Δεκαπενταυγούστου Ἀποχαιρετισμός...

Δεκαπενταυγούστου Ἀποχαιρετισμός...

(Ποιμαντικὰ βιώματα)

 

Τὰ βιβλία ἔκλεισαν, μετὰ τὴν Παράκληση τὴ στερνὴ, ποὺ ψάλλαμε στὴ Χάρη Της, τὰ κεριὰ ἕνα-ἕνα σβήνουν, χαμηλώνει τὸ φῶς μὲ τὴν τοῦ ἡλίου δύσιν καὶ σιωπηλὰ ὁ ναὸς ἐνδύεται τὸ νυχτωμένο του χιτῶνα, μὲ περισσὴ ἀκρίβεια καὶ ὑπομονή. Ἀδειανὸς πιὰ ὁ χῶρος ἀχνοφωτίζεται ἀπὸ τὸ κατανυκτικὸ φῶς τῶν κανδηλῶν, ποὺ ἐπιμένουν νὰ συνεχίζουν τὰ δικά τους τὰ τροπάρια ἐμπρὸς ἀπὸ τὶς ἅγιες εἰκόνες.

Οἱ λίγοι φιλακόλουθοι ἐνορίτες ξεκίνησαν τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς στὰ σπίτια τους, κομίζοντας, μαζὶ μὲ τὴν εὐωδία τοῦ θυμιάματος,  καὶ τὴν εὐλογία Της, ποὺ μετουσιώνεται σὲ αἰσιοδοξία, ζυμωμένη μὲ κείνη τὴ χαρμολύπη τῶν ἡμερῶν, ἀλλὰ καὶ ἀναμονή. Τὶ ἄλλο ἀπὸ τὴ Γιορτή. Αὐτὴ ποὺ προετοιμάζεται δεκαπέντε μέρες τώρα, μὲ νηστεία, σιωπὴ καὶ προσευχή. «Ὦ, Δέσποινα τοῦ Κόσμου γενοῦ μεσίτρια». Κι Ἐκείνη ἀφουγκράζεται, κάθε βράδυ, μαζὶ μὲ τὰ ὀνόματα, ποὺ διαβάζει ὁ παπᾶς στὶς Παρακλήσεις καὶ τὶς ἄλλες παρακλήσεις, αὐτὲς ποὺ ψιθυρίζει ἡ καρδιά κι ἀνεβαίνουν ὕστερα ἴσαμε τὰ μάτια, ὡς ἄλλο θάμπωμα...Ὡς ροὴ δακρύων, ποὺ Τὴν ἱκετεύουμε «μὴ ἀποποιήσῃ»...

Ὅμως ἀπόψε μὲ τὴ στερνὴ Παράκληση  καὶ τὰ προεόρτια τροπάρια,  ποὺ εἴπαμε, μιὰ ρωγμὴ βαθειὰ ἀνοίγεται στὴν ψυχὴ τοῦ ἱερέα, ποὺ ἐπίτηδες καθυστερεῖ τὴν ἀναχώρησή του γιὰ τὸ σπίτι...Μιὰ ρωγμὴ ἀπ᾿ ὅπου ἀνεβαίνουν μέσα του κάποια ἐρωτήματα καὶ στοχασμοί, ποὺ θέλει, μέσα στὴν ἀπόβραδη κι εὐκατάνυκτα σιωπηλὴ ἀτμόσφαιρα τοῦ ναοῦ, νὰ σκεφτεῖ νηφάλια καὶ νὰ προσέξει. Γιατὶ  ἕνα ἀπὸ τὰ προνόμια, ποὺ ἔχει ἕνας παπᾶς, εἶναι καὶ τούτη ἡ παρένθεση στὴν ἐφημερία του: Τὸ νὰ μπορεῖ ἐνώπιος ἐνωπίω νὰ σκέφτεται, νὰ διαλέγεται μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸ Θεό, νὰ ἐπιτηρεῖ τὴν ψυχή του, νὰ τὴ συγυρίζει. Γι᾿ αὐτὸ κι εἶναι τούτη ἡ παρένθεση γόνιμη καὶ σωτήρια. 

Συλλογίζεται λοιπόν, πὼς ἄλλο ἕνα ἱερὸ δεκαπενθήμερο ἔφτασε στὸ τέλος του. Κοιτάζει τ᾿ ἀδειανὰ τὰ στασίδια καὶ ἀναλογίζεται πόσες καὶ καὶ πόσες ψυχὲς δὲν κάθησαν σ᾿ αὐτὰ στὰ τριανταπέντε αὐτὰ χρόνια τῆς ἱερατικῆς του διακονίας...Μέχρι ποὺ ἀναχώρησαν γιὰ πάντα, ἀφήνοντας τὸ στασίδι γιὰ τὸν ἑπόμενο. Μόνο, ποὺ, κάποια ἀπ᾿ αὐτὰ, ἀπόμειναν ἀκόμα ἄδεια, ἀφοῦ λιγόστεψε ὁ ἐνοριακὸς πληθυσμός, καὶ περιμένουν ἄδεια, ὅπως τὰ σπίτια, νὰ τὰ ἐγκατοικήσει πάλι κάποιος.

Ἀπό τὴν Ὡραία Πύλη ἕνα λιγοστό, μελιχρὸ φῶς προσπαθεῖ ν᾿ ἁπλωθεῖ στὸ ναό. Εἶναι ἀπό τὴν ἀκοίμητη κανδήλα τοῦ Ἱεροῦ, ποὺ ἐπί αἰῶνες παραμένει ἔτσι, ὅπως ἡ πίστη τῶν προκατόχων του Ἱερέων,ἀλλὰ καὶ τῶν ἐνοριτῶν, τῶν Ἱεροψαλτῶν, τῶν Ἐπιτρόπων, ποὺ κράτησαν ζωντανὴ αὐτὴ τὴ μικρὴ κοινότητα. Στ᾿ ἀλήθεια, σκέφτεται, πόσοι ἐκ τῶν Ἐφημερίων ἐκείνων δὲν εἶπαν τὸ στερνὸ «Δι’ εὐχῶν...» στὶς Παρακλήσεις, ἔσβησαν τὸ τελευταῖο κερὶ στὴν Ἁγία Τράπεζα, εὐχήθηκαν «Τῆς Παναγίας μὲ ὑγεία» κι ὕστερα ἀποκοιμήθηκαν γιὰ πάντα  καὶ δὲν ξανάνοιξαν, μήτε τὴν Ὡραία Πύλη, μήτε τὰ βιβλία,  μήτε τὸ στόμα τους νὰ εὐχηθοῦν; Πόσοι ἦσαν οἱ προκάτοχοι; Ἄγνωστος ὁ ἀριθμός...Στὸν ὁποῖο σὲ λίγο νὰ ἑτοιμάζεται νὰ προστεθεῖ κι ὁ ἴδιος. Γιατὶ πέρασαν τὰ χρόνια. Τὸ νοιώθει πιὰ ὅτι πέρασαν. Ἀπὸ τὴν κούραση, ποὺ ἀνεβαίνει μέσα του, ὅπως ἡ ὑγρασία τὴ νύχτα. Κι ἴσως αὐτή ἡ Παράκληση νὰ εἶναι ἡ στερνή του. Ποιὸς ξέρει...Μονάχα Ἐκεῖνος. 

Ἡ νύχτα ἀνέβηκε καὶ κάλυψε τὸ ναό, τὰ ἔξω δέντρα, τὴν πολίχνη. Κι ὁ παπᾶς ἐπιμένει νὰ στοχάζεται. Στοχάζεται καὶ νομίζει ὅτι τὰ πρόσωπα καὶ τὰ γεγονότα, ποὺ θυμᾶται, εἶναι μαζί του καὶ τὸν συντροφεύουν, μὲ τὴν σιωπηλή τους ὄψη νὰ εἶναι στραμμένη πάνω του. Δεκάδες πρόσωπα, φίλων, γνωστῶν, συγγενῶν. Τὸ καθένα τους κι ἕνας σταυρός, μιὰ δέηση, ὅπως αὐτὴ, ποὺ λέγαμε δεκαπέντε μέρες τώρα στὴ Χάρη Της. «Ποῦ προσφύγω, ποῦ δὲ καὶ σωθήσομαι...ποίαν δὲ ἐφεύρω καταφυγήν;...».

Θυμᾶται χαρακτῆρες, συμπεριφορές, ἐντάσεις, ἀλλὰ καὶ εὐεργεσίες. Παρατηρεῖ ὅλη αὐτὴ τὴν πινακοθήκη ἀπὸ τὰ πρόσωπα αὐτὰ καὶ βλέπει στὸν καθένα τὸ στοιχεῖο τῆς ἀνθρώπινης ἀτέλειας, μὲ πρῶτο τὸν ἑαυτό του. Γιατί, σκέφτεται,  πόσους δὲν πίκρανε, παρεξήγησε, ἐπετίμησε...Κι ὕστερα μετανοιωμένος πάσχιζε νὰ ξεκολλήσει ἀπὸ μέσα του τὴ στάχτη καὶ τὴν φαρμακωμένη αἴσθηση τῆς ὅποιας λέξης, τῆς ὅποιας λανθασμένης ἐπιλογῆς. Γι’αὐτὸ κι αὐτὴν τὴν σωτήριο ὥρα, ποὺ τὰ σκέφτεται, προσπαθεῖ νὰ ἑνώσει τὸ νῆμα, ποὺ τὸν δένει μὲ ὅλους αὐτούς τοὺς ἀνθρώπους, μὲ τοὺς ὁποίους ἔζησε μιὰ ζωή. Γιατὶ δὲν εἶναι λίγα τὰ σαρανταδύο χρόνια, μήτε καὶ οἱ ἑφτά, περίπου,  δεκαετίες ποὺ φέρει..Καιρὸς ἀπολογισμοῦ ὁ ἀποψινός, δηλαδὴ μιὰ προσπάθεια ἀκόμα  γιὰ νὰ θεραπευθοῦν κάποιες ἀπό τὶς πληγὲς τοῦ χθὲς «τῇ δικῇ Της συναντιλήψει καὶ βοηθείᾳ».

«Ἀπορήσας ἐκ πάντων, ὀδυνηρῶς κράζω σοι· πρόφθασον θερμὴ προστασία, καὶ σὴν βοήθεια δὸς μοι τῷ δούλῳ σου, τῷ ταπεινῷ καὶ ἀθλίῳ, τῷ τὴν σὴν ἀντίληψιν ἐπιζητοῦντι θερμῶς».

Μὲ ἀργὰ βήματα προσκυνᾶ καὶ ἀναχωρεῖ εἰς τὰ ἴδια.

Ἔξω τὸ σκοτάδι ἀνέβηκε  γιὰ τὰ καλά....

 

Σκόπελος                                                          π. Κων. Ν. Καλλιανός

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Ἄρθρου 228-229

Αὔγουστος-Σεμπτέμβριος 2021