ΒΡΟΝΤΟΧΙΟΝΟ;
Γνωρίζετε κάποιον πού νά τό ἔχει ξαναδεῖ;
Στίς τελευταῖες µέρες τοῦ Ἰανουαρίου, ἡ πόλη µας εἶδε τόσο χιόνι, ὅσο δέν θυµᾶµαι νά ἔχω δεῖ µέχρι σήµερα. Ἤ µήπως ἔχω ξαναδεῖ, ἀλλά ἁπλᾶ, µέχρι πρίν ὄχι πολλά χρόνια, οἱ ἄνθρωποι θεωροῦσαν φυσικό νά βλέπουν το χειµῶνα χιόνι; Ἡ µητέρα µου, µάλιστα, χαιρόταν γιατί σκοτώνει τή µελίγκρα καί, ἔλεγε, πώς ὅταν χιονίζει τό χειµῶνα, θά ἔχουµε ὄµορφα τριαντάφυλλα τήν ἄνοιξη. Δέν χαιρόταν ὅµως καθόλου ὅταν, µαζί µέ τή µελίγκρα, τό χιόνι σκότωνε καί τίς γαρδένιες –γιά τίς ὁποῖες καµάρωνε τόσο, ὅσο καί γιά τά τριαντάφυλλά της– καί τή θυµᾶµαι γονατιστή, στό χιόνι, να τίς τυλίγει µέ κάτι χοντρά ὑφάσµατα, σάν τσουβάλια, πού τά φύλαγε εἰδικά γι᾽ αὐτή τή δουλειά.
Τότε, οἱ ἄνθρωποι δέν ἔδιναν ὀνόµατα στό χιόνι. Ἄν ἔλεγες σέ κάποιον ὅτι αὔριο θά ἔρθει ἡ Ἐλπίδα, ἤ ἡ Μήδεια, ἤ ὁ Ἀριστοτέλης ἤ ὁ Χαράλαµπος(!) ἤ δέν ξέρω κι ἐγώ ποιός, θά νόµιζε ὅτι περίµενες ἐπισκέψεις. Κι ἄν τοῦ ἐξηγοῦσες ὅτι ἡ Ἐλπίδα εἶναι τό χιόνι πού περιµένεις, θά σέ θεωροῦσε ἁρµοδιότητα ψυχιάτρου καί, ἴσως, γιά νά σέ διευκολύνει, νά σοῦ ἔδινε καί τό ὄνοµα καί τό τηλέφωνο κάποιου γνωστοῦ του!