ΚΑΛΟΚΑΓΑΘΙΑ

198 pHF

ΥΜΝΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ1

 

ΚΑΛΟΚΑΓΑΘΙΑ

Κάτω ἀπό τόν γαλάζιο οὐρανό τῆς Ἀθήνας, ἐκεῖ ὅπου ἡ ρίγανη καί ἡ μέντα συνδυάζουν τά ἀρώματά τους μέ τίς ἀνατολίτικες (Λεβαντίνικες) εὐωδιές, τίς ὁποῖες ὁ θαλασσινός ἀγέρας φέρνει διά τῶν ὁδῶν τῶν κυμάτων, πού ὀκνηρά κατρακυλοῦν πρός τήν ἀκτή ὑπό τήν πύρινη ματιά τοῦ ἡλίου, ἐκεῖ γεννήθηκε –καί πέρασαν χιλιάδες χρόνια ἀπό τότε– ἕνας λαός εὐτυχισμένων ἀνθρώπων. Κατά τήν εὐγενική τους ὀμορφιά, αὐτοί φαινόντουσαν σάν τό τελειοθηρικό ὄνειρο ἑνός θεοῦ.

Γιά πρώτη φορά ὄμορφα ἀθλητικά σώματα ἔκρυβαν μέσα τους ἀνείπωτα πλούσιες ψυχές.

Μέ σβέλτες μορφές, μέ ψηλό μέτωπο, μέ ἐμφαντικές χειρονομίες, τά γαλάζια μάτια τους ξεχείλιζαν ἀπό τόn πλοῦτο τῶν ἀκτινῶν τῶν γαλήνιων ψυχῶν τους σάν τόν γαλάζιο οὐρανό ὑπό τόν ὁποῖο γεννήθηκαν.

Ἁρμονικά πλάσματα σάν μιά μελωδία, αὐτοί ἐνσαρκώνουν τήν ἀνθρώπινη τελειότητα.

Τό ὄνειρο αὐτό τῆς τελειοποίησης, οἱ ἄνθρωποι τό ὀνομάζουν «καλοκαγαθία», διότι πράγματι καλοί καί ὄμορφοι ὑπῆρχαν τά παιδιά τοῦ Ἀττικοῦ οὐρανοῦ. Ἀλλά ὅπως καί νά τούς ὀνομάζεις, τά λόγια μας ἀναδείχνονται φτωχά.

Κοιτάξτε τόν Φοῖβο-Ἀπόλλωνα! Ἡ ἀριστοτεχνική σμίλη τοῦ Λεωχάρη2 τόν λάξευσε κατά τήν προσωπική εἰκόνα καί ὁμοίωσή του καί τόν ἀδελφῶν του. Τό στῆθος του εἶναι φαρδύ καί δυνατό. Τά ἀνοιχτά του χέρια κρατοῦσαν πιθανόν τό τόξο ἀπό τό ὁποῖο ἔχει μόλις φύγει τό βέλος. Τό βλέμμα του δείχνει εὐγενική αὐστηρότητα. Εἶναι νικητής! Ὁ ὄμορφος υἱός τοῦ Δία –Jupiter καί τῆς Λητῶς– ὁ νικητής τῆς βέβηλης Νιόβης, εἶναι ὁ θεός τοῦ Φωτός καί τῆς Μουσικῆς, τῆς Ἐπιστήμης καί τῆς Ποίησης. Ἰδοῦ πῶς αὐτός προεικονίζει τήν Καλοκαγαθία, τήν ἀρχαϊκή αὐτή ἀρχή καί τό ἀνθρώπινο ἰδεῶδες.

Οἱ ὀμορφιά τους ἦταν ἁπλή. Ἁπλᾶ ὑπῆρχαν καί τά στολίδιά τους. Δέν γνώριζαν τίς πλούσιες πτυχές τῶν ρούχων πού σκεπάζουν τίς Μαντόνες τοῦ Bellini3, οὔτε τά βαριά ὑφάσματα πού καλύπτουν τίς γυναῖκες ἀπό τούς πίνακες ζωγραφικῆς τοῦ Palma Vecchio4 ἤ τοῦ Lorenzo Lotto5, ἀλλά οὔτε καί τά μνημεῖα κυματοειδῶν μαλλιῶν πού στολίζουν τά ὄμορφα κεφάλαια στίς Βερσαλλίες.

Ἀλλά καί στίς ψυχές τους γινόταν τό ἴδιο. Ὁ ἀτελείωτος κυματισμός τῆς θαλάσσης τούς ἔφερνε στά χείλη τό τραγούδι.

Τά ἀρώματα κάποιων ἁπλῶν λουλουδιῶν γέννησε στίς ψυχές τους τούς Ὀρφικούς ὕμνους6.

Μιά μέλισσα τσίμπησε τόν Ἔρωτα (Cupido) καί ὁ Ἀνακρέων7 ἀνακάτεψε τά δάκρυά του, ἐνῶ τό ἁπαλό χαμόγελο τό μοίρασε στά παιδιά πού ἔσφαλαν.

Ὁ Θεοκριτος8 συγκινεῖται ἀπό τόν πόνο πού βιώνει τό παιδί τῆς Ἀρκαδίας, τό ὁποῖο τρέχοντας παράτολμα στούς κάμπους κεντήθηκε σ’ ἕνα πόδι.

Σ’ ἐμᾶς μᾶς χρειάζονται καταρρεύσεις τῶν βουνῶν, ξεχειλίσματα λάβας, τρελή βουή τρομπετῶν -ἐνῶ σ’ ἐκείνους τό ρίγος τῆς θαλάσσης- τό δηλητήριο κάποιας μέλισσας, ἡ ἁπλή μελωδία κάποιας αὐλήτριας.

Ἐμεῖς καί Ἐκεῖνοι! Ταπεινωτική ὁμοιότητα! Ἐκεῖνοι ὀμορφιά, σοφία, ζωή. Ἐμεῖς – σοφή ἀσχημοσύνη ἤ ἐξαμβλωματική καί ἀνώφελη δύναμη.

Ἐκεῖνοι ἀγαποῦσαν τήν δυνατή, ρωμαλέα καί ἀπεριόριστη ζωή, τήν ἀληθινή ζωή.

Ἐμεῖς ἀγαπᾶμε τό μηδέν, τήν ἀνυπαρξία ἤ τήν αὐταπάτη κάποιας μελλούσης ζωῆς.

Ἐκεῖνοι ἀγαποῦσαν πραγματικότητες, ἐνῶ ἐμεῖς ἀγαπᾶμε σκιές.

Τό βλέμμα τους ἦταν πάντοτε προσηλωμένο, καρφωμένο πρός τά ἔξω. Τό δυνατό φῶς τοῦ Ἀττικοῦ οὐρανοῦ τούς προσέλκυε σάν γοητεία ἑνός θαύματος, τούς ἀπεκάλυπτε δέ πολλά πράγματα καί τούς τά παρουσίαζε πάντα πλημμυρισμένα ἀπό φῶς. Γι’ αὐτό τόν λόγο οἱ ψυχές τους ἦταν πλούσιες σέ χαρίσματα, ἡ δέ ἀγάπη τους γιά τόν κόσμο ἦταν ἀπεριόριστη.

Ἐμᾶς μᾶς περιέβαλαν οἱ ἀντάρες, οἱ ὁμίχλες πού κατέβησαν ἀπό τόν Βοριά. Τό βλέμμα μας κοιτάζει πρός τά μέσα, ἀναδιφᾶ τά ἐσώτερα. Καί ἐπειδή τόν ἐσωτερικό πλοῦτο μας τό προσφέρει ἡ ἀφθονία τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, τά ἐξωτερικά δηλαδή πλούτη, ἐμεῖς δέν γνωρίζουμε παρά τούς ἑαυτούς μας, σκαλίζουμε τό ἐσωτερικό εἶναι μας, στενοχωριόμαστε σκεπτόμενοι τήν ματαιότητα τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου καί ἐλπίζουμε νά βροῦμε κάποτε τήν ἀπεριόριστη γαλήνη.

Ἡ Ἀττική ψυχή γεννήθηκε ὑπό τό φωτεινό οὐρανό τῆς Ἑλλάδας, ἐνῶ ἡ σύγχρονη, μοντέρνα ψυχή κατάγεται ἀπό τήν καταχνιά τῶν βορείων θαλασσῶν.

Γι’ αὐτό ὁ σημερινός ἐτοιμοθάνατος, ὅταν τείνει ἀκόμη μέ μιά τελευταία προσπάθεια πρός τήν ζωή, πρός τήν ἀληθινή ζωή, τότε τό βλέμμα του γυρίζει ἀχόρταγα πρός τό ἀέτωμα τοῦ Παρθενώνα μέ τά παράξενα ἀραβουργήματα.

ΤΟΥΔΟΡ ΒΙΑΝΟΥ9

Μετάφραση:  π. Ἠλίας Ι. Φρατσέας

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Φύλλου 198

Φεβρουάριος 2019

Ὑποσημειώσεις

 

  1. Πρόκειται γιά τό ἄρθρο “Kalokagathia” πού δημοσιεύθηκε γιά πρώτη φορά στό περιοδικό “Lumina” (Τό Φῶς) τό ἔτος 1916 ξανατυπώθηκε στήν συλλογή Tudor Vianu, Idealul clasic al omului («Τό κλασικό ἰδεῶδες τοῦ ἀνθρώπου»), Editura Enciclopedica Romana, Βουκουρέστι, 1975, σ. 124-126.
  1. Λεωχάρης -Ἀθηναῖος γλύπτης (4ος π.Χ. αἰ.).
  1. Διάσημη οἰκογένεια Ἰταλῶν ζωγράφων: Jacopo Bellini (c. 1396–c. 1470), ὁ πατέρας καί οἱ δύο υἱοί τοῦ Gentile Bellini (c. 1429–1507) καί ὁ Giovanni Bellini (c. 1430–1516).
  1. Palma Vecchio ( 1480 –30 Ἰουλίου 1528), γνωστός καί ὡς Jacopo Palma ἤ καί ὡς Jacopo Negretti da Lavalle, ἦταν Βενετός ζωγράφος τῆς Ἰταλικῆς Ἀναγέννησης.
  1. Lorenzo Lotto (1480 – 1556/57) καί αὐτός ζωγράφος τῆς Ἰταλικῆς Ἀναγέννησης.
  1. Οἱ Ὀρφικοί Ὕμνοι ἀπαγγέλλονταν κατά τήν διάρκεια τῶν Ὀρφικῶν Μυστηρίων τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καί χρονολογοῦνται ἀπό τόν 6ο αἰώνα.
  1. Ἀνακρέων –λυρικός ποιητής (6ος–5ος π.Χ. αἰ.) ἀπό τήν Τέω τῆς Ἰωνίας.
  1. Θεόκριτος –βουκολικός ποιητής τοῦ 3ου αἰ. π.Χ. ἀπό τίς Συρακοῦσες.
  1. Tudor VIANU (γεν. 27 Δεκεμβρίου 1897/ 8 Ἰανουαρίου του 1898 στήν πόλη Giurgiu – πέθανε τήν 21η Μαΐου τοῦ 1964 στό Βουκουρέστι) ἦταν Ρουμάνος κριτικός, αἰσθητικός καί ἱστορικός λογοτεχνίας, ποιητής, δοκιμιογράφος, φιλόσοφος καί μεταφραστῆς. Σπούδασε Νομικά καί Φιλοσοφία στό Πανεπιστήμιο Βουκουρεστίου. Στο τέλος τῶν σπουδῶν τό ἔτος 1915, πῆγε γιά μεταπτυχιακές σπουδές στήν Γερμανία, καί τό ἔτος 1923 ἀνακηρύχθηκε διδάκτορας στό Πανεπιστήμιο Eberhard Karl τῆς Tubingen, ὑπό τήν καθοδήγηση τοῦ Karl Groos (τό Νοέμβριο τοῦ 1923), μέ τήν ἐργασία Das Wertungsproblem in Schillers Poetik. Uber naive und sentimentalische Dichtung (Τό ζήτημα ἀξιολόγησης στήν ποίηση τοῦ Schiller). Ἐπέστρεψε στή χώρα τό 1924 καί ἔγινε ἀναπληρωτής στό Πανεπιστήμιο Βουκουρεστίου. Μετά τίς μεταρρυθμίσεις τοῦ 1947, δέν διώχτηκε ὅμως ἀπό τό κομμουνιστικό καθεστῶς, ἀλλά ἄλλαξε τήν ἕδρα τῆς Αἰσθητικῆς καί παρέλαβε τήν ἕδρα Ἱστορία τῆς παγκόσμιας Λογοτεχνίας. Μεταξύ δέ τῶν ἐτῶν 1946-1947 ἔγινε καί πρεσβευτής τῆς Ρουμανίας στό Βελιγράδι. Μέχρι τό ἔτος 1964, ὅταν πέθανε ἀπό καρδιακή προσβολή, ἀναδείχθηκε πολυγραφότατος δημοσιεύοντας ἀξιόλογα ἔργα γιά τήν Ρουμανική καί Παγκόσμια Λογοτεχνία, γιά τήν Φιλοσοφία, γιά θέατρο κλπ.