Διάνοια καί Νοῦς, διχοτομημένα ἀπό τήν Δύση!
Ἡ Ἁγία Γραφή μᾶς καλεῖ νά ἀγαπᾶμε τόν Θεό «ἐξ ὅλης τῆς καρδίας», «ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς», «ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος» καί «ἐξ ὅλης τῆς διανοίας» (Λουκ. 10, 27). Τό ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ συνδυάζεται μέ τήν καρδιά, τήν ψυχή καί μέ τήν ἰσχύ μας φαίνεται λογικό. Ἀλλά αὐτό τό «ἐξ ὅλης τῆς διανοίας» ἠχεῖ παράξενα στά αὐτιά μας σήμερα. Ἡ ἀνθρώπινη διάνοια, ἔτσι ὅπως γίνεται κατανοητή στίς μέρες μας, προφανῶς ἔχει συσσωρεύσει στό διάβα τῆς ἱστορίας τόσα σκουπίδια, τόσα ἐπιβαρυντικά στοιχεῖα πού μᾶς μοιάζει ἀδύνατο νά τή συνδυάσουμε μέ τήν ἀγάπη.
Ἔκφραση αὐτῆς τῆς περιπετειώδους πορείας τῆς διάνοιας στήν ἱστορία εἶναι καί ὁ αὐστηρός καί ἀπόλυτος διαχωρισμός πού γίνεται ἀπό πολλούς θεολόγους ἀνάμεσα στή διάνοια καί τό νοῦ. Ὁμιλῶντας γιά δύο πραγματικότητες, τό κτιστό καί τό ἄκτιστο, γιά δύο γνώσεις, γιά δύο γνωστικά ὄργανα, τονίζουν ὅτι ἡ διάνοια ὡς γνωστικό ὄργανο τοῦ ἀνθρώπου εἶναι γιά τή γνώση τῆς κτιστῆς πραγματικότητας, τή γνώση αὐτοῦ τοῦ κόσμου μέσα στόν ὁποῖο ζοῦμε, ἐνῶ ὁ νοῦς εἶναι γιά τή γνώση τῆς ἄκτιστης πραγματικότητας, γιά τή γνώση τοῦ Θεοῦ. Ἡ διανοητική γνώση ἀφορᾶ βασικά τήν ἐπιστήμη καί εἶναι ἀνεξάρτητη ἀπό τήν πνευματική πρόοδο τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ ἡ γνώση πού ἀφορᾶ τό νοῦ, συνδέεται ἄμεσα μέ τήν πνευματική ζωή. Εἶναι ἐκείνη ἡ γνώση πού ἐξαρτᾶται ἀπό τήν κάθαρση τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς, ἀπό τήν ἐπιστροφή τοῦ νοῦ στήν καρδιά. Μόνο τότε γίνεται δυνατή, ὅταν ὁ ἄνθρωπος μέσῳ τῆς ἀσκητικῆς μεθόδου τῆς Ὀρθοδοξίας καταφέρνει νά ἐκριζώσει τά πάθη του. Γενόμενος ἀπαθής, γίνεται δεκτικός τοῦ Θεοῦ, τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Μέσῳ αὐτῆς τῆς ὁδοῦ γίνεται κατοικητήριο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Ἄμεση προέκταση αὐτοῦ τοῦ αὐστηροῦ καί ἀπόλυτου διαχωρισμοῦ εἶναι καί ἡ διατύπωση, τήν ὁποία βρίσκουμε ἀκόμα καί στά σχολικά βιβλία. Στά κεφάλαια πού διαπραγματεύονται τή δημιουργία τοῦ κόσμου τονίζεται ὅτι ἡ ἐπιστήμη μέσῳ τῆς διανοητικῆς γνώσης ἀπαντάει στό ἐρώτημα σχετικά μέ τό «πῶς» τῆς δημιουργίας, ἐνῶ ἡ πίστη μέ γνωστικό ὄργανο τό νοῦ ἀπαντάει στό ἐρώτημα σχετικά μέ τό «ποιός» καί «γιατί» τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου.
Αὐτός ὅμως ὁ τόσο ξεκάθαρος καί ταὐτόχρονα τόσο ἀπόλυτος διαχωρισμός αὐτῶν τῶν δύο ὀργάνων καί εἰδῶν γνώσεως, πού σύμφωνα μέ τούς ὑποστηρικτές του μᾶς ἐξασφαλίζει τόν σαφῆ διαχωρισμό πίστης καί ἐπιστήμης καί ἀποτρέπει ἔτσι κάθε δυνατότητα σύγκρουσής τους, μήπως κρύβει τόν κίνδυνο τῆς διχοτόμησης τοῦ ἀνθρώπου; Μήπως καταλήγουμε μέ τόν τρόπο αὐτό στό σημεῖο νά θεωροῦμε, ὅτι τό ἕνα κομμάτι, αὐτό τῆς διανοητικῆς γνώσης, μπορεῖ νά λειτουργεῖ αὐτόνομα, ἀποκομμένο ἀπό τόν Θεό καί Δημιουργό του, στό χῶρο τῆς ἐπιστήμης καί τῆς καθημερινότητάς μας, ἐνῶ γιά τό ἄλλο, ἐκεῖνο τῆς γνώσης τοῦ νοῦ, πιστεύουμε, ὅτι μπορεῖ νά λειτουργεῖ μόνο σέ ἄμεση ἀναφορά καί προσανατολισμό στόν Θεό καί ἄρα ἀφορᾶ ἀποκλειστικά στήν πνευματική μας ζωή; Μήπως μέ αὐτόν τόν τόσο ἀπόλυτο διαχωρισμό καταργοῦμε τόν ἴδιο τόν Θεάνθρωπο, ἀναιροῦμε τήν ἀχώριστη καί ἀδιαίρετη ἕνωση τῶν δύο φύσεων στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, τή θεανθρώπινη διάσταση τῆς ζωῆς μας; Μήπως διαψεύδουμε μέ αὐτήν τήν κατανόηση τῆς πραγματικότητας τοῦ ἑαυτοῦ μας καί τῆς ζωῆς μας τά λόγια πού τόσο συχνά ἐπαναλαμβάνουμε στή λατρεία μας: «Ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῶ παραθώμεθα»; Μήπως τελικά μέ τόν τρόπο αὐτό ἀκολουθοῦμε ξένα πρός τήν Ὀρθοδοξία καί τήν παράδοση τῶν Πατέρων μας μονοπάτια πού ἔχουν χαράξει οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι καί ἡ παράδοση ἐκείνη πού θέλαμε ἀρχικά νά ἀποφύγουμε;
Ἀσφαλῶς ἡ βαθύτερη αἰτία αὐτοῦ τοῦ τόσο αὐστηροῦ διαχωρισμοῦ βρίσκεται στήν Δυτική ἱστορία, ἡ ὁποία ἔχει ἐπιφέρει μιά ἀλλοίωση στήν κατανόηση τῆς διάνοιας τοῦ ἀνθρώπου. Ἔχει τήν ἀρχή της στή σχολαστική θεολογία τῆς Δύσεως. Βέβαια, ἐκεῖ μιλᾶμε γιά μιά αὐτονομημένη διάνοια, μιά διάνοια πού δέν ἔχει ἀνάγκη τήν ἀναφορά στόν Θεό προκειμένου νά λειτουργεῖ σωστά, μιά διάνοια ἡ ὁποία, ἐάν γεννάει σωστά καί ὀρθολογικά δομημένους λογισμούς, σύμφωνα μέ τή φιλοσοφία τοῦ Ἀριστοτέλη, μπορεῖ νά μᾶς ἀνεβάσει στόν ἴδιο τόν Θεό. Αὐτή ἡ αὐτονομημένη διάνοια ἐνσαρκώνεται στά τεράστια καί ἐπιβλητικά διανοητικά οἰκοδομήματα τοῦ σχολαστικισμοῦ (ἔχουν παρομοιαστεῖ μέ τούς θεόρατους γοτθικούς ναούς τῆς ἴδιας ἐποχῆς πού ἀπό τή γῆ ἀνυψώνονται ὡς τόν οὐρανό, κυριολεκτικά τρυπῶντας τον), πού περικλείουν τήν ὅλη χριστιανική κοσμοθεωρία τῆς ἐποχῆς γιά τή φύση, τήν ἀνθρωπότητα, τήν ψυχή καί τή μεταφυσική πραγματικότητα (λ.χ. ἡ Summa theologiae – Σύνολο τῆς Θεολογίας τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη 1266-1273).
Ἡ θεολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας κατά τόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ ἀποτελεῖ γι’ αὐτούς τούς στοχαστές τῆς μεσαιωνικῆς Δύσεως πλέον «παρελθόν», μιά «ἀπηρχαιωμένη θεολογία», ἕναν «ἀρχαϊκό καί προεπιστημονικό πρόλογο». Ἰδιαίτερη βαρύτητα πρέπει φυσικά ἐδῶ νά ἀποδοθεῖ στήν λέξη «προεπιστημονικός». Διότι τό κατ’ ἐξοχήν νέο στοιχεῖο αὐτῆς τῆς σχολαστικῆς θεολόγησης εἶναι ἡ θεμελίωση τῆς Ἀποκεκαλυμμένης ἀλήθειας ἀποκλειστικά στίς διανοητικές ἱκανότητες τοῦ ἀνθρώπου, στήν ὀρθή συλλογιστική του.
Στό ἐγχείρημα αὐτό ἡ φιλοσοφία τοῦ Ἀριστοτέλη συγχωνεύεται κυριολεκτικά μέ τήν Ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὁ Ἀριστοτέλης γίνεται ἀποδεκτός ὡς δεύτερος πρόδρομος τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀνθρώπινη λογική κατανοεῖται ὡς ἀντίγραφο τῆς θείας λογικῆς. Ἀξιοποιῶντας αὐτή τή λογική σκέψη καί ἀποδίδοντας ἀνθρώπινες ἰδιότητες σέ τέλειο βαθμό στόν Θεό, μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά διεισδύσει στήν ἴδια τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ δηλαδή νά φθάσει στό σημεῖο ἐκεῖνο πού μέ τή λογική του κατέχει παρομοίως μέ τή θεία λογική τήν ἀλήθεια!
Ὁ Θεός παύει νά εἶναι πρόσωπο πού ἀποκαλύπτεται, πού μᾶς φανερώνει τόν ἑαυτό Του. Μετατρέπεται σέ ἀντικείμενο, σέ κάτι πού βρίσκεται ἀπέναντί μας. Μέ προϋπόθεση τή σωστή μέθοδο καί τήν ὀρθή δόμηση τῶν σκέψεων μποροῦμε νά τό ἐξετάζουμε καί νά τό γνωρίζουμε πλήρως! Ἡ ἀλήθεια παύει νά εἶναι πρόσωπο, τό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Μετατρέπεται σέ κάτι τό φανταστικό, σέ ἀναγκαστικές καί ἀντικειμενικές ἀλήθειες. Ἀντικειμενικές εἶναι, ἐπειδή θεωροῦμε, ὅτι ἐκεῖνο πού ἐπιχειροῦμε νά γνωρίζουμε βρίσκεται ὡς ἀντικείμενο μπροστά μας καί διατίθεται ἀπόλυτα στήν ἐξεταστική μας διάθεση. Ἀναγκαστικές εἶναι, ἐπειδή ἡ γνώση αὐτή πού παράγεται μέ αὐτόν τόν ἀντικειμενικό τρόπο εἶναι μέ τόση σαφήνεια δεδομένη, ὥστε νά μή ἐπιδέχεται ἀμφισβήτηση.
Αὐτές οἱ πεποιθήσεις προάγουν βέβαια τήν οἴηση σέ ἀξεπέραστο βαθμό, εἶναι ἐκεῖνες ἀκριβῶς πού ταιριάζουν στόν παπισμό καί κατ’ ἐπέκταση, μέ κάποιες διαφοροποιήσεις, σέ ὅλους τούς …ισμούς (μαρξισμός – κομμουνισμός, καπιταλισμός, φασισμός κ.ἄ.), τά κατ’ ἐξοχήν προϊόντα τοῦ λεγόμενου Δυτικοῦ πολιτισμοῦ. Αὐτή ἡ ἀπόλυτη νοησιαρχία καί οἴηση διαπερνοῦν ὅλες τίς μετέπειτα ἐκδοχές αὐτοῦ τοῦ «πολιτισμοῦ»: ὁ Καρτέσιος π.χ. τίς ἐκφράζει μέ τό πασίγνωστο ρητό του «σκέφτομαι, ἄρα ὑπάρχω», καί ἡ Γαλλική Ἐπανάσταση τίς ἐκφράζει μέ τή λατρεία τῆς θεᾶς raison, τῆς θεᾶς λογικῆς στό πρόσωπο μιᾶς γυμνῆς πόρνης, πού τοποθετήθηκε ἐπί Ροβεσπιέρου στήν Ἁγία Τράπεζα τῆς Παναγίας τῶν Παρισίων. Αὐτός ὁ χρησιμοθηρικός χειρισμός τῆς ἀλήθειας θεμελιώνει τόν ἀπολυταρχισμό τοῦ Πάπα, τήν Ἱερά Ἐξέταση, τίς Σταυροφορίες, ὅλους τούς φασισμούς ἀπό τόν χιτλερικό καί σταλινικό μέχρι τόν σημερινό «δημοκρατικό» πού καλύπτει κάθε ἔκφανση τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου στήν ἐποχή μας. Βλέπουμε χαρακτηριστικά, ὅτι ὅλη αὐτή ἡ σχολαστική θεώρηση τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἀλήθειας, ὅλες οἱ μετέπειτα ἐκδοχές αὐτῆς τῆς αὐτονομημένης καί τελικά θεοποιημένης ἀνθρώπινης διάνοιας καί λογικῆς βασίζονται στήν ἀρρωστημένη φαντασίωση τοῦ ἀνθρώπου. Τό ἴδιο ἰσχύει φυσικά καί γιά τή μεγάλη “θεότητα” τῆς ἐποχῆς μας, τήν ἐπιστήμη(!), ἡ ὁποία στό σημεῖο ἐκεῖνο πού θεοποιεῖται –ἀφορᾶ δυστυχῶς στό μεγαλύτερο μέρος τῶν στοιχείων πού προβάλλονται ὡς ἐπιστημονικά πορίσματα– βασίζεται καί αὐτή στήν φαντασίωση.
Ἀσφαλῶς ἡ Ὀρθοδοξία θέλει νά λυτρώσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν σκλαβιά αὐτή καί ὁπωσδήποτε ὁ παραπάνω διαχωρισμός ἀντί νά τόν ἀπελευθερώσει διαιωνίζει αὐτή τήν οἰκτρή ὑποδούλωση τῆς ἀνθρωπότητας στή θεοποιημένη ἀνθρώπινη διάνοια καί λογική. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, κινούμενος στό πνεῦμα τῶν Πατέρων, στιγματίζει αὐτήν τήν χωρισμένη ἀπό τόν Θεό λειτουργία τῆς διάνοιας καί λογικῆς. Οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι, ἐπισημαίνει χαρακτηριστικά, πού βλέπουν τήν κτίση καί τήν Ἁγία Γραφή καί ὁ νοῦς τους δέν ἀνεβαίνει μέσῳ αὐτῶν στή γνώση καί ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἔκτισε τά πάντα καί μιλάει μέσα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή στούς ἀνθρώπους, «κακῶς καί παρά φύσιν ποιοῦσιν» (ἐνεργοῦν ἄσχημα καί ἀντίθετα στή φύση). Εἶναι σαφές, ὅτι μεταχειρίζονται «τά μέσα ὡς τέλος (σκοπό) καί τά ἕνεκά του, ὡς οὐ ἕνεκα (τά αἰτιατά ὡς αἰτίες)». Ἔτσι σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο Νικόδημο ἀναρωτιόταν δικαίως ὁ Ἅγιος Αὐγουστῖνος, ἀπορῶντας μέ τόν παραλογισμό τῶν ἀνθρώπων, γιατί ἀγαποῦν «τά δῶρα περισσότερον τοῦ δοτῆρος καί τά κτίσματα περισσότερον τοῦ κτίστου»; Καί καταλήγει ὁ Ἅγιος Νικόδημος: «Ἡ γάρ κτίσις, καθώς δέν ἐκτίσθη δι’ ἑαυτήν, ἀλλά διά τήν θεωρίαν καί δόξαν τοῦ Κτίστου της, οὕτω δέν εἶνε πρέπον οὔτε νά θεωρῆται καί θαυμάζηται δι’ ἑαυτήν, ἀλλά διά τόν αὐτῆς Κτίστην»1.
Ὑπογραμμίζοντας τό ἑνιαῖο τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὡς ἑνιαῖο σύνολο ἀναφέρεται καί γνωρίζει τόν Θεό, τόν Δημιουργό καί Δοτῆρα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τονίζει ὁ Ἅγιος Νικόδημος, ὅτι αὐτή ἡ ἀναφορά τελεῖται τόσο μέσῳ τῶν αἰσθήσεων ὅσο μέσῳ τῆς διανοίας καί λογικῆς ἀλλά καί μέσῳ τῆς νοερᾶς ἐνέργειας τοῦ ἀνθρώπου. Στό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, τό ὁποῖο μπορεῖ νά παρομοιαστεῖ μέ βασιλικό ἀνάκτορο πού ἔχει ὡς ἔνοικο τόν βασιλέα, τόν νοῦ, δόθηκαν ἀπό τόν Θεό οἱ πέντε αἰσθήσεις τρόπον τινά ὡς θυρίδες τοῦ ἀνακτόρου. Ἔτσι ὁ νοῦς μέσῳ αὐτῶν τῶν θυρίδων, χωρίς τίς ὁποῖες θά ἦταν σέ σκοτεινή φυλακή, εἶναι σέ θέση νά λάβει τή δική του νοητή τροφή καί ἡδονή. Τοῦ παρέχεται ἡ δυνατότητα πρῶτα νά αἰσθάνεται καί νά ἀντιλαμβάνεται τήν αἰσθητή κτίση καί τήν Ἁγία Γραφή, τήν ὀμορφιά, τήν τάξη καί τό μέγεθος τοῦ κόσμου ὅπως καί τή χάρη καί τήν ἀλήθεια τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Καί ἔπειτα ἀπό αὐτή τήν αἴσθηση ὁδηγεῖται μέσῳ τοῦ λογικοῦ στοιχείου τῆς ψυχῆς του στόν θαυμασμό τῆς σοφίας, ἀγαθότητας, δύναμης, χάριτος, ἀλήθειας, γλυκύτητας καί τῶν ἄλλων ἐνεργειῶν τοῦ δημιουργοῦ. Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ ἄνθρωπος ἐντρυφᾶ ὅλο καί περισσότερο στή γνώση τοῦ Θεοῦ καί ἀνάλογα μέ τήν αὐξανόμενη γνώση παρακινεῖται καί ἡ καρδιά καί ἡ θέλησή του στήν ἀγάπη πρός τόν δημιουργό του. Ἑπομένως μέ τήν ἀντίστοιχη αὔξηση τῆς ἀγάπης ὁ ἀνθρώπινος νοῦς τόσο μέσῳ τῶν αἰσθήσεων –σ’ αὐτό τό σημεῖο βρίσκεται καί ἡ κύρια ἀποστολή τῶν αἰσθήσεων– ὅσο καί μέσῳ τῆς διάνοιας καί λογικῆς γίνεται «ἐπόπτης τῆς αἰσθητής κτίσεως καί μύστης τῆς νοουμένης» σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τά ὁποῖα ἐπικαλεῖται ἐδῶ ὁ Ἅγιος Νικόδημος. Τέλος μπορεῖ ἀπό αὐτές τίς ἐνέργειες καί τελειότητες νά ἀνέβει ὅσο τό δυνατό περισσότερο «διά τῶν πτερύγων τῆς νοερᾶς ἐνεργείας καί εἰς τήν γνῶσιν καί θεωρίαν αὐτοῦ τοῦ δημιουργοῦ τῆς κτίσεως καί τοῦ δοτῆρος τῆς θείας Γραφῆς»2. Καί στό τελευταῖο στάδιο, πού ἔχει νά κάνει μέ τίς καθ’ ἑαυτές ἀπολαύσεις τοῦ νοῦ, τίς πνευματικές ἡδονές τοῦ νοῦ, συμμετέχει ὅλος ὁ ἄνθρωπος, ὅπως φανερώνει καί μόνο ὁ ὑπότιτλος πού δίνει ὁ Ἅγιος πρός τό τέλος τοῦ Συμβουλευτικοῦ Ἐγχειριδίου: «Ὅτι αἱ αἰσθήσεις ὁμοῦ καί τό σῶμα συναπολαύουσι τῶν πνευματικῶν ἡδονῶν, καί νῦν καί ἐν τῇ μελλούσῃ ζωῇ». Ὅτι ἰσχύει γιά τίς αἰσθήσεις καί τό σῶμα πολύ περισσότερο προφανῶς ἰσχύει καί γιά τή διάνοια καί τή λογική. Δέν μποροῦμε ὅμως στά πλαίσια αὐτοῦ του ἄρθρου νά ἀσχοληθοῦμε μέ αὐτό.
Σκοπός μας ἦταν νά δείξουμε ὅτι σύμφωνα μέ τήν Ὀρθόδοξη θεώρηση καί κατανόηση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀδύνατο νά τόν τεμαχίζουμε σέ αὐτόνομες καί ἀνεξάρτητες μεταξύ τους περιοχές καί λειτουργίες. Ἡ διάνοια καί ἡ λογική τοῦ ἀνθρώπου, ἐάν αὐτονομηθοῦν, κάνουν τόν ἄνθρωπο ἀπάνθρωπο. Τό ἔχει ἀποδείξει κατά κόρον ἡ ἱστορία τοῦ λεγόμενου Δυτικοῦ «πολιτισμοῦ». Ἡ παραπάνω πολύ σύντομη θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου μέ τά μάτια τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, πού ἐκφράζει καί συνοψίζει ὅλη τήν πατερική παράδοση, μᾶς φανερώνει τό ἑξῆς: Ἐάν ἑξαιρέσουμε ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τό διανοητικό καί λογικό στοιχεῖο θά μείνει πολύ ἐλλιπής, πολύ φτωχή, θά μείνει ἀνάπηρη. Δέν θά μπορέσει ποτέ νά ἱκανοποιήσει τόν ἄνθρωπο. Ἡ ἀγάπη ἐξ ὅλης τῆς διανοίας εἶναι βασικό στοιχεῖο, στοιχεῖο ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ τῆς ἀναφορᾶς τοῦ ἀνθρώπου στόν Θεό. Εἶναι τόσο δοξαστική ὅσο καί εὐχαριστιακή: Δοξαστική εἶναι, ἐπειδή πληροῖ τή διάνοια καί λογική μέ πηγαῖο θαυμασμό καί ἔκσταση μπροστά στό μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ, τήν ἄοκνη φροντίδα καί θυσιαστική Του ἀγάπη γιά μᾶς. Καί εὐχαριστιακή εἶναι, ἐπειδή πληροῖ τή διάνοια καί λογική μέ βαθειά εὐγνωμοσύνη στόν Θεό, ὁ ὁποῖος παρέχει τά πάντα, ὑλικά καί πνευματικά, σέ μᾶς τούς ἀνάξιους δούλους Του.
Λέων Μπράνγκ
Δρ. Θεολογίας
1. Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Συμβουλευτικόν Ἐγχειρίδιον περί φυλακῆς τῶν πέντε αἰσθήσεων, τῆς τε φαντασίας, τοῦ νοός καί τῆς καρδίας καί ποῖαι εἰσίν αἱ οἰκεῖαι τοῦ νοός ἠδοναί, Ἀθῆναι, σ. 27-28.
2. ὅ.ἀ. σ. 23-26.