«Ὦ, Πάσχα Μέγα, Πάσχα τῶν πιστῶν!..»
ἤ, τοῦ Ἀλέξανδρου Μωραϊτίδη τὸ Πάσχα
Ἀπὸ τῆς ἀνοικτῆς θύρας εἰσήρχετο ἡ μεσονύκτιος κρύα δρόσος....καὶ κραταιὰ ἐν κρότοις πιστολισμῶν καὶ κροταλισμοῖς καψυλίων ἐκόμιζε πανταχοῦ, εἰς πόλεις καὶ δάση καὶ κοιλάδας καὶ πελάγη, εἰς γῆν καὶ οὐρανόν, τὸ πανευφρόσυνον Χριστὸς Ἀνέστη...» (Ἀλ. Μωραϊτίδης)
Μπορεῖ στὸ πάντα ἀξεπέραστο διήγημα τὸ «Ἄρατε Πύλας» ὁ ἄλλος Ἀλέξανδρος τῆς Σκιάθου, ὁ Μωραϊτίδης νὰ καταθέτει βιώματα καὶ εἰκόνες ἑνὸς καιροῦ εὐλογημένου, ἐκείνου ἀσφαλῶς τῆς παιδικῆς του ἡλικίας, ἤ ἀκόμα στὸ λιγότερο γνωστὸ τὸ «Χριστὸς Βοσκρὲς», νὰ μᾶς παραδίδει εἰκόνες πασχαλιάτικες τοῦ καιροῦ τῆς Παλιᾶς Ἀθήνας, ὅμως ὑπάρχει καὶ μιὰ ἀκόμη πτυχὴ τοῦ βίου του, ἐκείνη τῆς ὡρίμου πιὰ ἡλικίας του. Τότε, δηλαδή, ποὺ ἀφοσιωμένος στὴ Πατερικὴ Γραμματεία καὶ «διαμπάξ», κατὰ τὸν πνευματικό του ὁδηγό, τὸν Γ. Δανιὴλ τὸν Κατουνακιώτη, παύει ν᾿ ἀσχολεῖται μὲ τὴ λογοτεχνία. Αὐτὸ δὲ, συμβαίνει, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Ἰω. Ν. Φραγκούλας, τὸ 1908 καὶ εἶναι γραμμένο σὲ ἐπιστολὴ τοῦ Γέροντα Δανιὴλ στὸ πνευματικό του τέκνο, τὸν τότε ἐπιτυχημένο λόγιο Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη.