ΟΙ ΕΠΙΚΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥ 1940
ΚΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥ COVID-19!
Στά τέλη τοῦ μηνός Ὀκτωβρίου θά ἑορτάσουμε καί πάλι (ἄν ὁ Θεός μας δέν μᾶς ἑτοιμάζει κάτι ἄλλο), τήν ἐπέτειο τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔπους τοῦ 1940, μέ κομμένα τά φτερά τῆς ψυχολογίας μας σάν λαός ἀλλά καί μέ παχυλή ἄγνοια τῶν νεωτέρων, οἱ ὁποῖοι, ἐμπεποτισμένοι στήν διεστραμμένη περιγραφή τῶν ἱστορικῶν γεγονότων, ἔχουν μᾶλλον διάθεση ἀποστροφῆς, παρά διάθεση ἐπιστροφῆς στήν Ἀλήθεια τῆς Ἱστορίας τῶν μεγάλων γεγονότων τῶν ἡμερῶν ἐκείνων!
Στήν κακοποιημένη ψυχολογία τῶν Ἑλλήνων ἀπό τήν διαστροφή τῶν Ἱστορικῶν γεγονότων ―παλαιοτέρων καί νεωτέρων ἐτῶν― καί τήν βιαία εἰσβολή στή ζωή ὅλων μας ἀήθων ἠθῶν καί ἀθέσμων ἐθίμων τῆς Δύσεως, ἔδωσε τήν χαριστική βολή ἡ παγκόσμια Πολιτική ἀπάτη τοῦ Κορώνα ἰοῦ, πού ἀποσυντόνισε καί ἀπόϊεροποίησε ἔτι περαιτέρῳ τήν ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἑλλάδος. Ὁ Κορώνα ἰός, «σαρώνοντας ἀραχνιασμένες γωνιές τοῦ οὐρανοῦ» τῶν περισσοτέρων Ἑλλήνων μέ τήν πολιτική καί τηλεοπτική καταιγίδα, πού «γέννησε ὁ (ἀρρωστημένος) νοῦς τῶν (κατακτητικῶν) ἀνθρώπων, ἔχει καταντήσει τόν διαχρονικά ἥρωα καί Μάρτυρα Ἕλληνα, «κόκκορα ἀπό Ἀετό», κατά τήν προσφυᾶ κραυγή τοῦ Πνευματικοῦ Λέοντα, Αὐγουστίνου Καντιώτη!
Μέ τό σημερινό μου ἄρθρο, λοιπόν, δέν ἐπιθυμῶ νά μιλήσω, διότι ἰσχνόφωνος λόγος δέν ἔχει τήν δύναμη νά ἀκουσθῇ ἀπό μιά κοινωνία, στήν ὁποία δεσπόζει τό ἀκάθαρτον «κωφόν» πνεῦμα. Θά ἀφήσω νά μιλήσουν ἐκεῖνοι, πού ἔζησαν στίς ἡμέρες τους τά Πολεμικά γεγονότα καί ἐλάλησαν λίγο μετά ἀπό αὐτά στήν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, (Σημ.:ἀλήθεια ζοῦν σήμερα οἱ Ἀκαδημαϊκοί μας ἤ πέθαναν ὅλοι; Γιατί κανείς τους δέν ἀκούγεται;) παραθέτοντες στοιχεῖα τοῦ Ἀγῶνος ἐκείνου, μέ τά ὁποῖα μᾶς πληροφοροῦν καί γιά τήν δράση τῶν Πατέρων μας καί γιά τόν ἀντίκτυπο, πού εἶχε τότε αὐτή τους ἡ δράση στή διεθνῆ κοινή γνώμη.
Νομίζω ὅτι ἡ προβολή τῶν στοιχείων αὐτῶν θά ἀποτελέσῃ γιά μέν τούς διατηροῦντες σύνεση παλαιοτέρους, ἰσχυρή ὑπενθύμιση τῆς Πατρογονικῆς μας ἀνδρείας, γιά δέ τούς σώφρονες νεωτέρους Γνώση καί ἰσχυρό κίνητρο γιά τήν ἐπιστροφή τους στήν Πατρῶα εὐσέβεια καί στόν ἡρωισμό, ὁ ὁποῖος, μάλιστα, ταυτίσθηκε μέ τόν Ἑλληνισμό κατά τό περίφημο ἀπόφθεγμα, τό ὁποῖο ἀργότερα ἐπανέλαβε ὁ Τσῶρτσιλ: «Μέχρι τώρα λέγαμε ὅτι οἱ Ἕλληνες πολεμοῦν σάν ἥρωες, τώρα πλέον θά λέμε, οἱ ἥρωες πολεμοῦν σάν Ἕλληνες»!
Θά παραθέσω ψήγματα ἀπό λόγους γιά τήν 28η Ὀκτωβρίου 1940 τῶν μακαριστῶν Ἀκαδημαϊκῶν, Κωνσταντίνου Ἀμάντου (1874-1960), σπουδαίου Καθηγητοῦ τῆς Βυζαντινῆς Ἱστορίας, τοῦ Γεωργίου Μπαλῆ (1879-1957), σπουδαίου Νομικοῦ καί «πατέρα» τοῦ Ἀστικοῦ Δικαίου, τοῦ Ἀριστοτέλη Κούζη(1872-1961), διαπρεποῦς Ἰατροῦ καί Ὑπουργοῦ Ὑγιεινῆς, μέ πολλά σπουδαῖα ἰατρικά συγγράμματα, ἰδίως γιά τόν «Καρκίνον παρ’ Ἀρχαίοις» καί γιά «τό παθογόνον τοῦ Καρκίνου», τοῦ Κωνσταντίνου Τριανταφυλλοπούλου (1881-1966), Νομικοῦ καί Διοικητοῦ τῆς Τραπέζης τῆς Ἑλλάδος καί τοῦ Γεωργίου Ἀθανασιάδου -Νόβα (1893-1987), Νομικοῦ, Προέδρου τῆς Βουλῆς ἐπί Γεωργίου Παπανδρέου (τοῦ πρεσβυτέρου, ὄχι τοῦ «Γιωργάκη») καί Πρωθυπουργοῦ.
Ἐπέλεξα αὐτά τά πρόσωπα γιατί ἐκπροσωποῦν ὅλες τίς πολιτικές καί ἰδεολογικές τάσεις τῆς μεταπολεμικῆς ἐποχῆς, ἀλλά ὅλοι εἶναι βαθειά ριζωμένοι στήν πνευματικότητα τῆς Πατρίδος μας (ἀσχέτως τῶν στενῶν ἤ χαλαρῶν δεσμῶν τους μέ τήν Πηγή τῆς Ζωῆς τοῦ Γένους μας, τήν Μυστηριακή Ὀρθοδοξία), ἀλλά καί μέ βίωμά τους τό «Ἤ ΤΑΝ, Ἤ ΕΠΙ ΤΑΣ» καί τό «ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ»!
Ἡ παράθεση τῶν ἀποσπασμάτων εἶναι δική μου ἐπιλογή καί ἡ συρραφή τους ἔγινε μέ τήν πρόθεση νά τονίζῃ τό νόημα τοῦ ἑνιαίου μηνύματός τους. Παρατίθενται ἐναλλάξ καί γι’ αὐτό σέ κάθε ἀπόσπασμα ἀναφέρεται ὁ συγγραφεύς του καί προηγοῦνται ἀποσιωπητικά, ἐάν τό ἀπόσπασμα δέν εἶναι ἡ ἀρχή τοῦ κειμένου τῶν συγγραφέων, ἤ ἕπονται, ἄν μετά τό παρατιθέμενο ἀπόσπασμα συνεχίζουν οἱ συγγραφεῖς τόν λόγο.
Τά παρατιθέμενα κείμενα τῶν ἀνωτέρῳ Ἀκαδημαϊκῶν προέρχονται ἀπό τόν Τόμον μέ τίτλο «Η 28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940 - Πανηγυρικοί Λόγοι Ἀκαδημαϊκῶν», πού ἐπιμελήθηκε ὁ Πέτρος Χάρης καί ἐκδόθηκε στήν Ἀθήνα τό 1978. Στίς σελίδες αὐτοῦ τοῦ τόμου ἀντιστοιχοῦν οἱ παραπομπές. Οί λόγοι ἐκφωνήθηκαν στήν Μεγάλη Αἴθουσα τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, καί, μέ τήν βαρύτητα τῆς προσωπικότητος τῶν ὁμιλούντων, τό κῦρος τους εἶναι μεγάλο.
Θά ἀρχίσουμε μέ αὐτά πού εἶπε ὁ Γεώργιος Μπαλῆς στήν ὁμιλία του «Η 28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ ΚΑΙ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΟΣ», πού ἐκφωνήθηκε στίς 27 Ὀκτωβρίου 1945:
«Τό Ἑλληνικόν Ἔθνος ξαναζῆ τάς ἡµέρας αὐτάς τήν ἀλησµόνητον ἐποχήν τοῦ 1940/1941. Μόνον ὅσοι ἔζησαν αὐτήν τήν ἐποχήν, µόνον αὐτοί ἠµποροῦν νά τήν ξαναζήσουν. Αἱ µεθ’ ἡµᾶς ἐπερχόµεναι γενεαί, ἄν καί θά ἐγκλείσουν ἐν τῇ φαντασίᾳ των τά γεγονότα τῆς βραχείας αὐτῆς περιόδου, ἄν καί θά ἐπιτύχουν ἀναµφιβόλως τήν πλήρη ἀναπαράστασιν καί σκηνοθέτησιν αὐτῶν, ὅµως δέν θά τά ξαναζήσουν. Ἡµεῖς λοιπόν πού τά εἴδοµεν καί τά ἠσθάνθηµεν, ἄς ἀνοίξωµεν τήν ψυχήν µας νά τά ἀναπολήσῃ καθ’ ὅλην των τήν ἔκτασιν καί καθ’ ὅλον των τό µεγαλεῖον! Συµπληροῦνται αὔριον πέντε ἀκριβῶς ἔτη ἀφ’ ὅτου ὁ ἀντιπρόσωπος µεγάλου εἰς ὄγκον ἀλλά µικροῦ καί ταπεινοῦ τήν ψυχήν φασιστικοῦ κράτους, διέσχιζε τό σκότος τῆς νυκτός καί ἐπέδιδεν εἰς τήν Ἑλλάδα ἕν ἔγγραφον τελεσιγραφικόν, τό ὁποῖον θά παραµείνῃ εἰς τά χρονικά τοῦ διεθνοῦς δικαίου ὡς δεῖγµα ἠθικῆς κατωτερότητος τῆς φασιστικῆς Ἰταλίας καί εἰς αἰώνιον στίγµα αὐτῆς. Τό ἔγγραφον αὐτό ἐζήτει ἀπό τήν Ἑλλάδα νά παραχωρήσῃ εἰς τήν Ἰταλίαν τµήµατα τοῦ ἐδάφους της διότι, ὡς ἔλεγεν, ἦσαν εἰς αὐτήν χρήσιµα διά τόν πόλεµον πού διεξῆγεν ὁ Ἄξων! (ὅ. ἀν. σελ. 24) ............................................... «Ὁ Ἰταλός δικτάτωρ ἤδη κατά τό 1922 ὀλίγον µετά τήν ἄνοδόν του εἰς τήν ἐξουσίαν ἐκδηλῶν εἰς δηµοσίαν του ὁµιλίαν τήν κοσµοκρατορικήν του καταληψίαν ἔλεγε: «πρίν ἀποθάνω βλέπω νά διαγράφωνται ἐπάνω εἰς τόν γαλανόν ἰταλικόν οὐρανόν µία ἀναγεννωµένη αὐτοκρατορία τῶν Καισάρων. Ὁραµατίζοµαι τόν µεγαλείτερόν µου υἱόν νά διασχίζῃ διά µίαν ἀκόµη φοράν τόν Νεῖλον. Καί βλέπω τήν Εὐρώπη ὁλόκληρον ὑπό τήν ἐπίδρασιν τοῦ νέου Καίσαρος!» Δέν εἶχε παρέλθει ἔτος ἀπό τῆς περιφήµου ἐξορµήσεώς του πρός τήν Ῥώµην καί ἀπό τό ὅραµα αὐτό, καί ὁ Μουσολίνι προφασιζόµενος τό γνωστόν ἐπεισόδιον τοῦ φόνου τοῦ Ἰταλοῦ στρατηγοῦ Τελλίνι ἐν Ἠπείρῳ κατελάµβανε τῷ 1923 µέ παµµέγιστον στόλον κατά τρόπον ποµπώδη καί θεατρικόν τήν νῆσον Κέρκυραν µετά ἄσκοπον βοµβαρδισµόν τῆς πόλεως καί ἄνανδρον φόνον ἀνυπόπτων κατοίκων αὐτῆς» (σελ. 25) ........... Εἶναι γνωστή ἡ λακωνική ἀπάντησις πού ἔδωκεν ἡ Ἑλληνική κυβέρνησις τήν νύκτα τῆς 28 Ὀκτωβρίου. Ἡ ἀπάντησις αὕτη προώρισται νά καταυγάζῃ οὐ µόνον τήν Ἑλληνικήν ἱστορίαν ἀλλά καί ὁλόκληρον τήν ἀνθρωπότητα: διά τήν ἱστορίαν τοῦ Ἔθνους ἡ ἀπάντησις αὕτη δέν εἶναι εἰµή ἡ φυσιολογική ἐκδήλωσις τῆς Ἑλληνικῆς ψυχῆς ὡς αὕτη διεπλάσθη διά µέσου τῶν αἰώνων. Διότι τά µεγάλα κεφάλαια τῆς Ἑλληνικῆς Ἱστορίας ἤρχιζον καί ἐτελείωνον πάντοτε µέ τό «ὄχι». Πάντοτε µία δράξ ἀνθρώπων γενναίων ἐναντίον συρφετοῦ βαρβάρων καί ἀνθρωπίνης µυρµηκυιᾶς εἴτε εἰς τήν ἀπωτέραν τῆς ἀρχαιότητος ἐποχήν τῶν περσῶν ἀνατρέξοµεν εἴτε εἰς τήν µεταγενεστέραν. «Ὄχι» εἶπεν ὁ ἡρωϊκός αὐτοκράτωρ τῆς βασιλίδος τῶν πόλεων ὅταν ἀπήντα πρός τόν Μωάµεθ τόν Β’ «τήν πόλιν οὔ σοι δίδοµεν»· «ὄχι» ἐσήµαινε τό Σοῦλι, τό Χάνι τῆς Γραβιᾶς, τά Δερβενάκια, τό Μεσολόγγι, τό Ἀρκάδι. Πάντοτε ὁ ἴδιος τύπος τῆς Ἑλληνικῆς φυλῆς, ὁ ἴδιος χαρακτήρ καί ἡ αὐτή ψυχή. Ἡ Ἑλλάς εἰς ὅλας αὐτάς τάς περιπτώσεις ἐδείχθη ἁπλῶς συνεπής πρός τήν ἱστορίαν της.......» (σελ. 27).
Καί ὁ Καθηγητής Κωνσταντῖνος Ἄμαντος, ὁ κορυφαῖος Ἕλληνας Βυζαντινολόγος, ἀναφωνεῖ μέ τόν δικό του τρόπο, σέ νωπό χρονικό διάστημα ἀπό τά γεγονότα, στίς 28 Ὀκτωβρίου 1944, στήν ὁμιλία του μέ τίτλο «Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΙ Η ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΤΗΣ 28ΗΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940»: «Φῶς ἱλαρόν, φῶς Ἑλληνικόν ἀνατέλλει καί θερµαίνει τήν Ἑλλάδα µετά τήν µαύρην νύκτα, ἡ ὁποία ἐκάλυψε τήν χώραν µας ἐπί τέσσαρα ἔτη καί τήν ἐκράτησεν ὑπό διαρκῆ ἐπιθανάτιον ἀγωνίαν! Ἡ 28 Ὀκτωβρίου 1940 θά τιµᾶται πάντοτε ὄχι µόνον ἀπό τούς Ἕλληνας ἀλλά καί ἀπό ὅλα τά ἔθνη τά φιλελεύθερα. Ἡ µάχη τῆς Πίνδου προστίθεται εἰς τήν µάχην τοῦ Μαραθῶνος καί τήν ἄλλην ἀτελεύτητον σειράν ἀπελευθερωτικῶν ἀγώνων τῆς Ἑλλάδος. Ἡ ἐπάνοδος τῆς ἐλευθερίας εἰς τήν πατρίδα της συγκινεῖ ὄχι µόνον τούς Ἕλληνας, ἀλλά ὅλας τάς εὐγενεῖς ψυχάς ἀπό τῆς νοτίου καί βορείου Ἀφρικῆς µέχρι τῆς Ἀµερικῆς.
Ἡµεῖς εἰς τήν Ἑλλάδα κλαίοµεν σήµερον ἀπό χαράν ἀντικρύζοντες κατάµµατα τήν ὡραίαν µορφήν τῆς ἐλευθερίας, ἀλλά κλαίοµεν βλέποντες καί τό µέγεθος τῆς καταστροφῆς καί τῆς ληστεύσεως, τήν ὁποίαν ἐπεδίωξαν οἱ Γερµανοί τοῦ Μαύρου Δρυµοῦ καλέσαντες συνεργάτας τούς Ἰταλούς καί τούς Βουλγάρους, ἐν τέλει δέ καί Ἀλβανούς ἀντάρτας καί Καλµούκους καί ἄλλους Ἀσιάτας! Πενθεῖ ἡ Ἀκαδηµία διά τήν παγκόσµιον καταστροφήν, πενθοῦµεν ὅλοι διά τάς µυριάδας τῶν Ἑλλήνων νεκρῶν, διά τούς ἀτελευτήτους τάφους πού ἠνοίχθησαν εἰς τήν Ἑλλάδα ἀπό τῆς Κρήτης καί τῆς Πελοποννήσου, ἀπό τῆς Κερκύρας καί τῆς Ἠπείρου µέχρι τῆς Μακεδονίας καί τῆς Θράκης. Γονατίζοµεν πρό τῆς ἱερᾶς µνήµης τῶν νεκρῶν καί εὑρίσκοµεν µόνον µίαν παρηγορίαν ὅτι τό αἷµα των δέν ἐχύθῃ ἐπί µαταίῳ, ὅτι θά συντελέσῃ νά µεγαλυνθῇ ἡ Ἑλλάς, νά γίνῃ Ἑλληνικωτέρα. Πάντοτε φρίττοµεν ἀναλογιζόµενοι τό µέγεθος τῆς βιολογικῆς καταστροφῆς κατά πρῶτον καί τῆς οἰκονοµικῆς ἔπειτα. Οἱ θάνατοι Ἑλλήνων ἐκ τῆς πείνης, ἐκ τῶν φόνων, ἐκ τοῦ ἐµφυλίου πολέµου, ἐκ τῶν ἀσθενειῶν θά ὑπερβοῦν τό ἑκατοµµύριον, ὅπως τό ὑπερέβησαν καί κατά τόν προηγούµενον παγκόσµιον πόλεµον. Ἄν δέ ἀναλογισθῶµεν ὅτι κατά τόν ἑπταετῆ ἀγῶνα τοῦ 1821 καί τάς σφαγάς Ἑλλήνων πολλαχοῦ τῆς Τουρκίας ἐχάθησαν περί τά δύο ἑκατοµµύρια, ἔχοµεν εἰς διάστηµα ἑνός αἰῶνος περί τά 5.000.000 ἀπωλείας ἀνθρώπων, ποσόν ἀπιστεύτως µέγα δι’ ἕνα µικρόν λαόν. Οὐδεµία ἄλλη χώρα εἰς τήν παγκόσµιον ἱστορίαν προσέφερε τόσας θυσίας εἰς τόν ἀγῶνα τῆς ἐλευθερίας, οἱ δέ γείτονές µας Βούλγαροι οὐδέν σχεδόν ἀπώλεσαν, διότι οὐδέ ἡγωνίσθησαν ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας των. Δέν ἔχουν οἱ Βούλγαροι ἕνα Μεσολόγγι, οὐδέ ἕνα Ἀρκάδι. Δέν ἐξετάζω τώρα τάς συνεπείας τῶν Ἑλληνικῶν τούτων ἀπωλειῶν, θέλω ἁπλῶς νά ἐπιστήσω τήν προσοχήν εἰς τό λησµονούµενον τοῦτο σπουδαιότατον γεγονός.
Ἡ καταστροφή τοῦ Ἑλληνισµοῦ κατά τούς δύο παγκοσµίους πολέµους ὀφείλεται εἰς τούς Γερµανούς, οἱ ὁποῖοι ἀπό τοῦ 1897 ἀποβλέποντες εἰς τήν ἐπέκτασιν πρός τήν Ἀνατολήν, πρός τό Βαγδάτι, ἠθέλησαν νά ἐξοντώσουν Ἕλληνας καί Ἀρµενίους ὡς οἰκονοµικῶς ἐπικινδύνους ἀντιπάλους. Πρός τούς Τούρκους καί τούς Βουλγάρους ἠδύναντο νά ἀνταγωνίζωνται εὔκολα, ἔχουν δέ καί ἄλλας συγγενείας. Καί ἡ πρός τούς Ἰταλούς συνεργασία πλήν τῶν ἄλλων λόγων ὀφείλεται καί εἴς τινα πολιτικήν συγγένειαν . Ἡ Ρώµη ἐξώντωσε διά τοῦ Παύλου Αἰµιλίου τόν Ἑλληνισµόν τῆς Ἠπείρου ὡς καί ἄλλων περιφερειῶν. Καί οἱ Ρωµαῖοι δέν ἠδύναντο νά ἀνταγωνίζωνται εὔκολα οἰκονοµικῶς καί δι’ αὐτό κατέστρεψαν τήν Κόρινθον, τήν Καρχηδόνα, ἔκαµαν τούς ἀντισηµιτικούς πολέµους τῆς Παλαιστίνης. Καί εἰς τόν ἀντισηµιτικόν ἀγῶνα οἱ Γερµανοί ἐµιµήθησαν τήν προπαγάνδαν τῶν Ἰησουϊτῶν καί τά µαρτύρια τῆς ἱερᾶς ἐξετάσεως, τά ὁποῖα συνεπλήρωσαν ἀπανθρωπότερον, κατά τρόπον ὁ ὁποῖος ἐστιγµάτισε τήν Γερµανικήν ἱστορίαν εἰς τούς αἰῶνας. Ἡ Ρώµη διά τοῦ Ἰουλίου Καίσαρος ὑπέταξε καί ἐξήντλησε τούς Γάλλους, οἱ δέ Γερµανοί ἱστορικοί δέν θά ἐτόνιζαν τήν ἐκπολιτιστικήν σηµασίαν τοῦ ἔργου τοῦ Καίσαρος, ἄν ὁ Ρωµαῖος κατακτητής ὑπεδούλωνε καί τήν Γερµανίαν. Οἱ ὑποδουλωθέντες Γάλλοι ἔχασαν τήν γλῶσσάν των καί τήν ὁρµητικότητά των, ἀλλ’ ἡ Ρώµη ἐτιµωρήθη, διότι ἡ ὑποδουλωθεῖσα Γαλλία δέν ἦτο εἰς θέσιν νά ἀποκρούσῃ τάς ἐπιδροµάς τῶν γερµανικῶν φύλων πού κατέκλυσαν καί διέλυσαν τό Ρωµαϊκόν κράτος. Ἀλλά καί οἱ ἐπιδραµόντες πρός νότον Γερµανοί ἐξωντώθησαν ὅλοι καί δέν ἀπέµεινεν ἴχνος αὐτῶν εἰς τάς χώρας πού εἰσέβαλαν. Δέν ὑπάρχει ἀµφιβολία ὅτι καί ἡ σηµερινή ἐξαθλίωσις τῆς Εὐρώπης διά τῶν Γερµανῶν θά τιµωρηθῇ. Τά µεγάλα σφάλµατα καί ἐγκλήµατα τῶν λαῶν τιµωροῦνται περισσότερον ἀπό τά τῶν ἀτόµων. Οἱ Γερµανοί ἔφεραν εἰς τήν Ἑλλάδα καί τούς Βουλγάρους καί τούς ἀφῆκαν ἐλευθέρους νά συνεχίσουν τάς καταστροφάς πού ἐνήργησαν οἱ µεσαιωνικοί πρόγονοί των, ὁ Κροῦµος, ὀ Συµεών, ὁ Σκυλογιάννης. Ὅπως ἐκεῖνοι ἔσφαζαν, ἐξετόπιζαν, ἐλήστευαν, ἔτσι καί οἱ νεώτεροι Βούλγαροι ἐνήργησαν εἰς τήν ἀτυχῆ Θράκην καί Μακεδονίαν, ἀλλά συστηµατικώτερα, διότι ἐπεδίωξαν καί τόν διά πείνης θάνατον. Ἔχοµεν ὑποχρέωσιν νά δείξωµεν εἰς τόν κόσµον µέ ἀκρίβειαν τά ἐγκλήµατα τῶν Βουλγάρων ὅπως καί τά τῶν Γερµανῶν, τά τῶν Ἰταλῶν, καί νά ζητήσωµεν τήν τιµωρίαν των.
Οἱ Γερµανοί δέν ἠσχύνθησαν νά ἐπιδιώξουν καί τήν συστηµατικήν λήστευσιν τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία εἶναι γνωστόν ἀπό τοῦ Ἡροδότου πόσον πτωχή εἶναι. Καί διά νά ληστεύσουν τελείως τήν χώραν, ἐβράδυναν εἰς τήν Ἑλλάδα καί ἐγελοιοποιήθη ἡ στρατηγική των καί ἔχασαν ἀσκόπως τόσον στρατόν. Ἔτσι ἡ Ἑλλάς τοῦ 1944 εὑρίσκεται εἰς τήν αὐτήν θέσιν πού εὑρίσκετο τό 1828, µετά τόν ἑπταετῆ ἀγῶνα τῆς ἀνεξαρτησίας καί γνωρίζοµεν ὅτι ἐχρειάσθησαν δεκαετηρίδες διά νά κτισθοῦν σπίτια ἐκ τῶν ἐρειπίων τοῦ 1821, διά νά καλλιεργηθοῦν ἀγροί, διά νά κατασκευασθοῦν δρόµοι καί θά χρειασθοῦν καί πάλιν δεκαετηρίδες διά νά ἀναλάβῃ ἡ χώρα ἐκ τῶν ἐρειπίων. Ἡ πτωχεία δ’ αὐτή τῆς χώρας εἶναι ἡ αἰτία πού µέ τόσην δυσκολίαν ἐκυβερνήθη ἡ Ν. Ἑλλάς, ἄν καί οἱ ἱκανώτεροι ἄνδρες ἀφιερώνονται ὄχι εἰς τήν ἐπιστήµην, ἀλλ’ εἰς τήν πολιτικήν, ὅπως ἀκριβῶς συνέβαινε εἰς τό Βυζάντιον...........» (σελ. 9-12).
Ἀπό τήν ὁμιλία τοῦ Ἀριστοτέλη Κούζη, στίς 28 Ὀκτωβρίου 1946, μέ τίτλο «Η ΛΑΜΠΡΑ ΚΑΙ ΕΝΔΟΞΟΣ ΗΜΕΡΑ», δρέπουμε τήν ἐπιλογή τῶν ποιημάτων, πού ἀναφέρει, δείχνοντας τήν διαχρονικότητα τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἤθους καί ἐπιβεβαιώνοντας τούς προλαλήσαντας: «Εἶναι ἀκριβῶς οἱ ἴδιοι Ἕλληνες (δηλαδή οἱ Ἕλληνες του ’40), τούς ὁποίους ὡραιότατα καί παραστατικώτατα ἔψαλέ ποτε ὁ Κάλβος,
Ὦ Ἕλληνες, ὦ θεῖαι
ψυχαί, πού εἰς τούς µεγάλους
κινδύνους φανερώνετε
ἀκάµατον ἐνέργειαν
καί ὑψηλήν φύσιν. ..............(σελ. 47)
Καί συνεχίζει: «Ὡς ἔψαλλε καί ἄλλοτέ ποτε ὁ Βαλαωρίτης:
Ἡ µάννα σφίγγει τό παιδί
Βαθειά στήν ἀγκαλιά της,
Γιατ’ εἶναι οἱ χρόνοι δύστυχοι
Καί τρέµει µή τό χάσῃ.
Τραγοῦδι δέν ἀκούγεται
Ψυχή δέν ἀνασαίνει
Ὁ ὕπνος εἶναι θάνατος
Καί µνῆµα τό κρεββάτι
Κι’ ἡ χώρα κοιµητήριο
Κι’ ἡ νύχτα ρηµοκλῆσι» .........(σελ. 50)
«Ὅπως ὁ Παλαµᾶς διδάσκων ἔψαλλε:
Μή φοβηθῆς τό χαλασµό. Φωτιά! Τσεκούρι! Τράβα,
ξεσπέρµεψέ το, χέρσωσε τό περιβόλι, κόφτο,
Καί χτίσε κάστρο ἀπάνου του καί ταµπουρώσου µέσα
Γιά πάλεµα, γιά µάτωµα, γιά τήν καινούρια γέννα,
Π’ ὅλο τήν περιµένουµε, κι’ ὅλο κινάει γιά νἄρθη,
Κι’ ὅλο συντρίµµι χάνεται στό γύρισµα τῶν κύκλων.
Φτάνει µιά ἰδέα νά σ’τό πῇ, µιά ἰδέα νά σ’ τό προστάξῃ,
Κορώνα ἰδέα, ἰδέα σπαθί, ποῦ θά ‘ναι ἀπάνου ἀπ’ ὅλα»..(σελ. 51)
«Ψάλλει διά τόν Ἀκρίταν ὁ Παλαµᾶς:
Δέν χάνεται στά Τάρταρα,
Μονάχα ξαποσταίνει·
Στή ζωή ξαναφαίνεται
καί λαούς ἀνασταίνει! .........(σελ. 54)
Ὁ Κωνσταντῖνος Τριανταφυλλόπουλος, στίς 27 Ὀκτωβρίου 1948, στήν ὁμιλία του μέ τίτλο «ΕΛΛΑΣ ΚΑΙ ΙΤΑΛΙΑ», σέ συγχορδία μέ τούς Ἄμαντον καί Μπαλῆν, ὑπογραμμίζει τόν χαρακτῆρα τῆς ἐπιθέσεως τῆς Ἰταλίας ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος, ἑστιάζοντας τόν φακό του στό πῶς ἔβλεπε τότε τήν Ἑλλάδα ἡ Ἰταλία:
«Ἀπαρχή καί σύνθηµά των ὑπῆρξε τό ἰµπεριαλιστικόν κράτος τῆς πάλαι ποτέ Ρώµης.
Ἤδη ἐν ἔτει 1937 ὁ Ὑπουργός τῶν ἐξωτερικῶν καί γαµβρός τοῦ Δικτάτωρος ἐσηµείωνεν εἰς τό ἡµερολόγιόν του: “Τό µυστικόν τῶν δικτατοριῶν ἔγκειται εἰς τό ὅτι ἔχουν κοσµοθεωρίας. Οἱ Γερµανοί τόν νασιοναλσοσιαλισµόν, ἡµεῖς τόν ρωµαϊκόν ἰµπεριαλισµόν”. Ὁ ἴδιος δέ ὁ Δικτάτωρ ἐνωρίς ἤδη ὡραµατίζετο καί διεκήρυττε: “Πρίν ἀποθάνω, βλέπω νά διαγράφεται εἰς τόν ἰταλικόν οὐρανόν ἀναγεννωµένη ἡ αὐτοκρατορία τῶν Καισάρων. Τόν µεγαλείτερον υἱόν µου νά διασχίζῃ τόν Νεῖλον, τήν δέ Εὐρώπη ὁλόκληρον ὑποχείριον τοῦ νέου Καίσαρος”. Μέ τοιαύτας ἰδέας εἶχεν ἐµποτισθῆ ἡ γενεά πού ἔλαβε τά ὅπλα κατά τῆς Ἑλλάδος». .........(σελ. 73-74).
Ἐπιστρέφουμε στόν Γεώργιον Μπαλῆν γιά νά ὑπογραμμισθῇ ἡ παγκόσμια ἐμβέλεια, ἀλλά καί οἱ παγκόσμιες ἐπιπτώσεις τοῦ Ἔπους του ’40:
«Τό “ὄχι” τῆς 28 Ὀκτωβρίου δέν ἀνήκει µόνον εἰς τήν ἱστορίαν τοῦ Ἔθνους, ἀλλ’ ἰδίως καί πρό πάντων εἰς τήν παγκόσµιον ἱστορίαν καί τήν ἀνθρωπότητα· διότι τό φασιστικόν τελεσίγραφον ἀπετέλει συµµαχικήν ἐνέργειαν τοῦ Ἄξονος καί δή ἐν συνεχείᾳ τοῦ παγκοσµίου πολέµου καί διαρκοῦντος αὐτοῦ, ἑποµένως ὁ Ἰταλός δικτάτωρ µέ τό τελεσίγραφον διεχειρίζετο συνεταιρικήν ὑπόθεσιν τοῦ Ἄξονος, ἡ δέ Ἑλλάς µέ τήν ἀρνητικήν της ἀπάντησιν διεχειρίζετο οὐχί ὑπόθεσιν ἀποκλειστικῶς ἰδικήν της, ἀλλ’ ὅπως καί ἡ Μεγάλη Βρεττανία ὑπόθεσιν κοινήν ὅλων τῶν ἐλευθέρων λαῶν. Ἀκριβῶς δέ ὑπό τοιαύτην καθολικήν ἔννοιαν ἡ παγκόσµιος κοινή γνώµη ὑπεδέχθη καί ἐξύµνησε τό «ὄχι» τῆς Ἑλλάδος. Ἀπαντῶν τότε εἰς τηλεγράφηµα τοῦ Βασιλέως τῆς Ἀγγλίας ὁ ἕλλην Βασιλεύς ἔλεγε: “…Μέ τήν βοήθειαν τοῦ παντοδυνάµου καί µέ τήν ἰσχύν τῶν Ἐθνῶν µας θά ἐξουθενώσωµεν τήν βάναυσον ἐνέργειαν τοῦ ἐπιδροµέως παρά πᾶσαν δυσχέρειαν καί θά ἀποκαταστήσωµεν διά παντός τήν ἐπικράτησιν τῆς ἠθικῆς, τῆς δικαιοσύνης καί τῆς ἐλευθερίας”. Ὁ δέ πρωθυπουργός τῆς Ἀγγλίας ὑπό τό γενικόν χάριν ὅλων τῶν λαῶν πνεῦµα ἔλεγεν εἰς τήν Βουλήν τῶν Κοινοτήτων µεταξύ ἄλλων: “…Ὁ ἰταλός δικτάτωρ ἐπέπεσε κατά τό γνωστόν ἀναίσθητον τρόπον του ἐπί τοῦ µικροῦ ἀλλ’ ἀθανάτου Ἑλληνικοῦ ἔθνους ἄνευ τῆς ἐλαχίστης προκλήσεως… ὁ δέ Βασιλεύς τῆς Ἑλλάδος, ἡ Ἑλληνική Κυβέρνησις καί ὁ Ἑλληνικός λαός ἀπεφάσισαν νά ἀγωνισθοῦν διά τήν ζωήν καί τήν τιµήν διά νά µή ἁλυσσοδεθῇ ὁ κόσµος ὁλόκληρος…”. Ἡ Ἑλλάς λοιπόν τήν ἀρνητικήν ἀπάντησιν ἔδωκε διά λογαριασµόν ὅλων τῶν µαχοµένων ἤ ἀπειλουµένων ἐλευθέρων λαῶν καί µέ τήν πρᾶξιν της αὐτήν ἐξέπεµψεν εἰς ὁλόκληρον τόν κόσµον ἀκτῖνα ἐλπίδος διά τήν τύχην τῆς ἐλευθερίας καί τῆς δικαιοσύνης..... Τήν ἐπαύριον τοῦ “ὄχι” τό πρακτορεῖον Ῥώϋτερ διελάλει: “Εἶναι µέγα πρᾶγµα νά εἶναι κανείς Ἕλλην σήµερον εἰς τήν Ἀγγλίαν. Τό Ἑλληνικόν γόητρον καί ὁ θαυµασµός εἰς τήν Ἑλλάδα οὐδέποτε ἄλλοτε εὑρέθησαν εἰς τόσῳ ὑψηλόν ἐπίπεδον. Ὁ Ἀγγλικός λαός ἐλησµόνησε σχεδόν τήν µάχην του διά τήν Ἀγγλίαν καί δέν ὁµιλεῖ παρά διά τήν Ἑλλάδα καί πάντοτε διά τήν Ἑλλάδα”. “Οὐδέποτε εἰς τήν ἱστορίαν της - ἔλεγεν ὁ Λόρδος Χάλιφαξ ἐν τῇ Βουλῇ τῶν Λόρδων – τό ὄνοµα τῆς Ἑλλάδος ἐστάθη τόσον ὑψηλά ἤ τό ὄνοµα τῆς Ἰταλίας τόσον χαµηλά”. Ὁ στρατιωτικός κριτικός τοῦ ραδιοφωνικοῦ σταθµοῦ τοῦ Λονδίνου, ἀφοῦ ἔπλεξε τό ἐγκώµιον τῆς τακτικῆς τοῦ Ἑλληνικοῦ στρατηγείου, “θά παραµείνῃ, ἔλεγεν, αἰωνία καί ὑπερήφανος ἡ ἀρνητική ἀπάντησις εἰς τό τελεσίγραφον. Ἀλλ’ ἐπίσης θά εἶναι πρός αἰωνίαν δόξαν τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους τό γεγονός ὅτι ὁλόκληρον ἐνεστερνίσθη τήν στάσιν αὐτήν καί οὐδέποτε ἴσως εἰς τήν ἱστορίαν ἐξεδηλώθη τόσον ἀπόλυτος καί ἀσκίαστος ἡ ὁµοφωνία ἑνός ὁλοκλήρου λαοῦ εἰς ἡρωϊκόν ἀγῶνα”. Παρόµοια ἐνθουσιώδη ἄρθρα ἐδηµοσίευον καί αἱ ἀγγλικαί ἐφηµερίδες: “Ἡ Ἰταλία, ἔγραφεν ἡ Στάρ, ἐπίστευεν ὅτι µέ τό τελεσίγραφόν της ἐζήτει ἀπό τήν Ἑλλάδα κάτι πού κανέν βαλκανικόν κράτος δέν ἠδύνατο νά ἀρνηθῆ. Καί ὅµως οἱ ἕλληνες ἠρνήθησαν. Αὐτό εἶναι ἴσως ἡ µεγαλυτέρα ἔκπληξις πού ἐγνώρισαν αἱ δυνάµεις τοῦ Ἄξονος ἀπό τῆς ἐποχῆς τῆς µάχης τοῦ Λονδίνου. Καί οὔτω τό σχέδιον τοῦ Μουσολίνι νά καταλάβῃ τήν Ἑλλάδα µέ τήν σιωπηράν συγκατάθεσιν τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ ἀπέτυχε χάρις εἰς τήν ἀπόφασιν τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους”».......... (σελ. 27-29).
Εἶναι ἠχηρή ἡ φωνή τοῦ Γεωργίου Ἀθανασιάδη-Νόβα ὅταν τονίζει, στίς 27 Ὀκτωβρίου 1959, στήν ὁμιλία του μέ τίτλο «ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ», ὅτι τό Ἔπος τοῦ ’40 δέν ἦταν «ἡ ἀπαρχή ἀλλά ἡ ἐπανάληψι» τῆς Ἱστορίας μας:
«Τό “ Ὄχι” τοῦ Βασιλέως Γεωργίου Β΄ καί τοῦ Ἰωάννου Μεταξᾶ δέν ἦταν θερµοπυρηνικό. Δέν περιεῖχε διασπαστική τοῦ ὑλικοῦ ἀτόµου ἐνέργεια. «Ἠθικόν» περιεῖχε. Συνθετική τοῦ ἠθικοῦ ἀτόµου ἦταν ἡ δύναµί του. Καί τό “ὄχι”, πού ἐπαναλάβαινε κάθε ὅπλο καί κάθε λόγχη τῶν Ἑλλήνων πολεµιστῶν στό Ἀλβανικό µέτωπο, περιεῖχε τήν ἀκαταµάχητη ὑδρογονοβόµβα τοῦ ὑψηλοῦ ἠθικοῦ καί τῆς ἀκράδαντης πίστεως στά ἰδανικά τοῦ Ἔθνους.
Τά φτερά τῆς Νίκης µας ἦταν πλασµένα ἀπό πάθος Ἐλευθερίας καί ἀπό πνεῦµα Θυσίας. Ὅποιος λαός µπορεῖ νά πετάξῃ µέ τέτοια φτερά στή µοιραία ὥρα τῆς δοκιµασίας του – γοητεύει τή Νίκη, σαγηνεύει τή Δόξα, κατακτᾷ τήν ἐπιτυχία.
Ἡ 28 Ὀκτωβρίου 1940 µέ ὅλες τίς µεγαλειώδεις συνέπειές της δέν ἦταν ἀποκάλυψι. Ἐπιβεβαίωσι ἦταν. Δέν ἦταν ἀπαρχή. Ἦταν ἐπανάληψι. Ἡ Βία τήν ἡµέρα ἐκείνη κατάθεσε µέ τήν ὠµή, τήν ἀπρόκλητη, τή βάναυση ἐπίθεσί της, κατάθεσε στόν ὑπέρτατο ἐπίγειο Κριτή αὐθάδη ἔνστασι, πού ἀµφισβητοῦσε τούς ἱερώτερους ἱστορικούς µας τίτλους.
- “Δέν εἶστε ἄξιοι νά ζῆτε ἐλεύθεροι! Μᾶς εἶπαν. Ἐρχόµαστε νά σᾶς φορέσωµε τίς ἁλυσίδες τῆς σκλαβιᾶς…”.
Καί τό Ἔθνος ὁλόκληρο “σύν γυναιξί καί τέκνοις”, µέ ἑνιαῖο πνεῦµα ἀνδρείας, µέ ἑνιαῖο πνεῦµα θυσίας, χωρίς καµµιά διάκρισι κοινωνικῶν τάξεων καί πολιτικῶν παρατάξεων, τό Ἔθνος ὁλόκληρον ὀρθώθηκεν ὑπερήφανο γιά νά κυρώσῃ ἀκόµα µιά φορά τούς ἱστορικούς του τίτλους µέ τήν ἀλύµαντη σφραγῖδα τοῦ αἵµατος»... (σελ.271).
Θά κλείσουμε μέ τήν ἀφυπνιστική κραυγή τοῦ Κωνσταντίνου Ἀμάντου, ἡ ὁποία, μετά τήν Ἱστορική μας ἀναδρομή, κατανοεῖται ἀπό τούς «ἔχοντας ὦτα ἀκούειν» ὡς ἡ μοναδική ὁδός ἐπανόδου στήν Πνευματική καί Ἐθνική αὐτοσυνειδησία μας :
«Ἡ Ἑλλάς δέν εἶναι ἡ πατρίς τοῦ πιθήκου διά νά µιµῆται τυφλῶς τά ξένα. Κατά τό διάστηµα τῶν χιλιετηρίδων πού ζῇ ἐπρόσεξε πάντοτε νέας ἰδέας ὁποθενδήποτε προερχοµένας, ἀλλά τάς ἐτροποποίει καί τάς ἐξελλήνιζε. Δέν ὑπάρχει λοιπόν φόβος ὅτι θά ἀγνοήσωµεν τά νέα κοινωνικά καί πνευµατικά ρεύµατα τῆς Εὐρώπης, ἀλλά νά ὑποβληθῶµεν εἰς τόν κόπον νά τά προσαρµόσωµεν πρός τάς ἀνάγκας καί τήν ἰδιοτυπίαν τῆς χώρας».....(σελ.13-14).
Ποῦ θά βρεθοῦν, ἄραγε, σήμερα αὐτοῦ τοῦ Πνεύματος καί Ἤθους Ἀκαδημαϊκοί; Ἄν ὑπάρχουν, γιατί δέν μιλοῦν; Γιατί δέν ἐξεγείρονται; Ἔπνιξαν τίς φωνές τους οἱ μάσκες τοῦ φόβου γιά τήν προφύλαξη τῆς ...ἁλυσσοδεμένης(!) ζωούλας μας, γι’ αὐτό καί ἀνέχονται νά βεβηλώνεται καί νά ὑποβιβάζεται στά μέτρα τους ἡ προτομή τοῦ Ἀκαδημαϊκοῦ Γεωργίου Μπαλῆ(!) καί δέν διαμαρτύρονται;
Ὁ Θεός ἄς ἀναδείξῃ «ἐκ τῶν λίθων» τῆς αἱματοβαμμένης Πατρίδος μας, Παιδιά Του, γιά νά γίνουν «Τῆς Ἑλλάδος Παιδιά»!
π. Βασίλειος Ε. Βολουδάκης
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 230
Ὀκτώβριος 2021