«Ἦρθαν τὰ Χριστούγεννα κι ἡ Πρωτοχρονιά»... Καὶ λοιπόν;
Ἀκοῦμε τὶς μέρες αὐτὲς τὸν στίχο τοῦ γιορταστικοῦ αὐτοῦ τραγουδιοῦ καὶ λίγη σημασία τοῦ δίνουμε. Ὅμως, ἄν προσέξουμε καλύτερα τὰ πράγματα καὶ συντονιστοῦμε μὲ τὸ ἀληθινὸ τὸ πνεῦμα τῶν γιορτῶν, τότε θὰ καταλάβουμε πὼς ἡ παρουσία τους στὴ ζωή μας ἤ καὶ ἡ δικιά μας συμμετοχὴ σ᾿ αὐτές, εἶναι μιὰ περιπέτεια. Περιπέτεια μὲ ὅλο της τὸ μεγαλεῖο, ὅπως εἶναι καὶ ἡ κάθε ἐμβιωμένη μας μετοχὴ στὴν κάθε γιορταστικὴ πρόταση τῆς Ἐκκλησίας, γιατὶ θὰ χρειαστεῖ ὁ κάθε ἀποδέκτης αὐτῆς τῆς πρότασης νὰ διαπλεύσει μιὰν ἔρημο, ὥστε μετὰ ἀπὸ δοκιμασία, νὰ βιώσει τὸ γεγονὸς τῆς Γιορτῆς. Καὶ βίωμα γιορτῆς σημαίνει πάνω ἀπ᾿ ὅλα νὰ κατορθώσεις νὰ «λάβεις τὰ τοῦ Παραδείσου ἔνδον σπηλαίου», ταπεινώνοντας τὸ φρόνημά σου καὶ κατανοῶντας πὼς ἡ γιορτὴ εἶναι μιὰ πασχάλια ἐμπειρία, μιὰ σταυροαναστάσιμη δηλαδή δοκιμασία. Δοκιμασία, ὅπως ἐκείνη τῆς καθημερινότητας, ποὺ μᾶς βυθίζει σὲ πηγάδι ἀπόγνωσης καὶ πάλι μᾶς ἀνεβάζει στὴν ἐπιφάνεια. Ὄχι μὲ τὶς δικές μας δυνάμεις, ὅπως νομίζουν οἱ περισσότεροι, ἀλλὰ μὲ τὴ συνδρομή Του, ποὺ μονάχα Ἐκεῖνος ξέρει τὸ γιατὶ καὶ τὸ πῶς.
Ὅμως, γιὰ πολλούς, τὸ γεγονὸς τῆς κάθε γιορτῆς δὲν εἶναι παρὰ μονάχα μιὰ μέρα ποὺ τοὺς χαρίζεται γιὰ εὐωχία καὶ χαλάρωση. Κυρίως σωματική. Γι᾿ αὐτὸ καὶ νοοῦνται αὐτὲς οἱ μέρες, ὡς μέρες διακοπῶν, ὄχι ὡς μέρες ὑπέρβασης τῆς στυγνῆς μας καθημερινότητας καὶ εἰσοδεύσεως στὴν εὔτερπνο μακαριότητα τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος, δηλαδή, τῆς κοινωνίας τῶν συνδαιτημόνων, τῆς «ξενίας δεσποτικῆς καὶ (τῆς) ἀθανάτου τραπέζης». Γι᾿αὐτὸ κι ἄν τοὺς ρωτήσεις, «ἦρθαν τὰ Χριστούγεννα κι ἡ Πρωτοχρονιά;», θὰ σοῦ ἀπαντήσουν: «Ναί, ἦρθαν, καὶ λοιπόν;». Ὁπότε καὶ καταλαβαίνουμε πολὺ καλά, γιατὶ μέρα μὲ τὴ μέρα ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὴν Παράδοση τῶν πατέρων μας, ἐμπορευματοποιῶντας ἤ παραλλάσοντας τὶς γιορτὲς καὶ τὸ νοήμά τους ὅπως μᾶς βολεύει. Ἔτσι ἐφεύραμε κι ἐδῶ ἕνα ξένο Ἁη Βασίλη, λησμονῶντας τὸν αὐθεντικό, ἀκόμα καὶ στὴ γιορτή του –ποὺ ὀνομάσαμε Πρωτοχρονιά– ὅπως λησμονήσαμε καὶ τὴν ἄλλη μεγαλη γιορτή, ἐκείνη δηλαδὴ τῆς Περιτομῆς καὶ ὀνοματοδοσίας τοῦ Χριστοῦ μας, γιατὶ δὲν μᾶς βολεύουν. Καὶ μέρα μὲ τὴ μέρα βλέπουμε νὰ χάνονται πολύτιμα κομμάτια ἀπὸ τὸν πολιτισμό μας, νὰ βυθίζονται στὸ σκοτάδι τῆς περιφρόνησης καὶ τῆς ψυχρῆς διαγραφῆς. Δεῖγμα τρανὸ ὁ ξενόφερος εὐτραφὴς γέρος μὲ τὰ κόκκινα ροῦχα, ποὺ κατέλυσε τὰ Χριστούγεννα ὡς γιορτὴ τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ μας καὶ τὴν μετέτρεψε σὲ δωροφόρο ἔλευση αὐτοῦ τοῦ συμπαθοῦς κατὰ τὰ ἄλλα γέροντα, ἀλλ΄ οὐδεμίαν σχέση ἔχοντα, τόσο μὲ τὴ γιορτή, ὅσο καὶ τὴν πανάρχαια παραδοσή μας, ἡ ὁποία, σὺν τοῖς ἄλλοις, διακρατεῖ μιὰν ἱερότητα, γιατὶ αὐτὰ στερέωσαν τὴν πίστη τῶν προγόνων μας καὶ πολὺ περισσότερο τὴν καραταίωσαν, ὥστε νὰ διατηρηθεῖ τόσους αἰῶνες... Ἑπομένως, δὲν εἶναι κρῖμα νὰ τὰ διαγράψουμε ἐμεῖς;
«Ἦρθαν τὰ Χριστούγεννα κι ἡ Πρωτοχρονιά...», λοιπόν. Γιὰ ποιούς ἄραγε τ᾿ ἀληθινά, καὶ γιὰ ποιοὺς τὰ νόθα; Ἡ ἐπιλογὴ δικιά μας.
Σκόπελος π. Κων. Ν. Καλλιανός
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» - Ἀρ. Τεύχους 173
Ἰανουάριος 2017