Τὰ ἀγωνιώδη ἐρωτήµατα τῶν ἐµβολιασµένων, σὲ κρίση ἀλήθειας

Τὰ  ἀγωνιώδη  ἐρωτήµατα
τῶν  ἐµβολιασµένων, σὲ κρίση ἀλήθειας

 

Πολλοὶ ἐµβολιασµένοι, εὑρισκόµενοι σὲ ἀσφαλῆ χρονικὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὸ γεγονὸς τοῦ ἐµβολιασµοῦ, διερωτῶνται µὲ µεγαλύτερη νηφαλιότητα γιὰ τὶς παροῦσες καὶ µελλοντικὲς συνέπειες τῆς ἀπόφασής τους. Ἀνασκοποῦν τὰ γεγονότα τοῦ τελευταίου δεκαοκτάµηνου καὶ καταλήγουν σὲ ὁρισµένα ἀγωνιώδη ἐρωτήµατα-συµπεράσµατα, ποὺ ἀποτυπώνουν τὸν ἔντονο σκεπτικισµό τους γιὰ τὴν ἐξέλιξη τῆς πανδηµίας. Τὰ ἐρωτήµατα αὐτά, τὰ ὁποῖα λειτουργοῦν ὡς ἀνιχνευτὲς ἀντιφάσεων, συνιστοῦν µιὰ κραυγὴ ἀγωνίας καὶ ἐσωτερικοῦ ψυχικοῦ πόνου ὅσων ἐµβολιασµένων ἀναζητοῦν παρηγοριὰ καὶ λύτρωση ἀπὸ τὸν φαῦλο καὶ νοσηρὸ κύκλο τοῦ ἐµβολιασµοῦ. Ἐνόψει τῆς τρίτης δόσης, προσπαθοῦν νὰ ἀφυπνίσουν τὶς µουδιασµένες συνειδήσεις ἄλλων ἐµβολιασµένων, ὥστε ὅλοι µαζὶ νὰ ἀποτινάξουν τὸν ζυγὸ τῆς δουλείας τοῦ φόβου, διεκδικῶντας τὴν ἐλευθερία τους. Ἀπὸ τὴν ἀπόφασή τους νὰ µὴ συναινέσουν στὴν τρίτη δόση θὰ κριθεῖ ἂν µπορεῖ νὰ διασωθεῖ (ἔστω καὶ τὴν ὑστάτη στιγµὴ) ὁ κόσµος στὴν σηµερινή του µορφὴ ἢ θὰ ὑποκύψει µιὰ γιὰ πάντα στὰ κελεύσµατα τῆς ὑγειονοµικῆς τυραννίας, ὁπότε θὰ ἀνοίξει ὁ δρόµος στὴν µετανθρωπιστικὴ δυστοπικὴ κοινωνία.

 

Ἀκολουθεῖ ἕνα ἐρωτηµατολόγιο µὲ σωρεία λογικῶν ἀντιφάσεων, ἐξ αἰτίας τῶν ὁποίων ἡ ὑποβολὴ στὴν τρίτη δόση τοῦ ἐµβολιασµοῦ καθίσταται ἐν τέλει ἐγχείρηµα ἄκρως προβληµατικό.

 

  1. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ νοιάζονται οἱ κυβερνῶντες γιὰ τὴν Δηµόσια Ὑγεία ἀλλὰ νὰ ζητοῦν µόνο πιστοποίηση τύπου καὶ ὄχι οὐσίας, ἀδιαφορῶντας παντελῶς γιὰ τὸ ἂν οἱ ἐµβολιασµένοι ἢ οἱ νοσήσαντες ἔχουν ἀντισώµατα στὸν κορωνοϊό;
  2. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ νοιάζεται ἡ κυβέρνηση γιὰ τὴ Δηµόσια Ὑγεία, ἀλλὰ νὰ ἀφήνει τὰ νοσοκοµεῖα ὑποστελεχωµένα καὶ ἀποδεκατισµένα ἀπὸ πεπειραµένους ἰατροὺς, ποὺ τοὺς θέτει ὑπὸ ἀναστολὴ κατ’ ἐφαρµογὴν τοῦ Ν. 4820/2021, µὲ ἀποτέλεσµα κάποιοι ἐξ αὐτῶν νὰ ἀναγκάζονται νὰ δέχονται ἀσθενεῖς σὲ παγκάκια προκειµένου νὰ τοὺς δώσουν τὶς πολύτιµες ἰατρικὲς συµβουλές τους;

ΟΙ ΕΠΙΚΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥ 1940 ΚΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥ COVID-19!

ΟΙ ΕΠΙΚΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥ 1940
ΚΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥ COVID-19!

Στά τέλη τοῦ μηνός Ὀκτωβρίου θά ἑορτάσουμε καί πάλι (ἄν ὁ Θεός μας δέν μᾶς ἑτοιμάζει κάτι ἄλλο), τήν ἐπέτειο τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔπους τοῦ 1940, μέ κομμένα τά φτερά τῆς ψυχολογίας μας σάν λαός ἀλλά καί μέ παχυλή ἄγνοια τῶν νεωτέρων, οἱ ὁποῖοι, ἐμπεποτισμένοι στήν διεστραμμένη περιγραφή τῶν ἱστορικῶν γεγονότων, ἔχουν μᾶλλον διάθεση ἀποστροφῆς, παρά διάθεση ἐπιστροφῆς στήν Ἀλήθεια τῆς Ἱστορίας τῶν μεγάλων γεγονότων τῶν ἡμερῶν ἐκείνων!

Στήν κακοποιημένη ψυχολογία τῶν Ἑλλήνων ἀπό τήν διαστροφή τῶν Ἱστορικῶν γεγονότων ―παλαιοτέρων καί νεωτέρων ἐτῶν― καί τήν βιαία εἰσβολή στή ζωή ὅλων μας ἀήθων ἠθῶν καί ἀθέσμων ἐθίμων τῆς Δύσεως, ἔδωσε τήν χαριστική βολή ἡ παγκόσμια Πολιτική ἀπάτη τοῦ Κορώνα ἰοῦ, πού ἀποσυντόνισε καί ἀπόϊεροποίησε ἔτι περαιτέρῳ τήν ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἑλλάδος. Ὁ Κορώνα ἰός, «σαρώνοντας ἀραχνιασμένες γωνιές τοῦ οὐρανοῦ» τῶν περισσοτέρων Ἑλλήνων μέ τήν πολιτική καί τηλεοπτική καταιγίδα, πού «γέννησε ὁ (ἀρρωστημένος) νοῦς τῶν (κατακτητικῶν) ἀνθρώπων, ἔχει καταντήσει τόν διαχρονικά ἥρωα καί Μάρτυρα Ἕλληνα, «κόκκορα ἀπό Ἀετό», κατά τήν προσφυᾶ κραυγή τοῦ Πνευματικοῦ Λέοντα, Αὐγουστίνου Καντιώτη!

Μέ τό σημερινό μου ἄρθρο, λοιπόν, δέν ἐπιθυμῶ νά μιλήσω, διότι ἰσχνόφωνος λόγος δέν ἔχει τήν δύναμη νά ἀκουσθῇ ἀπό μιά κοινωνία, στήν ὁποία δεσπόζει τό ἀκάθαρτον «κωφόν» πνεῦμα. Θά ἀφήσω νά μιλήσουν ἐκεῖνοι, πού ἔζησαν στίς ἡμέρες τους τά Πολεμικά γεγονότα καί ἐλάλησαν λίγο μετά ἀπό αὐτά στήν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, (Σημ.:ἀλήθεια ζοῦν σήμερα οἱ Ἀκαδημαϊκοί μας ἤ πέθαναν ὅλοι; Γιατί κανείς τους δέν ἀκούγεται;) παραθέτοντες στοιχεῖα τοῦ Ἀγῶνος ἐκείνου, μέ τά ὁποῖα μᾶς πληροφοροῦν καί γιά τήν δράση τῶν Πατέρων μας καί γιά τόν ἀντίκτυπο, πού εἶχε τότε αὐτή τους ἡ δράση στή διεθνῆ κοινή γνώμη.

«ΠΕΡΣΑΙ»

2500 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΗΣ ΣΑΛΑΜΙΝΟΣ

 

«ΠΕΡΣΑΙ»

 

Τραγωδία τοῦ Σαλαμινομάχου Αἰσχύλου (525-456 π.Χ.)

ὑπόθεση τοῦ ἔργου ἐκτυλίσσεται στά Σοῦσα, πρωτεύουσα τῆς Περσίας, μπροστά στό βασιλικό ἀνάκτορο, κοντά στόν τάφο τοῦ Δαρείου. Ὁ Χορός, πού ἀποτελεῖται ἀπό γέροντες Πέρσες προεστούς, ἐκφράζει τήν ἀνησυχία του γιά τήν ἔλλειψη εἰδήσεων γιά τήν ἐκστρατεία ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος, πού εἶχε ἐπιχειρήσει ὁ βασιλιάς τους Ξέρξης. Μιλᾶ γιά τό μεγάλο πλῆθος τοῦ στρατεύματος πού ἐξεστράτευσε μέ ἄλογα, πλοῖα, πεζοί. Ἀναφέρει πολλά ὀνόματα ἀρχόντων καί ὑποτελῶν στήν Περσία βασιλιάδων.

Βγαίνει ἀπό τό ἀνάκτορο ἡ βασίλισσα Ἄτοσσα, μητέρα τοῦ Ξέρξη, καί διηγεῖται στό Χορό τό ἄσχημο ὄνειρο πού εἶχε ἰδεῖ. Ὁ Χορός ἀδυνατεῖ νά τό ἐξηγήσει καί τῆς συνιστᾶ νά προσφέρει θυσίες στούς θεούς καί σπονδές στόν νεκρό σύζυγό της Δαρεῖο. Ἐρωτῶντας τόν Χορό, παίρνει πληροφορίες γιά τήν Ἑλλάδα καί ἰδιαίτερα γιά τήν Ἀθήνα καί τό πολίτευμά της.

Ὅ,τι λέει ὁ Χορός ἀποτελοῦν ὕμνο τοῦ Αἰσχύλου γιά τήν πατρίδα του Ἀθήνα (στίχοι 234-244): Ἄν ὁ Ξέρξης νικοῦσε τήν Ἀθήνα, «ὁλόκληρη ἡ Ἑλλάδα θά ὑποτασσόταν στό βασιλιά». Ὁ «στρατός της τέτοιος πού στούς Μήδους προξένησε πολλά κακά». Δέν ἔχουν οἱ Ἀθηναῖοι «ἄφθονο πλοῦτο στά σπίτια τους». «Ἔχουν μιά φλέβα ἀσημιοῦ, ἕνα θησαυρό μέσα στή γῆ», «ἔχουν ὅπλα τοῦ χεριοῦ κι’ ἀρματωσιές μ’ ἀσπίδες». Καί γιά τό πολίτευμα: «Κανενός ἀνθρώπου δοῦλοι κι’ ὑποταχτικοί δέ λέγονται». Καί ἡ Ἄτοσσα ἀρθρώνει τό συμπέρασμα: «Πῶς λοιπόν θά ἄντεχαν ἐχθρούς πού πάνω τους θά ἔρχονταν;». Ὁ Χορός συμπληρώνει: «Ὅπως τό μεγάλο καί ἄξιο στρατό τοῦ Δαρείου ἔφθειραν».

ΘΥΣΙΕΣ ΚΑΙ ΘΥΣΙΑΣΤΗΡΙΑ

ΘΥΣΙΕΣ ΚΑΙ ΘΥΣΙΑΣΤΗΡΙΑ

 

ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας, εἶναι πλεγμένη μέ θυσίες δικαίων καί ἀδίκων. Ἡ διαφορά μεταξύ τους, βρίσκεται στό γεγονός πώς, οἱ μέν πρῶτοι θυσιάζονται ἑκούσια γιά τό κοινό καλό, οἱ δέ δεύτεροι, ἀφοῦ θυσίασαν πρῶτα τήν ψυχή τους, εἶναι σέ θέση νά θυσιάσουν τόν ὅποιον ἄλλον, γιά τό ἀνώφελο ὄφελός τους.

Μιά ἄλλη ἰδιαίτερη ἱστορικά κατηγορία1, εἶναι αὐτή τῶν ἀνθρώπων μέ δίκαια ἐλατήρια, πού ὅμως παρασύρθηκαν ἀπό τίς Σειρῆνες τῆς πλάνης. Μιά πολύ πιό σπάνια κατηγορία ἀνθρώπων, εἶναι αὐτοί πού ἀπό ἄδικοι, μετανόησαν τόσο βαθειά καί ἀληθινά, ὥστε ἔγιναν φάροι τῶν δικαίων.

Ἀνάμεσα στίς δύο μεσαῖες κατηγορίες κινούμαστε οἱ περισσότεροι μικρομεσαῖοι ἄνθρωποι, μέ τούς μικροϋπολογισμούς, τά μικροσυμφέροντα καί τίς μικροπλάνες μας. Αὐτά λίγο - πολύ εἶναι διαχρονικά καί πανανθρώπινα φαινόμενα. Ἡ διαφορά ἴσως, παλαιότερων ἐποχῶν μέ τό σήμερα, βρίσκεται στή γενική λησμόνηση κομβικῶν σημείων ἀναφορᾶς τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, ἕνα ἐκ τῶν ὁποίων εἶναι καί αὐτό τῆς θυσίας. Ὅσο περισσότερο ὅμως ἐθελοτυφλοῦμε ὑπαρξιακά, τόσο περισσότερο πέφτουμε στούς λάκκους τοῦ ἀσυνείδητου. Νομίζουμε πώς μποροῦμε νά παίρνουμε τά μέγιστα, δίνοντας τά ἐλάχιστα, πώς μποροῦμε νά μιλᾶμε χωρίς νά ἀκοῦμε, νά δικαιούμαστε χωρίς νά ὑποχρεωνόμαστε, νά ἀπολαμβάνουμε χωρίς νά κοπιάζουμε. Μέ αὐτό τόν τρόπο ὅμως, δέν ὡριμάζουμε ποτέ, ὥστε νά ἐπιλέγουμε τήν ἑκούσια θυσία, ἀλλά ἀντίθετα θυσιαζόμαστε ἀκούσια καί ἀνώφελα.

Περί Ἐσχάτων ὁ Λόγος

Περί Ἐσχάτων ὁ Λόγος

 

πό ὅσο μπορῶ νά θυμηθῶ, ὁ παπά-Γιώργης ὁ Μεταλληνός, στίς περίφημες βραδυνές ὁμιλίες του στό ναΐδριο τοῦ Ἁγίου Ἀντίπα, δέν συνήθιζε νά κάνει ἐσχατολογικές ἀναφορές, καί μάλιστα, ὅσες φορές ὁ λόγος ἔφτανε στό πότε θά συμβεῖ ἡ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, ἔλεγε πώς δέν θά ἔπρεπε νά μᾶς ἀπασχολεῖ ἐκεῖνος ὁ καιρός τόσο, ὅσο ἡ ὥρα τοῦ θανάτου μας, γιατί, γιά ὅποιον ἔλθει ἡ ὥρα αὐτή ἡ φοβερή, ἐκεῖνος ζεῖ ἤδη καί τήν Δευτέρα Παρουσία.

Ὡστόσο αὐτήκοος θυμᾶμαι νά ἀναφέρεται κάποτε στόν Μέγα Βασίλειο, ὁ ὁποῖος ἀναλογιζόμενος τήν ἐποχή τῶν ἐσχάτων, παρακαλοῦσε τόν Κύριο «νά μήν τόν ἀξιώσει νά ζήσει ἐκεῖνον τόν καιρό γιατί δέν ἤξερε ἄν θά τόν προδώσει!». Καί τό ἔλεγε αὐτό γιά τόν οὐρανοφάντορα Μέγα Βασίλειο. Φανταστεῖτε, πόσο δύσκολες θά πρέπει νά εἶναι ἐκεῖνες οἱ μέρες.

Καί ποιός θά ἤθελε νά τίς ζήσει τίς μέρες αὐτές, ποιός θά ἤθελε νά τελειώσει αὐτός ὁ τόσο ὄμορφος κόσμος πού ὁ Θεός τόν ἔπλασε «καλό λίαν».