ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕῼ
(Μιά πατερική - διαφορετική τῶν ἄλλων - ἐξήγηση
τοῦ Εὐαγγελικοῦ Ἀναγνώσματος τῆς Θείας Λειτουργίας)
Ματθ. 25, 31-46
«Ὁ Θεός, ὁ Θεός μου … ἐδίψησέ σε ἡ ψυχή μου» (Ψαλμός 62)
Εἶναι ἕνας στίχος ἀπό τόν Ἑξάψαλμο, πού κάθε μέρα διαβάζουμε ἤ ἀκοῦμε, στήν ἀρχή τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Ὄρθρου. Γίνεται λόγος γιά μιά δίψα, πού φαίνεται νά εἶναι «διπλῆς γραμμῆς καί κατευθύνσεως» καί ὄχι «μονόδρομος», διότι καί ὁ ἴδιος «ὁ Θεός, ὁ Θεός μας», διψᾶ τήν σωτηρία μας· τό λέει κάπου καί τό «Θεοτοκάριο», ὅτι ὁ Θεός «ὑπέρ πᾶσαν ἄλλην θυσίαν, τῶν ἁμαρτανόντων ποθεῖ τήν σωτηρίαν». Ἔτσι λοιπόν, καί ὁ ἄνθρωπος (κατά τόν ψαλμικό στίχο) διψᾶ τόν Θεό, ἀλλά καί ὁ Θεός διψᾶ καί ποθεῖ τήν σωτηρία μας· καί μάλιστα, ὄχι εὑρισκόμενος κάπου ἐκτός, ἀλλ’ «ἐντός ἡμῶν», ἀπό τήν ἡμέρα ἤδη τῆς Βαπτίσεώς μας! Ὦ βάθος πλούτου! Ἕνα περίεργο καί «ἀμφίδρομο» μυστήριο· κι ὅμως ἀληθινό, ἄν καί ἀνεξήγητο. Γι’ αὐτό ἄλλωστε εἶναι μυστήριο· ἄν μᾶς ἦταν κατανοητό, ἁπλούστατα, δέν θά ἦταν μυστήριο. Ἄς θυμηθοῦμε τήν διήγηση τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου, σχετικά μέ τήν Σαμαρείτιδα, παρά τό φρέαρ τοῦ Ἰακώβ. Ὁ Δεσπότης Χριστός, κουρασμένος καί πεινασμένος, ἐκάθησε παρά τό φρέαρ. Οἱ Ἀπόστολοι πῆγαν ἀμέσως νά ἀγοράσουν στήν κοντινή πόλη Συχάρ τρόφιμα γιά νά ἀνακουφίσουν τήν πεῖνα τοῦ Διδασκάλου καί ὅταν ἐπέστρεψαν καί Τοῦ τά πρόσφεραν, τούς ἀπήντησε ὅτι ἤδη εἶχε φάει. Ἀπεδείχθη, ὅτι πεινοῦσε καί διψοῦσε τήν σωτηρία τῆς ἤδη μετανοησάσης γυναικός Σαμαρείτιδος. Σήμερα, διψᾶ τό ἴδιο γιά μᾶς, εὑρισκόμενος «ἐντός ἡμῶν».
Μετά ἀπ’ αὐτή τήν μικρή εἰσαγωγική σημείωση, θά παρακολουθήσουμε, πῶς ἕνας Ἅγιος Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας, ἀναφερόμενος στήν σημερινή Εὐαγγελική διήγηση περί τῆς Μελλούσης Κρίσεως, μᾶς δίνει μιά διαφορετική ἑρμηνεία τοῦ κειμένου (Ματθ. 25, 31-46), ἀπ’ αὐτήν πού συνήθως ὅλοι μας δίνουμε καί γνωρίζουμε. Πρόκειται γιά τόν γνωστό μας – κι ἀπό περσινό ἄρθρο μας - Ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο. Ὅλοι βέβαια πιστεύουμε, ὅτι ἡ ἀναφερόμενη στό Εὐαγγελικό κείμενο «πεῖνα-δίψα-ἀσθένεια-φυλάκιση» τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, ἀντανακλᾶ στά πρόσωπα τῶν λεγομένων «ἐλαχίστων ἀδελφῶν» Του· καί ὅτι, κάθε σχετική ἀνταπόκριση καί στάση μας ἀπέναντί τους, πρός Ἐκεῖνον κατ’ οὐσίαν μεταβαίνει. «Ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε (=ἐφ’ ὅσον ἀνταποκριθήκατε θετικῶς) ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε». Καί «ἐφ’ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε (=ἀρνητική στάση)· οὐδέ ἐμοί ἐποιήσατε». Ἡ ἔννοια τῆς φιλανθρωπίας καί ἐλεημοσύνης εἶναι σαφής. Αὐτά «ἔφη τό σεπτόν καί σεβάσμιον στόμα» τοῦ Κυρίου. Ὁπότε, ἀνάλογη μέ τήν θετική ἤ ἀρνητική στάση μας, θά εἶναι καί ἡ αἰώνια, εἴτε σωτηρία, εἴτε κόλασίς μας. Θά ἦταν παράλογο νά σκεφθοῦμε κάτι ἄλλο σάν ἐξήγηση. Καί ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος, στήν Καθολική Ἐπιστολή του (κεφ. Α, 27), «ἐγκρίνοντας καί ἐπαυξάνοντας» τά Κυριακά λόγια, ἀναφέρει: «Θρησκεία καθαρά καί ἀμίαντος παρά τῷ Θεῷ καί πατρί, αὕτη ἐστίν, ἐπισκέπτεσθαι ὀρφανούς καί χήρας ἐν τῇ θλίψει αὐτῶν, ἄσπιλον ἑαυτόν τηρεῖν ἀπό τοῦ κόσμου».
Εἶναι ὅμως ἔτσι, κατά βάθος, τά πράγματα; Αὐτή μάλιστα ἡ ἀκροτελεύτια ἀποστολική φράση, «ἄσπιλον ἑαυτόν τηρεῖν ἀπό τοῦ κόσμου», θά πρέπει πολύ νά μᾶς προβληματίσει· καί ὄχι νά ρίξουμε, πρόχειρα, τό βάρος τῆς εὐαγγελικῆς ἑρμηνείας στήν συνήθη περί ἐξωτερικῆς φιλανθρωπίας ἐξήγηση. Ἤδη, ἄλλωστε, μιά τέτοια ἀποκλειστική παραδοχή, θά εἶχε ὁδηγήσει τήν Ἐκκλησία σύσσωμη στήν ἀποκήρυξη τοῦ Μοναχισμοῦ ὡς θεσμοῦ της, πρό πολλῶν αἰώνων, ἐφ’ ὅσον αὐτός – στήν κανονική καί κλασσική μορφή – εἶναι ξένος καί «ἀλλότριος» πρός τίς ἀναφερόμενες στό σημερινό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα φιλανθρωπικές ἐκδηλώσεις.
Ἄς ἐξετάσουμε λοιπόν, μέ τήν εὐκαιρία αὐτή, ποιά ἐξήγηση δίδει ὁ Ἅγιος Συμεών, μέ κάθε δυνατή συντομία, πού ἐξ ὁρισμοῦ ἐπιβάλλει ἕνα ἄρθρο περιοδικοῦ. Ἡ σχετική πατερική διδασκαλία εὑρίσκεται στό ἔργο τοῦ Ἁγίου, τό ἐπιλεγόμενο «Ἀλφαβητικά Κεφάλαια» καί συγκεκριμένα στό δέκατο κεφάλαιο, «Περί Ἐλεημοσύνης». Ἡ Σεβασμία Ἱερά Μονή Σταυρονικήτα - Ἁγίου Ὄρους, ἔχει ἐκδόσει τό ἔργο αὐτό, μαζί μέ μετάφραση καί σχολιασμούς (Β’ ἔκδοση 2011, σελ. 142). Γράφει, λοιπόν, ὁ Ἅγιος, ἀρχίζοντας τό Κεφάλαιο:
«Περί ἐλεημοσύνης. Καί τίς ἐστιν ὁ πεινῶντα τόν Θεόν τρέφων καί διψῶντα ποτίζων, καί πῶς τοῦτο τινί κατορθωθήσεται. Καί ὅτι εἰ μή τις ἐν ἑαυτῷ ταῦτα πάντα ποιήσει καί θρέψει καί ἐνδύσει Χριστόν, οὐδέν ὠφεληθήσεται ἐκ τοῦ ταῦτα μόνον ποιεῖν εἰς τούς πένητας, ἑαυτόν δέ ἄτροφον παρορᾶν καί γυμνόν τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ. Καί ὅτι κυρίως λιμός, ὁ ψυχικός ἐστιν».
Μετάφραση: «Περί ἐλεημοσύνης. Καί ποιός εἶναι αὐτός πού τρέφει τόν Θεόν ὅταν πεινᾶ καί Τοῦ δίνει νερό ὅταν διψᾶ, καί πῶς κάποιος θά τό κατορθώσει αὐτό. Ἄν κάποιος δέν πράξει ὅλα αὐτά στόν ἑαυτό του καί δέν θρέψει καί ποτίσει καί ντύσει τόν Χριστό μέσα του, δέν θά ὠφεληθεῖ τίποτε ἀπό τό ὅτι τά πράττει αὐτά μόνο στούς φτωχούς, τόν ἑαυτό του ὅμως παραβλέπει πεινασμένο καί γυμνό ἀπό τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Καί ὅτι πεῖνα κυρίως εἶναι ἡ πεῖνα τῆς ἑαυτοῦ ψυχῆς».
Λίγο παράξενα τά λόγια τοῦ Ἁγίου. Ἄς τόν ἀφήσουμε, ὅμως, νά μᾶς ἐξηγήσει.
(Στή συνέχεια, ἐπιλεκτικά ἀναφέρονται τά κυριώτερα σημεῖα. Ἀναγκαστικά, περιοριζόμαστε στήν Μετάφραση, πού φιλοτίμως ἐξεπόνησαν οἱ καλοί Σταυρονικητιανοί Πατέρες).
Λέγει ὁ Ἅγιος: « Ὅπως τό σῶμα δέν μπορεῖ νά ὑποφέρει τήν πεῖνα, ἔτσι καί ἡ ψυχή δέν μπορεῖ νά ὑποφέρει τήν νοητή πεῖνα. Ὅ,τι ἀκριβῶς εἶναι γιά τό σῶμα ἡ ἀρρώστια, ὅταν αὐτό κακοτρέφεται, τό ἴδιο εἶναι γιά τήν ψυχή ἡ ἁμαρτία καί τό πάθος. Οἱ αἰσθητοί ὀφθαλμοί βλέπουν τίς αἰσθητές τροφές καί τίς ἐπιθυμοῦν· καί ὅσοι τίς ἐπιθυμοῦν καί τίς βλέπουν, τίς γεύονται. Ὅμως, οἱ νοητοί ὀφθαλμοί τῆς ψυχῆς, δέν βλέπουν τίς νοητές τροφές· καί γι’ αὐτόν τόν λόγο, ὅσοι δέν τίς βλέπουν νοητῶς, οὔτε τίς ἐπιθυμοῦν οὔτε τίς γεύονται. Ἄν οἱ ἄνθρωποι ἐνδιαφέρονταν γι’ αὐτές τίς νοητές καί κυρίως τροφές, κατά τόν ἴδιο τρόπο πού θά ἐνδιαφέρονταν γιά τίς αἰσθητές τροφές, τότε δέν θά ὑπῆρχε κανείς πού νά μήν ἦταν ἅγιος ἄγγελος τοῦ παντοκράτορος Θεοῦ. Τώρα ὅμως γίνεται κάτι τό πολύ ἀξιολύπητο· δηλαδή, φροντίζουμε νά ζεῖ καί νά καλοτρέφεται καί νά ἔχει ὑγεία τό σῶμα μας, ἐνῶ ἡ ψυχή, πού ζωογονεῖ τό σῶμα, καταστρέφεται ἀπό πεῖνα καί δίψα, «λιμόν καί δίψαν», ὄχι ἄρτου καί ὕδατος, «ἀλλά λιμόν τοῦ ἀκοῦσαι λόγον Κυρίου» (Ἀμώς 8, 11). Βλέπεις λοιπόν, ὅτι πεῖνα κυρίως εἶναι ἡ πεῖνα τῆς ψυχῆς; Καί πῶς συμβαίνει οἱ πεινασμένοι νοητῶς, νά μήν αἰσθάνονται καθόλου τήν ψυχική τους πεῖνα, ἀλλά ὅσο στεροῦνται καί πεινοῦν, τόσο νά γίνονται περισσότερο ἀναίσθητοι; Ὑπάρχουν βέβαια καί αὐτοί, πού δέν γνωρίζουν κἄν ὅτι ὑπάρχει τροφή τῆς ψυχῆς, ὅπως καί τά ἄλογα ζῶα. Αὐτοί, καί ὅσο ζοῦν εἶναι νεκροί ψυχικῶς, καί ὅταν πεθάνουν σωματικῶς εἶναι «ἐλεεινότεροι πάντων ἀνθρώπων». Ὅταν λοιπόν ἀκοῦς τόν Κύριο νά λέει, «ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί ἑκάστῳ τούτων τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε», μή νομίσεις ὅτι τό εἶπε αὐτό ὁ Κύριος μόνο γιά τούς σωματικά φτωχούς - ὅπως θά φαντάζονταν μερικοί – καί γιά ἐκείνους πού, σωματικά, πεινοῦν, διψοῦν, γυμνητεύουν, ἀσθενοῦν ἤ εἶναι φυλακισμένοι, ὅπως ἀναφέρεται στή συνέχεια τῶν λόγων τοῦ Κυρίου. Ἀλλά τό εἶπε καί γιά ὅλους ἐμᾶς. Ἀληθινά, ὁ Κύριος διψᾶ καί πεινᾶ τήν σωτηρία τοῦ καθενός μας· καί σωτηρία μας εἶναι ἡ ἀποχή ἀπό κάθε ἁμαρτία. Λένε οἱ ἅγιοι πατέρες μας, ὅτι ὅπως οἱ δαίμονες τρέφονται ἀπό τίς πονηρές μας πράξεις, ἔτσι λιμοκτονοῦν καί χάνουν τή δύναμή τους, ὅταν ἐμεῖς ἀπέχουμε ἀπό τά κακά. Ἔτσι σκέπτομαι ἀκριβῶς, ὅτι κι ὁ Θεός πού ἐπτώχευσε γιά τήν σωτηρία μας, τρέφεται ἀπό μᾶς ὅταν ἀποφεύγουμε τά κακά, ἐνῶ ὑποφέρει πάλι ἀπό πεῖνα, ὅταν τά καλλιεργοῦμε. Βλέπεις λοιπόν, ὅτι, ἄν ποῦμε πώς ἡ ἐλεημοσύνη γίνεται μόνο μέ χρήματα καί μέ ὑλική τροφή, τότε πολλοί ἅγιοι, πού, ἐκ τῶν πραγμάτων καί περιστάσεων τοῦ βίου τους, δέν τήν ἐξήσκησαν, θά ἔπρεπε νά ἐκδιωχθοῦν ἀπό τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Ἀλλ’ αὐτό δέν εἶναι δυνατόν. Ὄχι! Ὁ Θεός ἐπτώχευσε γιά σένα, ἐνῶ ἦταν πλούσιος. Ὀφείλεις λοιπόν κι ἐσύ, πού πιστεύεις σ’ Αὐτόν, νά γίνεις παρομοίως φτωχός. Αὐτός ἐπτώχευσε, γιά νά σοῦ μεταδώσει τόν πλοῦτο τῆς χάριτός Του. Ὅταν λοιπόν ἑτοιμάσεις τόν ἑαυτό σου πρός ὑποδοχήν Του, τότε λέγεται, ὅτι γίνεται Αὐτός δεκτός ἀπό ἐσένα. Καί ὅταν ἐσύ πεινᾶς καί διψᾶς, νηστεύεις, ἀσκεῖσαι γιά Ἐκεῖνον, αὐτά Ἐκεῖνος τά μετρᾶ ὡς τροφή καί ποτό Του. Πῶς; Διότι, μέ αὐτά καί τά παρόμοια ἔργα καί πράξεις, ὧν πρώτη εἶναι ἡ Προσευχή καί ἡ Θεία Μετάληψις, καθαρίζεις τήν ψυχή σου καί ἀπαλλάσσεις τόν ἑαυτό σου ἀπό τήν νοητή πεῖνα καί τήν ἀκαθαρσία τῶν παθῶν. Καί ἔτσι, ὁ Θεός, πού ποθεῖ νά σέ κάνει θεό - ὅπως ἐκεῖνος ἔγινε ἄνθρωπος – αὐτά πού κάνεις γιά τόν ἑαυτό σου, τά μετρᾶ σάν νά τά κάνεις γιά Ἐκεῖνον· καί σοῦ λέγει: «Ἐφ’ ὅσον ἐποίησας τῇ ἐλαχίστῃ ψυχῇ σου, ἐμοί ἐποίησας». Μέ ποιά ἄλλα ἔργα ἄλλωστε εὐαρέστησαν τόν Θεό «οἱ ἐν σπηλαίοις καί ὄρεσι»; Ὁπωσδήποτε εὐαρέστησαν μέ τήν ἀγάπη, τήν μετάνοια, τά δάκρυα καί μέ κάθε ἄσκηση. Καί μ’ αὐτά Τόν ὑποδέχθηκαν, Τόν φιλοξένησαν, Τόν ἔθρεψαν καί ἐπότισαν καί Τόν «διηκόνησαν», ὄντες «ἐλάχιστοι». Διότι ὅλοι ὅσοι γίνονται παιδιά τοῦ Θεοῦ, μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα, εἶναι, γιά τό φρόνημα τοῦ κόσμου, «ἐλάχιστοι», ἀσήμαντοι καί φτωχοί. Κι ἔτσι, ἀφοῦ ἐνδύθηκαν τόν Χριστό – κατά τό «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε», ὕμνος πού ψάλλεται καί στήν Ἀκολουθία τῆς λήψεως τοῦ Ἀγγελικοῦ Σχήματος - ἐνδύουν ἔτσι τόν ἴδιο τόν Χριστό. Ἄν ὅμως δέν κάνουν αὐτό, ἀλλά ἐνδύουν μέν ὅλους τούς γυμνούς τοῦ κόσμου, ἐνῶ τούς ἑαυτούς τους ἐγκαταλείπουν γυμνούς ἀρετῶν παντοιοτρόπων, ποιό τό ὄφελος; Ὡς μέλος, λοιπόν, τοῦ Χριστοῦ καί ὡς ἀδελφός Του ἐλάχιστος, ἐάν ὅλους μέν τούς ἄλλους τιμήσεις, φιλοξενήσεις, ὑπηρετήσεις, ἀλλ’ ὅμως παραβλέψεις τόν ἑαυτό σου καί δέν ἀγωνιστεῖς μέ κάθε τρόπο νά κορέσεις τήν πεῖνα καί τή δίψα τῆς ψυχῆς σου καί τήν ἀφήσεις ἀκάθαρτη, στερημένη ἀρετῶν, νά βρίσκεται στό σκότος τῶν παθῶν, σάν νεκρή, πές μου· δέν πρόσβαλες τότε τόν ἐλάχιστο ἀδελφό τοῦ Χριστοῦ, τήν ψυχή σου; Δέν τόν ἐγκατέλειψες πεινασμένο, διψασμένο, ἀσθενῆ ἤ «ἐν φυλακῇ»; Γι’ αὐτόν τόν λόγο, λοιπόν, δικαίως καί θά ἀκούσεις: «Δέν ἐλέησες τόν ἑαυτό σου, ἄρα δέν θά ἐλεηθεῖς». Μή γένοιτο!
Νομίζω ὅτι εἶναι ἀρκετές οἱ παραπάνω νουθεσίες τοῦ Ἁγίου, γιά νά ἐκτιμήσουμε καί τήν ἀρκτική ἐπικεφαλίδα μας «Ὁ Θεός, ὁ Θεός μου … ἐδίψησέ σε ἡ ψυχή μου» (Ψαλμός 62), παντοιοτρόπως· κυρίως ὅμως μέ τήν κραυγή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ» καί τήν προσέλευση στό Ποτήριον τῆς Ζωῆς. «Σῶμα Χριστοῦ μεταλάβετε, ζωῆς Ἀθανάτου γεύσασθε». Ἄς μᾶς ἀξιώσει ὁ Κύριος, νά τό ψάλλουμε ἐμπράκτως, κατά τό Πάσχα! «Μακάρι νά νοιώσεις, πόσο διψάει τόν Θεό ἡ καρδιά σου», εἶπε ἕνας σύγχρονος Γέρων.
Καλή Τεσσαρακοστή!
Μοναχός Νεκτάριος
Κελλίον Μπουραζέρη – ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 234
Φεβρουάριος 2022