Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ
καί ὁ ἀρειανισμός στήν «χριστιανική» Δύση
Ὅταν μιλάει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, στήν πρώτη πρός Κορινθίους Ἐπιστολή, γιά τό κήρυγμά του, τονίζει ὅτι κατά πρῶτον λόγο τούς παρέδωσε, ὅτι ὁ Χριστός «ἀπέθανεν ὑπέρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν κατά τάς Γραφάς, καί ὅτι ἐτάφη, καί ὅτι ἐγήγερται τή τρίτη ἡμέρα κατά τάς Γραφάς» (15, 3-4). Τήν Ἀνάσταση ὅμως τοῦ Χριστοῦ τούς κήρυττε ὄχι ἁπλῶς ὡς ἀκροατής τῶν λόγων τῶν αὐτοπτῶν μαρτύρων, ἀλλά ἐξ ἰδίας ἐμπειρίας, ἐπειδή, μετά τίς ἐμφανίσεις τοῦ Χριστοῦ πρίν ἀπό τήν Ἀνάληψή Του, τελικά καί ὁ ἴδιος εἶδε τόν ἀναστημένο Χριστό. Τόν εἶδε μετά τήν Ἀνάληψή Του, Τόν εἶδε ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ. Ἐδῶ στήν περίπτωση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἰσχύει αὐτό πού ὑπογραμμίζει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος γενικά γιά ἐμᾶς τούς χριστιανούς, ὅτι δέν θά ἔπρεπε νά χρειαζόμαστε τή βοήθεια τῶν γραπτῶν κειμένων, ἀλλά ὁ βίος μας θά ὤφειλε νά εἶναι τόσο καθαρός, ὥστε «τοῦ Πνεύματος τήν χάριν ἀντί βιβλίων γίνεσθαι ταῖς ἡμετέραις ψυχαῖς, καί καθάπερ ταῦτα διά μέλανος, οὕτω τάς καρδίας τάς ἡμετέρας διά Πνεύματος ἐγγεγράφθαι». Αὐτή τήν ἐγγραφή ἀπ’ εὐθείας στίς καρδιές μας θά μπορούσαμε νά χαρακτηρίσουμε ὡς ἐπιστήμη τοῦ Θεοῦ. Παρέχει τήν ἄμεση, σαφῆ καί ἀδιαμφισβήτητη γνώση. Πρόκειται γιά τήν ἐνδιάθετο πίστη, ἡ ὁποία, γιά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, εἶναι «ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων». Αὐτός ὁ ἔλεγχος ὑπερβαίνει ἀσύγκριτα τή μεθοδολογία τῆς κάθε ἐπιστήμης, κάνει τόν ἄνθρωπο συμμέτοχο τῆς γνώσης τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἐποίησε τήν ἐπιστήμη. Οἱ χριστιανοί μέ τόση καθαρότητα βίου, ὥστε νά καθιστοῦν τόν ἑαυτό τους δεκτικό τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δηλ. ὅλοι οἱ Ἅγιοι διαχρονικά σέ ὅλους τους αἰῶνες, γίνονται «βιβλία καί νόμοι … διά τῆς χάριτος ἔμψυχοι», ἀποτελοῦντες ζωντανή ἔκφραση τοῦ Χριστοῦ σέ κάθε ἐποχή. Συμπίπτουν ἀπόλυτα μέ τά λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πού προκύπτουν ἀπό ὅλα τά παραπάνω: «εἰ δέ Χριστός οὐκ ἐγήγερται, κενόν ἄρα τό κήρυγμα ἡμῶν, κενή δέ καί ἡ πίστις ὑμῶν».