Ὁ «ὑπεράνθρωπος» καί
ὁ «ἀνήρ τῶν ἐπιθυµιῶν τοῦ Πνεύµατος»
Σέ προηγούµενα τεύχη εἴχαµε ἀναφερθεῖ στήν λεγόµενη Μετά-Πατερική Θεολογία, οἱ ἐκπρόσωποι τῆς ὁποίας τείνουν νά ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ ἐποχή τῶν Ἁγίων Πατέρων εἶναι, ἤδη, παρωχηµένη καί ὅτι, ἑποµένως, ἐάν θέλουµε νά συγχρονισθοῦµε πρός τόν ὑπόλοιπο προοδευµένο κόσµο, πού ζεῖ ἐδῶ καί καιρό ἐντός ἑνός ἄλλου «κοσµοθεωρητικοῦ παραδείγµατος», πρέπει νά µετακινηθοῦµε πρός ἄλλα πρότυπα, ἀναγνωρίζοντας ὅτι ἡ διδασκαλία καί τό παράδειγµα τῶν Πατέρων, ὅσο σεβαστά καί ἄν µᾶς εἶναι, δέν ἔχουν πλέον σχέση µέ ἐµᾶς σήµερα. Στό πλαίσιο τῆς ἀναφορᾶς µας ἐκείνης εἴχαµε δειγµατοληπτικά παρουσιάσει κάποια κείµενα τῶν ἁγίων Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόµου καί Αὐγουστίνου ἐπισκόπου Ἰππῶνος, προκειµένου νά τεκµηριώσουµε, κατά τόν δυνατόν, τήν ἄποψή µας ὅτι, στήν πραγµατικότητα, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας παραµένουν διαχρονικά σύγχρονοι καί ὅτι, ἀντιθέτως, διάφορες ἀπόψεις πού αὐτοπαρουσιάζονται ὡς «µοντέρνες» ἤ «µεταµοντέρνες» εἴτε στηρίζονται σέ παρεξηγήσεις ἤ ἐσφαλµένες ἀντιλήψεις, εἴτε, ὅτι, πάντως, στόν βαθµό πού ἐµπεριέχουν κάποια στοιχεῖα ἀλήθειας, δέν εἶναι πρωτότυπες, ἀφοῦ ἔχουν ἤδη διατυπωθεῖ καί µάλιστα µέ µεγαλύτερη πληρότητα καί ἀκρίβεια ἀπό τούς Πατέρες.
Ἤδη, θά ἀναφέρουµε ἕνα ἀκόµη τέτοιο παράδειγµα, παίρνοντας ἀφορµή ἀπό τήν ἀναφορά, πού κάναµε τόν προηγούµενο µήνα, στόν Φ. Νίτσε, ἕναν πολύ προβεβληµένο στοχαστή, ὁ ὁποῖος διακρίθηκε γιά τή διεισδυτική του σκέψη, γιά τό ἀφοριστικό καί ποιητικό του ὕφος, καθώς καί γιά τήν ἀδιάλλακτη τόλµη ἤ, ἀκόµη καί τόν προκλητικό χαρακτῆρα, τῶν ἰσχυρισµῶν του. Εἶναι, βέβαια, ἀρκετά γνωστός ὁ βαθµός πού ὁ Φ. Νίτσε ἔχει ἐπηρεάσει τό πνευµατικό κλῖµα στή χώρα µας καί δέν χρειάζεται κανείς νά προχωρήσει σέ πιό συγκεκριµένη τεκµηρίωση τοῦ γεγονότος αὐτοῦ, ἀφοῦ εἶναι ἀρκετό νά φέρει στόν νοῦ του τήν περίπτωση τοῦ λογοτέχνη Ν. Καζαντζάκη, τοῦ πιό γνωστοῦ καί πιό ἐξυµνηµένου ἴσως Ἕλληνα λογοτέχνη παγκοσµίως.
Ὁ Νίτσε ἀποτελεῖ µέχρι σήµερα πρόσωπο ἀµφιλεγόµενο. Κάποιοι τόν θεωροῦν πρόδροµο τοῦ Ναζισµοῦ, ἄλλοι, ὅµως, ὑποστηρίζουν ὅτι αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ ἀπόψεις τοῦ ἀποδόθηκαν ἀπό συγγενικό του πρόσωπο πού ἀλλοίωσε γραπτά του, τά ὁποῖα δηµοσιεύθηκαν, ὅταν ὁ ἴδιος εἶχε πιά χάσει τά λογικά του ἤ καί µετά τόν θάνατό του. Παραθέτουν, µάλιστα, καί παραδείγµατα φράσεών του, πού ἀποσπάσθηκαν ἀπό τά συµφραζόµενά τους καί κατέληξαν νά σηµαίνουν τό ἀντίθετο ἀπό τό ἠθεληµένο νόηµά τους.
Δέν πρόκειται, βέβαια, νά λύσουµε ἐµεῖς τό ζήτηµα αὐτό, πού ἐξακολουθεῖ νά ἀπασχολεῖ τούς εἰδικούς. Πάντως, τόσο οἱ ἐπικριτές, ὅσο καί οἱ ὑπερασπιστές του συµπίπτουν στήν παραδοχή ὅτι ὁ Νίτσε εἶχε στραφεῖ ἀποφασιστικά κατά τοῦ Χριστιανισµοῦ. Ἕνας ἀπό τούς πιό ἔνθερµους, µάλιστα, ἀπολογητές του, σχολιάζοντας ἕνα κείµενό του, κάνει λόγο γιά «πολύ συνειδητή ἀντίθεση στή Χριστιανική παράδοση, σχεδιασµένη νά προσβάλει τούς Χριστιανούς ἀναγνῶστες» καί, ἐπιπροσθέτως, διευκρινίζει, διαλύοντας σχετικές παρεξηγήσεις, ὅτι ὁ Νίτσε εἶναι «ἐπικριτικός ἀκόµη καί γιά τόν Χριστό» (βλ. W. Kaufmann, Nietzsche, Princeton University Press, 1974).
Ἕνας ἀπό τούς πιό χαρακτηριστικούς ἰσχυρισµούς τοῦ Νίτσε ἦταν ὅτι καθένας ἔπρεπε νά ἐπιδιώξει τήν «καλή ζωή». Αὐτό δέ πού χαρακτήριζε ὡς «καλή ζωή» ἦταν ἡ δυναµική ζωή, ἤτοι ἡ ζωή ἐκείνων πού ἔχουν τόν πλήρη ἔλεγχο τῶν παρορµήσεών τους καί ὡς ἐκ τούτου δέν ἔχουν τήν ἀνάγκη νά τίς ἐξασθενήσουν. Ἔτσι, γιά τόν Νίτσε «καλός ἄνθρωπος» εἶναι ὁ παθιασµένος ἄνθρωπος πού παραµένει, ὅµως, κύριος τῶν παθῶν του. Μόνο αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀληθινά καί «φύσει» ἄνθρωπος (=ὁ «ὑπεράνθρωπος»), ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι ἔχουν παραµείνει στήν κτηνώδη κατάστασή τους.
Ὁ W. Kaufmann ἀναφέρει ὅτι ἡ ἐπιµονή τοῦ Νίτσε γιά τό ὅτι ὁ «καλός ἄνθρωπος» εἶναι ἐξ ὁρισµοῦ «παθιασµένος ἄνθρωπος» εἶναι αὐτή πού τόν ξεχωρίζει ἀπό τούς Στωϊκούς καί –ὅπως ὁ ἴδιος νόµιζε– ἀπό τούς Χριστιανούς. Ὁ Νίτσε εἶχε, δηλαδή, ἐξοµοιώσει τούς Στωϊκούς φιλοσόφους πού ἐπεδίωκαν τήν «ἀπάθεια» µέ τούς Χριστιανούς, ἔχοντας σχηµατίσει τήν ἀντίληψη ὅτι ἡ ἀπάθεια πού ἐπιδιώκει ἕνας Χριστιανός εἶναι, ὡσαύτως, ὅπως δηλαδή καί ἡ «ἀπάθεια» τῶν Στωϊκῶν, ἡ πλήρης ἐξάλειψη, ἡ νέκρωση τῶν παθῶν. Ἔτσι, ὁ Νίτσε ἐξελάµβανε τόν «Ἅγιο» ὡς τόν ἀνθρώπινο ἐκεῖνο τύπο, πού ἔχει ἐξοντώσει τά πάθη του καί, ἑποµένως, ἔχει µέ τόν τρόπο αὐτό καταστρέψει κάθε προϋπόθεση γιά νά ζήσει µιά «καλή ζωή», ὅπως ἐκεῖνος τήν ἐννοοῦσε. Ὡς ἐκ τούτου, µόνο ὁ «Καλλιτέχνης» καί ὁ «Φιλόσοφος», ὄχι, ὅµως, καί ὁ «Ἅγιος» δικαιοῦνται νά προβάλλονται ὡς πρότυπα τῆς «καλῆς ζωῆς».
Αὐτός ἦταν ἕνας ἀπό τούς κύριους λόγους, τούς ὁποίους προέβαλε ὁ Νίτσε, γιά νά ἀπορρίψει κατηγορηµατικά τόν Χριστιανισµό. Δέν ἔχει σηµασία γιά ἐµᾶς τό νά ἐρευνήσουµε τά ψυχολογικά κίνητρα πού τόν ὤθησαν στήν ἐπιλογή του αὐτή, οὔτε τίς εὐκαιρίες πού εἶχε γιά νά γνωρίσει µέ ἀκρίβεια τή Χριστιανική διδασκαλία. Ὁ ἴδιος ὁ φιλόσοφος, πάντως, ὑποστήριζε ὅτι αὐτό πού προέχει κάθε φορά εἶναι ἡ θέληση γιά τήν ἀλήθεια: «Σέ κάθε βῆµα, πρέπει κανείς νά παλεύει γιά τήν ἀλήθεια» ἔγραψε. «Πρέπει κανείς νά θυσιάσει γιά τήν ἀλήθεια αὐτό στό ὁποῖο κλίνει ἡ καρδιά ἤ ἡ προτίµησή µας ἤ ἡ πίστη µας στή ζωή. Αὐτό ἀπαιτεῖ µεγαλοψυχία: ἡ ὑπηρεσία τῆς ἀλήθειας εἶναι ἡ πιό σκληρή ὑπηρεσία. Σέ τί ἄλλο συνίσταται, σέ τελευταία ἀνάλυση, τό νά ἔχει κανείς ἀκεραιότητα σέ ζητήµατα τοῦ πνεύµατος; Τό ὅτι κάποιος εἶναι αὐστηρός ἀπέναντι στίς προτιµήσεις τῆς καρδιᾶς του, τό ὅτι κάποιος περιφρονεῖ τά «ὄµορφα συναισθήµατα», τό ὅτι κάποιος ἀνάγει κάθε Ναί καί Ὄχι σέ ζήτηµα συνείδησης!». Ἔχει, λοιπόν, σηµασία, προκειµένου νά βροῦµε τήν ἀλήθεια γιά τό ἐπίµαχο αὐτό ἐρώτηµα, γιά τό ποιό, δηλαδή εἶναι τό νόηµα τῆς Χριστιανικῆς «ἀπάθειας», τό νά ἐπιχειρήσουµε νά ἀντιπαραθέσουµε στίς ἀπόψεις του αὐτές µιά σύντοµη, ἔστω, περικοπή ἀπό ἕνα ἔργο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.
Ἡ περικοπή προέρχεται συγκεκριµένα ἀπό ἕνα ἔργο του πού φέρει τόν τίτλο «Εἰς τήν ἐπιγραφήν τῶν Ψαλµῶν» (PG, τόµος 44, σελ.477). Ἀφορᾶ εἰδικότερα στήν ἑρµηνεία τοῦ ψαλµικοῦ στίχου «Εὐλόγησε αὐτούς καί ἐπληθύνθησαν σφόδρα καί τά κτήνη αὐτῶν οὐκ ἐσµίκρυνεν» καί ἔχει ὡς ἑξῆς: «Κτήνη λέγει τήν ὑποχείριον τῶν τῆς ψυχῆς κινηµάτων ὑπηρεσίαν, ὅταν πρός ἀρετήν ἕκαστον τῶν ἐν ἡµῖν χρησιµεύῃ. Ἀγαθόν κτῆνος ἐστίν ὁ θυµός, ὅταν τοῦ λογισµοῦ ὑποζύγιον γένηται. Ἕτερον τοιοῦτον κτῆνος ἡ ἐπιθυµία, νωτοφοροῦσα τρόπον τινά καί βαστάζουσα τήν ψυχήν καί ἐπί τό ὕψος ἀνάγουσα, ὅταν ἐπί τά ἄνω τά ἡνία τῆς διανοίας εὐθύνηται». Γιά τόν Ἅγιο, δηλαδή, τόσο ὁ θυµός, ὅσο καί ἡ ἐπιθυµία, ἤτοι τά στοιχεῖα πού συνιστοῦν τό «παθητικόν» µέρος τῆς ψυχῆς, µποροῦν νά µεταστοιχειωθοῦν καί νά γίνουν χρήσιµα καί «ἀγαθά κτήνη», ὅταν χρησιµεύουν στήν ὑπηρεσία τῆς ἀρετῆς. Ἔτσι, ὁ «θυµός» πρέπει, ὄχι νά «σµικρυνθεῖ» καί πολύ λιγότερο νά ἐξαλειφθεῖ, οὔτε νά χάσει τήν ὁρµή του, ἀλλά νά γίνει ὑποζύγιον τοῦ «λογισµοῦ». Ἡ «ἐπιθυµία», πάλι, ὄχι µόνο δέν πρέπει νά ἀποµαρανθεῖ, ἀλλά ἀντιθέτως πρέπει νά πάρει τήν ψυχή ἐπάνω της («νωτοφοροῦσα») καί, µάλιστα, ὄχι µόνο νά τήν βαστάξει, ἀλλά καί νά τήν ἀναβιβάσει «ἐπί τό ὕψος». Αὐτό, ὅµως, προϋποθέτει ὅτι ἡ ἐπιθυµία, ὅπως καί ὁ θυµός, δέν θά κινεῖται αὐθαίρετα, ἀλλά θά «εὐθύνεται» ἀπό τόν λογισµό.
Ἡ –ψευδής– ἀντίθεση µεταξύ τοῦ λόγου καί τοῦ πάθους εἶναι µιά ἀπό τίς χαρακτηριστικές ἀντιλήψεις τῶν Νέων Χρόνων. Σύµφωνα µέ αὐτήν τό λογικό καθῆκον βρίσκεται πάντα σέ ἀντίθεση µέ τό πάθος καί τό συναίσθηµα. Ἔτσι, κατά τήν Εὐρωπαϊκή, Προτεσταντική κυρίως, νοοτροπία, πάντοτε βρίσκεται κανείς ἐνώπιόν τοῦ ἀναπόδραστου διλήµµατος «νά κάνει αὐτό πού πρέπει» ἤ «νά ἀκολουθήσει τήν καρδιά του». Σύµφωνα, µάλιστα, µέ ἕναν Εὐρωπαῖο φιλόσοφο πού συνόψισε ἐµβληµατικά τήν συγκεκριµένη νοοτροπία, τό ἠθικῶς ὀρθό εἶναι ἀποκλειστικά τό «λογικῶς» δέον καί ὄχι κάτι πού ὑποκινεῖται ἀπό τό «συναίσθηµα», ὡσάν τό τελευταῖο νά εἶναι πάντοτε καί ἐξ ὁρισµοῦ διεστραµµένο καί ὡσάν ὁ ἀνθρώπινος λόγος νά εἶναι ἐξ ὁρισµοῦ ἀλάθητος καί ὄχι «δειλός» καί «σφαλερός».
«Ἔτσι, –θά σχολιάσει εὔστοχα καί διεισδυτικά ὁ Νίτσε, ὁ ὁποῖος διακρίθηκε σέ τέτοιου τύπου διαγνώσεις– τό πάθος ὑποβαθµίζεται, ἀφοῦ κατά πρῶτον ἀντιµετωπίζεται ὡσάν νά σχετίζεται µόνο µέ αἰσχρές περιστάσεις καί ὄχι ὡς κάτι πού πάντοτε καί ἀναγκαστικά ἐνεργοποιεῖ τόν ἄνθρωπο καί 2) στόν βαθµό πού θεωρεῖται ὅτι ἀποσκοπεῖ µόνο σέ κάτι πού δέν ἔχει µεγάλη ἀξία, δηλαδή µόνο στήν ἁπλῆ διασκέδαση».
Δέν γνωρίζουµε, ἐάν ὁ Νίτσε εἶχε γνωρίσει τόν Ὀρθόδοξο Χριστιανισµό ἤ τό ἐάν ὁ ὁρίζοντάς του ἦταν στεγανά Προτεσταντικός. Πιστεύουµε, ὅµως, ὅτι ἴσως δέν θά ἔγραφε ὅσα ἔγραψε, καί µάλιστα µέ τόν ἴδιο κατηγορηµατικό τόνο, ἐναντίον τοῦ Χριστιανισµοῦ, ἐάν γνώριζε τό παραπάνω κείµενο τοῦ Ἁγίου, ὅπου τό πάθος ὁρίζεται ὡς κάτι πού µπορεῖ ὄχι ἁπλῶς νά ἐνεργοποιήσει, ἀλλά καί νά ἐξυψώσει τόν ἄνθρωπο καί, ἐπιπλέον, ὅτι ἡ ἐξύψωση αὐτή, ἡ «ἐπέκτασις» –γιά νά χρησιµοποιήσουµε ἕναν ὅρο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου–, ὄχι µόνο δέν ἐµποδίζεται, ἀλλά, ἀντιθέτως, µπορεῖ νά γίνει µόνο ὑπό τήν διεύθυνση τοῦ λόγου.
Ἡ περικοπή, πού παραθέσαµε ἀπό τόν Ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, ἀποτελεῖται ἀπό λίγες σειρές. Ὑπάρχουν, βέβαια, πολλά περισσότερα κείµενα Πατέρων σχετικά µέ τό ζήτηµα αὐτό. Ἐκεῖνος, ὅµως, πού τό ἀντιµετώπισε συγκεκριµένα καί ἐκτενῶς, διαλύοντας πολλές παρεξηγήσεις, εἶναι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαµᾶς. Γιά τόν λόγο αὐτό, ἀφοῦ παραπέµψουµε σχετικῶς στό ἔργο του «Τριάδες ὑπέρ τῶν Ἱερῶς Ἡσυχαζόντων», θά παραθέσουµε ἀντί ἐπιλόγου µόνο τήν ἑξῆς σύντοµη, ἀλλά ἀντιπροσωπευτική περικοπή: «Καί τί χρειάζεται νά γράφουµε περισσότερα; Διότι εἶναι σέ ὅλους φανερό ὅτι προσταχθήκαµε «σταυρῶσαι τήν σάρκα σύν τοῖς παθήµασι καί ταῖς ἐπιθυµίαις», ὄχι γιά νά αὐτοκτονήσουµε, νεκρώνοντας κάθε ἐνέργεια σωµατική καί κάθε ψυχική µας δύναµη, ἀλλά γιά νά ἀποφύγουµε µέν τίς φαῦλες ὀρέξεις καί τίς ἐπιθυµίες καί νά δείξουµε ὅτι ἀποµακρυνθήκαµε ἀπό αὐτές χωρίς ἐπιστροφή καί γιά νά γίνουµε «τῶν ἐπιθυµιῶν τοῦ πνεύµατος ἄνδρες» κατά τό παράδειγµα τοῦ Δανιήλ,… Ἑποµένως νοµίζω ὅτι ἔχει ἀποδειχθεῖ πλέον ἀρκετά τό ὅτι οἱ ἀπαθεῖς δέν νεκρώνουν τό παθητικό τῆς ψυχῆς, ἀλλά τό ἔχουν ζωντανό καί ἐνεργητικό γιά τά καλύτερα πράγµατα…».
Νοµοµαθής
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀριθμ. Τεύχους 218
Ὀκτώβριος 2020