ΨΥΧΗ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΕΣ

Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ Ο Α΄ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ Ο Α΄
 ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

 

Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΘΗΝΩΝ

     ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

             ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ

Ὅρµος Ὑστερνίων Τήνου, 9/3/1975

 

Πρός τούς 77 ὑποψηφίους Κληρικούς

ἐ/φ τοῦ κ. Ὀδ. Τσολογιάννη

ὁδός Σκιάθου 52

Ἀθήνας – 817

 

γαπητοί µου,

 

Ἔλαβα τό ἀντίτυπον τοῦ ψηφίσµατός σας τῆς 1/3/1975 καί σπεύδω ἀφ’ ἑνός µέν νά σᾶς εὐχαριστήσω διά τό ἀποσταλέν, ἀφ’ ἑτέρου δέ νά σᾶς συγχαρῶ θερµῶς καί διά τάς ἐν αὐτῷ διατυπουµένας ἀντιλήψεις σας καί διά τάς δι’ αὐτοῦ ἐξαγγελλοµένας ἀποφάσεις σας.

Τά τῆς παραγράφου 3 τοῦ ψηφίσµατος, δυστυχῶς διά τήν Ἐκκλησίαν µας, ἀπεικονίζουν ἐν πολλοῖς τήν πραγµατικότητα. Τήν ἐγνώρισα ἐκ τοῦ πλησίον κατά τό διάστηµα τῆς ἐνεργοῦ ὑπηρεσίας µου ὡς Ἀρχιεπίσκοπος καί ἐθλιβόµην βαθύτατα, διότι διεπίστωσα, ὅτι κατά κανόνα οἱ ἀρχαιότεροι ἐµοῦ Ἀρχιερεῖς κατ’ οὐδένα τρόπον ἦτο δυνατόν νά ἀλλάξουν νοοτροπίαν. Ἰδού τί ἔγραφα εἰς τό προσωπικόν µου Ἡµερολόγιον τό 1970: «Αἰσθάνοµαι πολύν πόνον. Πρῶτον, διότι βλέπω τήν νοοτροπίαν τῶν Ἀρχιερέων, ἡ ὁποία τίποτε τό καλόν διά τήν Ἐκκλησίαν µας δέν προοιωνίζεται. Μέ τόν ἐπικρατοῦντα εἰς αὐτούς δεσποτισµόν δέν πρόκειται ποτέ νά ἀποκτήσωµεν ἀξιόλογον κλῆρον. Ποῖοι θά ἔχουν τόσην αὐτοθυσίαν, ὥστε νά ἔλθουν εἰς τόν κλῆρον ὑπ’ αὐτάς τάς συνθήκας;».

Ὡς πρός τήν συµµετοχήν τοῦ κλήρου καί τοῦ λαϊκοῦ στοιχείου εἰς τήν διοίκησιν τῆς Ἐκκλησίας, σᾶς πληροφορῶ τά ἑξῆς: Εἰς τό πρῶτον µου σχέδιον τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τοῦ 1969, ἡ συµµετοχή τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ ἐξησφαλίζετο διά τῶν ἑξῆς:

α) Διά τῆς συµµετοχῆς ἑνός Κληρικοῦ καί τεσσάρων λαϊκῶν ἐξ ἐκάστης Ἐξαρχίας εἰς τήν Γενικήν Ἐκκλησιαστικήν Συνέλευσιν.

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΚΑΙ Η ΠΟΛΗ ΤΟΥ

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΚΑΙ Η ΠΟΛΗ ΤΟΥ

 

Δέν µπορεῖ νά σκεφτεῖ κανείς τόν µῆνα Μάϊο, χωρίς νά τοῦ ἔρθει στό νοῦ ἐκεῖνος ὁ βασιλιάς, πού πῆρε τήν ἀνθρωπότητα ἀπό τό βαθύ σκοτάδι τοῦ χειµῶνα τῆς εἰδωλολατρικῆς κακίας καί τήν ὁδήγησε στήν ἄνοιξη τῆς ζωῆς “ὡς ἐν Οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς”.

Μέσα σέ αὐτόν τόν τρίτο µῆνα τῆς ἄνοιξης, συνοψίζεται ἡ περίληψη τῆς ἱστορίας τῆς ἀπόπειρας τῆς ἀνθρωπότητας νά φέρει γιά πρώτη -καί µᾶλλον καί γιά τελευταία- φορά, τό πρότυπο τῆς ζωῆς τοῦ Οὐρανοῦ στή γῆ. Καί συνοψίζεται µέ τρεῖς ἐπετείους:

α) Μέ τήν ἑορτή τῆς ἐπετείου τοῦ θανάτου αὐτοῦ τοῦ βασιλιά, ὁ ὁποῖος θεµελίωσε τοῦτο τό καινό, τό µηδέποτε, µέχρι τότε, δοκιµασµένο πολίτευµα,

β) Μέ τήν ἐπέτειο τῆς γέννησης τῆς Πόλης του, δηλαδή τά ἐγκαίνιά της καί,

γ) Μέ τήν ἐπέτειο τοῦ θανάτου τῆς Πόλης του, δηλαδή, τῆς Ἅλωσής της ἀπό βαρβάρους καί τῆς ὁριστικῆς της ἀλλοτρίωσης ἀπό τόν τρόπο ζωῆς, πού ὁ ἱδρυτής της εἶχε ὁραµατιστεῖ.

ΕΝΑΣ ΕΞΥΠΝΟΣ ΛΑΟΣ

ΕΝΑΣ ΕΞΥΠΝΟΣ ΛΑΟΣ *

 

Εἴμαστε ἕνας ἔξυπνος λαός. Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία. Ἕνας ἀπό τούς ἐξυπνότερους λαούς τῆς γῆς· καμιά φορά συλλογιέται κανείς μήπως συμβαίνει νά εἴμαστε καί ὁ ἐξυπνότερος. Ἀπό τά ἀρχαιότατα χρόνια, ἡ Ἑλληνική εὐφυΐα, ἄς τήν ποῦμε ἐδῶ “ἐξυπνάδα”, ἔδωσε λαμπρές ἐξετάσεις. Αὐτό πού ὀνομάζεται “Ἑλληνικό θαῦμα” καί πού ὀφείλεται, βέβαια, σέ πολλά δεδομένα, εἶναι, κατά σημαντικό ποσοστό, καί τό κατόρθωμα ἑνός λαοῦ μέ κοφτερή ματιά, μ᾽ εὐκίνητο πνεῦμα, μέ ἀντιληπτική καί ἀφομοιωτική ἱκανότητα, πού πῆρε στά χέρια του τό θολό κόσμο τῆς Ἀνατολῆς καί τόν ἔκαμε κόσμο διαφανή, σαφή, ἀκριβομετρημένο, καλοζυγισμένο, ἁρμονικό. Δέν πρόκειται νά ἐπιχειρήσω ἐδῶ τό ἐγκώμιο, τόσο κοινότυπο ἄλλωστε, τῶν Ἑλλήνων τῆς κλασσικῆς ἐποχῆς, γιατί ἐπιθυμῶ νά σπουδάσω καί τήν ἄλλη πλευρά τοῦ νομίσματος. ἩἙλληνική ἐξυπνάδα δέν ἔπαυσε νά ὑπάρχει ἀπό τούς καιρούς τῶν πρώτων ἀποίκων πού μεταφύτευσαν τό “δαιμόνιο τῆς φυλῆς” στίς ἀκροθαλασσιές τῆς Μέσης θάλασσας ἴσαμε τή στερνή τούτη στιγμή. Ἀλλά στό ἀναμεταξύ ἔχει ὑποστεῖ τόσες περιπέτειες, τόσες φαλκιδεύσεις, τόσες νοθεῖες καί τόσες ἀπαλλοτριώσεις, ὥστε τήν ὥρα τούτη νά ἀποτελεῖ περισσότερο ἐλάττωμα, παρά προτέρημα.

Ὁδοιπορία στ᾿ Ἀθωνικά τά µονοπάτια....

Ὁδοιπορία στ᾿ Ἀθωνικά τά µονοπάτια....

Περιήγηση θεραπευτική καί εὐλογημένη

Μνημόσυνο εὐλαβικὸ τοῦ σεπτοῦ Γέροντος Θεοκλήτου Διονυσιάτου

 

ταν ἐπισκεφθεῖς τό Ἅγιον Ὄρος, ἀγαπητέ προσκυνητή, προσπάθησε νά συμμαζέψεις κατά πρῶτον τό νοῦ σου, ὅσο μπορεῖς βέβαια, παραβλέποντας ἀταξίες1  καί ἐπιζητῶντας εὐκαιρίες, πού θά σοῦ προσφέρουν θεοφιλῆ βιώματα, πόθο κατανύξεως καί φυσικά ἐκείνη τή χαρισματική εὐγένεια καί καλωσύνη, τήν ὁποία δέ συναντᾶς στόν κόσμο.

Ἄν καί στό Ὄρος αὐξήθηκαν τά τροχοφόρα, ἄν οἱ δρόμοι ὁδηγοῦν γρήγορα ἀπό τό ἕνα μοναστήρι στό ἄλλο, καλό εἶναι νά μήν ἐπιδιώξεις τέτοιου εἴδους «περιήγηση». Γιατί κάτι τέτοιο περικλείει μέσα σέ ὅλα καί τό ἀμάρτημα τῆς περιεργείας, κάτι πού πολύ εὔστοχα ἐπιτιμοῦν οἱ Πατέρες· ἄλλωστε ἡ περιέργεια, ἐκεῖνο δηλαδή τό, “νά δοῦμε τό ἕνα καί τό ἄλλο”, δημιουργεῖ πολλά. Καί στό Ὄρος πᾶς ν᾿ ἀναθάλλεις πνευματικά, ἐκτός ἄν ἐπιθυμεῖς “θρησκευτικό” τουρισμό μέ ἀπώτερο σκοπό τήν ψυχαγωγία –ἡ λέξη γράφεται μέ τήν κοσμική της ἔννοια, ὄχι τήν κυριολεκτική– ὁπότε καί ζεῖς μιάν ἀκόμη ἀποτυχία. Γι᾿ αὐτό ἄν ἐπιθυμεῖς νά ζήσεις μέσα στό ἱερό θάμβος πού ἀκτινοβολεῖ ἡ εἰκοσιτετράωρη δοξολογική πορεία τῶν πατέρων μιᾶς Μονῆς ἤ καί ἑνός ἁπλοῦ Κελλίου, καλό εἶναι νά μείνεις κάπου, νά σταθεῖς ἐκεῖ μέ διάκριση καί ταπεινό φρόνημα ἀκολουθῶντας τό δρόμο πού σοῦ δείχουν οἰ Πατέρες καί ὁ Θε-ός, ὥστε νά ξαποστάσεις.