Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσιανίνωφ
Φωνή ἀπό τήν αἰωνιότητα
Σκέψεις γραμμένες ἀπό τόν Ἅγιο Ἰγνάτιο,
μέ ἀφορμή τήν κοίμηση κάποιου στενοῦ παιδικοῦ φίλου του.
Μέσα στό µισοσκόταδο τῆς ἥσυχης καλοκαιρινῆς βραδιᾶς, στεκόµουνα µόνος καί συλλογισµένος πάνω ἀπό τό µνῆµα τοῦ φίλου µου. Τήν ἡµέρα ἐκείνη εἶχε τελεστεῖ Μνηµόσυνο γιά τήν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς του. Ἡ οἰκογένειά του εἶχε παραµείνει γιά πολλή ὥρα στόν τάφο του. Λόγια δέν ἀκούγονταν σχεδόν καθόλου· µόνο θρῆνοι. Τούς θρήνους τούς ἀκολουθοῦσε βαθιά σιωπή· τή σιωπή τήν ἔλυναν νέοι θρῆνοι. Αὐτή ἡ ἐναλλαγή θρήνων καί σιωπῆς κράτησε ἀρκετά.
Στεκόµουνα, λοιπόν, τώρα µόνος καί συλλογισµένος πάνω ἀπό τό µνῆµα. Ξάφνου, µοῦ ἦρθε µιά ἀπροσδόκητη, µιά θαυµαστή ἔµπνευση. Σάν ν’ ἄκουσα τήν φωνή τοῦ νεκροῦ! Τόν ἄκουσα νά µιλᾶ! … Αὐτήν, τήν πέρ’ ἀπό τόν τάφο ὁµιλία του, αὐτόν τόν µυστικό λόγο του, αὐτό τό ἔξοχο κήρυγµά του, πού ἐκφωνήθηκε στά τρίσβαθα τῆς ψυχῆς µου, καταγράφω τώρα µέ τρεµάµενο χέρι:
«Πατέρα µου! Μητέρα µου! Γυναίκα µου! Ἀδελφές µου. Μέ µαῦρα ροῦχα ντυµένοι, µέ βαθιά θλίψη στίς ψυχές σας ἁπλωµένη καί στά πρόσωπά σας ζωγραφισµένη, µέ σκυµµένα τά κεφάλια σας, συναχθήκατε γύρω ἀπό τόν µοναχικό µου τάφο καί συζητᾶτε µέ τόν ἄφωνο κάτοικό του σιωπηλά, µόνο µέ τίς σκέψεις καί τά αἰσθήµατα. Οἱ καρδιές σας εἶναι µαῦρες ἀπό τήν ἀβάσταχτη ὀδύνη. Σάν χείµαρροι ξεχύνονται τά δάκρυα ἀπό τά µάτια σας. Ἡ λύπη σας δέν ἔχει µέτρο, τά δάκρυά σας δέν ἔχουνε τελειωµό.
Παιδιά µου, παιδιά µου! Ἐδῶ κι ἐσεῖς, πάνω ἀπό τήν πλάκα τοῦ τάφου! Κι ἀπό τά δικά σας µατάκια κυλᾶνε δάκρυα. Οἱ καρδιές σας, ὅµως, δέν ξέρουν γιατί κλαῖνε τά µάτια, πού ἁπλῶς µιµοῦνται τό κλάµα τοῦ πατέρα µου καί τῆς µητέρας µου. Ἀποθαυµάζετε τόν γυαλιστερό γρανίτη τῆς ταφόπετρας. Ἀποθαυµάζετε καί τήν ἐπιγραφή της µέ τά χρυσά γράµµατα. Αὐτός ὁ γρανίτης, ὅµως, κι αὐτή ἡ ἐπιγραφή ἀναγγέλλουν τήν πρόωρη ὀρφάνια σας.
Πατέρα µου! Μητέρα µου! Γυναίκα µου! Φίλοι µου! Γιατί στέκεστε τόσην ὥρα γύρω ἀπό τόν τάφο µου, πάνω ἀπό τήν κρύα πέτρα, τόν ψυχρό ἐπιτάφιο φρουρό µου; Τό ἄψυχο σῶµα µου εἶναι πιά παγωµένο. Σύµφωνα µέ τήν ἀπόφαση τοῦ παντοδύναµου Δηµιουργοῦ, ἐπιστρέφει στή γῆ καί γίνεται χῶµα. Ποιές βαριές σκέψεις σᾶς κυριεύουν καί σᾶς κρατοῦν ἐδῶ; … Οἱ λειτουργοί τοῦ Θεοῦ ἔκαναν µπροστά στόν σιωπηλό τάφο δεήσεις γιά τήν ἀνάπαυσή µου, ἱκέτεψαν τόν Σωτήρα Κύριο νά εἶναι αἰωνία ἡ µνήµη µου, κι ἔφυγαν. Πηγαίνετε κι ἐσεῖς. Χρειάζεστε ξεκούραση µετά τόν τόσο κόπο τῶν ψυχῶν καί τῶν σωµάτων σας, πού βασανίστηκαν καί σπαράχθηκαν ἀπό τή λύπη.
Μά, δέν φεύγετε;! … Μένετε ἐδῶ;! … Καθηλωθήκατε στόν τόπο τῆς ταφῆς µου … Μέ τή σιωπή σας, πού λέει πολύ περισσότερα ἀπ’ ὅσα θά µποροῦσε νά πεῖ ὁ πιό εὔγλωττος ρήτορας, µέ τήν ψυχή σας, πού εἶναι ἀνεξιχνίαστη, µέ τήν καρδιά σας, ὅπου ἡ πληµµύρα τῶν αἰσθηµάτων προξενεῖ σύγχυση, δέν ἀποµακρύνεστε ἀπό τό µνῆµα, τό ἄψυχο µνῆµα, πού σκεπάστηκε γιά πολλούς αἰῶνες µέ µιά πέτρα. Τί περιµένετε; … Μήπως ν’ ἀκούσετε κάτω ἀπό τήν πέτρα, µέσ’ ἀπό τή γῆ, τήν µελαγχολική φωνή µου; Δέν ὑπάρχει πιά αὐτή ἡ φωνή! Μόνο µέ τήν σιωπή µου µιλῶ τώρα. Σιωπή, ἡσυχία ἀδιατάρακτη – νά ποιά εἶναι ἡ κληρονοµιά τοῦ κοιµητηρίου, ὥσπου ν’ ἀκουστοῦν οἱ σάλπιγγες τῆς ἀναστάσεως. Τά λειψανα τῶν νεκρῶν µιλᾶνε δίχως τούς φθόγγους τοῦ ἐπίγειου λόγου. Μέ τήν φθορά τους κάτω ἀπό τή γῆ, οἱ νεκροί κάνουν τό πιό δυνατό κήρυγµα, ἀπευθύνουν τήν πιό πειστική νουθεσία στούς ταλαίπωρους ἀναζητητές τῆς φθορᾶς, πού τόσο θόρυβο κάνουν πάνω στή γῆ!
Ἔχω ἀκοµα φωνή! Μιλῶ µαζί σας καί ἀποκρίνοµαι στούς ἀφανέρωτους λογισµούς σας, στά ἀναπάντητα ἐρωτήµατά σας. Ἀκοῦστε µε! Ξεχωρίστε τή λαλιά µου µέσα στήν ἀπειρόφωνη λαλιά, µέ τήν ὁποία ἡ αἰωνιότητα µιλάει στόν χρόνο. Ἑνιαία εἶναι τῆς αἰωνιότητας ἡ λαλιά, ἑνιαία καί ἀµετάβλητη. Δέν ὑπάρχει σ’ αὐτήν ἡ γήινη ἀστάθεια, δέν ὑπάρχει ἡ ἐγκόσµια ρευστότητα. Μία εἶναι ἐκεῖ ἡ ἡµέρα, µία ἡ καρδιά, µία ἡ σκέψη. Ἐκεῖνος πού ὅλα τά ἑνοποιεῖ εἶναι ὁ Χριστός. Νά γιατί εἶναι µία καί ἡ φωνή πού ἔρχεται ἀπό ἐκεῖ. Μέσα σ’ αὐτή τή φωνή τῆς αἰωνιότητας, µέσα σ’ αὐτή τή σιωπηλή µά συνάµα καί βροντερή φωνή, ξεχωρίστε τή φωνή µου! Εἶναι δυνατόν, νά µήν γνωρίζετε ἐσεῖς, οἱ συγγενεῖς καί οἱ φίλοι µου, τή φωνή µου; Μολονότι εἶναι ἑνωµένη µέ τή µυριόστοµη ἀλλά ἑνιαία φωνή τῆς αἰωνιότητας, ἔχει τή δική της ξεχωριστή ἀπόχρωση, εἶναι σάν τόν ἦχο µιᾶς χορδῆς πολύχορδου πιάνου. Σ’ ὅλους µας ἀπευθυνόταν ἡ φωνή τῆς αἰωνιότητας, ἀπό τόν καιρό πού γεννηθήκαµε. Σ’ ὅλους µας µιλοῦσε, ὅταν ἤµασταν ἀκόµα µικροί τόσο, πού δέν µπορούσαµε νά τήν κατανοήσουµε. Σ’ ὅλους µας µιλοῦσε, ὅταν φθάσαµε σέ ἡλικία ὥριµη τόσο, πού µπορούσαµε, ἀλλά καί ὀφείλαµε νά τήν προσέξουµε καί νά τήν κατανοήσουµε.
Φωνή τῆς αἰωνιότητας! … Ἀλίµονο! … Λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι πού σ’ ἀφουγκράζονται στό πολύβουο ξενοδοχεῖο τῆς γῆς! Ἄλλοι δέν σέ προσέχουν λόγῳ τῆς ἀνώριµης ἡλικίας τους καί ἄλλοι λόγῳ βιοτικῶν µεριµνῶν ἤ διασκεδάσεων. Ἐσύ, ὡστόσο, δέν σωπαίνεις. Μιλᾶς, µιλᾶς … Καί τελικά, µέ τόν τροµερό ἀπεσταλµένο, τόν θάνατο, ἀπαιτεῖς ἀπό τόν προσεκτικό ἤ ἀπρόσεκτο ἀκροατή λογοδοσία – πόση προσοχή ἔδωσε καί πόση ὑπακοή ἔκανε στίς µεγάλες ρήσεις σου.
Γιά ν’ ἀκουστεῖ ξεκάθαρα ἀπό σᾶς ἡ φωνή τῆς αἰωνιότητας, γιά νά εἰσχωρήσει βαθιά στήν καρδιά σας, γιά νά προσελκύσει στόν λόγο τῆς σωτηρίας τόν νοῦ σας, ὁ Θεός συναρίθµησε κι ἐµένα σ’ ἐκείνους πού µιλοῦν ἀπό τήν αἰωνιότητα.Ἡ φωνή µου ἑνώθηκε µέ τήν ἑνιαία φωνή τοῦ διάπλατου ἀόρατου κόσµου. Γιά ὅλους τούς ἐπίγειους στρατοκόπους εἶµαι νεκρός, γι’ αὐτό καί ἄφωνος, ὅπως ὅλοι οἱ νεκροί. Ἀλλά γιά σᾶς εἶµαι ζωντανός νεκρός καί σᾶς µιλῶ. Σᾶς νουθετῶ µέ λόγια ἀποκαλυπτικά, λόγια σωτήρια, λόγια πιό σπουδαῖα ἀπό κεῖνα πού θά σᾶς ἔλεγα µένοντας ἀνάµεσά σας καί κυνηγῶντας µαζί σας τίς σκιές τῶν ἀγαθῶν. Μ’ αὐτές τίς σκιές ἡ φθορά χλευάζει καί καταστρέφει τούς ἐξόριστους τοῦ παραδείσου, πού τοποθετήθηκαν πρόσκαιρα στό ξενοδοχεῖο τῆς γῆς, γιά νά συµφιλιωθοῦν µέ τόν Θεό.
Ὁ Θεός εἶναι πολυέλεος, ἀµεταµέλητα πολυέλεος. Ἄν ἦταν ἀναγκαῖο καί ὠφέλιµο, ξάφνου, µέσ’ ἀπό τό σκοτάδι τοῦ τάφου, κάτω ἀπ’ τή βαριά πέτρα, θά σᾶς µιλοῦσα πραγµατικά! Μά, γιά τόν οὐρανό, κάθε ἰδιαίτερη φωνή ἀπό τήν αἰωνιότητα εἶναι περιττή. Καί πῶς νά µήν εἶναι, ἀφοῦ ὁ Θεός ἔστερξε νά ἀναγγείλει στήν οἰκουµένη τό ἅγιο θέληµά Του, τούς αὐστηρούς νόµους τῆς αἰωνιότητας – νόµους µακάριους γιά τούς ὑπάκουους ἀνθρώπους καί φοβερούς γιά τούς ἀνυπάκουους - ὄχι µόνο µέ ἰσάγγελους ἀνθρώπους, ἀλλά καί µέ τόν ἴδιο τόν µονογενῆ Υἱό Του; «Ἔχουσι Μωϋσέα καί τούς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν», ἦταν ἡ ἀπάντηση τοῦ οὐρανοῦ στόν νεκρό, πού παρακαλοῦσε νά κηρυχθεῖ ἡ αἰωνιότητα ἀπό ἕναν ἄλλο νεκρό στούς σωµατικά ζωντανούς ἀλλά ψυχικά νεκρούς ἀνθρώπους τῆς γῆς. «Εἰ Μωϋσέως καί τῶν Προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδέ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται».
Φίλε µου, νεκρέ, ἀλλά µέ τόν ζωντανό λόγο ἀκόµα στά χείλη! Δέξου τούτη τήν παραγγελία µου καί ἐκπλήρωσέ την: Νά ὁ πατέρας µου! Νά ἡ µητέρα µου! Νά ἡ γυναίκα µου! Νά οἱ συγγενεῖς µου! Δέν µπορῶ νά τούς µιλήσω διαφορετικά, παρά µέ τήν ἑνιαία φωνή τῆς αἰωνιότητας. Μέσα της ἀκοῦνε καί τή δική µου φωνή … Ναί, τήν ἀκοῦνε! … Ἀλλά δέν ἔχω ξεχωριστό, δικό µου λόγο … Φίλε µου, γίνε ὁ λόγος µου. Ἀπό τό κοινό θησαυροφυλάκιό µας, ἀπό τήν ἁγία αἰωνιότητα, πές τους, ἀντί γιά µένα, τά λόγια τοῦτα, πού τούς εἶναι ἀπαραίτητα: Ἡ παροῦσα ζωή εἶναι ἕνα φευγαλέο, ἕνα ἀπατηλό ὄνειρο. Ἡ αἰωνιότητα εἶναι βέβαιη. Μά ὑπάρχει καί ἡ αἰωνιότητα τῆς δυστυχίας! … Ἐσεῖς ἀποκτῆστε τήν αἰωνιότητα τῆς µακαριότητας, µέ τήν προσοχή καί τήν ὑποταγή στόν πανάγιο νόµο τοῦ Πανάγιου Θεοῦ· κι ἐλᾶτε κοντά µου γιά τήν ἀληθινή, τήν ἀτελεύτητη εὐφροσύνη, ὁ καθένας στή δική του ὥρα, τήν ὥρα πού καθόρισε ὁ ἴδιος καί µοναδικός Κύριος».
(1848–Λαύρα Ἁγ.Σεργίου).
(Ἐπιλογή κειµένου: Μοναχός Νεκτάριος Μπουραζερίτης)
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Ἄρθρου 228-229
Αὔγουστος-Σεμπτέμβριος 2021