Τό Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰούδα

Τό Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰούδα

 

Τά Ἀπόκρυφα βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης.

 

πόκρυφα στήν ἐκκλησιαστική γραµµατολογία χαρακτηρίζονται τά ψευδεπίγραφα ἐκεῖνα ἔργα πού διαπραγµατεύονται ὅµοια πρός τήν Ἁγία Γραφή θέµατα. Τά ἔργα αὐτά προβάλλουν ἀξιώσεις θεοπνευστίας καί ἴσου κύρους µέ τά βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλά ποτέ δέν ἀναγνωρίσθηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία ὡς θεόπνευστα ἤ ἰσόκυρα πρός τά Ἱερά της βιβλία.

Τά βιβλία αὐτά ἦσαν δηµιουργήµατα αἱρετικῶν συγγραφέων, οἱ ὁποῖοι ἐπεδίωκαν τήν εὐρεία διάδοση τῶν πλανηµένων ἤ φανταστικῶν δοξασιῶν τους. Ἐπειδή οἱ συγγραφεῖς τῶν βιβλίων αὐτῶν γνώριζαν ὅτι ὑπῆρχε ὁ κίνδυνος κανένας νά µήν διαβάσει τά ἔργα τους, ἄν ἀνέφεραν τό ἀληθινό τους ὄνοµα  – πολλοί εἶχαν ἤδη ἐπισηµανθεῖ ὡς αἱρετικοί ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας– προτιµοῦσαν νά χρησιµοποιοῦν ψευδῶς τά ὀνόµατα ἀναγνωρισµένων ἁγίων ἀνδρῶν τῆς Ἁγίας Γραφῆς, κυρίως τά ὀνόµατα τῶν δώδεκα ἀποστόλων τοῦ Κυρίου.

Οἱ µυθώδεις διηγήσεις τους γιά τά ἔργα καί τά θαύµατα τοῦ Κυρίου, κατά τήν παιδική του ἡλικία, πού περιλαµβάνονταν στά ἀπόκρυφα εὐαγγέλια, ἦταν σέ πλήρη ἀντίθεση µέ τή σοβαρότητα καί ἀξιοπρέπεια τῶν Εὐαγγελικῶν διηγήσεων. Τά θαύµατα πού περιγράφονταν ἦσαν ἀντίθετα πρός τό πνεῦµα τοῦ Κυρίου καί ἐπισηµαίνονταν γιά ἱκανοποίηση προσωπικῶν συναισθηµάτων καί πρόκληση ἀκαίρου θαυµασµοῦ πρός τήν παντοδυναµία τοῦ Κυρίου.

Τά Ἀπόκρυφα διαιροῦνται σέ, ἀπόκρυφα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τῆς Καινῆς Διαθήκης. Τά τελευταῖα διακρίνονται σέ ἀπόκρυφα Εὐαγγέλια, Πράξεις, Ἐπιστολές καί Ἀποκαλύψεις, µιµούµενοι τά ἀντίστοιχα κανονικά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης καί προέρχονται κυρίως ἀπό τόν δεύτερο, τόν τρίτο καί τόν τέταρτο αἰῶνα µ.Χ.

Ἀπό τά ἀπόκρυφα Εὐαγγέλια γνωστά εἶναι τό Κατά Ἑβραίων, τό Κατά Πέτρον, τό Κατά Θωµᾶν, τό Κατά Αἰγυπτίων, τό Κατά Ματθίαν, τό Κατά Φίλιππον κ.ἄ.

Ἀπό τίς ἀπόκρυφες πράξεις ὀνοµαστά εἶναι τό Κήρυγµα τοῦ Πέτρου, οἱ Πράξεις Πέτρου, οἱ Πράξεις Παύλου καί Θέκλας, οἱ Πράξεις Ἰωάννου, οἱ Πράξεις Παύλου, οἱ Πράξεις τοῦ Θωµᾶ καί δεκάδες ἄλλα.

Ἀπό τίς ἀπόκρυφες ἐπιστολές γνώριµα εἶναι ἡ Ἐπιστολή πρός Λαοδικεῖς, ἡ Ἀλληλογραφία Παύλου καί Κορινθίων, ἡ Ἀλληλογραφία Παύλου καί Σενέκα κ.ἄ.

Τέλος, ἀπό τίς ἀπόκρυφες ἀποκαλύψεις ἐπώνυµα εἶναι ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Πέτρου, τοῦ Παύλου καί τοῦ Θωµᾶ.

 

Γνωστικισµός.

Ὁ Γνωστικισµός ἀνήκει στίς µεγάλες αἱρέσεις τῶν πρώτων Χριστιανικῶν αἰώνων. Ἄρχισε νά µορφοποιεῖται καί νά ὡριµάζει ἀπό τά µέσα τοῦ 1ου µ.Χ. αἰ. παράλληλα µέ τή διάδοση καί ἐπικράτηση τοῦ Χριστιανισµοῦ. Ἡ θρησκευτική ἤ φιλοσοφική αὐτή κίνηση γεννήθηκε στό κλῖµα τοῦ συγκριτισµοῦ. Τό ἰδεολογικό της ὑπόβαθρο ἀποτέλεσαν πολυποίκιλα στοιχεῖα θεολογικά, κοσµογονικά καί φιλοσοφικά διαφόρων λαῶν ὅπως ὁ δυϊσµός τῶν Περσῶν, ἡ ἀστρολογία τῶν Χαλδαίων, ὁ ἑρµητισµός τῆς Ἑλληνιστικῆς Αἰγύπτου, ὁ Νεοπυθαγορισµός καί ἡ Νεοπλατωνική φιλοσοφία.

Βασικό πρίσµα στόν Γνωστικισµό εἶναι ἡ δυαρχία ἤ δυαλισµός. Στήν αἵρεση αὐτή ὑπάρχουν δύο Θεοί. Ὁ ἀγαθός Θεός καί ὁ κακός Θεός. Ὁ ἀγαθός Θεός παραµένει ἔξω ἀπό τόν κόσµο, εἶναι ἀπρόσιτος καί ἀµέτοχος τοῦ κόσµου καί τοῦ κακοῦ. Ὁ κακός Θεός ἔχει τήν εὐθύνη γιά τό φυσικό καί ἠθικό κακό στόν κόσµο. Ὁ κακός Θεός θά πρέπει νά νικηθεῖ γιά νά ἀρθεῖ τό κακό καί νά λυτρωθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Τότε θά µπορέσει νά πραγµατοποιηθεῖ γεφύρωση µεταξύ τοῦ καλοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου.

Ἀποτέλεσµα τῆς δυαρχίας εἶναι ἡ περιφρόνηση τῆς ὕλης καί τοῦ ἀνθρώπινου σώµατος, τό ὁποῖο συνιστᾶ φυλακή τῆς ψυχῆς (τό ἴδιο ὑποστήριζε καί ὁ Πλάτωνας). Γιά τόν λόγο αὐτό στόν Γνωστικισµό παρατηρήθηκαν ἰσχυρές ἀσκητικές τάσεις. Βέβαια δέν ἔλειψαν καί οἱ ἀκριβῶς ἀντίθετες ἰδέες, ὅπως τοῦ Νικολάου. Οἱ Νικολαΐτες, οἱ ὀπαδοί δηλαδή τοῦ Νικολάου, ἀσκοῦσαν συστηµατικά κάθε ἀκολασία, ἐπειδή πίστευαν ὅτι µέ αὐτόν τόν τρόπο σκότωναν τή σάρκα καί ἐλευθέρωναν τήν ψυχή. Τό Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰούδα, ἀπό τά πλέον γνωστά ἀπόκρυφα Εὐαγγέλια, κατατασσόταν στήν παραπάνω αἵρεση, τόν Γνωστικισµό.

 

Ἱστορικά στοιχεῖα καί περιεχόµενο τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ἰούδα.

Τό εὐαγγέλιο αὐτό θά πρέπει νά συντάχθηκε ἀρχικά στά Ἑλληνικά (Ἑλληνιστική Κοινή γλῶσσα), στά µέσα µέ τέλη τοῦ 2ου µ.Χ. αἰ., ἀφοῦ ὑπῆρξε στόχος τῶν ἐπιθέσεων ἑνός ἀπό τούς µεγαλύτερους συγγραφεῖς τῆς πρώϊµης Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Εἰρηναίου ἐπισκόπου Λουγδούνου τῆς Γαλατίας (ἡ σηµερινή Λιών τῆς Γαλλίας). Στό πεντάτοµο ἔργο του, «Ἔλεγχος καί ἀνατροπή τῆς ψευδωνύµου γνώσεως», πού γράφτηκε γύρω στό 180 µ.Χ., ἀναφέρεται σέ αὐτό. Σήµερα τό Ἑλληνικό πρωτότυπο ἔχει χαθεῖ καί σώζεται µία Κοπτική µετάφραση. Οἱ ἀναλύσεις τῆς µετάφρασης µέ ἄνθρακα-14 πού πραγµατοποιήθηκαν ἀπό τόν Τίµοθι Τζάλ τοῦ Πανεπιστηµίου τῆς Ἀριζόνα ἔδωσαν µία χρονολόγηση γύρω στό τρίτο τέταρτο τοῦ 3ου αἰ. (σύν-πλήν, δηλαδή, µερικές δεκαετίες). Ἡ χρονολόγηση ἔγινε ἀπό τά ὑπολείµµατα παπύρου, τό καρτονάζ, πού χρησιµοποιήθηκαν γιά τό δέσιµο στή ράχη τοῦ βιβλίου.

Τό Εὐαγγέλιο αὐτό ἦταν τό τρίτο κείµενο ἑνός χειρογράφου γραµµένου σέ πάπυρο, τό ὁποῖο ἀποκαλεῖται Codex Tchacos.  Ὁ πάπυρος αὐτός εἶναι ἕνα βιβλίο ἑξήντα ἕξι σελίδων καί περιλαµβάνει τέσσερις ἀπόκρυφες πραγµατεῖες:

*  τήν Ἐπιστολή τοῦ Πέτρου στόν Φίλιππο

*  τήν Πρώτη Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰακώβου

*  τό Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰούδα

* τό Βιβλίο τοῦ Ἀλλογενοῦς

Στό Εὐαγγέλιο αὐτό ὁ Ἰησοῦς διδάσκει στόν Ἰούδα Ἰσκαριώτη τά µυστήρια τοῦ σύµπαντος. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἕνας δάσκαλος, πού ἀποκαλύπτει τή σοφία καί τή γνώση καί ὄχι ὁ Θεάνθρωπος Σωτῆρας, πού θυσιάζεται γιά νά σώσει τόν κόσµο ἀπό τήν ἁµαρτία.

Ὁ Ἰούδας τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι µέν ὁ προδότης τοῦ Ἰησοῦ, ταὐτόχρονα ὅµως εἶναι καί ὁ ἥρωας τοῦ βιβλίου. Μόνο ὁ Ἰούδας, ἀπό ὅλους τούς µαθητές, κατανοεῖ πλήρως ποιός εἶναι ὁ Ἰησοῦς, στέκεται µπροστά του καί µαθαίνει ἀπό αὐτόν. Στό ἀπόκρυφο Εὐαγγέλιο προδίδει τόν Κύριο συνειδητά καί µετά ἀπό παράκληση τοῦ ἴδιου τοῦ Ἰησοῦ. Γιά τόν Ἰησοῦ ὁ θάνατος δέν εἶναι ἕνα τραγικό γεγονός, οὔτε ἀναγκαῖο κακό γιά νά πραγµατοποιηθεῖ ἄφεση ἁµαρτιῶν. Μέ τόν θάνατο θά ἐλευθερωθεῖ ὁ Ἰησοῦς ἀπό τή σάρκα καί θά ἐπιστρέψει στήν οὐράνια κατοικία του. Ὁ Ἰούδας τοῦ βιβλίου τόν συντρέχει νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τό σῶµα του καί νά ἐλευθερώσει τή θεϊκή του ὑπόσταση. Γι’ αὐτό καί ὁ Ἰησοῦς λέει συγκεκριµένα στόν Ἰούδα: «ἀλλά ἐσύ θά τούς ὑπερβεῖς ὅλους αὐτούς. Γιατί ἐσύ θά θυσιάσεις τόν ἄνθρωπο πού µέ ἐνδύει». Αὐτός εἶναι καί ὁ σκοπός τοῦ συγκεκριµένου Εὐαγγελίου. Ἡ παρουσίαση τῆς θετικῆς µορφῆς τοῦ Ἰούδα εἶναι πρότυπο γιά ὅλους ὅσους ἐπιθυµοῦν νά γίνουν µαθητές τοῦ Ἰησοῦ. Γι’ αὐτό καί τό Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰούδα τελειώνει µέ τήν ἱστορία τῆς προδοσίας τοῦ Ἰσκαριώτη καί ὄχι µέ τή Σταύρωση ἤ τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ὁ ἀφοσιωµένος, πιστός καί ὑπάκουος µαθητής τοῦ Ἰησοῦ, στό τέλος κάνει ἀκριβῶς αὐτό πού ἐπιθυµεῖ ὁ δάσκαλός του. Γιά τόν λόγο αὐτό βέβαια ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀναφέρει ὅτι θά περιφρονηθεῖ ἀπό τούς ἄλλους µαθητές. Γι’ αὐτό καί ὁ Ἰούδας λέει: «στό ὅραµα εἶδα τόν ἑαυτό µου, ἐνῶ οἱ δώδεκα µαθητές µέ λιθοβολοῦσαν καί µέ καταδίωκαν». Στό τέλος αὐτός θά ὑψωθεῖ πάνω ἀπό αὐτούς ὡς ὁ ὑπερέχων µαθητής: «θά γίνεις ὁ δέκατος τρίτος καί θά ἀναθεµατιστεῖς ἀπό τίς ἄλλες γενεές καί θά ἔρθεις νά κυβερνήσεις πάνω σέ αὐτές. Στίς ἔσχατες µέρες θά ἀναθεµατίσουν τήν ἀνύψωσή σου στήν ἁγία γενεά» τοῦ ἐπισηµαίνει ὁ Ἰησοῦς!

 

Ἡ περιπέτεια τοῦ Codex Tchacos.

Ὁ κώδικας Codex Tchacos, ὁ ὁποῖος περιέχει µεταξύ ἄλλων καί τό Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰούδα, ἀνακαλύφθηκε, τό 1978, ἀπό ἀρχαιοκάπηλους, κατά τήν ἔρευνα ἑνός τάφου, στίς πλαγιές τοῦ Τζέµπελ Καράρα, στό ποτάµι τοῦ Νείλου, κοντά στό χωριό Ἀµπάρ, 60 χλµ. βόρεια τῆς πόλης Ἀλ Μίνια, στήν περιοχή τῆς Μέσης Αἰγύπτου. Στήν περιοχή οἱ κάτοικοι ἐκτός ἀπό Ἀραβικά, µιλᾶνε καί µία Κοπτική διάλεκτο, τά Σαχιδικά, ἡ ὁποία εἶναι καί ἡ γλῶσσα τοῦ κώδικα. Οἱ ἀρχαιοκάπηλοι πούλησαν τόν κώδικα σέ ἕναν Αἰγύπτιο, τόν Χάνα. Μετά ἀπό µία ἀποτυχία πώλησης τοῦ κώδικα, ὁ Χάνα ἀποφάσισε νά ἀναζητήσει κάποιο ἵδρυµα πού νά διαθέτει ἱκανοποιητικούς πόρους, ὥστε νά µπορέσει νά ἀνταποκριθεῖ στήν ὑψηλή τιµή πού ζήταγε γιά τήν πώλησή του. Κατάφερε νά ἔρθει σέ ἐπαφή µέ τόν Λούντβιχ Κένεν, µέλος τοῦ Τµήµατος Κλασικῶν Σπουδῶν τοῦ Πανεπιστηµίου τοῦ Μίσιγκαν καί αὐτός µέ τόν Ρόµπινσον, τόν ἐπικεφαλή τῆς ἔρευνας τῶν Κοπτικῶν Γνωστικῶν χειρογράφων πού βρέθηκαν στή περιοχή τοῦ Νάγκ Χαµαντί τῆς Αἰγύπτου, λίγα χρόνια νωρίτερα, τό 1945. Ὁ Χάνα ἐπειδή νόµιζε ὅτι ὁ κώδικας ἦταν ἴσης ἀξίας µέ ἐκεῖνα πού εἶχαν βρεθεῖ στό Νάγκ Χαµαντί, ζητοῦσε πολύ µεγαλύτερο ποσό ἀπό αὐτό πού µπόρεσαν νά µαζέψουν οἱ παραπάνω µελετητές. Οἱ διαπραγµατεύσεις γρήγορα ἔφθασαν σέ ἀδιέξοδο καί τό ἐγχείρηµα τῆς πώλησης τοῦ κώδικα κατέληξε σέ ἀποτυχία.

Μετά ἀπό πολλές περιπέτειες, ὁ Χάνα, στίς 3 Ἀπριλίου 2000, κατάφερε νά πουλήσει τόν κώδικα στή Φρίντα Νούσµπεργκερ-Τσάκος. Ὁ κώδικας Codex Tchacos ὀνοµάστηκε ἔτσι πρός τιµή τοῦ Δηµάρατου Τσάκου, πατέρα τῆς παραπάνω ἐµπόρου ἀρχαιοτήτων. Ἡ Τσάκος κατέθεσε, γιά ἀρκετούς µῆνες, τό χειρόγραφο γιά ἐξέταση στό πανεπιστήµιο τοῦ Γέϊλ, τό ὁποῖο ἀρνήθηκε τελικά νά τό ἀγοράσει. Στή συνέχεια πούλησε τόν κώδικα σέ ἕναν Ἀµερικανό συλλέκτη, τόν Φερίνι. Ὁ ἴδιος τό κατέψυξε γιά νά διατηρηθεῖ. Ἡ ψύξη ὅµως αὐτή συνέβαλε στήν ἀλλοίωση τῆς οὐσίας πού κρατοῦσε τίς ἴνες τοῦ παπύρου, προκαλῶντας του ἀποσύνθεση καί εὐθραυστότητα. Ἀρκετές σελίδες µαύρισαν καί τά γράµµατα ἔγιναν δυσανάγνωστα.

 Ἡ περιπέτεια τοῦ χειρογράφου συνεχίστηκε ἀφοῦ ὁ ἀρχαιοσυλλέκτης δέν µπόρεσε νά ἱκανοποιήσει τίς οἰκονοµικές του ὑποχρεώσεις πρός τή Φρίντα Τσάκος καί ἐπέστρεψε τό σύνολο τῶν τµηµάτων τοῦ ἀρχαίου χειρογράφου. Τελικά, ὁ κώδικας πουλήθηκε στό Ἑλβετικό ἵδρυµα Maecenas Foundation γιά διατήρηση καί δηµοσίευση. Ἡ περιπέτεια τοῦ κειµένου ἔλαβε τέλος ὅταν εἰσήχθει ἐπίσηµα στήν Ἑλβετία, στίς 19 Φεβρουαρίου 2001, στό ὄνοµα τοῦ ἱδρύµατος. Ἀµέσως ἔγινε κατανοητό ὅτι ὁ κώδικας εἶχε ὑποστεῖ µία σηµαντική ἀπώλεια τῆς τάξης τοῦ 10-15% τοῦ ὑλικοῦ του ἐξ αἰτίας τῆς διάβρωσης. Τό ἵδρυµα µέ τή βοήθεια πολλῶν µελῶν τῆς ἐπιστηµονικῆς κοινότητας φωτογράφησε, ἐπανασυναρµολόγησε καί µετέφρασε τόν κώδικα.

Ἡ σηµασία τῶν ἀποκρύφων διηγήσεων στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξε ἀρνητική. Ἡ πληθώρα αὐτῶν τῶν βιβλίων προκάλεσε ἀµφιβολίες, πνευµατικό ἀναβρασµό καί ἀπώλεια τοῦ Ἀποστολικοῦ φρονήµατος σέ µεγάλη ὁµάδα πιστῶν. Ἐξ αἰτίας τοῦ τελευταίου, τοπικές Ἐκκλησίες διχάστηκαν, γιά µεγάλο χρονικό διάστηµα, ἀφοῦ ἐξέλαβαν ἀπόκρυφα βιβλία ὡς θεόπνευστα καί τά χρησιµοποιοῦσαν στή λειτουργική ζωή τους, µέ ἀποτέλεσµα τόν µερικό ἀποπροσανατολισµό τῶν πιστῶν τους. Ἡ Ἐκκλησία µέ πληθώρα Πατέρων καί Διδασκάλων (Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας, Εἰρηναῖος Λουγδούνου, Τερτυλλιανός, Ἱππόλυτος Ρώµης, Μ. Ἀθανάσιος Ἀλεξανδρείας κ.ἄ.) πολέµησε αὐτήν τήν κρίση καί τήν προσπάθεια τῆς ἀλλαγῆς καί τῆς νοθείας τῆς ἀποστολικῆς παράδοσης. Ἡ Ἐκκλησία κατόρθωσε τελικά νά ἐκφράσει τήν αὐτοσυνειδησία της καί νά προστατεύσει τή γνησιότητά της παραµερίζοντας κάθε κίβδηλη παράδοση καί κακόδοξη ἑρµηνεία τῶν γεγονότων τῆς Καινῆς Διαθήκης καί τῆς ζωῆς τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου. Ἡ διαδικασία αὐτή διήρκεσε τρεῖς ὁλόκληρους αἰῶνες. Ἡ Ἐκκλησία βγῆκε νικητής ἀφοῦ πέτυχε νά φανερώσει καί νά ἐκφράσει τή γνήσια παράδοσή της.

 

Χρῆστος Νικολόπουλος

Θεολόγος - Βυζαντινολόγος

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Τεῦχος 216-217

Αὐγουστος-Σεπτέμβριος 2020