Τό Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰούδα
Τά Ἀπόκρυφα βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Ἀπόκρυφα στήν ἐκκλησιαστική γραµµατολογία χαρακτηρίζονται τά ψευδεπίγραφα ἐκεῖνα ἔργα πού διαπραγµατεύονται ὅµοια πρός τήν Ἁγία Γραφή θέµατα. Τά ἔργα αὐτά προβάλλουν ἀξιώσεις θεοπνευστίας καί ἴσου κύρους µέ τά βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλά ποτέ δέν ἀναγνωρίσθηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία ὡς θεόπνευστα ἤ ἰσόκυρα πρός τά Ἱερά της βιβλία.
Τά βιβλία αὐτά ἦσαν δηµιουργήµατα αἱρετικῶν συγγραφέων, οἱ ὁποῖοι ἐπεδίωκαν τήν εὐρεία διάδοση τῶν πλανηµένων ἤ φανταστικῶν δοξασιῶν τους. Ἐπειδή οἱ συγγραφεῖς τῶν βιβλίων αὐτῶν γνώριζαν ὅτι ὑπῆρχε ὁ κίνδυνος κανένας νά µήν διαβάσει τά ἔργα τους, ἄν ἀνέφεραν τό ἀληθινό τους ὄνοµα – πολλοί εἶχαν ἤδη ἐπισηµανθεῖ ὡς αἱρετικοί ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας– προτιµοῦσαν νά χρησιµοποιοῦν ψευδῶς τά ὀνόµατα ἀναγνωρισµένων ἁγίων ἀνδρῶν τῆς Ἁγίας Γραφῆς, κυρίως τά ὀνόµατα τῶν δώδεκα ἀποστόλων τοῦ Κυρίου.
Οἱ µυθώδεις διηγήσεις τους γιά τά ἔργα καί τά θαύµατα τοῦ Κυρίου, κατά τήν παιδική του ἡλικία, πού περιλαµβάνονταν στά ἀπόκρυφα εὐαγγέλια, ἦταν σέ πλήρη ἀντίθεση µέ τή σοβαρότητα καί ἀξιοπρέπεια τῶν Εὐαγγελικῶν διηγήσεων. Τά θαύµατα πού περιγράφονταν ἦσαν ἀντίθετα πρός τό πνεῦµα τοῦ Κυρίου καί ἐπισηµαίνονταν γιά ἱκανοποίηση προσωπικῶν συναισθηµάτων καί πρόκληση ἀκαίρου θαυµασµοῦ πρός τήν παντοδυναµία τοῦ Κυρίου.