ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ, ΟΧΙ ΤΑ «ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΑ»!

 Ἕνας Προτεστάντης θεολόγος  

γιά τήν Ἐπιστήµη καί τήν Θεολογία

 

ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ,
ΟΧΙ ΤΑ  «ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΑ»!

 

Γιά ἄλλη µιά φορά στίς ἡµέρες µας, ὅπως πάρα πολλές φορές κατά τό παρελθόν, ἀνέκυψε τό διαχρονικό ζήτηµα γιά τή σχέση τῆς θρησκείας µέ τήν ἐπιστήµη ἤ –µέ κάπως παραλλαγµένη µορφή– τό ζήτηµα γιά τή σχέση τῆς Πίστης µέ τήν γνώση. «Ποιά ἡ σχέση τῆς Ἀθήνας (τῆς πόλης τοῦ ὀρθοῦ λόγου καί τῆς γνώσης) µέ τήν Ἰερουσαλήµ (τῆς πόλης τῆς πίστης);» ἐρωτοῦσαν οἱ Χριστιανοί ἀπό τά πρῶτα χρόνια.

Στίς ἡµέρες µας τείνει νά γίνει «κοινός θεολογικός τόπος» στήν Ἑλλάδα ἡ ἄποψη ὅτι ἡ θρησκεία καί ἡ ἐπιστήµη ὄχι µόνο δέν συγκρούονται, ἀλλά καί ὅτι δέν εἶναι πιθανόν νά συγκρουστοῦν ποτέ, γιά τόν ἁπλούστατο λόγο ὅτι ἡ µέν θρησκεία ἀναφέρεται στό ὑπερφυσικό/ὑπερλόγο, ἐνῶ ἡ ἐπιστήµη ἐρευνᾶ τό ἐµπειρικό καί τό αἰσθητό. Ἀφοῦ, λοιπόν, τό πεδίο ἑκάστης εἶναι ὁριοθετηµένο καί δέν ἐπικαλύπτει τό πεδίο τῆς ἄλλης, ἡ θρησκεία καί ἡ ἐπιστήµη ὀφείλουν νά αὐτοσυγκρατηθοῦν στά νόµιµα ὅριά τους καί νά ἀναγνωρίζουν ἡ µία τήν ἄλλη. Ἡ θρησκεία (καί οἱ θρησκευόµενοι) ὀφείλουν, ἑποµένως, νά ἀκολουθοῦν µέ ἐµπιστοσύνη «χωρίς µεταφυσικές προλήψεις» τίς ἐπιστηµονικές ὑποδείξεις γιά τά ἐπιστηµονικά θέµατα, ἐνῶ οἱ ὑπηρέτες τῆς ἐπιστήµης ὀφείλουν νά µή θίγουν τίς ἰδιωτικές µεταφυσικές πεποιθήσεις τῶν θρησκευοµένων, ἐφ’ ὅσον, πάντως, οἱ τελευταῖοι δέν ἀποκλίνουν ἀπό τό ὀρθολογικό πρότυπο συµπεριφορᾶς στό πλαίσιο τοῦ δηµοσίου βίου τους.

Εἶναι ἀξιοσηµείωτο, πιστεύουµε, τό ὅτι τέτοιες ἀπόψεις διατυπώνουν ὄχι µόνο θρησκευτικῶς ἀδιάφοροι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι  ἐπιδιώκουν µέ αὐτόν τόν «συµβιβασµό» ἁπλῶς νά παρακάµψουν τίς σοβαρές λογικές καί θεολογικές δυσκολίες, πού ὑποκρύπτονται σέ αὐτόν γιά νά ἀσχοληθοῦν µέ «ὅ,τι ἔχει πραγµατικά σηµασία». Τίς διατυπώνουν µέ ἔµφαση καί µέ ἀξίωση ἐπιβολῆς ἄνδρες ἐκκλησιαστικοί, πού ἔχουν µέν, καί µάλιστα ἰδιαιτέρως, τονίσει κατά τίς τελευταῖες δεκαετίες τόν «µυστικό» καί «ὑπέρλογο» χαρακτῆρα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά δέν ἔχουν, παρά ταῦτα, διατυπώσει καµιά ἐπιφύλαξη –ἄν δέν τίς ἀποδέχονται ρητά– ἀπέναντι σέ «ἐπιστηµονικές» θεωρίες, ὅπως ἐκεῖνες τῆς «ἐξέλιξης τῶν εἰδῶν» ἤ τῆς «αὐτόµατης» προέλευσης τοῦ σύµπαντος.

 Μέ τόν τρόπο, ὅµως, αὐτό τείνει νά ἐπικρατήσει ὡς Ὀρθόδοξη µιά ἡττοπαθής ἄποψη πού, πρακτικῶς, ὑποχωρεῖ ἀµαχητί καί ἀφήνει στή δικαιοδοσία τῆς ἐκκοσµικευµένης ἐπιστήµης τήν διοίκηση ὁλόκληρης τῆς καθηµερινῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων, γιά νά ἀσχοληθεῖ µέ θολά «θεολογικά ζητήµατα» καί µέ ἐπιτηδευµένα «ὑπαρξιακά βιώµατα», µέ θέµατα, δηλαδή, πού ἡ µέγιστη πλειοψηφία τῶν Χριστιανῶν Ἑλλήνων τά ἐκλαµβάνει εἴτε ὡς ἀπόµακρα καί πρακτικῶς ἀνούσια, εἴτε ἐνθουσιάζεται συναισθηµατικά µέ αὐτά, ἀλλά δέν συνειδητοποιεῖ κἄν τίς πρακτικές ἀπαιτήσεις, πού ἐγείρουν γιά τήν καθηµερινή ζωή.

«Ὅπου γενικότης, ἐκεῖ ἐπιπολαιότης» εἶχε γράψει κάπου ἕνας µεγάλος Ἕλληνας λογοτέχνης, ἐννοῶντας ὅτι προϋπόθεση γιά µιά πραγµατική συζήτηση εἶναι νά ὑπάρχει συνεννόηση ὡς πρός τήν εἰδική σηµασία τῶν ὅρων, πού χρησιµοποιοῦνται. Αὐτό ἰσχύει πολύ περισσότερο γιά τό ζήτηµα τῆς σχέσης τῆς ἐπιστήµης µέ τή θρησκεία, καθώς ὄχι µόνο δέν φαίνεται –σέ ἐπίπεδο δηµοσίου διαλόγου– νά γίνεται ποτέ προσπάθεια νά χρησιµοποιηθοῦν οἱ ὅροι αὐτοί µέ µεγαλύτερη ἀκρίβεια, ἀλλά οὔτε κἄν νά ἔχει  συνειδητοποιηθεῖ ἡ κραυγαλέα ἀµφισηµία τους. Ἔτσι, ὑπό τόν ὅρο «θρησκεία» µπορεῖ κανείς νά θέσει ἀπό τήν µία τήν ἀρχαία παγανιστική θρησκεία, ἡ ὁποία πρεσβεύει «ὅτι τό σύµπαν εἶναι στήν πραγµατικότητα Θεός καί ὅτι ἡ ζωτική δύναµη τοῦ σύµπαντος συγκρατεῖται ἀπό αὐτή τή θεϊκή φύση» (Κικέρων, «Περί τῆς φύσεως τῶν θεῶν», 30). Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, θρησκεία χαρακτηρίζουµε καί τήν Χριστιανική πίστη, ἡ ὁποία, ὅµως, διδάσκει, ἀντίθετα ἀπό τήν ἀρχαία θρησκεία, ὅτι ὁ Θεός δηµιούργησε τό σύµπαν ἐκ τοῦ µηδενός καί ὅτι «τά σύµπαντα δοῦλα Σά».

Ἀνάλογη ἀµφισηµία µπορεῖ κανείς νά ἐντοπίσει στή χρήση τῆς λέξης «ἐπιστήµη». Ἔτσι, ὡς «ἐπιστήµη» µπορεῖ νά χαρακτηρισθεῖ ἡ µεθοδική καί ἀπροκατάληπτη ἔρευνα γιά τή βέβαιη γνώση τῆς ἀλήθειας. Μέ αὐτόν τόν ὁρισµό τῆς ἐπιστήµης δέν θά διαφωνοῦσε, βέβαια, κανείς. Ὅµως, σήµερα οἱ περισσότεροι ἐπιβαρύνουν τόν ὅρο αὐτό µέ µιά ἀνοµολόγητη προκατάληψη: τήν ἰδέα ὅτι ἐπιστηµονική εἶναι µόνο ἡ ἄποψη ἐκείνη πού δέχεται ὅτι, σέ τελική ἀνάλυση, ἡ πραγµατικότητα ἀποτελεῖται µόνο ἀπό µικροσκοπικά σωµατίδια πού ὑπακούουν σέ ἀπαρέγκλιτους νόµους! Ὅλα τά σύνθετα ἐπιφαινόµενα τῆς πραγµατικότητας, πού µᾶς περιβάλλει, ἀκόµα καί αὐτά πού χαρακτηρίζουµε ὡς ψυχικά ἤ νοητικά, εἶναι, σέ τελική ἀνάλυση «λειτουργίες» καί «ἰδιότητες», πού προκύπτουν, ὅταν τά ἐν λόγῳ σωµατίδια συνδυαστοῦν ἀπό µόνα τους καταλλήλως. Λίγη σηµασία ἔχει, ἀπό τήν ἄποψη πού µᾶς ἀπασχολεῖ, ἐάν τά θεµελιώδη συστατικά τῆς πραγµατικότητας εἶναι τό ὕδωρ ἤ ὁ ἀήρ, ὅπως ἰσχυρίσθηκαν οἱ ἀρχαῖοι Ἴωνες φυσικοί φιλόσοφοι, οἱ ὁποῖοι κατά τήν διαδεδοµένη καί µή ἀµφισβητούµενη ἄποψη εἶναι ἐκεῖνοι, πού πρῶτοι ὁδήγησαν τήν ἀνθρωπότητα ἀπό τόν Μύθο στόν Λόγο ἤ τά ὑπό-ἀτοµικά σωµατίδια καί ἡ ἐνέργειά τους, ὅπως ἰσχυρίζονται σήµερα οἱ φυσικοί ἐπιστήµονες. Σηµασία ἔχει ὅτι τό «νατουραλιστικό» κοσµοθεωρητικό πλαίσιο, κατά τό ὁποῖο ἡ  πραγµατικότητα ἀνάγεται σέ πρωτογενῆ στοιχεῖα, τά ὁποῖα ὑπακούουν στή φυσική τους τάξη, ἐνῶ ὁ Θεός εἴτε δέν ὑπάρχει καθόλου, εἴτε δέν ἀναµιγνύεται στή διοίκηση τοῦ κόσµου, παραµένει τό αὐτό. Ἀφοῦ τό πρέπον ἀντικείµενο τῆς καθαρῆς ἐπιστηµονικῆς γνώσης, ὅπως δίδαξε ὁ Ἀριστοτέλης, µένει ἀναλλοίωτο καί αἰώνιο, «δέν µπορεῖ νά εἶναι ἄλλο σέ σχέση µέ αὐτό πού εἶναι» («Ἀναλυτικά ὕστερα», βιβλίο 1, 4), ἡ παραδοχή τῆς ὕπαρξης ἑνός Θεοῦ πού παρεµβαίνει καί «νικᾶ, ὅπου βούλεται, τήν τάξιν τῆς φύσεως» θά σήµαινε γιά αὐτοῦ τοῦ τύπου τήν «ἐπιστηµονική» νοοτροπία µιά ἀπαράδεκτη διατάραξη τῆς σταθερότητας τοῦ κόσµου. Μέ βάση, ὅµως, αὐτόν τόν δεύτερο ὁρισµό τῆς ἐπιστήµης καταλήγει κανείς σέ ἄτοπα. Τοῦτο, διότι µέ βάση αὐτόν δέν ὑπάρχει, ἐξ ὁρισµοῦ, περιθώριο γιά τήν ἐπιστηµονική ἀποδοχή ἑνός θαύµατος, ὅπως ἡ στάση τοῦ ἡλίου κατά Γαβαών ἐπί Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ. Διότι, βέβαια, ἕνα τέτοιο, παράδοξο συµβάν, ἀκόµη καί ἄν εἶναι ἀληθινό, δέν θά µπορεῖ, ἐξ ὁρισµοῦ, νά εἶναι ἐπιστηµονικό, ἀφοῦ δέν θά συνάδει µέ τήν φυσική τάξη. Ἔτσι, ὁ δεύτερος αὐτός ὁρισµός τῆς ἐπιστήµης (πού εἶναι καί ὁ ἐπικρατῶν), πού δέχεται ὡς ἐπιστηµονικό µόνο ὅ,τι εἶναι σύµφωνο µέ τή «φυσική τάξη» ἔρχεται σέ ἀντίθεση µέ τόν πρῶτο, ὁ ὁποῖος δέχεται ὡς ἐπιστηµονικό ὅ,τι εἶναι ἀληθινό, ἀκόµη, δηλαδή, καί ἄν αὐτό δέν εἶναι, ὅπως ἐνδέχεται νά συµβεῖ, σύµφωνο µέ τή «φυσική τάξη».

Προηγουµένως ἀναφερθήκαµε σέ σύγχρονους Ὀρθόδοξους θεολόγους, πού φαίνεται ὅτι ἀπροβληµάτιστα καί καθησυχαστικά υἱοθετοῦν τήν ἄποψη ὅτι ἡ θρησκεία καί ἡ ἐπιστήµη ὀφείλουν νά αὐτοσυγκρατηθοῦν στά νόµιµα ὅριά τους καί νά ἀναγνωρίζουν ἡ µία τήν ἄλλη. Δέν εἶναι βέβαια δυνατό στό πλαίσιο αὐτό νά ἐπιχειρηθεῖ µιά ἐκτενέστερη ἀνάλυση τῶν σχετικῶν ζητηµάτων. Ὅµως, δέν θά ἦταν ἄσκοπο νά ἀναφερθοῦµε ἀκροθιγῶς σέ σχέση µέ τό ζήτηµα αὐτό στόν µεγαλύτερο, ἴσως, σύγχρονο Προτεστάντη θεολόγο, τόν Wolhart Pannenberg (1928-2014), ἕναν θεολόγο πού ἀντιτάχθηκε µέ πάθος καί µέ λογική σέ τέτοιου τύπου ἀπόψεις καί διεκδίκησε ξανά τά πρωτεῖα γιά λογαριασµό τῆς Χριστιανικῆς Θεολογίας στή σχέση της µέ τήν Ἐπιστήµη.

Ὁ Wolhart Pannenberg µεγάλωσε σέ µιά κοσµική οἰκογένεια, πού εἶχε ἀποχωρήσει ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὅταν ἀκόµη ἦταν µικρό παιδί. Ἡ µεγάλη ἀγάπη του γιά τή µουσική τόν ὁδήγησε στήν ἀνάγνωση ἔργων τοῦ Nietzsche, ὁ ὁποῖος ἰσχυριζόταν ὅτι ὁ κόσµος δέν ἔχει δηµιουργηθεῖ µέ τάξη, ἀλλά «εἶναι ἕνα αἰώνιο χάος, ὄχι λόγῳ τῆς ἀπουσίας τῆς ἀναγκαιότητας, ἀλλά µέ τήν ἔννοια τῆς ἀπουσίας τῆς τάξης, τῆς δοµῆς, τῆς µορφῆς, τῆς ὀµορφιᾶς τῆς σοφίας…». Ὅµως, λίγο µετά τήν ἀνακάλυψη τῶν ἔργων τοῦ Nietzsche,  ὁ Pannenberg εἶχε µιά ἐµπειρία πού τοῦ διάνοιξε τόν νοῦ στήν πιθανότητα τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ. «Ἡ µοναδικά σηµαντική ἐµπειρία µου συνέβη στίς ἀρχές τοῦ Ἰανουαρίου τοῦ 1945, ὅταν ἤµουν 16 ἐτῶν. Σέ µιά µοναχική δίωρη πορεία µου, ὅταν ἐπέστρεφα στό σπίτι µετά ἀπό τό µάθηµα πιάνου, βλέποντας ἕνα κατά τά ἄλλα σύνηθες ἡλιοβασίλεµα, ξαφνικά πληµµύρισα ἀπό φῶς καί ἀπορροφήθηκα σέ µιά θάλασσα ἀπό φῶς, τό ὁποῖο, ἄν καί δέν ἐξάλειψε τήν ταπεινή ἐπίγνωση τῆς θνητῆς µου ὕπαρξης, ὅµως ὑπερεκχείλισε πάνω ἀπό τά φράγµατα, πού κανονικά µᾶς χωρίζουν ἀπό τόν κόσµο πού µᾶς περιβάλλει… Δέν ἤξερα τότε ὅτι ἡ 6η Ἰανουαρίου ἦταν ἡ Ἑορτή τῶν Θεοφανείων, οὔτε εἶχα συνειδητοποιήσει ὅτι ἐκείνη τήν ὥρα ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶχε διεκδικήσει τή ζωή µου ὡς ἑνός µάρτυρα τῆς µεταµόρφωσης τοῦ κόσµου διά τῆς φωτιστικῆς δύναµης καί κρίσης τῆς Δόξης Του. Ὅµως, ἐκεῖ ξεκίνησε µιά περίοδος λαχτάρας γιά νά κατανοήσω τό νόηµα τῆς ζωῆς καί καθώς ἡ φιλοσοφία δέν µοῦ φαινόταν νά προσφέρει τίς τελικές ἀπαντήσεις σέ αὐτή τήν ἀναζήτηση, τελικῶς ἀποφάσισα νά ἐρευνήσω τή Χριστιανική Παράδοση περισσότερο σοβαρά ἀπό ὅσο θεωροῦσα µέχρι τότε ὅτι ἄξιζε τόν κόπο».

Ἐµεῖς, δέν εἴµαστε σέ θέση νά ἀξιολογήσουµε τήν πνευµατική ποιότητα τῆς ἐµπειρίας αὐτῆς τοῦ Pannenberg. Νοµίζουµε, ὅµως, ὅτι δέν θά ἦταν ἐσφαλµένη ἡ ἐκτίµηση ὅτι ἀπό τήν ἐµπειρία του αὐτή ἄντλησε, ἄν καί Προτεστάντης, γνησίως Ὀρθόδοξα διδάγµατα, τά ὁποῖα ἀνέπτυξε στήν µετέπειτα πορεία του, κυρίως δέ τήν πεποίθηση ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἐγγύς καί ὅτι ἡ παρουσία Του διαπερνᾶ, περιβάλλει καί διακυβερνᾶ τήν φυσική τάξη τοῦ κόσµου καί µάλιστα τούς ἀνθρώπους στήν πιό –φαινοµενικά– ἁπλή καί τετριµµένη καθηµερινότητά τους.

Ο Pannenberg εἶχε νά ἀντιµετωπίσει µιά «θεολογία» κάπως ἀνάλογη µέ τή σύγχρονη Ἑλληνική θεολογία, ἀφοῦ οἱ περισσότερο διακεκριµένοι Δυτικοί θεολόγοι ἀναφέρονταν, στό πλαίσιο τῶν δικῶν τους ὁµολογιακῶν ὅρων, γιά τό πρωτεῖο τοῦ ὑπαρξιακοῦ βιώµατος, ὅπως αὐτό βιώνεται ἀπό τήν «ἐσωτερική συνείδηση» τοῦ πιστοῦ. Ὁ Pannenberg, ὅµως, ἀντέταξε στήν ἐπίκληση τοῦ βιώµατος τή συµφωνία τῆς λογικῆς µέ τή θεολογία: «Ὁ Ἰησοῦς δέν ζήτησε τήν ἐµπιστοσύνη στό πρόσωπό Του χωρίς νά δίδει λόγον γιά τήν ἀπαίτησή Του αὐτή». Ὅπως γράφει ὁ Αnthony Thiselton («Understanding Pannenberg», Cascade books, 2018) αὐτή ἡ ἐπίκληση τοῦ λογικοῦ ἐπιχειρήµατος, τῆς λογικῆς καί τῆς ἀπόδειξης διατρέχει ὁλόκληρη τή σκέψη τοῦ Pannenberg. Ἀκόµη, ὁ Pannenberg ἐπιµένει ὅτι ὁ Θεός τοῦ Ἰσραήλ µπορεῖ νά εἰσβάλει στήν φυσική πορεία τῆς δηµιουργίας Του καί νά καινοτοµήσει µέ νέα συµβάντα σέ αὐτήν µέ τρόπους πού προκαλοῦν ἔκπληξη καί εἶναι ἀπρόβλεπτοι. Μεταξύ δέ αὐτῶν τῶν συµβάντων τό κύριο εἶναι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, γιά τήν ὁποία ὁ Pannenberg εἶχε µιά παθιασµένη πίστη. Αὐτή ἀποτελοῦσε πάντοτε τό ἐπίκεντρο τῆς θεολογίας του καί διακήρυττε γιά αὐτήν ὅτι, ὅπως καί ὅλα τά γεγονότα τοῦ Θεοῦ, εἶναι προσιτή στή συνείδηση τοῦ κάθε ἀνθρώπου καί στήν ἐπιστηµονική ἱστορική ἔρευνα, ἐφ’ ὅσον, ὅµως, αὐτή εἶναι ἀπαλλαγµένη ἀπό τή µεροληψία καί τήν ἀνοµολόγητη προκατάληψη ἀπέναντι στά θαύµατα τοῦ Θεοῦ.

Μέ βάση δέ αὐτές τίς βασικές πεποιθήσεις µπόρεσε νά διατυπώσει τά ἑξῆς γιά τή σχέση τῆς θεολογίας µέ τίς ὑπόλοιπες ἐπιστῆµες: «Ἡ ἀποστολή τῆς θεολογίας ὑπερβαίνει τήν ἐνασχόληση µέ ἕνα εἰδικό θέµα καί περιλαµβάνει ὅ,τι εἶναι ἀληθινό. Αὐτή ἡ καθολικότητα/παγκοσµιότητα (universality) τῆς θεολογίας εἶναι ἀναπόφευκτα συνδεδεµένη µέ τό γεγονός ὅτι ὁµιλεῖ γιά τόν Θεό. Ἡ λέξη «Θεός» ἔχει σηµασία µόνο ὅταν µέ αὐτήν ἐννοεῖ κανείς τή δύναµη ἡ ὁποία καθορίζει ὁ,τιδήποτε ὑπάρχει…. Ἀνήκει στήν ἀποστολή τῆς θεολογίας νά κατανοήσει κάθε ὅν στή συσχέτισή του µέ τόν Θεό, οὕτως ὥστε χωρίς τόν Θεό τά ὄντα νά µήν µποροῦν ἁπλούστατα νά κατανοηθοῦν. Αὐτό συνιστᾶ τήν  καθολικότητα/παγκοσµιότητα (universality) τῆς θεολογίας. Μιά θεολογία πού διατηρεῖ τήν ἐπίγνωση τοῦ καθήκοντος τῆς διάνοιας, πού γεννᾶται ἀπό τή χρήση τῆς λέξης «Θεός» θά ἐπιχειρήσει µέ κάθε πιθανό τρόπο νά συσχετισθεῖ µέ ὅλη τήν ἀλήθεια…µέ τόν Θεό τῆς Βίβλου καί νά ἀποκτήσει µιά καινή κατανόηση τοῦ παντός βλέποντάς το ὑπό τό φῶς αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ».

Οἱ φράσεις, πού παραθέσαµε ἀπό τό ἔργο τοῦ Pannenberg, εἶναι λίγες. Νοµίζουµε, ὅµως, ὅτι δέν εἶναι ἀδικαιολόγητη ἡ ἐντύπωση πού ἔχουµε ὅτι, ἄν καί παρέµεινε Προτεστάντης, ὁ µεγάλος αὐτός σύγχρονος θεολόγος διατύπωσε ὡς πρός τά θέµατα αὐτά ἀπόψεις περισσότερο Ὀρθόδοξες ἀπό ἀντίστοιχες συγχρόνων Ἑλλήνων θεολόγων, οἱ ὁποῖες µποροῦν νά χρησιµεύσουν γιά µιά πιό ὑπεύθυνη καί βαθύτερη ἔρευνα τοῦ ζητήµατος τῆς σχέσης τῆς Ἐπιστήµης µέ τήν Θεολογία, ἀφοῦ µάλιστα οἱ Ἕλληνες θεολόγοι τείνουν νά ὑποτιµοῦν τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὡς παρωχηµένους καί νά ἐκτιµοῦν µόνο τους Δυτικούς θεολόγους καί ἐπιστήµονες! Διότι ἡ ἄποψη πώς «ὅ,τι εἶναι λογικό εἶναι καί θεολογικό», παρά τήν ἀντίθετη εἰκόνα, πού ἔχει ἐπικρατήσει στή χώρα µας, εἶναι στήν πραγµατικότητα ἡ ἀληθής θέση τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ἤ, ὅπως τό διατύπωσε σέ µιά ἐπιστολή του (Ἐπιστολή 143) ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος:

«Διότι ὅταν ἡ λογική βρεθεῖ νά ἀντιφάσκει µέ τήν αὐθεντία τῶν Θείων Γραφῶν, ἁπλῶς παραπλανᾶ µέ ἕνα ὁµοίωµα ἀληθείας, ὅσο ὀξυδερκής καί ἄν εἶναι, διότι τά συµπεράσµατά της (=τῆς λογικῆς) δέν µπορεῖ στήν περίπτωση αὐτή νά εἶναι ἀληθινά. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ἄν, ἀντίθετα, στήν πιό φανερή καί ἀξιόπιστη µαρτυρία τῆς λογικῆς, ὁ,τιδήποτε παρουσιασθεῖ µέ τήν ἀξίωση ὅτι ἔχει τήν αὐθεντία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, αὐτός πού τό κάνει αὐτό, τό κάνει ἔχοντας παρανοήσει αὐτό πού ἔχει διαβάσει (στήν Ἁγία Γραφή) καί ἀντιπαραθέτει στήν ἀλήθεια ὄχι τό πραγµατικό νόηµα τῶν Γραφῶν, τό ὁποῖο ἔχει ἀποτύχει νά ἀνακαλύψει, ἀλλά µιά δική του γνώµη. Ὑποστηρίζει ὄχι αὐτό πού ἔχει βρεῖ στίς Γραφές, ἀλλά αὐτό πού ἔχει βρεῖ στόν ἑαυτό του ὡς ἑρµηνευτή τους»!

              

Νοµοµαθής

 

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Ἄρθρου 228-229

Αὔγουστος-Σεμπτέμβριος 2021