Τοῦ Θεοῦ οἱ ἀξεπέραστες εὐεργεσίες

198 pKNK 3

Ποιμαντικὰ βιώματα


Τοῦ Θεοῦ οἱ ἀξεπέραστες εὐεργεσίες

 

Εἶναι βεβαιωμένο, πὼς σὲ ὅλους  τοὺς διακόνους τῶν Μυστηρίων Του, καὶ ὄχι μόνο, προσφέρει ὁ Θεὸς πληθῶρα εὐεργεσιῶν-μικρῶν ἤ μεγάλων. Κι εἶναι οἱ εὐεργεσίες αὐτές, πότε ὁρατές πότε ὄχι, σὲ σημεῖο, μάλιστα,  ποὺ νὰ θεωροῦνται αὐτονόητα ὅλα ὅσα ζεῖ καὶ βιώνει ὁ κάθε πιστός. Κι ἐδῶ χρειάζεται νὰ σταθεῖ κανεὶς μὲ εἰλικρίνεια καὶ βαθειὰ συναίσθηση, γιὰ νὰ προσέξει πὼς ὅλα ὅσα ἁπλώνονται γύρω του, ἀκόμα κι αὐτὰ ποὺ αἰσθάνεται, εἶναι Θεῖα δῶρα, ὥστε νὰ μαθητεύει σωστότερα, νὰ κοιτάζει κάθε μέρα μὲ καινούρια μάτια καὶ νέα προοπτικὴ τὴ ζωή του, ἀλλὰ καὶ τὴ σχέση του μὲ αὐτή, μὲ τὸν ἄλλο-τὸν συνάνθρωπο δηλαδή-καὶ τὸ Θεό.

Γιὰ ἕναν Κληρικό, ἀπὸ τὸν  ἁπλὸ παπᾶ δηλαδή, ἴσαμε τὸν Πατριάρχη, σημαντικὴ εἶναι ἡ Θεία δωρεὰ τῆς ἐπικοινωνίας μὲ τὸ Θεό, «ἐνώπιος ἐνωπίῳ», σὲ στιγμὲς ποὺ κανένας δὲν ἐπιλέγει ἀλλὰ τοῦ φανερώνονται, ὁπότε κι ἀνοίγει ἡ ψυχὴ καὶ γίνεται πραγματικὸ ταμεῖο γιὰ νὰ δεχτεῖ τὴν Παρουσία Του. Μιὰ Παρουσία πολύτιμη καὶ ἀναγκαία γιὰ νὰ ἔλθει ἡ εἰρήνη, ἀφοῦ, ἄλλωστε, ὁ ἐπισκέπτης «Θεὸς ὤν εἰρήνης, [καὶ] πατὴρ οἰκτιρμῶν..».

Ὡστόσο, ἐκεῖ ποὺ ἡ Θεία ἐπίσκεψη εἶναι πραγματικὰ ζωντανή, συγκλονιστικὴ καὶ πέρα γιὰ πέρα ψυχωφέλιμη,  εἶναι κάπου ἐκεῖ στὸ σύνορο τῆς νύχτας μὲ τὴν ἡμέρα, λίγο πρὶν ἀρχίσει ὁ Ὄρθρος, ὅταν ὁ ναὸς εἶναι ἐντελῶς ἀδειανός, ὅταν καμμιὰ ἀνθρώπινη φωνὴ δὲν ταράζει καὶ συντρίβει τὸ εὐαίσθητο τὸ σκεῦος τῆς σιωπῆς καὶ τῆς ἡσυχίας. Καί, ὄντως, δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη Θεία εὐεργεσία ἀπὸ αὐτὴν τὴν παρένθεση μέσα στὴν ὁλοτάραχη ἡμερήσια διαδρομὴ τοῦ Κληρικοῦ. Γιατὶ ἀκόμα καὶ κατὰ τὴν ὥρα τῆς Θ. Λειτουργίας πολλὰ εἶναι τὰ «πνευματικὰ» παράσιτα ποὺ ἐμφανίζονται γιὰ νὰ ταράξουν τὴν πανευλόγητο ἐκείνη εὐχαριστιακὴ ἀναφορά. Ψίθυροι, μικροφωνές, ἦχοι ἀπὸ νομίσματα ποὺ προσφέρονται γιὰ τὸ κερί, ἔντονοι βηματισμοί, ἦχοι φορητῶν τηλεφώνων, ποὺ λησμόνησαν νὰ τὰ κλείσουν καὶ τόσα ἄλλα. Ἀνθρώπινα θὰ πεῖ κάποιος, ποὺ, ὡστόσο, κι αὐτὰ σφυρηλατοῦν τὴν ψυχὴ πάνω  στὸ μεγάλο τῆς ὑπομονῆς Μυστήριο. Ὅμως εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὰ τὰ πράγματα,  ὅταν σ᾿ ἐκείνη τὴν βαθειὰ ὀρθρινὴ ἀτμόσφαιρα τοῦ ναοῦ ποὺ ἀποπνέει τῆς νύχτας τὴν εὐωδιά, μιὰν εὐωδιὰ δηλαδή ἀπὸ καμμένο λάδι, παλιὸ θυμίαμα, ὑγρασία καὶ περίεργες λησμονημένες ἀνάσες -ἄγνωστες καὶ ἀκαθόριστες-ἀνοίγεται ἡ ψυχή, ἀγαλλιᾶ, κατανύσσεται.

Ἐκεῖ, λοιπόν, στὴν εὐκατάνυκτο ἀτμόσφαιρα τοῦ σιωπηλοῦ ναοῦ,  ξεδιπλώνεται ἡ ψυχὴ τοῦ παπᾶ, ποὺ χαίρεται αὐτὴν τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ἀθρυμμάτιστη σιωπή, γιατὶ ξέρει πὼς τώρα μπορεῖ νὰ πεῖ δυὸ λέξεις στοὺς Ἁγίους, στὴν Παναγία καὶ στὸ Θεό. Λέξεις αὐθεντικές, ποὺ δὲν ἔχουν νοθευτεῖ ἀπὸ τίποτε, ὅπως νοθεύονται οἱ λέξεις μας κατὰ τὶς δοσοληψίες, συναντήσεις, ἀκόμα καὶ μέσα στὴν οἰκογένεια, στὸ περιβάλλον μας (κοινωνικό, ἐκκλησιαστικό). Καὶ νοθεύονται γιατὶ πασπαλίζονται μὲ ἄχρητα ἐπίθετα, τὰ ὁποῖα, ναί, μέν, κολακεύουν τὸν ἄλλο, τοῦ χαρίζουν αἰσιοδοξία, τὸν καθιστοῦν οἰκεῖο ἤ φίλο, ὅμως αὐτὸ τὸ ἐπικάλυμμα, ποὺ ἔχουν πάνω τους, κρύβει τὴν πραγματικότητα καὶ ἐνοχοποιεῖ κάποτε καὶ τὶς συνειδήσεις ἐκεῖνες,  οἱ ὁποῖες, προφανῶς,  ἐπιθυμοῦν νὰ μὴν ἐκπέσουν στὴν ὑποκριτικὴ συμπεριφορά.

Φυσικά, τὸ ἴδιο μπορεῖ νὰ εἰπωθεῖ καὶ γιὰ τὸ κήρυγμα, τὸ ὁποῖο, μπορεῖ μὲν νὰ διανθίζεται μὲ ὡραῖο, σαφῆ, ἑλκυστικό, εὐφραδέστατο λόγο, ὅμως τὰ περισσότερα ποὺ ἀκούγονται νὰ εἶναι ψευδεῖς λέξεις, φθαρμένες λέξεις, ποὺ περιτράνως ἀποδεικνύουν τὸν  μὴ συντονισμὸ βιώματος καὶ λόγου. Κι αὐτὸ συμβαίνει, γιατὶ ὑπερτερεῖ τὸ «θέλημα» χάριν τῆς αὐτοπροβολῆς, τῆς  παρρησίας, τοῦ παραμερισμοῦ τοῦ Γραφικοῦ λογίου: «λάλει, [Κύριε], ὅτι  ἀκούει ὁ δοῦλος σου» (Α΄ Βασ.3, 10). Ἡ κάθε λέξη, λοιπόν, γιὰ νὰ στοχέψει σωστὰ τὴ συνείδηση τοῦ ἀκροατῆ χρειάζεται νὰ εἶναι βαφτισμένη στὴν βιωματικὴ πρακτική, ἡ ὁποία καὶ λειτουργεῖ θεραπευτικά. Ὅπως θεραπευτικὰ λειτουργεῖ κι ἡ λιγόλεπτη ἐκείνη ἐπικοινωνία τὴν ὀρθρινή, σιωπηλή, μοναχικὴ καὶ θεοβάδιστη ὥρα, ὅπου «ἐνώπιος ἐνωπίῳ» μπορεῖς νὰ πεῖς λέξεις φερμένες ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς, ὅπως τὸ φρέσκο νερὸ ἀπὸ τὰ σπλάχνα τοῦ πηγαδιοῦ. Λέξεις ποὺ ἔχουν αἴτημα καὶ  περιεχόμενο· ἔχουν δοξολογία καὶ συγκίνηση, παράπονο καὶ φιλία, καθὼς ξεδιπλώνεται ἡ ψυχὴ καὶ διακρίνονται οἱ πληγές. Ποῦ ἀλλοῦ, στ᾿ ἀλήθεια, κανεὶς  μπορεῖ νὰ παραπονεθεῖ, νὰ κλάψει γοερὰ καὶ νὰ νοιώσει μέσα στὴ σιωπὴ ἐκείνη τὴ συντροφιὰ ποὺ δὲ φαίνεται, ὅμως μυστικὰ ψηλαφίζεται. Συντροφιά, ποὺ ἐπιμένει νὰ σιωπᾶ, ὅμως αὐτὴ ἡ σιωπὴ δὲν εἶναι τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλ᾿ ἀκτινοβολεῖ ἕναν ὑπερ-λόγο φωτεινό, παραμυθητικό, οἰκεῖο καὶ συνάμα εὐθὺ καὶ εἰλικρινῆ. Ἔτσι ἀγαλλιᾶ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ εἶναι ὁλάκερο, στηρίζεται, αἰσιοδοξεῖ, βιώνει ἀκέραια τὸ ψαλμικὸ λόγιο: «Ἐὰν γὰρ καὶ πορευθῶ ἐν μέσῳ σκιᾶς θανάτου οὐ φοβηθήσομαι κακὰ ὅτι σὺ μετ᾿ ἐμοῦ εἶ.» (Ψαλμ. 22, 4).

Μακάριοι ὅσοι, μέσα στὴ δίνη τῆς καθημερινότητας, μέσα στὶς ἄκαρπες συναντήσεις καὶ στοὺς σκληροὺς κι ἄπονους ἀνταγωνισμούς, κατορθώνουν νὰ δραπετεύσουν ἀπὸ τὴ ματαιότητα αὐτὴ καὶ νὰ γευτοῦν λίγο Οὐρανό,  ποὺ θὰ σκύψει πάνω τους στοργικά, παραμυθητικά, μὲ πατρικὴ ἀγάπη ( βλ. παραβολὴ Ἀσώτου Λκ. 15, 11-24) καὶ κατανόηση: δῶρα ἀτίμητα καὶ μοναδικά, δῶρα τοῦ Θεοῦ.

Σκόπελος                                                         π. Κων/νος Ν. Καλλιανός  

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Φύλλου 198

Φεβρουάριος 2019