µέ τή µέθοδο τοῦ ἁγίου Πορφυρίου (:«νά διαβάσοµε, ὅµως, καί τά ἀντίθετα, γιά νά καταλάβοµε καλύτερα»), ἀντιπαρατεθοῦν σέ αὐτά ἀποσπάσµατα ἀπό δύο ἱδρυτικά ἔργα τῆς πολιτικῆς φιλοσοφίας τῶν Νέων Χρόνων, τόν διαβόητο «Λεβιάθαν» τοῦ Τόµας Χόµπς καί τή «γεω»-µετρικά λογική «Θεολογικο-πολιτική Πραγµατεία» τοῦ Βαρούχ Σπινόζα.

Στό πρῶτο ἐξ αὐτῶν τῶν ἔργων, πού συµβολίζει τήν κρατική ἐξουσία µέ τό φερώνυµο ἀδυσώπητο θαλάσσιο κῆτος, πού περιγράφεται στό βιβλίο τοῦ Ἰώβ, ἀναφέρεται: «Τώρα θά ἐξετάσουµε ποιό ἀξίωµα ἔχουν στήν Ἐκκλησία οἱ πολιτικά κυρίαρχοι πού ἔχουν ἀσπαστεῖ τή Χριστιανική πίστη. Πρῶτα θά πρέπει νά θυµηθοῦµε πώς τό δικαίωµα νά κρίνει κανείς ποιό δόγµα εἶναι κατάλληλο γιά τήν εἰρήνη εἶναι ἀδιάρρηκτα προσαρτηµένο στήν κυρίαρχη πολιτική ἰσχύ…Καί ἑποµένως, οἱ Χριστιανοί Βασιλεῖς εἶναι ἀκόµη οἱ ἀνώτατοι ἱερεῖς τῶν ὑπηκόων τους καί ἔχουν τήν ἐξουσία νά χειροτονήσουν ὅποιον ἱερέα θέλουν γιά νά διδάξει τήν Ἐκκλησία, δηλαδή, νά διδάξει τόν λαό πού ὑπάγεται στή δικαιοδοσία τους».

Στό δεύτερο, πάλι, ἀναφέρονται τά ἑξῆς γιά τό σύστηµα τῆς «νόµω κρατούσης πολιτείας»: «Ὅταν εἶπα ὅτι ἐκεῖνοι, καί µόνο ἐκεῖνοι πού ἔχουν τήν κρατική ἐξουσία, ἔχουν δικαιοδοσία ἐπάνω σε κάθε τί καί ὅτι ὁλόκληρη ἡ νοµοθεσία ἐξαρτᾶται ἀποκλειστικά ἀπό τήν δική τους ἀπόφαση δέν ἐννοοῦσα µόνο τό πολιτικο-ἀστικό δίκαιο, ἀλλά καί τό δίκαιο πού ἀφορᾶ στά ἱερά θέµατα. Διότι θά πρέπει νά ἑρµηνεύουν καί νά ὑπερασπίζονται καί αὐτό τό δίκαιο. Τό λέω αὐτό ἔντονα ἐδῶ, διότι πολλοί, ξεκάθαρα ἀρνοῦνται ὅτι οἱ κυρίαρχες πολιτικές ἐξουσίες ἔχουν δικαιοδοσία ἐπάνω σε ἱερά θέµατα καί δέν τίς ἀναγνωρίζουν ὡς ἑρµηνευτές τοῦ Θείου Δικαίου. Διεκδικοῦν γιά τόν ἑαυτό τους τήν ἄδεια νά ἀσκοῦν κριτική στίς πολιτικές κυβερνητικές ἐξουσίες, ἀκόµη καί νά τίς ἀφορίζουν ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὅπως κάποτε ἔκανε ὁ Ἀµβρόσιος στόν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο. Ὅµως, κάνοντας αὐτό, διαιροῦν τήν ἐξουσία καί στήν πραγµατικότητα ἐπιχειροῦν νά βροῦν ἕναν τρόπο γιά νά γίνουν αὐτοί κυρίαρχοι… Ἑποµένως, δέν µποροῦµε νά ἀµφιβάλλουµε γιά τό ὅτι αὐτή τήν ἐποχή, τά ἱερά θέµατα ἐλέγχονται πλήρως ἀπό τίς ἀνώτατες κυρίαρχες ἐξουσίες... Χωρίς τή δική τους συγκατάθεση, κανείς δέν ἔχει τό δικαίωµα καί τήν ἰσχύ νά διοικεῖ αὐτά τά πράγµατα, νά καθιδρύει τούς ἐκκλησιαστικούς θεσµούς καί νά ἀποφασίζει γιά τά δόγµατα, νά λύνει ζητήµατα σχετικά µέ τά εἰδικά θρησκευτικά καθήκοντα, νά ἀποκόπτει ἤ νά δέχεται κάποιον στήν Ἐκκλησία, ἀκόµη νά προσφέρει στούς φτωχούς».

Κατά τή γνώµη µας, οἱ δύο αὐτοί συγγραφεῖς πού εἶχαν ἐµβαθύνει στό ζήτηµα τῆς ἵδρυσης καί τῆς ἐπιβολῆς τῆς κρατικῆς ἐξουσίας, ἀποδίδουν µέ καθαρότητα τή µόνη πραγµατική διαζευκτική ἐπιλογή ἔναντι ἐκείνης πού ἀκολούθησε τό Βυζάντιο. Διότι, εἴτε ἡ κρατική ἐξουσία θά ἀναγνωρίσει κάτι πού τήν ὑπερβαίνει καί ἑποµένως τήν περιορίζει καί τήν κρίνει, εἴτε θά αὐτοαναγνωρισθεῖ ὡς τό ἀπόλυτο καί θά ρυθµίσει αὐτή ὡς τελικός κριτής καί διαιτητής τά πάντα, ὑποτάσσοντας κάθε ἄλλη θρησκευτική ἤ φιλοσοφική ἀρχή, ἴσως ὄχι σέ κάθε περίπτωση, ἀλλά, τουλάχιστον, ὅταν ἀνακύπτουν ζητήµατα πού εἶναι πραγµατικά κρίσιµα γιά τήν ἐπιβολή καί στερέωσή της ὡς ἐξουσίας. Τρίτη λύση δέν δίδεται, τοὐλάχιστον, ὅταν πρόκειται γιά τά ζωτικά ζητήµατα.

Βέβαια, στίς ἡµέρες µας εἶναι ἰδιαιτέρως προβεβληµένη ἡ ἀναµφίβολα εὐγενής καί µέ φιλάνθρωπη πρόθεση ἰδέα τῆς κρατικῆς οὐδετερότητας ἔναντι ὁποιασδήποτε ἰδεολογίας, προκειµένου νά δοθεῖ χῶρος στήν ἐλεύθερη συζήτηση καί ἀνάπτυξη τῶν ἰδεῶν καί συνακολούθως στήν αὐτοπραγµάτωση τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ἰδέα αὐτή θεωρεῖ δεδοµένο ὅτι εἶναι λογικά δυνατόν νά ληφθεῖ κάποια «ἀρχιµήδεια», καθαρή ἀπό κάθε προεπιλογή, θέση, κάποια «µή περιεκτική»- καθαρά «διαδικασιακή» καί ριζικά ἀπροκατάληπτη στάση τῶν κρατικῶν ὀργάνων, πού θά δίδουν ἁπλῶς χῶρο καί δέν θά λαµβάνουν θέση ὑπέρ τῆς µιᾶς ἤ τῆς ἄλλης ἰδεολογίας. Πρόκειται, µέ ἄλλους ὅρους, γιά τό ζήτηµα, ἐάν εἶναι δυνατό νά ὑπάρξει µιά πραγµατικά «ἀνοικτή» δηµοκρατία ἤ ἐάν κάθε δηµοκρατία εἶναι «ἀξιακά κλειστή», ὅπως ἔχει ἐπικρατήσει νά λέγεται. Συναφῶς, οἱ ὑποστηρικτές αὐτῆς τῆς ἄποψης διεκδικοῦν τήν καθαίρεση τῶν χριστιανικῶν συµβόλων ἀπό τά κτίρια, ὅπου στεγάζονται οἱ δηµόσιες ἀρχές καί ὑπηρεσίες, κινούµενοι πολλές φορές ἀπό γνήσια φιλελεύθερη πρόθεση, χωρίς ἀπαραιτήτως κάποια ἀντιθρησκευτική προκατάληψη.

Τό ἐρώτηµα, ὅµως, εἶναι τί θά συµβεῖ, ὅταν καταστεῖ κεντρικό καί ἄµεσα ζωτικό ἕνα ζήτηµα στό ὁποῖο δέν νοεῖται συµβιβασµός, ἕνα θέµα ὅπου δέν ὑπάρχει «συµφώνησις µεταξύ Χριστοῦ καί Βελίαρ», ἐκεῖ ὅπου το πρόβληµα τίθεται διαζευκτικά ὡς «εἴτε-εἴτε» καί ὄχι ἐκεῖ ὅπου, σύµφωνα µέ µιά ξενική ἔκφραση, «anything goes». Στίς περιπτώσεις αὐτές, κατά τή γνώµη µας, ἀναδύεται στήν ἐπιφάνεια ἡ πρωταρχική µερο-ληπτική ἐπιλογή πού ἔχει κάνει ἐκ καταβολῆς κάθε κράτος. Διότι, ἀκόµα καί ἡ Γαλλία, γιά νά ἀναφερθεῖ ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγµα, πού διακηρύσσει ὅτι ἔχει ἐγκαθιδρύσει «etat laique» καί ὅτι δέν εὐνοεῖ καµιά θρησκεία, στήν πραγµατικότητα ἔχει λάβει ριζική θέση ὑπέρ µιᾶς θρησκείας τοῦ κόσµου τούτου, ὑπέρ ἑνός ἐκκοσµικευµένου «ἀνθρωπιστικοῦ» ἀπολύτου, «κλειστοῦ» (=ἀξιολογικά δεσµευµένου καί ὄχι οὐδέτερου), ὅπως ὅλα τα «ἀπόλυτα», πράγµα πού φάνηκε µέ τά µέτρα πού ἔλαβε τό Γαλλικό κράτος γιά νά ρυθµίσει αὐτό –καί ὄχι τό Κοράνι– τήν ἀµφίεση τῶν µουσουλµάνων γυναικῶν. Ὡσάν νά ἔχει κάποια οὐσιαστική διαφορά, ἐάν τό ἑκάστοτε ἀπόλυτο ἐµφανίζεται µέ «ἀρχαϊκά-θρησκευτικά» ἐνδύµατα ἤ ὡς ἐκκοσµικευµένος-νεωτερικός καί (δῆθεν) µή-µεταφυσικός «Ὀρθός Λόγος». Ἄλλωστε, ἡ ἐγγενῶς θρησκευτική τάση κάθε κρατικῆς ὀντότητας ἀποκαλύφθηκε µέ τή λατρεία τῆς «Λογικῆς» πού ἐπιχείρησε νά καθιερώσει ὁ Ροβεσπιέρρος κατά τή Γαλλική Ἐπανάσταση, ἀλλά φάνηκε καί στήν περίπτωση τοῦ ἐµβληµατικοῦ «θετικιστῆ» κοινωνιολόγου Αὐγούστου Κόντ πού, ἄν καί «ἀντιµεταφυσικός», τελικά εἰσηγήθηκε τήν καθιέρωση λατρευτικῶν τελετῶν γιά τήν ἀνθρωπότητα ὡς θεότητα! Ἄλλος ἕνας τοµέας, ὅπου «προδίδεται» ἡ ἰδεολογική δέσµευση κάθε κρατικῆς ὀντότητας, ἐπίκαιρος αὐτός, εἶναι τά ἀναλυτικά προγράµµατα τῶν ὑπουργείων παιδείας πού καθορίζουν δεσµευτικά τί, ὑπό ποῖο πρίσµα καί µέ ποιά ἱεράρχηση θά (ἤ δέν θά) διδαχθεῖ στά κρατικά σχολεῖα ἀπό µαθήµατα, ὅπως ἡ ἱστορία ἤ τά θρησκευτικά.

Γιά νά ἐπανέλθουµε στό ζήτηµα τῶν κρατικῶν συµβόλων: ἕνα κράτος χωρίς θρησκευτικό σύµβολο καί ἀκόµη περισσότερο χωρίς τόν Σταυρό µέ τόν εἰδικό συµβολισµό Του (βλ. πρός Κολασσαεῖς, 2, 15: «ἀπεκδυσάµενος τάς ἀρχάς καί τάς ἐξουσίας, ἐδειγµάτισεν ἐν παρρησίᾳ, θριαµβεύσας αὐτούς ἐν αὐτῷ», ἐπίσης Ρενέ Ζιράρ «Ἐθεώρουν τόν Σατανᾶν ὡς ἀστραπήν») στήν πραγµατικότητα αὐτοανακηρύσσεται σέ ἀπόλυτο καί ἔσχατο διαιτητή καί κριτή, χωρίς ἀναφορά καί παραποµπή –διά τοῦ συµβόλου– σέ κάτι  ἔσχατο ἐκτός αὐτοῦ. Σύµφωνα δέ µέ τόν Μεγάλο Ἀθανάσιο, πού «προανέτρεψε τάς µελλούσας φυήσεσθαι αἱρέσεις», ἐκεῖνος πού συµβιβάζει δύο ἄλλους, βάζοντάς τους στήν (ὁρισµένη ἀπό τόν ἴδιο) θέση τους, φανερώνεται ὅτι στήν πραγµατικότητα ἔχει τήν κυρίαρχη θέση: «Πῶς δέ ὅλως καί δύο ἄν εἴη ἐναντία ἀλλήλων ἤ τί τό διαιροῦν ἐστί ταῦτα ἴνα χωρίς ἀλλήλων γένωνται; Εἶναι γάρ αὐτά ἅµα ἀδύνατον διά τό ἀναιρετικά ἀλλήλων εἶναι. Ἀλλ’ οὐδέ ἕτερον ἐν ἐτέρω δυνηθείη ἄν εἶναι διά τό ἄµικτον καί ἀνόµοιον αὐτῶν τῆς φύσεως. Οὐκοῦν ἐκ τρίτου το διαιροῦν φανήσεται καί αὐτό Θεός».

Δηλαδή, προσαρµόζοντας τήν παρατεθεῖσα περικοπή στήν προκείµενη συλλογιστική, τήν ἀπόλυτη ἐξουσία τήν ἔχει ἐκεῖνος («φανήσεται αὐτό Θεός») πού διαιτητεύει («διαιρεῖ») ἀνάµεσα σέ δύο ἀντιµαχόµενες παρατάξεις, κόµµατα, ἰδεολογίες («τά ἀναιρετικά ἀλλήλων ἐναντία») καί διακρατεῖ ὡς τρίτος («ἐκ τρίτου») τήν ἁρµοδιότητα τῆς τελικῆς ἀπόφασης. Χαρακτηριστικό, ἄν καί σήµερα φαντάζει κάπως ἀφελῶς εὐθές, εἶναι τό ἱστορικό παράδειγµα τοῦ Ρωµαϊκοῦ κράτους, τό ὁποῖο δεχόταν µέν κάθε θρησκεία (στά λατινικά religio=δέσµευση), ὑπό τόν ἀπαράβατο ὅµως ὅρο οἱ ὀπαδοί της νά λατρεύουν ταὐτόχρονα τόν Καίσαρα, ἀναγνωρίζοντας µέ τίς θυσίες πού προσέφεραν σέ αὐτόν τήν ὑπέρτατη κυριαρχία του ὡς Κυρίου καί Θεοῦ, ὅπως προαναφέρθηκε. Πάντως, τά ἐπικοινωνιακά καί σκηνοθετικά τεχνάσµατα τῆς ἐξουσίας ἦταν παλαιόθεν ἐπινοηµένα, ἄν κρίνει κανείς ἀπό τό: «ᾗ ἄν ὥρᾳ ἀκούσητε τῆς φωνῆς τῆς σάλπιγγος, σύριγγός τε καί κιθάρας, σαµβύκης τε καί ψαλτηρίου, συµφωνίας καί παντός γένους µουσικῶν, πίπτοντες προσκυνεῖτε τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ἥν ἔστησε Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεύς» (Δανιήλ, 3, 5).

Ἑποµένως, κάθε κράτος εἶναι ριζικά θεο-κρατικό. Τό ἐρώτηµα πού ἀνακύπτει, ὅµως, περαιτέρω εἶναι, ἐάν ὑπάρχουν ἄλλα κράτη στά ὁποῖα ὁ θεµελιώδης θεσµός πού τά νοµιµοποιεῖ καί ἑρµηνεύει ἀποκλειστικά τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ τους εἶναι προγραµµατικά ἄοπλος καί κηρύσσει τήν ἀγάπη πρός τούς ἐχθρούς, ὅπως ἡ Ἐκκλησία στό Βυζάντιο. Σηµειωτέον, ἀκόµη, ὅτι αὐτός πού ἀναγνωρίζει ὡς καθῆκον του νά ἀγαπᾶ τούς ἐχθρούς του ἔχει ἤδη ἐπίγνωση τῆς διάκρισης ἀνάµεσα σέ φίλους καί ἐχθρούς, διάκριση πού γιά κάποιους εἶναι ἡ κύρια διάκριση πού διαπερνᾶ (καί) τό πολιτικό ἐπίπεδο, ἀλλά ταὐτόχρονα, γνωρίζοντας «οἵου πνεύµατος ἐστί» (Κατά Λουκᾶν, 9, 55), γνωρίζει ὅτι ὁ ἐχθρός του δέν εἶναι πρός ἐξόντωση, ἀλλά «πρός ἐκκλησιασµόν».

Νοµοµαθής

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» - Ἀρ. Τεύχους 173

Ἰανουάριος 2017

 

173 4 Nomomathis 2