Ἡ πορεία τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς
Ἡ Μ. Τεσσαρακοστή ἔχει ἤδη ἀρχίσει γιά ἄλλη µιά φορά καί µαζί της ἔχει ξεκινήσει, γιά ἄλλη µιά φορά, µιά πορεία πνευµατική. Εἶναι µιά πορεία ἀναγεννητική πού θά ἔχει διάρκεια ἑπτά ἑβδοµάδων καί προορισµό τήν «λαµπροφόρο ἡµέρα τῆς ἐγέρσεως» τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι µιά πορεία κοπιαστική, ἀλλά λυτρωτική, πού σκοπό ἔχει νά µᾶς προετοιµάσει γιά τή συµµετοχή µας στή χαρά τῆς Ἀναστάσεως. Στό ἀναστάσιµο κάλεσµα τοῦ Χριστοῦ πρός τούς Ἀποστόλους, τό «Χαίρετε», θέλουµε νά εἴµαστε κι ἐµεῖς παρόντες, ὅµως τήν ψυχή µας τήν βαραίνει ἡ θλίψη. Στίς ἑβδοµάδες τοῦ Τριωδίου πού προηγήθηκαν, ἡ Ἐκκλησία µᾶς κατέστησε σαφές ποῦ βρίσκεται ἡ αἰτία τῆς θλίψης µας: «Τῆς πατρῴας δόξης» ἀποσκιρτήσαµε –καί ἀποσκιρτοῦµε συνεχῶς, «τόν πλοῦτον τόν πατρῷον δεινῶς» ἐσκορπίσαµε– καί ἐξακολουθοῦµε ἀφρόνως νά τόν σκορπίζουµε. Ἐπιθυµοῦµε νά εἴµαστε µαζί µέ τόν Χριστό, ἀλλά ἀναγνωρίζουµε ὅτι ἔχουµε γίνει ἀγνώριστοι καί ἀποκρουστικοί. Γι’ αὐτό στόν «Ἑσπερινό τῆς Συγγνώµης» κραυγάσαµε σιωπηλά µαζί µέ τόν ὑµνωδό: «Μή ἀποστρέψεις τό πρόσωπόν σου ἀπό τοῦ παιδός σου, ὅτι θλίβοµαι». Ἔτσι ἔχει ξεκινήσει ἡ πορεία τῆς ἐπιστροφῆς πρός τόν Πατέρα γιά ἄλλη µιά φορά. Εἶναι ἕνας ἀγώνας γιά νά φύγουν τά ἐµπόδια πού µᾶς στεροῦν τήν χαρά µας, ἕνας ἀγώνας «πρός ἐγκράτεια παθῶν», «πρός ἐλπίδα ἀναστάσεως». Καί γι’ αὐτό πρέπει νά γίνει... µέ χαρά!
Στήν πορεία µας αὐτή δέν θά εἴµαστε µόνοι, οὔτε θά αὐτοσχεδιάζουµε. Θά ἀφεθοῦµε µέ ἐµπιστοσύνη στήν Ἐκκλησία νά µᾶς δείξει τόν δρόµο. Τά λειτουργικά κείµενα αὐτῆς τῆς περιόδου –καρπός τοῦ προσωπικοῦ βιώµατος τῆς µετανοίας τῶν ἁγίων Πατέρων– καί τά διάφορα ἀναγνώσµατα –ἐπιλεγµένα σοφά ἐπίσης ἀπό τούς ἁγίους Πατέρας– θά εἶναι οἱ ὁδοδεῖκτες µας. Κάθε ἡµέρα καί κάθε ὥρα ἡ Ἐκκλησία θά µᾶς τονίζει ὅλες ἐκεῖνες τίς ἀλήθειες χωρίς τίς ὁποῖες, ὄχι µόνο δέν θά φθάσουµε στόν προορισµό µας, ἀλλά ἡ πορεία µας θά µετατραπεῖ σέ περιπέτεια...
Ἡ βασική προϋπόθεση γιά νά µή καταλήξει ἡ πορεία µας σέ ἀδιέξοδα εἶναι ἡ ὀρθή Πίστη. Ἔτσι τίς δύο πρῶτες Κυριακές ἡ Ἐκκλησία θά ἑορτάσει τή νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας κατά τῶν αἱρέσεων, τή νίκη τῆς ἀλήθειας κατά τοῦ ψεύδους καί θά µᾶς ἐπισηµάνει ὅτι χωρίς ἀκρίβεια στήν πίστη, ὁ Χριστός δέν γνωρίζεται. Ἡ ὀρθή Πίστη ἔχει µιά ἀπόλυτα συνεπῆ συνέχεια, ἀποτελεῖ τρόπον τινά µιά σκυταλοδροµία. Ξεκινάει ἀπό τήν Π. Διαθήκη καί φθάνει µέχρι τήν ὁµολογία καί τή ζωή τῶν συγχρόνων Ἁγίων. Στό «Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας», πού θά διαβαστεῖ τήν πρώτη Κυριακή µετά τό πέρας τῆς Θ. Λειτουργίας, θά ἀκούσουµε: «Οἱ Προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογµάτισαν, ἡ Οἰκουµένη ὡς συµπεφρόνηκεν, ἡ χάρις ὡς ἔλαµψεν· ἡ ἀλήθεια ὡς ἀποδέδεικται... Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τήν Οἰκουµένην ἐστήριξεν...».
Εἶναι ποτέ δυνατόν, ὅµως, νά ἀποδέχεται κάποιος τά λόγια αὐτά τῆς Ἐκκλησίας καί ταὐτόχρονα νά ἐντάσσεται στήν λεγόµενη «Μεταπατερική Θεολογία», ἡ ὁποία – ὅπως φανερώνει καί τό ὄνοµά της –καταργεῖ τόν θεόπνευστο λόγο τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τόν ἀντικαθιστᾶ µέ τή φλυαρία σύγχρονων “θεολόγων”; Ἤ ψεύδεται, ἤ ἔχει ὑποστεῖ σύγχυση...
Τό «Συνοδικόν» ἀποτελεῖ ἕνα µέρος τῶν κειµένων πού συντάχθηκαν ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρας κατά τήν Ζ΄ Οἰκουµενική Σύνοδο, ἡ ὁποία συνεκλήθη τό 787 µ.Χ. γιά νά ἀντιµετωπίσει τήν αἵρεση τῆς Εἰκονοµαχίας. Εἶναι ποτέ δυνατόν, ὅµως, κάποιος νά σέβεται τό κείµενο αὐτό καί ταὐτόχρονα νά ἐντάσσεται στό κίνηµα τοῦ «Οἰκουµενισµοῦ», πού ἐξισώνει µέ τήν ἀληθινή πίστη ὅλες τίς χριστιανικές ὁµολογίες δηλαδή ὅλες τίς αἱρέσεις ἤ καί ἀκόµη ὅλες τίς θρησκεῖες; Εἶναι λογικό νά κατέχει τήν ἀλήθεια π. χ. καί αὐτός πού τιµᾷ τίς εἰκόνες καί αὐτός πού τίς µάχεται (προτεσταντισµός, ἰσλάµ κλπ) ἤ ἀκόµη καί αὐτός πού τίς δέχεται ἀλλά δέν τίς προσκυνᾶ (παπισµός); Εἶναι λογικό ἀντικρουόµενες θεολογικές θέσεις ἀλλά καί ἀντικρουόµενες πρακτικές τρόπου ζωῆς νά θεωροῦνται ὅλες ἀληθινές; Μέ αὐτό τόν τρόπο δέν σχετικοποιεῖται ἡ ἀλήθεια; Ἀλλά τότε ποιός ὁ λόγος νά ἐνταχθοῦµε σέ ἕνα χῶρο καί νά ἀφιερώσουµε τή ζωή µας σέ κάτι πού ἔχει σχετική ἀξία, σέ κάτι µή ἀληθινό; Ψεῦδος ἤ σύγχυση;
Τό «Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας», πού θά διαβαστεῖ τήν πρώτη Κυριακή, ἔχει συµπληρωθεῖ µέ κείµενα πού ἀφοροῦν στή νίκη καί ἐπικράτηση τῆς ὀρθῆς Πίστης κατά τῶν πλανῶν τοῦ αἱρεσιάρχη Βαρλαάµ κατά τόν 14ο αἰώνα. Γι’ αὐτό τήν δεύτερη Κυριακή τιµᾶται ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαµᾶς, ὁ ὁποῖος ἀντέκρουσε τίς κακοδοξίες τοῦ Βαρλαάµ καί µᾶς διασαφήνισε µέ τά συγγράµµατά του αὐτό πού ἡ Ἐκκλησία ἤδη ἐξ ἀρχῆς ζοῦσε: Ὅτι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ δέν ἐπιτυγχάνεται µόνο διανοητικά, ὅπως δίδασκε ὁ Βαρλαάµ καί ἡ Δυτική Θεολογία, ἀλλά χρειάζεται καί ἡ κάθαρση τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς ἀπό τά πάθη µέ τήν ἄσκηση καί τήν προσευχή. Ὅµως καί πάλι αὐτή ἡ γνώση, ἡ ἕνωση µέ τόν Θεό, δέν ἔρχεται ὡς κατάκτηση, ἀλλά ὡς προσφορά τοῦ Θεοῦ στόν ἀγῶνα τοῦ ἀνθρώπου καί στήν ἱκεσία του, ἱκεσία πού ἐκφράστηκε πολύ χαρακτηριστικά ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο: «Κύριε, φώτισόν µου τό σκότος». Ἐπίσης ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαµᾶς µᾶς διασαφήνισε ὅτι ἡ ἄκτιστη Θεία Χάρις, καί ὄχι ἡ κτιστή κατά τόν Βαρλαάµ καί τή σύγχρονη “Δύση”, πού παρέχεται µέσω τῶν ἱερῶν µυστηρίων, µᾶς ἐξαγιάζει καί µᾶς καθιστᾶ κατά χάριν υἱούς τοῦ Θεοῦ. Καί εἶναι αὐτή ἡ ἄκτιστη Θεία Χάρις πού ἀξιώνει τούς Ἁγίους τῆς θέας τοῦ Ἀκτίστου, τοῦ Θαβωρείου Φωτός ἀπό αὐτήν ἤδη τή ζωή, τό ὁποῖο ἀρνεῖτο ὁ Βαρλαάµ καί ἡ “Δύση” µέχρι σήµερα τό “ἀπαξιώνει”...
Τά κείµενα τοῦ «Συνοδικοῦ» συνοδεύονται ἀπό ἕναν µακρύ κατάλογο ὀνοµάτων. Τιµῶνται ὅλοι ἐκεῖνοι –Ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, µοναχοί, θεολόγοι, αὐτοκράτορες, βασιλεῖς,– οἱ ὁποῖοι µέ τή διδασκαλία τους ἤ τίς ἐνέργειές τους συνέβαλαν στή διατήρηση τῆς ὀρθῆς Πίστης. Ἀντίστοιχα καταδικάζονται ὀνοµαστικά ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι µέ τίς πλάνες πού διέδιδαν προκαλοῦσαν σύγχυση καί ἐµπόδιζαν τήν ὀρθή γνώση καί σχέση τῶν ἀνθρώπων µέ τόν Χριστό. Εἶναι, ὅµως, δυνατόν κάποιοι νά “προσυπογράφουν” τό κείµενο αὐτό τιµώντας τούς Ἁγίους καί ἀποστρεφόµενοι τίς αἱρέσεις καί ταυτόχρονα νά ἐντάσσονται στούς Οἰκουµενιστές, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀφαιρέσει ἀπό τό λεξιλόγιό τους τήν «αἵρεση» καί ὡς λέξη καί ὡς ἔννοια; Εἶναι λογικό κάποιοι Ἅγιοι τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας (Μέγας Φώτιος, Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός, Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαµᾶς κ.ἄ.) νά θεωροῦνται στίς διάφορες χριστιανικές ὁµολογίες ὡς πρόσωπα ἀνεπιθύµητα –στήν καλύτερη περίπτωση– ἤ ἀκόµα καί ἐχθρικά καί ταὐτόχρονα νά καλλιεργεῖται ἡ πεποίθηση ὅτι τίποτα δέν µᾶς χωρίζει καί τήν ὑφιστάµενη ἀπόσταση θά τήν καλύψει «ἡ ἀγάπη ἄνευ ὅρων καί ὁρίων» (Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ὁ Α΄); Μήπως ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἀγάπης γιά τίς αἱρετικές διδασκαλίες θά πρέπει νά καταργήσουµε τούς Ἁγίους µας, ὅπως ἔχει συµβεῖ ἤδη στή Δύση; Οἱ Προτεστάντες βέβαια οὐδέποτε ἀναγνώρισαν τήν ὕπαρξη ἁγίων, οἱ δέ Παπικοί ἔχουν διατηρήσει τούς ἁγίους τους στά χαρτιά, ἀλλά οὐδείς – οὔτε καί ἡ “Ἐκκλησία” τους – ἀσχολεῖται πιά µαζί τους. Ὅµως οἱ Ἅγιοι εἶναι αὐτοί ἀκριβῶς πού ἐπιβεβαιώνουν σέ κάθε ἐποχή τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. «Ἡ ἀλήθεια ὡς ἀποδέδεικται...»! Πλήρης σύγχυση ἤ ἀσύστολα ψεύδη;
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θά µᾶς προσφέρει τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ µέ τήν ἀρωγή τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων καί θά µᾶς καθοδηγήσει µέ προσοχή καί τήν περίοδο αὐτή, βοηθῶντας µας νά µή µπλέξουµε στά ἐπικίνδυνα µονοπάτια τῆς σύγχυσης καί τῆς πλάνης. Ἡ ἀκράδαντη βεβαιότητα γιά τήν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας σίγουρα δέν µᾶς ὠφελεῖ ἄν ἐγείρει αἰσθήµατα ὑπεροχῆς ἔναντι τῶν ἄλλων. Ἀντίθετα πρέπει νά δηµιουργεῖ σέ ὅλους µας αἴσθηµα εὐθύνης, ἄλλα καί αἰσθήµατα εὐγνωµοσύνης πρός ὅλους ἐκείνους, Ἁγίους ἤ ἁπλούς ἀνθρώπους, πού στό πέρασµα τῶν αἰώνων κράτησαν τόν θησαυρό τῆς Πίστης ἀνόθευτο...
Ἡ µέγιστη ἀξία τῆς ἀκρίβειας στήν Πίστη ἀπαιτεῖ καί ἀκρίβεια στόν τρόπο ζωῆς, γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία θά φέρει τά βήµατά µας στό ἴσκιο τοῦ Σταυροῦ καί µπροστά στήν Κλίµακα τῶν ἀρετῶν τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου, «πρός ἐγκράτεια παθῶν» καί πρός ἀπόκτηση ἀρετῶν. Καί γιά νά µήν ἀπογοητευθοῦµε στόν ἀγώνα µας, τήν τελευταία Κυριακή πρίν τήν Μ. Ἑβδοµάδα θά ἐπισκεφθοῦµε νοερά τήν ἔρηµο τοῦ Ἰορδάνου, τήν ἁγία Μαρία τήν Αἰγυπτία, ὡς µέγιστο παράδειγµα µετανοίας. Ὁ ἁγ. Ἰωάννης τῆς Κλίµακος µᾶς τονίζει ὅτι: «Μετάνοια σηµαίνει συµφωνία µέ τόν Θεόν γιά νέα ζωή... Μετάνοια σηµαίνει θυγατέρα τῆς ἐλπίδος καί ἀποκήρυξις τῆς ἀπελπισίας...».
«Καιρός µετανοίας ἐφέστηκε· σπεύσωµεν φιλόχριστοι...» ἔχουµε ἀκούσει ἤδη τήν Ἐκκλησία νά µᾶς καλεῖ καί περιµένει τήν ὁλόψυχη ἀνταπόκρισή µας. Γιά νά µή µείνει ἡ χαρά τῆς Ἀναστάσεως γιά µᾶς µόνο µιά προσδοκία...
Εὐανθία Κωλέττη
Θεολόγος
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀριθμ. Τεύχους 175
Μάρτιος 2017