ΣΑΡΑΝΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΝΗΣΤΕΙΑ

Ὁ Πατριάρχης  Ρουμανίας  Δανιήλ1 μᾶς διδάσκει:

 

ΣΑΡΑΝΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΝΗΣΤΕΙΑ2

 

Δεν νητεύουμε γιά τά μάτια καί τούς ἐπαίνους τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά νηστεύουμε γιά νά πλησιάζουμε ὅλο καί περισσότερο τόν Θεό.

  1. Νηστεία εἶναι ἡ δική μας προσφορά πρός τόν Θεό, μιά θυσία τοῦ ἑαυτοῦ μας πού τήν προσφέρουμε στόν Θεό ὡς εὐγνωμοσύνη καί μέ τήν ἐπιθυμία «παραστῆσαι τά σώματα ἡμῶν θυσίαν ζῶσαν ἁγίαν εὐάρεστον τῷ Θεῷ» («νά προσφέρετε τά σωματά σας ὡς θυσιαστήριο καί θυσία ζωντανή, ἁγία, εὐάρεστη στό Θεό» (Ρω.12,1).
  2. Νηστεύουμε ἐπειδή ἀγαπᾶμε τόν Θεόν περισσότερο ἀπ’ ὅσο ἀγαπᾶμε τά ὑλικά Του δῶρα, πού καταναλώνουμε.
  3. Νηστεία εἶναι θυσία τῆς ἀγάπης τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεόν.
  4. Ὅποιος νηστεύει, ἀλλά δέν προσεύχεται, ἐκεῖνος δέν συλλέγει πνευματικό φῶς στήν ψυχή του, ἀλλά ἐκτελεῖ μονάχα κάποια βιολογική καί ψυχολογική ἄσκηση μέ ὑγιεινή ἤ αἰσθητική δικαιολογία.
  5. Ἡ ἀληθινή νηστεία δέν ἀποτελεῖ μονάχα κάποια ἀποχή ἀπό ζωϊκῆς προελεύσεως φαγητά, ἀλλά καί ἐγκράτεια ἀπό ὁποιαδήποτε ὑλική λαιμαργία καί ἐγωϊστική ἐπιθυμία γιά ὁποιαδήποτε κυριαρχία ἐπάνω στούς ἄλλους. Σημαίνει αὐτοσυγκράτηση ἀπό ὁποιαδήποτε σκέψη, ἤ λόγια ἤ πράξεις, πού μειώνουν τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί πρός τούς συνανθρώπους.
  6. Ἡ ἀληθινή νηστεία πρέπει νά εἶναι συνδεδεμένη μέ τήν ταπεινοφροσύνη καί μέ τήν χαρά, γιά νά γίνει ἐσωτερική, ψυχική, ἐγκάρδια πράξη προσωπικῆς ἐπικοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος «βλέπει ἐν τῷ κρυπτῷ» καί θεωρεῖ σιωπηλά τήν ψυχή καί τίς πράξεις τῶν ἀνθρώπων πού πιστεύουν, πού θυσιάζονται καί προσεύχονται καί νηστεύουν.
  7. Μέ τήν νηστεία μας συμμετέχουμε μυστικά στήν σαρανταήμερη νηστεία τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ στήν ἔρημο. Κανείς δέν μπορεῖ νά μάχεται μέ τά κακά πνεύματα καί μέ τά σκοτεινά ἐγωϊστικά πάθη, ἐάν πρῶτα δέν ἀπόκτησε τό φῶς τῆς Θείας Χάριτος διά μέσου τῆς προσευχῆς καί τῆς νηστείας.
  8. Ἰδίως κατά τήν περίοδο τῆς νηστείας προσκαλούμαστε νά διορθώσουμε τήν συμπεριφορά καί τή στάση ἐκείνη τοῦ παλαιοῦ Ἀδάμ πού βρίσκεται μέσα μας, ὄχι κατηγορῶντας τούς ἄλλους γιά τίς ἁμαρτίες μας, ἀλλά ἀναγνωρίζοντας καί κλαίοντας γιά τίς προσωπικές μας ἁμαρτίες, κρίνοντας μόνο τους ἑαυτούς μας κατά τόν Ἱερό Μυστήριο τῆς Μετανοίας καί τῆς Ἐξομολογήσεως, γιά νά λαμβάνουμε ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καί νά κοινωνοῦμε τῆς Ἱερῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, πού μᾶς τήν προσφέρει στήν Θεία Εὐχαριστία.
  9. Ἐάν ἡ νηστεία συνοδεύεται ἀπό εὐάρεστα στόν Θεό ἔργα, τότε ἡ νηστεία μεταμορφώνει τόν νηστεύοντα σέ φῶς ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους καί σέ ἐκλεκτό σκεῦος τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ.
  10. Ἡ νηστεία ἀποτελεῖ πηγή ἱεροῦ ζήλου γιά τόν Θεό.
  11. Ἐμεῖς νηστεύουμε διότι ἀγαπᾶμε τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό καί ἐπιθυμοῦμε νά τρεφόμαστε ὅλο καί περισσότερο μέ τόν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου, μέ τόν λόγο τῆς Γραφῆς, μέ τά λόγια πού ἀκοῦμε στίς Ἱερές Ἀκολουθίες, γιά νά ἐνδυναμώνουμε τίς προσευχές μας, καί νά αὐξάνουμε πνευματικά.
  12. Ἡ νηστεία ἀποτελεῖ μιά ἔνδειξη τῆς ἐπιθυμίας τοῦ πιστοῦ ἀνθρώπου νά ἀπελευθερωθεῖ ἀπό τήν λαιμαργία του καί τά πρόσκαιρα ὑλικά ἀγαθά, προκειμένου νά ἑνωθεῖ διά μέσου ἔνθερμης καί ἐπίμονης προσευχῆς μέ τόν ἀπεριόριστο καί ἄφθαρτο Θεό.
  13. Ἡ ἀληθινή νηστεία σκοπό ἔχει νά ἀνυψώσει τόν ἄνθρωπο ὑπεράνω τῶν ὑλικῶν καί γήϊνων ἀγαθῶν, ὥστε νά δεχθεῖ τά οὐράνια καί πνευματικά ἀγαθά, γιά νά ἑνωθεῖ διά μέσου τῆς προσευχῆς καί τῆς πιό συχνῆς Θείας Εὐχαριστίας μέ τόν ἐπουράνιο Θεό, πού εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς καί τῆς αἰωνίας χαρᾶς στήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
  14. Ἡ νηστεία δέν εἶναι μόνο ὑλική, ἀλλά καί πνευματική, εἶναι δηλαδή καί νηστεία τῶν ματιῶν, τοῦ στόματος καί τῆς καρδιᾶς.
  15. Ἡ νηστεία στηρίζει τήν προσευχή τοῦ πιστοῦ ἀνθρώπου, ἐκείνου δηλαδή πού θεωρεῖ τήν ἕνωσή του μέ τόν Θεό ὡς κέντρο τῆς ὑπάρξεώς του, ὡς φῶς καί τροφή τῆς ψυχῆς του.
  16. Ἡ ἀληθινή νηστεία μεταλλάσει τόν τρόπο ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἕνα πέρασμα ἀπό τήν ἀδηφαγία ἤ τήν ἐμπαθῆ ἀγάπη γιά τά ὑλικά, πρός τήν ἀγάπη γιά τά πνευματικά ἀγαθά, πρός τήν ἐντονότερη καλλιέργεια τῆς προσευχῆς ἤ τῆς κοινωνίας ἀγάπης μέ τόν ἄϋλο, τόν ἀπεριόριστο καί ἄφθαρτο Θεό.
  17. Ἡ καρδιά ἤ ἡ ψυχή τοῦ νηστευτοῦ ἀνθρώπου ἀποκτᾶ τήν ἐλευθερία νά ἐμπλουτίζεται συνεχῶς ἀπό τήν ἄπειρη καί αἰώνια ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
  18. Ὁ πνευματικός ἄνθρωπος, ἐκεῖνος πού προσεύχεται καί νηστεύει, πού εἶναι φωτισμένος ἀπό τήν χάρη τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖνος ἀποκτᾶ πνευματική σκέψη καί ὅραση. Χρησιμοποιεῖ λόγια πνευματικά καί πράττει πνευματικά ἔργα καί ὁμοιάζει ἔτσι μέ αὐτά μέ τούς ἁγίους τοῦ Θεοῦ.
  19. Ἡ νηστεία ἀποτελεῖ μιά πνευματική θυσιαστική στάση ἤ προσφορά τοῦ νηστευτοῦ, στάση τήν ὁποία καλλιεργεῖ ἐλεύθερα καί κατά τίς δυνάμεις του.
  20. Ἡ νηστεία ἀποτελεῖ πνευματική ἐργασία εὐάρεστη στόν Θεό, ὅταν αὐτή ἐκτελεῖται ἀπό ἀγάπη πρός Αὐτόν.
  21. Ἐμεῖς ἐπιθυμοῦμε νά τρεφόμαστε μέ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ περισσότερο ἀπό ὅσο μέ τά ὑλικά του δῶρα, τά ἐφήμερα, περιοριστικά καί φθαρτά. Ἀκριβῶς γι’ αὐτό τόν λόγο κατά τήν περίοδο τῆς νηστείας μειώνεται ἡ ποσότητα τῶν ὑλικῶν τροφῶν καί αὐξάνεται ἡ πνευματική τροφή. Διαβάζουμε περισσότερο καί συχνότερα τήν Ἁγία Γραφή, προσευχόμαστε περισσότερο, ἐξομολογούμαστε συχνότερα, ἀπελευθερώνοντας τούς ἑαυτούς μας ἀπό κάποιο βεβαρημένο παρελθόν, καί Κοινωνοῦμε πιό συχνά τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
  22. Ἡ νηστεία ἡμερεύει τά ἐγωϊστικά πάθη, φωτίζει τόν νοῦ, ἁγιάζει τίς αἰσθήσεις, ἀλλάζει τήν στάση καί τήν συμπεριφορά μας ἀπέναντι στούς ἀνθρώπους καί ἀπέναντι στήν φύση, κατανοῶντας ὅλα τά πράγματα ὑπό τό φῶς τῆς ἀγαπητικῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ.
  23. Δέν πρέπει νά θεωρήσουμε τήν νηστεία μονάχα ὡς μιά ἐξωτερική πράξη, γιά νά διακριθοῦμε δηλαδή καί νά ἐπαινεθοῦμε ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἀλλά πρέπει νά τήν ἀσκήσουμε ὡς πράξη εὐάρεστη στόν Θεό, ὡς μιά ἀφιέρωσή μας πρός τόν Θεό καί ὡς ἀπομάκρυνσή μας ἀπό τά ὑλικά ἀγαθά γιά νά ἐμπλουτίζουμε πνευματικά.
  24. Ἰδίως κατά τήν νηστεία τοῦ Πάσχα, οἱ πιστοί, μέ τήν χαλιναγώγηση τῶν ἀγαθῶν καί τῶν παθῶν, μέ προσευχή καί ἐλεημοσύνη, σταυρώνουν μέσα τους τά ἐγωϊστικά πάθη καί συλλέγουν στήν ψυχή τους τό φῶς τῆς Ἀναστάσεως.
  25. Ἡ εἰλικρίνεια στήν ἀγάπη, ἡ ταπείνωση στίς σχέσεις μέ τούς συνανθρώπους, ἡ πολλή φιλοπονία πρός τό καλό, τό θερμό πνεῦμα στήν πίστη, ἡ ὑπηρέτηση τοῦ Θεοῦ, καί ὄχι τῶν εἰδώλων καί τῶν κακῶν πνευμάτων, ἡ εὔελπις χαρά, ἡ ὑπομονή στούς βάσκανους, ἡ ἐπίμονη προσευχή, ἡ φιλοξενία, ὅλες αὐτές οἱ ἀρετές ἀποτελοῦν φῶτα καί καρπούς τῆς ἀνανεωμένης ζωῆς στό σχολεῖο τῆς ἀληθοῦς νηστείας ἑνωμένης μέ τήν προσευχή καί τά καλά ἔργα.
  26. Ἡ νηστεία, ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ προσευχή καί ἡ συγνώμη προετοιμάζουν τήν συμφιλίωση μέ τόν Θεό καί μέ τούς ἀνθρώπους καί ἁγιάζουν τήν ζωή.
  27. Ἡ νηστεία ἀποτελεῖ ὅπλο κατά τῶν πειρασμῶν πού προέρχονται ἀπό τόν διάβολον.
  28. Ἡ νηστεία κάνει πιό ταπεινή τήν προσευχή καί ἡ ταπεινή προσευχή γίνεται τό κύριο γεῦμα τοῦ νηστευτῆ.
  29. Μέ τήν ἐξάσκηση τῆς νηστείας ἐμεῖς ἀποκτᾶμε τήν ἐνεργητική παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα μας ὡς ταπεινή ἀγάπη, ἔπειτα τήν διασπείρουμε τριγύρω μας μέσῳ λόγων καί πράξεων, διά μέσου τοῦ φερσίματος καί τῆς πνευματικῆς καταστάσεώς μας, μέ ὅλο τό εἶναι μας, μέ τήν ψυχή καί μέ τό σῶμα μας.
  30. Ἡ νηστεία ἀποτελεῖ περίοδο διαφώτισης τῆς ψυχῆς καί στολισμοῦ της μέ τήν αἰσθητή καί ἁγιαστική παρουσία τοῦ Θεοῦ.
  31. Αὐτή εἶναι ἡ χρησιμότητα τῆς περιόδου τῆς νηστείας: ἀποβολή τῶν ἔργων τοῦ σκότους, κάθαρση ἀπό τίς ἁμαρτίες πού συσκοτίζουν τήν ζωή μας καί διαφώτιση, ἐξόπλιση τῆς ψυχῆς μέ ἐκεῖνα τά ὅπλα πού μᾶς βοηθοῦν νά ἀπορρίπτουμε τούς πειρασμούς τῆς ἁμαρτίας.
  32. Ἡ νηστεία σημαίνει διάκριση τῶν πνευματικῶν ἀξιῶν.
  33. Ἡ νηστεία τελεῖται μέ χαρά καί ὄχι μέ λύπη.
  34. Τό φαινόμενο τῆς νηστείας ὡς ἀποκόλληση ἀπό τά φθαρτά καί πρόσκαιρα πράγματα καί ὡς ἕνωση καί προσκόλλησή μας πρός τόν ἀπεριόριστο καί ἄφθαρτο Θεό δεικνύει (σημαίνει) τήν ἀρχή τῆς ἐσωτερικῆς μας ἐλευθερίας.
  35. Ἡ μετάνοια, ἡ προσευχή καί ἡ νηστεία γίνονται χρήσιμες, μόνο ὅταν ἔχουμε ταπεινοφροσύνη.
  36. Ἡ νηστεία ἀποτελεῖ σχολεῖο ἐκμάθησης τῆς ἀγαθοποιοῦ ἐλευθερίας.
  37. Ἐμεῖς νηστεύουμε γιά νά μποροῦμε νά ἀγαπᾶμε περισσότερο τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο.
  38. Ἡ νηστεία τυγχάνει τόν χρόνο τῶν ἐντατικότερων πνευματικῶν ἀγώνων γιά τόν ἐμπλουτισμό τῶν θησαυρῶν τῆς ψυχῆς.
  39. Τό χρονικό διάστημα τῆς νηστείας, συνδυασμένο μέ τίς προσευχές καί τίς ἀγαθοεργίες, ἀποτελεῖ περίοδο σταυρώσεως τῶν ἐγωϊστικῶν παθημάτων μέ ἄσκηση καί πνευματικές προσπάθειες.

Μετάφραση:

π.  Ἠλίας Ι. Φρατσέας

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Τεῦχος 216-217

Αὐγουστος-Σεπτέμβριος 2020

 

         ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΟΥ:

 

  1. Ὁ Δανιήλ Τσιομπότεα, ὁ σημερινός Πατριάρχης τῆς Ρουμανικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, γεννήθηκε τήν 22α Ἰουλίου 1951, στό χωριό Δομπρέστι τοῦ νομοῦ Τίμις. Κατά τήν βάπτιση ἔλαβε τό ὄνομα Δάν–Ἠλίε. Παρακολούθησε τά μαθήματα τοῦ δημοτικοῦ καί τοῦ γυμνασίου στόν ἴδιο νομό. Τό 1967 ἀρχίζει τά μαθήματα λυκείου στήν πόλη Μπούζιας, ἀλλά τά συνεχίζει στό γνωστό Λύκειο Coriolan Brediceanu (1967-1970), στήν πόλη Λοῦγοζ. Μεταξύ τῶν ἐτῶν 1970-1974, σπουδάζει Θεολογία στό Ὀρθόδοξο Θεολογικό Ἰνστιτοῦτο τοῦ Σιμπίου, καί μεταξύ τῶν ἐτῶν 1974-1976 παρακολουθεῖ τά μεταπτυχιακά μαθήματα γιά διδακτορικό στό Θεολογικό Ἰνστιτοῦτο Βουκουρεστίου στό Συστηματικό τομέα, ὑπό τήν καθοδήγηση τοῦ π. Dumitru Staniloae. Μεταξύ τῶν ἐτῶν 1976-1980 συνεχίζει τίς σπουδές του στό ἐξωτερικό, στήν Προτεσταντική Θεολογική Σχολή τοῦ Στρασβούργου καί ἔπειτα στήν Καθολική Θεολογική Σχολή τοῦ Freiburg im Breisgau (Γερμανία). Τήν 15η Ἰουνίου 1979 ὑποστηρίζει στό Στρασβοῦργο τήν διδακτορική του διατριβή μέ τίτλο «Reflexion et vie chretiennes aujourd’hui. Essai sur le rapport entre la theologie et la spiritualite» (424 p). Ἐπεκτείνει δέ τήν ἐργασία του καί τήν 31η Ὀκτωβρίου 1980 τήν ὑποστηρίζει στό Θεολογικό Ἰνστιτοῦτο Βουκουρεστίου μέ τόν τίτλο: «Teologie si spiritualitate crestina. Raportul dintre ele si situatia actuala» (Θεολογία καί χριστιανική πνευματικότητα. Ἡ σχέση ἀνάμεσά τους καί ἡ τωρινή κατάσταση»). Μεταξύ τῶν ἐτῶν 1980-1988 παραδίδει μαθήματα ὡς λέκτορας στό Οἰκουμενικό Ἰνστιτοῦτο Bossey (Ἐλβετία). Τήν δέ 6η Αὐγούστου 1987 κείρεται μοναχός στήν Μονή Συχαστρία τοῦ νομοῦ Νεάμτς, ἔχοντας ὡς «νονό» τόν γνωστό ἀρχιμανδρίτη π. Ἡλίε Κλεόπα. Ἀκολουθεῖ ἡ χειροτονία του εἰς διάκονο καί ἔπειτα ἱερομόναχο (15 Αὐγούστου 1987). Τό 1988 γίνεται ἡ χειροθεσία του σέ πρωτοσύγκελο καί διορίζεται πατριαρχικός σύμβουλος στόν τομέα «Σύγχρονη Θεολογία καί Οἰκουμενικός Διάλογος». Τό ἔτος 1990, ἀμέσως μετά τήν πτώση τῆς κομμουνιστικῆς δικτατορίας, ἐκλέγεται βοηθός ἐπίσκοπος Τιμισοάρας, καί λίγο ἀργότερα (7η Ἰουνίου 1990) Ἀρχιεπίσκοπος Ἰάσιου καί μητροπολίτης Μολδαβίας καί Βουκοβίνης, ὅπου διακρίνεται γιά τήν ἐξαιρετική του δραστηριότητα τόσο στόν ἐκκλησιαστικό, ὅσο καί τόν πνευματικό καί κοινωνικό πεδίο. Τήν 30η Σεπτεμβρίου 2007  ἐκλέγεται καί ἐνθρονίζεται ὡς Ἀρχιεπίσκοπος Βουκουρεστίου, Μητροπολίτης Μουντενίας καί Δομπροτσέας, καί Πατριάρχης τῆς Ὀρθοδόξου Ρουμανικῆς Ἐκκλησίας. Ἔχει πολύ πλούσια συγγραφική δράση στά Ρουμανικά καί σέ πολλές Εὐρωπαϊκές γλῶσσες καί ἰδίως ἐξαιρετική συμβολή στήν ὀργάνωση τῆς Ρουμανικῆς Ἐκκλησίας στήν μετά-κομμουνιστική ἐποχή.

 

  1. Βλ. τό ἐπίσημο site τοῦ Πατριαρχείου: https://basilica.ro/patriarhul-daniel-40-de-cuvinte-pentru-40-de-zile-de-post/

π. Ἠλ. Φρ.