ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΔΙΚΑΙΟ
Μιά ἀπόπειρα ἀντιπαραβολῆς
(ΣΤ΄)
Παρεµβατικὴ πολιτικὴ τοῦ κράτους,
ῥύθµιση τῆς ἀγορᾶς, τῆς ἐργασίας
καὶ κοινωνικὴ δικαιοσύνη
Στό προηγούµενο τεῦχος (τοῦ Μαρτίου 2017) παραθέσαµε τὸ Τυπικὸν τοῦ νοσοκοµείου τῆς Μονῆς Παντοκράτορος στήν Κωνσταντινούπολη, ἐκδεδοµένο ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Β’ Κοµνηνό. Ὅµως, ὁ Elias Tuma στό βιβλίο τοῦ µέ τίτλο «Εὐρωπαϊκὴ Οἰκονοµικὴ Ἱστορία ἀπὸ τὸ 10ο αἰῶνα ἕως σήµερα» ἀναφέρει ὅτι τὸ πρῶτο γενικὸ νοσοκοµεῖο ἱδρύθηκε στό Λονδίνο τὸ 1536. Γενικότερα, στό βιβλίο του ἀναφέρεται στήν οἰκονοµικὴ ἱστορία ὄχι µόνο τῶν δυτικῶν Εὐρωπαϊκῶν χωρῶν, ἀλλὰ καὶ τῆς Ῥωσσίας, τῆς Σουηδίας, τῆς Οὐκρανίας, τῆς Πολωνίας, ἀκόµη τῆς Ἰσπανίας καὶ τῆς Ἰταλίας. Ἐπίσης, ἐπεκτείνεται σὲ ἀναφορὲς σὲ ὅλο τὸν κόσµο, στήν Ἀφρική, στή Βόρεια καὶ Νότια Ἀµερική, στήν Κίνα καὶ τὴν Ἰαπωνία, λόγῳ τῶν οἰκονοµικῶν τους σχέσεων µέ τὴν Εὐρώπη. Εἶναι, ὅµως, τόσο πλήρης ἡ ἀπουσία ἀναφορᾶς εἰδικὰ στήν οἰκονοµικὴ καὶ γενικότερα κοινωνικὴ ἱστορία τοῦ Βυζαντίου, ὥστε περιέρχεται κανεὶς σὲ πραγµατικὴ ἀµηχανία, ἀναζητῶντας τὸν λόγο τῆς παράλειψης αὐτῆς. Ἡ ἀναφορὰ στό κατὰ τὰ ἄλλα πολὺ κατατοπιστικὸ αὐτὸ βιβλίο γίνεται, ὄχι γιά νά κάνουµε δίκη προθέσεων, ἀλλὰ γιά νά εἰκονογραφηθεῖ καὶ συνειδητοποιηθεῖ µιά γενικότερη τάση σχεδὸν ὅλων ἀπέναντι στό Βυζάντιο, ἡ ὁποία ἴσως νά ὀφείλεται στή βραχυκυκλωτικὴ ἐπίδραση πού ἀσκεῖ στήν κάπως τυποποιηµένη σύγχρονη σκέψη ὁ χαρακτηρισµὸς τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας ὡς «θεοκρατικῆς» ἢ «θρησκευτικῆς». Ὁ Γάλλος ἱστορικὸς µεσαιωνολόγος Ζάκ Λέ Γκόφ ἔχει ἐπισηµάνει ὅτι ὁ ὅρος «θρησκεία» δέν ὑπῆρχε κἄν στόν Μεσαίωνα, ἀλλὰ καθιερώθηκε ἀργότερα. Ἡ ἐπισήµανση αὐτὴ εἶναι καίρια, διότι οἱ καινούργιες λέξεις ἄλλοτε φωτίζουν περισσότερο τή σηµασία τῶν πραγµάτων, ἄλλοτε, ὅµως, ὅταν δηλαδὴ εἶναι ἁπλῶς ἄστοχες ἢ τεχνηέντως σκολιές, ἐγκλωβίζουν καὶ ἀκυρώνουν ἢ παροχετεύουν τή λογική σκέψη καὶ συνακολούθως καί τίς πράξεις τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι, ἡ ἀπόδοση τῆς θρησκευτικῆς ταµπέλας στό Βυζάντιο τὸ καθιστᾶ, ἀντανακλαστικά καὶ σχεδὸν ταχυδακτυλουργικά, εἰδικὴ καὶ ἐξωτική, «µή-πραγµατική» περίπτωση, ποὺ ἐνδιαφέρει µόνο τούς κάπως ἐκκεντρικούς ἐκ τῶν ἱστορικῶν ἢ τοὺς ἰδιορρύθµους θρησκευόµενους, παρουσιάζει δὲ τοὺς Βυζαντινοὺς ὡς παραξένους καὶ ἀρνησίκοσµους ἀσκητές πού ἀκολουθοῦν ξερούς καὶ ἐπιπέδους «τύπους», χωρὶς σύνδεση µὲ τὴν παραγωγή, τή διανοµή καὶ τὴν κατανάλωση ἀγαθῶν καὶ ὑπηρεσιῶν, δηλαδή µέ τήν «πραγµατική ζωή» (βλ. καὶ Κατὰ Λουκᾶν 17, 28: «...ἤσθιον, ἔπινον, ἠγόραζον, ἐπώλουν, ἐφύτευον, ᾠκοδόµουν...»). Βέβαια, τὸ πόσο «τυπικὸ» εἶναι ἕνα «Τυπικόν» µέ τὸ ὁποῖο προγραµµατίζεται ἡ καθηµερινὴ στιχολογία τοῦ Ἑξαψάλµου (:«ἐν γῇ ἐρήµῳ καὶ ἀβάτῳ καὶ ἀνύδρῳ», «καὶ ἠκηδίασεν ἐπ’ἐµὲ τὸ πνεῦµά µου, ἐν ἐµοὶ ἐταράχθη ἡ καρδία µου», «οἱ φίλοι µου καὶ οἱ πλησίον µου ἐξ ἐναντίας µου ἤγγισαν καὶ ἔστησαν», «ἐκύκλωσάν µε ὡσεὶ ὕδωρ ὅλην τὴν ἡµέραν») καὶ ἡ ψαλµωδία εἰρµῶν καὶ τροπαρίων, ὅπως τό: «ἐν ἀβύσσῳ πταισµάτων κυκλούµενος, τὴν ἀνεξιχνίαστον τῆς εὐσπλαγχνίας σου ἐπικαλοῦµαι ἄβυσσον», εἶναι ἕνα ἐρώτηµα πού πρέπει νά γίνει ἀντικείµενο µελέτης, ἐκφεύγει, ὅµως, τοῦ ἀντικειµένου τοῦ παρόντος. Ἤδη, στό παρὸν τεῦχος ἀναφέρουµε κάποιες διατάξεις τοῦ βυζαντινοῦ δικαίου γιά νά φανεῖ ὅτι ὑπῆρχε οἰκονοµικὴ ζωὴ στό Βυζάντιο καὶ ὅτι ὑπῆρχε ῥύθµιση τῆς παραγωγῆς, τῆς διανοµῆς καὶ τῆς κατανάλωσης τῶν ἀγαθῶν καὶ τῶν ὑπηρεσιῶν.