Ἄν ἔχεις πίστη διάβαινε…

173 6 PLemoni

Ἄν ἔχεις πίστη διάβαινε…

Ἄν ἔχης τύχη διάβαινε, λέει μία γνωστή παροιμία τοῦ τόπου μας. Μιά ἐκδοχή της, πού δέν θά λάθευε θά ἦταν τό ἄν ἔχεις πίστη διάβαινε! Ἡ σκέψη μου, ὅμως, μέ βάση αὐτήν τήν ἐκδοχή μέ ὁδηγεῖ ἀλλά καί μοῦ δημιουργεῖ ἐρωτηματικά: Τί ἐννοοῦμε λέγοντας Πίστη; Καί «διάβαινε», ποῦ νά διαβῶ; Σέ τί δρόμους νά ψάξω γιά νά βρῶ αὐτό ποῦ ψάχνω; Καί ἴσως ἡ σωστή ἐρώτηση νά ἦταν «Τί ψάχνω»;

 Στό πέρασμά μας ἀπό αὐτή τή ζωή δοκιμαζόμαστε σέ καταστάσεις πού δέν εἴμαστε προετοιμασμένοι νά ζήσουμε. Ἡ προσωπικότητά μας θ’ ἀναπτυχθεῖ καί μέσα ἀπό τήν ψυχή μας θά ἐμφανιστοῦν ὅλα ὅσα μᾶς βασανίζουν, μᾶς ἀνυψώνουν, μᾶς συνθέτουν. Τό κουτί τῆς Πανδώρας, τό κουτί τῆς ψυχῆς μας θ’ ἀνοίξει κι ἀφοῦ ξεπηδήσουν ὅλα ὅσα εἴμαστε θά χρειαστεῖ ν ‘ ἀναρωτηθοῦμε ἄν τελικά μέσα μας θά μείνει ἡ ἐλπίδα. Ἡ ἐλπίδα πού γιά ἐμᾶς τούς Χριστιανούς εἶναι ἡ Πίστη μας. Αὐτή ἡ Πίστη στό Θεό πού τόσο πολύ φοβόμαστε νά τήν ξεστομίσουμε γιά νά μήν φανοῦμε ἀναχρονιστικοί καί μοιρολάτρες! Στή συνείδηση τοῦ κόσμου ὁ Θεός φαντάζει ἄπιαστος, ἄυλος, ἀνύπαρκτος. Κι ὄχι μόνο στή συνείδησή του ἀλλά καί στή ζωή του, στήν καθημερινότητά του. Ὁδηγεῖται, λοιπόν, ἀπό τή σκέψη του ὅτι δέν μπορεῖ νά στηριχτεῖ στό ἄυλο καί στό ἀνύπαρκτο. Θέλει σιγουριά, ἀσφάλεια, ἐπιβεβαίωση. Κι ὅλα αὐτά τοῦ τά προσφέρουν τά σίγουρα λόγια τῶν ἀνθρώπων. Οἱ νόμοι καί οἱ ἀρχές πού ἔφτιαξε γιά νά νιώθει αὐτή τήν ἀσφάλεια. Νιώθει ὅμως; Εἶναι ἔτσι τελικά ὅπως τό περίμενε ἤ ἔχασε ἕνα στοίχημα ποῦ ἀρνεῖται ἐπίμονα νά δεῖ φοβούμενος ὅτι θ’ ἀναγκαστεῖ ν’ ἀλλάξει ὅλες ἐκεῖνες τίς δομές πού ἔχτιζε αἰῶνες; Τίς δικές του δομές, πού  σήμερα, μόνο ἀσφάλεια καί σιγουριά δέν τοῦ παρέχουν.

 

Δέν ἔρχομαι μ’ αὐτά τά λόγια νά καταργήσω ὅ,τι γνωρίζουμε. Μόνο νά θυμίσω τί ἀφαιρέσαμε ἀπό τή ζωή μας καί τί θά ἦταν αὐτό πού θά τά ἔδενε ὅλα ἁρμονικά μεταξύ τους. Ἴσως γιατί νιώθω τήν ἀνάγκη νά μιλήσω ἀκόμα καί  ἐξ ὀνόματος ὅλων ὅσων ἔχουν ἀκόμα μέσα τους τήν θέληση νά μήν χάσουν τήν Πίστη τους, τό τελευταῖο φρούριο τῆς ἀσφάλειάς τους!

Ἡ Πίστη στό Θεό εἶναι ἡ ἐπικοινωνία μαζί Του. Εἶναι μία σχέση ἀμφίδρομη κι ἐνεργοποιεῖται ὅταν τό καταλάβει ὁ ἄνθρωπος. Ὁ Θεός εἶναι ἐκεῖ, ἐδῶ ἕτοιμος ν’ ἁπλώσει τό Ἅγιο χέρι Του καί περιμένει νά τόν καλέσουμε. Ὁ ἄνθρωπος, πάλι, τόν θυμᾶται. Πότε; Στά δύσκολα. Ὅταν τά πόδια βαραίνουν, ὅταν τά προβλήματα τόν ξεπερνοῦν, ὅπως συνηθίζει νά λέει.  Ἀλλά ἀκόμα καί τότε τόν ἀποζητᾶμε γιά νά μᾶς δώσει λύση. Τόν ἀκοῦμε ὅταν αὐτό πού θά μᾶς πεῖ μᾶς ἀναπαύει, μᾶς βολεύει. Ὅταν μᾶς δυσκολεύει,  ὅταν δέν μᾶς ἀπαντᾶ ἄμεσα, τότε,  σάν κακομαθημένα παιδιά πού θέλουν νά γίνεται τό δικό τους, ὁ Θεός – πατέρας γίνεται τιμωρός ἤ ἀδιάφορος γιατί τό «περίμενε»  καί τό «ὄχι» δέν εἶναι ἀποδεκτό ἀπό τά παιδιά Του. Οἱ ἐντολές Του εἶναι καλές ὅταν τίς ἑρμηνεύει ὁ καθένας «κατά τό δοκοῦν». Τούς ἀνθρώπινους νόμους δέν μπορεῖ νά τούς ἑρμηνεύσει ὁ καθένας ὅπως θέλει, δέν ἐπιτρέπεται. Πόσο παράλογο! Ἀλλά καί πόσο ἀντιπροσωπευτικό γιατί δείχνει τήν ἀπόσταση καί τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Δημιουργό μας. Πόσο ξένο Τόν νιώθουμε! Ὀνομάζουν τό λόγο Του ἀναχρονιστικό πού πρέπει νά ἐξελίξουμε γιά νά ταιριάξει μέ τίς ἀνάγκες τῆς ἐποχῆς μας! Δέν ἐπιτρέπεται ὅμως ν’ ἀγγίξουμε τούς ἀνθρώπινους νόμους.

Ἡ ἀπόσταση πού ἔχουμε πιά μεταξύ γῆς καί οὐρανοῦ ἔχει γίνει νοοτροπία. Σέ θέματα καθημερινά ἀποδεικνύουμε στό Θεό ὅτι τόν ἔχουμε ἀνάγκη ἀλλά μέσα στά ὅρια πού θέτουμε πιά ἐμεῖς. Ἕνα παράδειγμα αὐτῆς τῆς σχέσης πού θά τολμήσω νά χαρακτηρίσω ὑποκριτική εἶναι καί ἡ ἐπιθυμία μας γιά ἕνα παιδί. Τοῦ ζητᾶμε νά μᾶς δώσει ἕνα γιατί τό θέλουμε πολύ καί δέν μποροῦμε χωρίς αὐτό, καί τί θά πεῖ κι ὁ περίγυρος. Τοῦ ζητᾶμε κι ἕνα δεύτερο γιά νά ὁλοκληρωθεῖ τό κοινωνικό μας status. Ἀπό ἐκεῖ καί πέρα ἀρχίζουμε τό «δέν μπορῶ ἄλλο».

Δέν βοηθάει τό περιβάλλον πού ζοῦμε, κι ὅσο ἐπιθυμητό κι ἄν εἶναι ἕνα παιδί ἄλλο τόσο δύσκολος καί ἀπαιτητικός εἶναι ὁ ρόλος τοῦ γονιοῦ. Μόνο πού ξεχνᾶμε ὅτι ἐφόσον ὁ ἐρχομός τοῦ παιδιοῦ εἶναι ἕνα δῶρο θεϊκό ἡ παρουσία Του θά εἶναι κοντά μας.

Ἡ πίστη εἶναι θέμα προσωπικό. Ἄν μέ ρωτήσουν γιά τό ἄν πιστεύω στό Θεό θά πῶ ὅτι θέλω νά πιστεύω, ὅτι προσπαθῶ. Ὅτι χρειάζεται νά τό καλλιεργήσω, νά τό περιφρουρήσω. Δέν εἶναι εὔκολο ν’ ἀφήνεσαι γιατί ὅσες φορές τό κάνεις ἄλλες τόσες πληγώνεσαι. Ποτέ ὅμως ἀπό τό Θεό! Αὐτή εἶναι ἡ διαφορά: νά πιστέψεις ὅτι ἄν ἀφήσεις τή ζωή σου σ’ Ἐκεῖνον τότε θά ζήσεις πραγματικά ἐλεύθερος, ἀσφαλής καί σίγουρος ὅτι ἡ ψυχή σου δέν θά πληγώνεται μά θά ὑψώνεται.

Σ΄ ἕνα ἀπό τά ποιήματά του ὁ ποιητής Γ. Δροσίνης εἶχε εὔστοχα ἀποδώσει τήν ἔννοια τῆς πίστης.

Πίστη

Δέν ἔχεις Πίστη, ὅταν τά στάχια σου

προσμένεις νά γενοῦν σιτάρι,

κι ἀπό τ΄ ἄκαρπο δεντρί, πού κέντρωσες,

προσμένεις καρπερό βλαστάρι!

Πίστη ἔχεις, ὅταν ἀπό τό χέρσωμα

κι ἀπό τά ἀστραποκαμένα ξύλα,

προσμένεις τούς καρπούς ὁλόδροσους

καί καταπράσινα τά φύλλα.

[…]

Δέν ἔχεις Πίστη, ὅταν τ’ ἀπόβραδο

προσμένεις νά προβάλλουν τ΄ ἄστρα,

καί μέ τοῦ πετεινοῦ τό λάλημα

νά φέξη ἡ αὐγή ροδογελάστρα!

Πίστη ἔχεις, ὅταν- ὅσο ἀλόγιστο

καί πλάνο ὁ νοῦς σου κι ἄν τό ξέρει-

προσμένεις ἥλιο τά μεσάνυχτα

κι ἀστροφεγγιά τό μεσημέρι.

Δέν ἔχεις Πίστη, ὅταν, πιστεύοντας,

ρωτᾶς τήν κρίση καί τή γνώση!

Δέν ἔχεις Πίστη, ὅταν τήν πίστη σου

στό λογικό ἔχεις θεμελιώσει!

Πίστη ἔχεις, ὅταν κάθε σου ὄνειρο

τό ἀνάφτεις στό βωμό της τάμα,

κι ἄν κάποιο τάμα σου εἶναι ἀδύνατο,

προσμένεις νά γενεῖ τό θάμα.

 

Παναγιώτα  Λεμονῆ

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» - Ἀρ. Τεύχους 173

Ἰανουάριος 2017