ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΕΡΧΕΣΘΑΙ
Στό προηγούµενο τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ τέθηκε τό ἐρώτηµα, ἐάν ἡ Πολιτεία ἔχει δικαίωµα νά κλείνη Ἐκκλησίες. Δυστυχῶς, ὁρισµένοι δίνουν θετική ἀπάντηση στό ἀνωτέρῳ ἐρώτηµα προβάλλοντας τό ἐπιχείρηµα ὅτι: «Ὅταν ἀπαγορεύονται οἱ συναθροίσεις, ἑπόµενο εἶναι νά κλείνουν καί οἱ Ἐκκλησίες!»
Ὅµως, ἄλλο πρᾶγµα εἶναι οἱ λατρευτικές συνάξεις καί ἄλλο οἱ συναθροίσεις. Οἱ λατρευτικές συνάξεις προστατεύονται ἀπό τό ἄρθρο 13 τοῦ Συντάγµατος, ὅπου ρητά προβλέπεται ὅτι κάθε «γνωστή θρησκεία εἶναι ἐλεύθερη καί τά σχετικά µέ τή λατρεία της τελοῦνται ἀνεµπόδιστα ὑπό τήν προστασία τῶν νόµων». Ἀπό τήν ἀνωτέρῳ διάταξη προκύπτει ὅτι καταρχήν τό Κράτος, ὄχι µόνο δέν νοµιµοποιεῖται νά ἐµποδίζει τή θρησκευτική λατρεία, ἀλλά ὑποχρεοῦται µάλιστα νά τήν προστατεύει καί νά τήν διευκολύνει. Γιά παράδειγµα, ἔκφραση τῆς νοµοθετικῆς προστασίας τῆς λατρείας ἀποτελεῖ ὁ ποινικός κολασµός τῆς «διατάραξης θρησκευτικῶν συναθροίσεων». Ἐπιπλέον, τό γεγονός ὅτι ἀπαγορεύεται ἀπό τό νόµο ἡ σύλληψη «σέ καθιερωµένο τόπο ἱερουργίας γνωστῆς θρησκείας καί ὅσο διαρκεῖ ἡ ἱερουργία» (ἄρθρο 5 παρ. 2 στ. δ τοῦ Ν. 1867/1989).