«ΟΥΚ ΟΙΔΑΤΕ ΤΙ ΑΙΤΕΙΣΘΕ»
Ὁ Κύριος καί οἱ Μαθητές του ἀνεβαίνουν πρός τά Ἱεροσόλυμα. Ὁ Κύριος τούς ἀποκαλύπτει πάλι τί πρόκειται νά τοῦ συμβεῖ ἐκεῖ. Θά παραδοθεῖ στούς ἀρχιερεῖς καί τούς γραμματεῖς, θά τόν καταδικάσουν σέ θάνατο καί θά τόν παραδώσουν στά ἔθνη (Ματθ. 20, 17-19). Οἱ ἐθνικοί θά τόν ἐμπαίξουν, θά τόν ἐμπτύσουν, θά τόν κολαφίσουν, θά τόν μαστιγώσουν καί θά τόν θανατώσουν σταυρώνοντάς τον. Τήν τρίτη ἡμέρα θά ἀναστηθεῖ.
Σάν νά μήν εἶχαν ἀκούσει αὐτές τίς δυσάρεστες, θλιβερές ἀποκαλύψεις τοῦ Διδασκάλου, οἱ δύο γιοί τοῦ Ζεβεδαίου Ἰάκωβος καί Ἰωάννης ἀποχωρίζονται ἀπό τούς ἄλλους Μαθητές, πλησιάζουν τόν Ἰησοῦ πού προηγεῖται καί ζητοῦν νά ἱκανοποιήσει τό αἴτημα πού θά τοῦ διατυπώσουν. Θέλουν νά καθίσουν ὁ ἕνας στά δεξιά καί ὁ ἄλλος στά ἀριστερά του, ὅταν θά ἔλθει στή δόξα του, ὅταν καθίσει σέ θρόνο. Ὁ Κύριος ἤρεμα τούς ἐπισημαίνει ὅτι δέν ξέρουν τί ζητάνε. «Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε». (Μαρκ. 10, 38) Κατά τόν Εὐαγγελιστή Ματθαῖο (20, 20) οἱ δύο Μαθητές εἶχαν μαζί τους καί τήν μητέρα τους, πού ἀφοῦ προσκύνησε τόν Διδάσκαλο, διετύπωσε τό αἴτημα τῶν γιῶν της.