Φωνή ἀπό τήν αἰωνιότητα

Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσιανίνωφ

 

Φωνή ἀπό τήν αἰωνιότητα

 

Σκέψεις γραμμένες ἀπό τόν Ἅγιο Ἰγνάτιο,

μέ ἀφορμή τήν κοίμηση κάποιου στενοῦ παιδικοῦ φίλου του.

 

Μέσα στό µισοσκόταδο τῆς ἥσυχης καλοκαιρινῆς βραδιᾶς, στεκόµουνα µόνος καί συλλογισµένος πάνω ἀπό τό µνῆµα τοῦ φίλου µου. Τήν ἡµέρα ἐκείνη εἶχε τελεστεῖ Μνηµόσυνο γιά τήν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς του. Ἡ οἰκογένειά του εἶχε παραµείνει γιά πολλή ὥρα στόν τάφο του. Λόγια δέν ἀκούγονταν σχεδόν καθόλου· µόνο θρῆνοι. Τούς θρήνους τούς ἀκολουθοῦσε βαθιά σιωπή· τή σιωπή τήν ἔλυναν νέοι θρῆνοι. Αὐτή ἡ ἐναλλαγή θρήνων καί σιωπῆς κράτησε ἀρκετά.

Στεκόµουνα, λοιπόν, τώρα µόνος καί συλλογισµένος πάνω ἀπό τό µνῆµα. Ξάφνου, µοῦ ἦρθε µιά ἀπροσδόκητη, µιά θαυµαστή ἔµπνευση. Σάν ν’ ἄκουσα τήν φωνή τοῦ νεκροῦ! Τόν ἄκουσα νά µιλᾶ! … Αὐτήν, τήν πέρ’ ἀπό τόν τάφο ὁµιλία του, αὐτόν τόν µυστικό λόγο του, αὐτό τό ἔξοχο κήρυγµά του, πού ἐκφωνήθηκε στά τρίσβαθα τῆς ψυχῆς µου, καταγράφω τώρα µέ τρεµάµενο χέρι:

«Πατέρα µου! Μητέρα µου! Γυναίκα µου! Ἀδελφές µου. Μέ µαῦρα ροῦχα ντυµένοι, µέ βαθιά θλίψη στίς ψυχές σας ἁπλωµένη καί στά πρόσωπά σας ζωγραφισµένη, µέ σκυµµένα τά κεφάλια σας, συναχθήκατε γύρω ἀπό τόν µοναχικό µου τάφο καί συζητᾶτε µέ τόν ἄφωνο κάτοικό του σιωπηλά, µόνο µέ τίς σκέψεις καί τά αἰσθήµατα. Οἱ καρδιές σας εἶναι µαῦρες ἀπό τήν ἀβάσταχτη ὀδύνη. Σάν χείµαρροι ξεχύνονται τά δάκρυα ἀπό τά µάτια σας. Ἡ λύπη σας δέν ἔχει µέτρο, τά δάκρυά σας δέν ἔχουνε τελειωµό.

Τό θεοποιημένο πρόσωπο τοῦ Πάπα, πρότυπο τοῦ Ναζιστικοῦ Ἐθνικοσοσιαλισμοῦ!

Τό θεοποιημένο πρόσωπο τοῦ Πάπα,
πρότυπο τοῦ Ναζιστικοῦ Ἐθνικοσοσιαλισμοῦ!

 

δόλφε Χίτλερ! Μόνο μέ ἐσένα εἴμαστε συνδεδεμένοι! Θέλουμε αὐτή τήν ὥρα νά ἀνανεώσουμε τή δημόσια ὁμολογία μας. Σέ αὐτή τή γῆ μόνο στόν Ἀδόλφο Χίτλερ πιστεύουμε. Πιστεύουμε, ὅτι ὁ Ἐθνικοσοσιαλισμός γιά τόν λαό μας εἶναι ἡ μόνη πίστη πού χαρίζει μακαριότητα. Πιστεύουμε, ὅτι στόν οὐρανό ὑπάρχει ἕνας Κύριος καί Θεός πού μᾶς ἔχει δημιουργήσει, πού μᾶς ὁδηγεῖ, μᾶς κατευθύνει καί φανερά μᾶς εὐλογεῖ. Καί πιστεύουμε, ὅτι αὐτός ὁ Κύριος καί Θεός, μᾶς ἔχει στείλει τόν Ἀδόλφο Χίτλερ, γιά νά μετατραπεῖ ἡ Γερμανία εἰς τόν αἰῶνα τόν ἅπαντα σέ θεμέλιο (ἐννοεῖται: τῆς νέας κοσμικῆς πραγματικότητας)». Τό ἀπόσπασμα αὐτό, πού προέρχεται ἀπό μιά ἐκπαιδευτική ἐπιστολή, προβάλλει ἀσφαλῶς μιά ἀρκετά νεφελώδη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τή θέση τοῦ Ὁποίου ἐν τέλει καταλαμβάνει ὁ ἴδιος ὁ Χίτλερ! Στό πρόσωπό του ἐνσαρκώνεται ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, αὐτός γίνεται τό κέντρο τῆς ἱστορίας, τό μέτρο τῶν πάντων, τό ἀπόλυτο σημεῖο ἀναφορᾶς!

 

Ἀντί γιά τόν θεοποιημένο Πάπα

τό μεσσιανικό καί θεῖο πρόσωπο τοῦ Φύρερ

 

«Φύρερ - ἀρχηγό, ἡγέτη, καθοδηγητή» ἀποκαλοῦσαν τόν Χίτλερ. Καί μόνο μέ τήν ἐπιλογή αὐτοῦ τοῦ τίτλου οἱ δημαγωγοί τῶν Ναζί συνδέσανε τό πρόσωπό του μέ τόν φορέα τῆς ἐλπίδας, τόν σωτῆρα γιά τή Γερμανία στά δύσκολα χρόνια τῆς Δημοκρατίας τῆς Βαϊμάρης, ἡ ὁποία μετά τήν ἥττα τοῦ Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου καί τήν ἐπιβολή τῆς ταπεινωτικῆς εἰρήνης τῶν Βερσαλλιῶν,  τό 1919, πέρασε ἀπό πολλές κρίσεις. Προοδευτικά δημιουργήθηκε τρόπον τινά μιά θρησκευτική πίστη καί λατρεία, μέ πρώτη καί πιό τρανή ἀπόδειξη τήν ἀντικατάσταση τῆς «Καλημέρας» μέ τό «Heil Hitler–σωτηρία στόν Χίτλερ, δηλ. ζήτω ὁ Χίτλερ», πού θεωρήθηκε μετά τήν ἀνάληψη τῆς ἐξουσίας ἐκ μέρους τῶν ἐθνικοσοσιαλιστῶν τό 1933 ὡς «γερμανικός χαιρετισμός». Ἡ λέξη «σωτηρία» ὑπέθαλπε τήν προσδοκία τῆς λύτρωσης ἀπό τό μεσσιανικό πρόσωπο τοῦ Χίτλερ, ὁ ὁποῖος ἀναγέννησε τή Γερμανία καί ἕνωνε ὅλους τούς Γερμανούς στήν κοινότητα ἑνός λαοῦ. Ἐκεῖνος, θυσιάζοντας τόν ἑαυτό του ὑπέρ αὐτοῦ τοῦ μεγαλειώδους στόχου, ἀπό θέση παντοδυναμίας κατηύθυνε τήν μοίρα αὐτοῦ τοῦ λαοῦ. Ἡ παρομοίωση πού χρησιμοποιεῖται ἐδῶ, εἶναι αὐτή τῆς ἁρμονικῆς λειτουργίας ἑνός ὀργανισμοῦ, ὁ ὁποῖος φυσικά ὡς μέλη ἔχει τούς πιστούς ὀπαδούς τοῦ ναζισμοῦ καί ὡς κεφαλή ἔχει τόν Χίτλερ. Ἀμέσως κατανοεῖ ὁ προσεκτικός ἀναλυτής, ὅτι ἡ εἰκόνα ἔχει ληφθεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία ὡς Σώματος μέ κεφαλή τόν Χριστό.

Εἰσοδικὸ στὸ Φθινόπωρο

Εἰσοδικὸ στὸ Φθινόπωρο

Στὸν Ποιητὴ Πάνο Λιαλιάτση, χαιρετισμός

 

Χθὲς μᾶς ἀποχαιρέτησε ὁ Αὔγουστος, ὁ καλὸς ὁ μήνας τοῦ λαϊκοῦ ἀνθρώπου, τοῦ γνήσιου Ἕλληνα, ποὺ μὲ αὐστηρὴ πειθαρχία βίωνε τὶς ἐναλλαγὲς τῶν ἐποχῶν καὶ τὰ ἀγαθὰ, ποὺ κατεῖχε ἡ κάθε μία. Μᾶς ἀποχαιρέτισε, ἐπίσης, καὶ τὸ θεϊκὸ Ἑλληνικὸ τὸ καλοκαίρι, ἀφοῦ μὲ τὴν παρουσία τοῦ Σεπτεμβρίου ἀρχίζει πιὰ τὸ φθινόπωρο.

Οἱ  παλαιότεροι εἴχανε, ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε,  τὸ δίκιο τους ὅταν λέγανε «ἀπὸ Αὔγουστο χεμῶνα», γιατὶ ὅσο στράγγιζαν οἱ στερνὲς τοὺ θέρους ἡμέρες, μιὰ περίεργη χλωμάδα ἄρχισε ν᾿ ἁπλώνεται γύρω, κυρίως τ᾿ ἀπογεύματα. Εἶναι βλέπεις,

«τὰ δειλινὰ τὰ πένθιμα, τὰ φθινοπωρινά»,

ποὺ ὐμνεῖ ὁ ποιητής, τὰ δειλινὰ μὲ τὴ νοσταλγία νὰ ζωγραφίζει εἰκόνες περίεργες στὴν ψυχή, τὴν ψυχὴ, ποὺ γεμίζει στίχους καὶ φωνὲς λησμονημένες, φωνὲς τοῦ χτές, τραγικὲς φωνὲς, ποὺ κεντοῦν τὰ ἄνθη τῆς χαρμολύπης στὸν καμβά τῆς καρδιᾶς.

Εὐθύνη τοῦ Δηµοσίου σέ περίπτωση βλάβης ἀπό Ἐµβολιασµό!

Μέ Ἀπόφαση τοῦ Σ.τ.Ε.

 

 

Εὐθύνη τοῦ Δηµοσίου
σέ περίπτωση βλάβης ἀπό Ἐµβολιασµό!

 

Στήν πρόσφατη ἀπόφαση του (622/2021) τό Συµβούλιο τῆς Ἐπικρατείας (στό ἑξῆς ΣτΕ) ἔκρινε, ὅτι σέ περίπτωση βλάβης τῆς ὑγείας προσώπου συνεπείᾳ ἐµβολιασµοῦ, ὁ παθῶν δικαιοῦται ἀποζηµίωση ἀπό τό Ἑλληνικό Δηµόσιο, καί, µάλιστα, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ὕπαρξη ἤ µή ἰατρικοῦ σφάλµατος.

Ἡ ὑπόθεση πού ἤχθη ἐνώπιον τοῦ ΣτΕ εἶχε ὡς ἑξῆς: Ἕνα ἀνήλικο κορίτσι κατόπιν τοῦ ὑποχρεωτικοῦ ἐµβολιασµοῦ της µέ τό ἐµβόλιο MMR ΙΙ (τριδύναµο ἐµβόλιο ἱλαρᾶς, παρωτίτιδας καί ἐρυθρᾶς) νόσησε ἀπό παρεγκεφαλίτιδα, σπανιότατη (1:1.000.000 δόσεων ἐµβολίου) ἀνεπιθύµητη ἐνέργεια τοῦ ἐµβολίου αὐτοῦ, καί ἐν τέλει ἐκοιµήθη. Ἤδη πρό τοῦ θανάτου της, ἡ µητέρα της ἄσκησε ἀγωγή ἐνώπιον τοῦ Διοικητικοῦ Πρωτοδικείου Ἀθηνῶν, προβάλλοντας ὡς κύρια βάση τῆς ἀγωγῆς της τόν ἰσχυρισµό, ὅτι τό Ἑλληνικό Δηµόσιο ὑπέχει εὐθύνη, λόγῳ παράνοµου ἐµβολιασµοῦ, πού πραγµατοποιήθηκε ἀπό τούς ἰατρούς ἑνός Δήµου, στό πλαίσιο τῆς ἐνάσκησης τοῦ δηµοσίου λειτουργήµατός τους. Ζήτησε δέ νά ἐπιδικαστεῖ στήν ἀνήλικη κόρη της χρηµατική ἱκανοποίηση λόγῳ ἠθικῆς βλάβης.

Ὅπως ἔχουµε γράψει καί ἄλλοτε, ἠθική βλάβη εἶναι «ἡ µή ἀποτιµητή σέ χρῆµα ζηµία, πού ὑφίσταται τό πρόσωπο ἀπό τήν προσβολή τῶν ἔννοµων ἀγαθῶν του, εἴτε περιουσιακῶν, εἴτε µή περιουσιακῶν»1 (βλ. ἄρθρο 932 τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικα). Στήν προκειµένη περίπτωση, ἀναµφισβήτητα τό κορίτσι ὑπέστη ἀνεπανόρθωτη βλάβη τῆς ὑγείας του καί ἀπεβίωσε συνεπείᾳ τοῦ ἐµβολιασµοῦ. Τό γεγονός αὐτό δέν ἀµφισβητήθηκε ἀπό τό Δικαστήριο. Ἐκεῖνο πού ἀπασχόλησε ἦταν τό ἐάν µπορεῖ νά καταλογιστεῖ στό Ἑλληνικό Δηµόσιο εὐθύνη γιά τή βλάβη αὐτή, ὥστε νά ὑποχρεοῦται τό Δηµόσιο νά καταβάλλει χρηµατική ἱκανοποίηση λόγῳ ἠθικῆς βλάβης.

Δεκαπενταυγούστου Ἀποχαιρετισμός...

Δεκαπενταυγούστου Ἀποχαιρετισμός...

(Ποιμαντικὰ βιώματα)

 

Τὰ βιβλία ἔκλεισαν, μετὰ τὴν Παράκληση τὴ στερνὴ, ποὺ ψάλλαμε στὴ Χάρη Της, τὰ κεριὰ ἕνα-ἕνα σβήνουν, χαμηλώνει τὸ φῶς μὲ τὴν τοῦ ἡλίου δύσιν καὶ σιωπηλὰ ὁ ναὸς ἐνδύεται τὸ νυχτωμένο του χιτῶνα, μὲ περισσὴ ἀκρίβεια καὶ ὑπομονή. Ἀδειανὸς πιὰ ὁ χῶρος ἀχνοφωτίζεται ἀπὸ τὸ κατανυκτικὸ φῶς τῶν κανδηλῶν, ποὺ ἐπιμένουν νὰ συνεχίζουν τὰ δικά τους τὰ τροπάρια ἐμπρὸς ἀπὸ τὶς ἅγιες εἰκόνες.

Οἱ λίγοι φιλακόλουθοι ἐνορίτες ξεκίνησαν τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς στὰ σπίτια τους, κομίζοντας, μαζὶ μὲ τὴν εὐωδία τοῦ θυμιάματος,  καὶ τὴν εὐλογία Της, ποὺ μετουσιώνεται σὲ αἰσιοδοξία, ζυμωμένη μὲ κείνη τὴ χαρμολύπη τῶν ἡμερῶν, ἀλλὰ καὶ ἀναμονή. Τὶ ἄλλο ἀπὸ τὴ Γιορτή. Αὐτὴ ποὺ προετοιμάζεται δεκαπέντε μέρες τώρα, μὲ νηστεία, σιωπὴ καὶ προσευχή. «Ὦ, Δέσποινα τοῦ Κόσμου γενοῦ μεσίτρια». Κι Ἐκείνη ἀφουγκράζεται, κάθε βράδυ, μαζὶ μὲ τὰ ὀνόματα, ποὺ διαβάζει ὁ παπᾶς στὶς Παρακλήσεις καὶ τὶς ἄλλες παρακλήσεις, αὐτὲς ποὺ ψιθυρίζει ἡ καρδιά κι ἀνεβαίνουν ὕστερα ἴσαμε τὰ μάτια, ὡς ἄλλο θάμπωμα...Ὡς ροὴ δακρύων, ποὺ Τὴν ἱκετεύουμε «μὴ ἀποποιήσῃ»...

Ὅμως ἀπόψε μὲ τὴ στερνὴ Παράκληση  καὶ τὰ προεόρτια τροπάρια,  ποὺ εἴπαμε, μιὰ ρωγμὴ βαθειὰ ἀνοίγεται στὴν ψυχὴ τοῦ ἱερέα, ποὺ ἐπίτηδες καθυστερεῖ τὴν ἀναχώρησή του γιὰ τὸ σπίτι...Μιὰ ρωγμὴ ἀπ᾿ ὅπου ἀνεβαίνουν μέσα του κάποια ἐρωτήματα καὶ στοχασμοί, ποὺ θέλει, μέσα στὴν ἀπόβραδη κι εὐκατάνυκτα σιωπηλὴ ἀτμόσφαιρα τοῦ ναοῦ, νὰ σκεφτεῖ νηφάλια καὶ νὰ προσέξει. Γιατὶ  ἕνα ἀπὸ τὰ προνόμια, ποὺ ἔχει ἕνας παπᾶς, εἶναι καὶ τούτη ἡ παρένθεση στὴν ἐφημερία του: Τὸ νὰ μπορεῖ ἐνώπιος ἐνωπίω νὰ σκέφτεται, νὰ διαλέγεται μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸ Θεό, νὰ ἐπιτηρεῖ τὴν ψυχή του, νὰ τὴ συγυρίζει. Γι᾿ αὐτὸ κι εἶναι τούτη ἡ παρένθεση γόνιμη καὶ σωτήρια. 

Συλλογίζεται λοιπόν, πὼς ἄλλο ἕνα ἱερὸ δεκαπενθήμερο ἔφτασε στὸ τέλος του. Κοιτάζει τ᾿ ἀδειανὰ τὰ στασίδια καὶ ἀναλογίζεται πόσες καὶ καὶ πόσες ψυχὲς δὲν κάθησαν σ᾿ αὐτὰ στὰ τριανταπέντε αὐτὰ χρόνια τῆς ἱερατικῆς του διακονίας...Μέχρι ποὺ ἀναχώρησαν γιὰ πάντα, ἀφήνοντας τὸ στασίδι γιὰ τὸν ἑπόμενο. Μόνο, ποὺ, κάποια ἀπ᾿ αὐτὰ, ἀπόμειναν ἀκόμα ἄδεια, ἀφοῦ λιγόστεψε ὁ ἐνοριακὸς πληθυσμός, καὶ περιμένουν ἄδεια, ὅπως τὰ σπίτια, νὰ τὰ ἐγκατοικήσει πάλι κάποιος.

Ἀπό τὴν Ὡραία Πύλη ἕνα λιγοστό, μελιχρὸ φῶς προσπαθεῖ ν᾿ ἁπλωθεῖ στὸ ναό. Εἶναι ἀπό τὴν ἀκοίμητη κανδήλα τοῦ Ἱεροῦ, ποὺ ἐπί αἰῶνες παραμένει ἔτσι, ὅπως ἡ πίστη τῶν προκατόχων του Ἱερέων,ἀλλὰ καὶ τῶν ἐνοριτῶν, τῶν Ἱεροψαλτῶν, τῶν Ἐπιτρόπων, ποὺ κράτησαν ζωντανὴ αὐτὴ τὴ μικρὴ κοινότητα. Στ᾿ ἀλήθεια, σκέφτεται, πόσοι ἐκ τῶν Ἐφημερίων ἐκείνων δὲν εἶπαν τὸ στερνὸ «Δι’ εὐχῶν...» στὶς Παρακλήσεις, ἔσβησαν τὸ τελευταῖο κερὶ στὴν Ἁγία Τράπεζα, εὐχήθηκαν «Τῆς Παναγίας μὲ ὑγεία» κι ὕστερα ἀποκοιμήθηκαν γιὰ πάντα  καὶ δὲν ξανάνοιξαν, μήτε τὴν Ὡραία Πύλη, μήτε τὰ βιβλία,  μήτε τὸ στόμα τους νὰ εὐχηθοῦν; Πόσοι ἦσαν οἱ προκάτοχοι; Ἄγνωστος ὁ ἀριθμός...Στὸν ὁποῖο σὲ λίγο νὰ ἑτοιμάζεται νὰ προστεθεῖ κι ὁ ἴδιος. Γιατὶ πέρασαν τὰ χρόνια. Τὸ νοιώθει πιὰ ὅτι πέρασαν. Ἀπὸ τὴν κούραση, ποὺ ἀνεβαίνει μέσα του, ὅπως ἡ ὑγρασία τὴ νύχτα. Κι ἴσως αὐτή ἡ Παράκληση νὰ εἶναι ἡ στερνή του. Ποιὸς ξέρει...Μονάχα Ἐκεῖνος. 

Ἡ νύχτα ἀνέβηκε καὶ κάλυψε τὸ ναό, τὰ ἔξω δέντρα, τὴν πολίχνη. Κι ὁ παπᾶς ἐπιμένει νὰ στοχάζεται. Στοχάζεται καὶ νομίζει ὅτι τὰ πρόσωπα καὶ τὰ γεγονότα, ποὺ θυμᾶται, εἶναι μαζί του καὶ τὸν συντροφεύουν, μὲ τὴν σιωπηλή τους ὄψη νὰ εἶναι στραμμένη πάνω του. Δεκάδες πρόσωπα, φίλων, γνωστῶν, συγγενῶν. Τὸ καθένα τους κι ἕνας σταυρός, μιὰ δέηση, ὅπως αὐτὴ, ποὺ λέγαμε δεκαπέντε μέρες τώρα στὴ Χάρη Της. «Ποῦ προσφύγω, ποῦ δὲ καὶ σωθήσομαι...ποίαν δὲ ἐφεύρω καταφυγήν;...».

Θυμᾶται χαρακτῆρες, συμπεριφορές, ἐντάσεις, ἀλλὰ καὶ εὐεργεσίες. Παρατηρεῖ ὅλη αὐτὴ τὴν πινακοθήκη ἀπὸ τὰ πρόσωπα αὐτὰ καὶ βλέπει στὸν καθένα τὸ στοιχεῖο τῆς ἀνθρώπινης ἀτέλειας, μὲ πρῶτο τὸν ἑαυτό του. Γιατί, σκέφτεται,  πόσους δὲν πίκρανε, παρεξήγησε, ἐπετίμησε...Κι ὕστερα μετανοιωμένος πάσχιζε νὰ ξεκολλήσει ἀπὸ μέσα του τὴ στάχτη καὶ τὴν φαρμακωμένη αἴσθηση τῆς ὅποιας λέξης, τῆς ὅποιας λανθασμένης ἐπιλογῆς. Γι’αὐτὸ κι αὐτὴν τὴν σωτήριο ὥρα, ποὺ τὰ σκέφτεται, προσπαθεῖ νὰ ἑνώσει τὸ νῆμα, ποὺ τὸν δένει μὲ ὅλους αὐτούς τοὺς ἀνθρώπους, μὲ τοὺς ὁποίους ἔζησε μιὰ ζωή. Γιατὶ δὲν εἶναι λίγα τὰ σαρανταδύο χρόνια, μήτε καὶ οἱ ἑφτά, περίπου,  δεκαετίες ποὺ φέρει..Καιρὸς ἀπολογισμοῦ ὁ ἀποψινός, δηλαδὴ μιὰ προσπάθεια ἀκόμα  γιὰ νὰ θεραπευθοῦν κάποιες ἀπό τὶς πληγὲς τοῦ χθὲς «τῇ δικῇ Της συναντιλήψει καὶ βοηθείᾳ».

«Ἀπορήσας ἐκ πάντων, ὀδυνηρῶς κράζω σοι· πρόφθασον θερμὴ προστασία, καὶ σὴν βοήθεια δὸς μοι τῷ δούλῳ σου, τῷ ταπεινῷ καὶ ἀθλίῳ, τῷ τὴν σὴν ἀντίληψιν ἐπιζητοῦντι θερμῶς».

Μὲ ἀργὰ βήματα προσκυνᾶ καὶ ἀναχωρεῖ εἰς τὰ ἴδια.

Ἔξω τὸ σκοτάδι ἀνέβηκε  γιὰ τὰ καλά....

 

Σκόπελος                                                          π. Κων. Ν. Καλλιανός

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Ἄρθρου 228-229

Αὔγουστος-Σεμπτέμβριος 2021