Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΜΑΣ, Ο π. ΣΙΜΩΝ
Ὁ Ἐπίσκοπος τῶν ψυχῶν, Ὁ Καθρέπτης τῆς Ἱερωσύνης, Ὁ Προφήτης, Ὁ Μάρτυρας!
Πέρασαν ἤδη τριανταένα χρόνια ἀπό τῆς Ὁσίας Κοιµήσεως τοῦ ἁγίου Γέροντός µας, Ἀρχιµανδρίτου π. Σίµωνος Ἀρβανίτη, καί τριανταεννέα χρόνια ἀπό τῆς 1ης Φεβρουαρίου 1980, ὅταν, αὐτο- εξόριστος στό ἐξωκκλήσι τοῦ ἁγίου Λουκᾶ ὁ Γέροντάς µας, µετά τόν Ἁγιασµό, πού ἐτέλεσε γιά τήν ἐν τῷ Ναΐσκῳ διαµονή του, µοῦ εἶπε: «Ὅλα ὅσα βλέπεις ἀπό ἐδῶ καί πέρα, νά τά γράφης!».
Αὐτά τά λόγια του ἦταν γιά µένα ἄκουσµα φοβερό· χαρᾶς καί φόβου! Χαρᾶς, γιατί ἄκουγα ἀπό τό στόµα τοῦ Γέροντός µου ὅτι εἶχα τήν εὐλογία νά ἀσχοληθῶ γράφων γιά τό πάντιµο Πρόσωπό του (κάτι πού ἦταν κρυφός µου πόθος), καί φόβος, γιατί ἐγνώριζα τόν λόγο τῆς αὐτοεξορίας του, γι’ αὐτό καί µέ διστακτικότητα τοῦ εἶχα τήν προηγουµένη ἡµέρα προτείνει νά τοῦ Λειτουργῶ καθηµερινά, ὅσο διάστηµα θά ἔκρινε ὅτι πρέπει νά παραµείνη στό µικρό καί ἐρηµικό ἐκκλησάκι ἄσιτος καί προσευχόµενος.
Ὁ λόγος τῆς αὐτοεξορίας του ἀπό τό Μοναστῆρι, πού ἐκεῖνος δηµιούργησε ἐκ τοῦ µηδενός, ἦταν γιά νά συνετίση δύο Μοναχούς τοῦ Μοναστηριοῦ του (ἕνα Ἱεροµόναχον καί ἕνα Μεγαλόσχηµο Μοναχό), πού εἶχαν ἐγείρει ἀνταρσία καί, ὄχι µόνο δέν ὑπολόγιζαν τόν Γέροντά τους, ἀλλά τοῦ ἐφέροντο µέ σκαιότητα καί ἐπιθετικότητα!
Φοβερά, λοιπόν, ἦταν γιά µένα τά λόγια του «ὅλα ὅσα βλέπεις ἀπό ἐδῶ καί πέρα, νά τά γράφης!», γιατί, προοιώνιζαν τό τί θά ἐπακολουθοῦσε ὡς µαρτυρική θυσία ἀγάπης τοῦ Γέροντα γιά τά δυό του πνευµατικά παιδιά, πού ἦσαν καί Μοναχοί, µέ εὐθύνη νά γίνονται «Φῶς κοσµικῶν»! Ἐγνώριζα, ἀπό τήν µαθητεία µου κοντά του, ὅτι ὁσάκις ὁ Γέροντας ἀπεσύρετο γιά ἰδιαίτερη προσευχή πρός ἀντιµετώπιση ἑνός µεγάλου προβλήµατος, ἡ ἀπόσυρσή του συνοδεύετο –σύν τοῖς ἄλλοις– καί ἀπό τελεία ἀσιτία! Αὐτό εἶχε πράξει καί ὅταν πρό ἐτῶν ἀσθένησε εἰς θάνατον ὁ µεγαλόσχηµος Μοναχός, πού τώρα ἐστασίαζε ἐναντίον του, καί µέ τήν ἀπόλυτη νηστεία καί προσευχή τοῦ Γέροντος ἐσώθη θαυµατουργικά!
Περί αὐτῶν, ὅµως, ὅπως καί γιά πολλά ἄλλα, θά γράψω, ἄν θέλη ὁ Θεός, στόν καιρό τους. Αὐτό, πού θέλω νά ὑπογραµµίσω τώρα εἶναι πώς ὁ λόγος του ἐκεῖνος ἔγινε γιά µένα καί ἐπιταγή –παρ’ ὅτι ἡ εὐγένεια καί ὁ σεβασµός τοῦ Γέροντά µας πρός ὅλους καί πρός τά πνευµατικά του παιδιά ἦταν ἀπόλυτος– ἀλλά καί ἰδι- αίτερο χρέος: Νά καταγράψω καί νά περιγράψω , µέ ὅσο τό δυνατόν µεγαλύτερη ὁρατότητα, Αὐτόν καί τά Σεπτά του Πάθη, πρίν κλείσω τά µάτια µου σ’ αὐτόν τόν κόσµο.