Καὶ τώρα ποὺ ἀναχώρησαν οἱ Καλλικάντζαροι, τί ἀπομένει;
(Στοχασμοὶ στὸ Δωδεκαήμερο ποὺ πέρασε, καὶ ὄχι μόνο)
Κατὰ τὴν παράδοση, τὴν Παραμονὴ τῶν Θεοφανείων, ὅταν «μπαίνει ὁ Σταυρὸς στὸ νερό», τότε ἀναχωροῦν καὶ τὰ καλλικατζούρια. Αὐτὰ τὰ ἀστεῖα μισοδαιμονικὰ ὄντα, ποὺ ἀνεβαίνουν ἀπὸ τὰ ἔγκατα τῆς γῆς τὴν Παραμονὴ τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἀναχωροῦν μόλις τελειώσει τὸ ἑορταστικὸ Δωδεκαήμερο. Μάλιστα, ἡ φυγή τους συμπίπτει μὲ τὸν ἁγιασμὸ τῶν σπιτιῶν ποὺ γίνεται ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ἀφοῦ προηγουμένως στὸ Ναὸ εἶχε προηγηθεῖ ἡ Ἀκολουθία τῶν Μ. Ὡρῶν, τοῦ Ἑσπερινοῦ καὶ τῆς Θ. Λειτουργίας τοῦ Μ. Βασιλείου, μὲ ἐπισφράγισμα τὴν τέλεση τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ.
Ὁ λαός, ποὺ συμπαθεῖ αὐτὰ τὰ ζιζάνια, ἀλλὰ καὶ συγχρόνως τὰ ἀποστρέφεται, πολὺ σοφὰ καὶ μὲ σκωπτικὸ τρόπο βρήκε τὰ ἀνάλογα τραγούδια καὶ παραμύθια γιὰ νὰ τὰ κρατήσει ὅλο τὸ Δωδεκαήμερο κι ὅταν πιὰ φτάσουν τὰ Φῶτα καὶ τὰ χορτάσει, τὰ διώχνει. Ναί, τὰ διώχνει, ὄχι γιὰ πάντα. Γιατὶ τὰ φαιδρὰ αὐτὰ δαιμόνια τοῦ φτιάχνουν τὸ κέφι του (βλ. π.χ. τὴν ὄμορφη ἱστορία τοῦ μυλωνᾶ μὲ τὸν καλλικάντζαρο, ποὺ ἔχει καὶ νόημα ἀλλὰ καὶ σημασία). Μόνο ποὺ κάποτε πρέπει νὰ ἀναχωρήσουν κι αὐτά. Γι᾿ αὐτὸ κι ἐμεῖς βρήκαμε τὸν τρόπο: Μπροστὰ ὁ παπᾶς μὲ τὸ Σταυρό καὶ ξοπίσω ἡ παπαδιὰ μὲ τὸ θερμό, ὥστε νὰ φύγουν τὰ καλλικατζούρια. Φυσικὰ ἐδῶ ὁ θερμὸς μᾶς πάει κάπου μακρυά. Καὶ πολὺ παλιά, μάλιστα, ὅταν φωτίζαμε τὰ σπίτια τὴν παραμονὴ τῶν Θεοφανείων, μᾶς λέγανε οἱ ἀρχαῖες νοικοκυρές: «Ρίξι, παπᾶ, νὰ φύγνει τὰ καλλ᾿ κατζούρια»...Κάτι ποὺ σήμερα λησμονήθηκε, ὅπως κι ἐκεῖνα. Τὰ Καλλικατζαρούδια, δηλαδή. Θερμός, λοιπόν, ἦταν ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός, τὸ «ἐφορκισμένον ὕδωρ» ( πρβλ. τὴν εὐχὴ τοῦ καθαγιασμοῦ: «καὶ μὴ ὑποκρυβήτω τῷ ὕδατι τούτῳ δαιμόνιον σκοτεινὸν ταραχῆς διανοίας ἐπάγον...» ). Μ᾿ αὐτὸ ραντίζανε τὰ σπίτια, τὰ ὑποστατικά, τὰ περιβόλια καὶ τοὺς ἀγροὺς οἱ παλιοί.
«Φεύγετε νὰ φεύγουμε, ἐρχετ᾿ οὑ τουρλόπαπας/μὲ τὴν ἁγιαστούρα του καὶ μὲ τὴ βρεχτούρα του»!
Τὰ καλλικατζούρια ἔφυγαν πιά. Κι ὅμως ἀπόμειναν ἄλλα διαμονικὰ ὄντα ποὺ καθημερινὰ μᾶς πειράζουν κι εἶναι πιὸ ἐπικίνδυνα ἀπὸ τοὺς καλλικάτζαρους. Γιατὶ δὲν εἶναι δὰ καὶ δύσκολο νὰ μὴ μπορεῖ νὰ διακρίνει κανεὶς τὴν δαιμονικὴ συμπεριφορὰ πολλῶν ἀνθρώπων, ποὺ μὲ ὕπουλο τρόπο π.χ. ἀνταγωνίζονται τὸν συνάνθρωπο, σὲ σημεῖο, μάλιστα, νὰ ἐπιθυμοῦν τὴν ἐξαφάνισή του. Ἤ, πάλι δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ξεπεραστεῖ ἡ ἐπιθετικότητα, ἀκόμα καὶ μεταξὺ τῶν μικρῶν παιδιῶν, ποὺ βωμολοχοῦν, μάλιστα, μὴν ὑπολογίζοντας μήτε δασκάλους, μήτε γονεῖς, γιατὶ ἔτσι μάθανε...Ἀπὸ ποιούς; Μά, πρῶτ᾿ ἀπὸ τὸ σπίτι τους, ἀπὸ διάφορα «παιδικὰ» φίλμ-ποὺ κάθε ἄλλο εἶναι παιδικά!!! ἀπό...ἀπό...
Τὰ καλλικατζούρια ἔχουν πολλὰ χρόνια ποὺ χάθηκαν ἀκόμα κι ἀπὸ τὰ παραμύθια, ὄχι ὄμως ἀπὸ τὴ μνήμη κι ἀπὸ τὴ ζωή μας ὅλων ὄσων τὰ χαρήκαμε, τοὐλάχιστον ὡς μικρὰ παιδιά, καὶ τὰ κρατήσαμε μέσα μας σὰν χριστουγεννιάτικο παραμύθι. Γιατί, κακὰ τὰ ψέματα, πᾶνε πιὰ ἐκεῖνες οἱ τρυφερὲς παιδικὲς σκηνὲς ποὺ ζήσαμε, ὅπως λ. χ. αὐτὴ ποὺ ζωγράφισε μὲ χρώματα ποικίλα κι ὄμορφα ὁ γείτονας Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης:
«-Λοιπὸν θὰ ἔλθουν ἀπόψε; Ἐρωτᾷ εἷς τῶν μικρῶν.
-Τώρα ἴσως ἔφθασαν, ἀποκρίνεται ὁ γέρων.
-Καὶ εἶναι πολλοί;
-Ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδιά.
-Καὶ ποῦ θὰ καθίσουν;
- Θὰ μοιρασθοῦν εἰς ὅλα τὰ σπίτια τοῦ χωριοῦ.
...Ἐννοεῖται ὅτι πρόκειται περὶ τῶν καλλικατζάρων. Εἶναι περιττὸν νὰ ἀναπτύξωμεν τὸν θελκτικὸν αὐτὸν μῦθον, ὅστις τοσάκις μικροὺς σᾶς ἐφόβισεν ἤ ἐφήβους σᾶς ἐφαίδρυνε».
Τώρα πιὰ ἔχουμε τοὺς σκληροὺς καὶ ἀπάνθρωπους «καλλικάτζαρους», τὴ μεταλαγμένη ἐκδοχὴ τῶν φαιδρῶν ἐκείνων κι ἀστείων ὄντων. Ποὺ μένουν ὁλάκερο τὸ χρόνο καὶ τὸ χνῶτο τους μυρίζει ἐκδίκηση καὶ θάνατο.
Κι ἡ μόνη ἐλπίδα νὰ ἀπομακρυνθοῦν εἶναι ἡ ἐμβίωση τοῦ μηνύματος τοῦ κορυφαίου τῶν Χριστουγέννων: «Δεῦτε λάβωμεν τὰ τοῦ Παραδείσου ἔνδον Σπηλαίου...». Κι αὐτὸ λέει, ἀλλὰ καὶ διδάσκει πολλά. Πάρα πολλά μάλιστα.
Σκόπελος π. Κων/νος Ν. Καλλιανός
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» - Ἀρ. Τεύχους 173
Ἰανουάριος 2017