«ΘΑΥΜΑ ΑΙΩΝΙΟΝ»

«ΘΑΥΜΑ ΑΙΩΝΙΟΝ»

Τά περισσότερα κείμενά μας γιά θεατρικά ἔργα πού δημοσιεύονται στό περιοδικό ΕΥΛΟΓΙΑ γράφονται μέ ἀφορμή τήν παρουσίασή τους σέ θέατρα κατά τήν χειμερινή θεατρική περίοδο ἤ κατά τήν διάρκεια διαφόρων φεστιβάλ. Τό κείμενο αὐτό γιά τό ἔργο «Θαῦμα Αἰώνιον» τοῦ Τάκη Χρυσούλη – χαρακτηρίζεται Λειτουργικό Δρᾶμα – πού ἀφορᾶ τήν ζωή τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, γράφεται τώρα, διότι ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τήν μνήμη της τήν 1η Ἀπριλίου.

Ὡς θεατρικό εἶδος τό λειτουργικό δρᾶμα συνδυάζει στοιχεῖα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς τραγωδίας καί τοῦ τελετουργικοῦ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Τό «Θαῦμα Αἰώνιον», ἐμπνευσμένο ἀπό τήν ζωή τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, παρουσιάζει σκηνές, μέ φάσεις ἀπό τήν συγγραφή τῆς βιογραφίας τῆς ζωῆς τῆς Μαρίας στήν Ἀλεξάνδρεια ὅπου καθημερινά βυθιζόταν στόν βοῦρκο τῆς ἀκολασίας, τήν ἐπίγνωση τῆς καταστάσεώς της μπροστά στό Σταυρό πού τήν ὁδήγησε στή μετάνοια καί στήν ἀσκητική ζωή στήν ἔρημο.

Στίς σκηνές στήν Ἀλεξάνδρεια ἔχουμε πρόσωπα πού σκιαγραφοῦν τόν κόσμο ὅπου ζοῦσε ἡ Μαρία: κάπελας, μάντισσα, μεθυσμένος ἄντρας καί ναυτικός. Στό μοναστήρι στήν ἔρημο τά πρόσωπα εἶναι μοναχοί. Οἱ ἀντίστοιχοι χῶροι – κόσμοι δέν προσδιορίζονται μόνον σκηνογραφικά καί ἐνδυματολογικά, ἀλλά καί μέ τόν λόγο τῶν προσώπων. Ἄν καί στίς σκηνές στήν Ἀλεξάνδρεια ὁ λόγος δέν εἶναι μόνον καθημερινός, κοινότυπος, ἐμπλουτίζεται μέ πνεῦμα θυμοσοφικῆς εὐφυολογίας. Ὁ συγγραφέας ἀξιοποιεῖ τό λογοπαικτικό του χάρισμα ἐποικοδομητικά. Στίς σκηνές στό μοναστήρι, ἐκτός ἀπό τό κύριο θέμα, τήν Ὁσία Μαρία, σκιαγραφοῦνται ἁδρά ἡ ζωή τῶν μοναχῶν καί οἱ σχέσεις τους. Ἐδῶ, ἐνῶ δέν ἀπουσιάζει ὁ καθημερινός, συνήθης, ἀνθρώπινος λόγος, κυριαρχεῖ ὁ θεῖος λόγος ἀπό τήν Ἁγία Γραφή (Ψαλμοί, Τωβίτ, Ἠσαΐας, Εὐαγγέλια, Ἐπιστολή πρός Κορινθίους κ.ἄ.) καί ἀπό τίς Ἀκολουθίες τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας (Ὄρθρος, Μέγας Παρακλητικός Κανών κ.ἄ.).

Στό δημοσιευμένο κείμενο τοῦ ἔργου βρίσκουμε καί τίς παραπομπές στίς ἀντίστοιχες ἱερές πηγές. Τό νόημα μερικῶν ἀπό τά κείμενα αὐτά διατυπώνεται καί στήν σύγχρονη ἑλληνική. Ἡ ἐναλλακτική διαδοχική ἐκφορά τους ἀπό τά πρόσωπα τοῦ ἔργου μᾶς θυμίζει τίς στροφές καί ἀντιστροφές στά χορικά τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν τραγωδιῶν. Πρέπει νά ἐπισημανθεῖ ὁ βαθυστόχαστος λόγος τοῦ συγγραφέα καί τό γεγονός ὅτι προσφέρει καί κάποια χαλάρωση μέ ἕνα στοιχεῖο διακριτικοῦ χιοῦμορ.

Ἕνα ἄλλο στοιχεῖο τοῦ ἔργου εἶναι τό στοιχεῖο τοῦ σεβασμοῦ πρός τό πρόσωπο τῆς Μαρίας στήν πρό τῆς μετανοίας της φάση τῆς ζωῆς της. Καί κατ’ ἐπέκταση πρός τόν θεατή τῆς παραστάσεως. Τό γεγονός αὐτό μᾶς ὑπενθυμίζει τόν σεβασμό πού δείχνει ὁ Θεός μας πρός κάθε ἄνθρωπο, καί τόν πιό ἄσημο, τόν πιό κουτό, τόν πιό ἄσχημο, τόν πιό κακό, τόν πιό ἁμαρτωλό. Αὐτός ὁ σεβασμός εἶναι ἔκφραση τῆς ἀγάπης Του.

Μέ ἕνα εὐφυές εὕρημα ὁ συγγραφέας παρουσιάζει τήν πάλη τῆς Ὁσίας μέ τόν παλιό ἑαυτόν της, τό παρελθόν της, τούς πειρασμούς πού ἐμφανίζονται ντυμένοι μέ νομιμότητα καί λογική. Μέ αὐτό τό εὕρημα, δύο πρόσωπα, Ὁσία καί Μαρία, αἱσθητοποιεῖ καί τόν ἐσωτερικό διχασμό πού χαρακτηρίζει κάθε ἄνθρωπο ὅσο βρίσκεται ἔξω ἀπό τό σπίτι τοῦ Πατέρα.

«Αὐτή ἡ γυναίκα πέρασε τό ποτάμι πού τή χώριζε ἀπό τήν ἐν Χριστῷ ζωή καί εἰσῆλθε στή στενή πύλη καί τόν δύσκολο τρόπο πού ὁδηγεῖ στή σωτηρία. Ὄχι μόνο ἔσωσε τήν ψυχή της, ἀλλά ἁγίασε. Ἔλιωσε στήν ἄσκηση καί ἀναδείχθηκε σέ μία ἔκπαγλη μορφή στό ἀσκητικό στερέωμα», σημειώνει στό προλογικό σημείωμα τοῦ ἔργου ὁ συγγραφέας Ἰωάννης Μ. Χατζηφώτης.

Σκηνή σέ μοναστήρι. Ὁ π. Σωφρόνιος κάθεται σέ σκαμνί πίσω ἀπό τραπέζι. Ἔχει μπροστά του τό βιβλίο τῶν Ψαλμῶν.

Σωφρόνιος: «Ἐκ θελήματός μου ἐξομολογήσομαι αὐτῷ…»

Ψάλτης: «Μέ τή θέλησή μου, θά ὁμολογήσω ἐνώπιόν Του…»

Σωφρόνιος: «Ἄχ! Πόσο φτωχά εἶναι τά λόγια…πόσο ἀδύναμες οἱ νότες. Κι’ ὅμως τόσο ἁπλᾶ, μπορεῖ ἀκόμα κι’ ἕνα σπουργίτι νά διαλαλήσει τήν πίστη. (Σηκώνεται). Δῶσε μου δύναμη, Κύριε… Πόσο δύσκολο νά περιγράψεις πράγματα ἱερά! Πῶς νά κλείσω σέ λέξεις τό μεγαλεῖο Σου;  Βοήθαμε μή λαθέψω…μήν ξεφύγω καί νοθεύσω τή διήγηση μέ ἀσήμαντα καί πονηρά… Συγχώρεσέ με, Κύριε…νιώθω ἀνάξιος γιά τοῦτο το ἔργο».

Πρόκειται γιά τήν βιογραφία τῆς  Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας. Ἐμφανίζεται μέ ἐκροῦ κάλυμμα τό ὅραμα τῆς ὁσίας. Προχωρᾶ ἀργά. Δέ μιλᾶ. Οἱ φωνές ἀκούονται σάν ὑπερκόσμιες.

Φωνή Ὁσίας: «Μή φοβᾶσαι, Σωφρόνιε. Κατάγραψε τήν ἀλήθεια ὅπως θά σοῦ φανερωθεῖ»

Σωφρόνιος: «Γεννηθήτω τό θέλημά Του».

Ἀποχωρεῖ ἀργά τό φάσμα τῆς Ὁσίας.

Φωνή Γυναίκας: «Καί ἰδού…ἡ σάρξ τοῦ ἀνθρώπου σκήνωμα μυστηρίου ἐγένετο».

Σωφρόνιος (σιγανά προσεύχεται): «Εὐλογητός εἶ Δέσποτα».

Φωνή Γυναίκας: «Καί ἀπό στόματος μετανοούσης πόρνης λόγος ἀληθείας ἐξῆλθε».

Σωφρόνιος: «Σύ εἶ Κύριος καί Θεός μου» (σταυροκοπιέται).

Ἀναστατωμένοι οἱ μοναχοί τῆς Μονῆς ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ Πορφύριος ἄκουσε φωνή γυναίκας στό κελί τοῦ Σωφρόνιου. Ὁ Καλλίνικος προσπαθεῖ νά τόν ἠρεμήσει. Δύσκολο. Καλλίνικος: «Ἔλα πᾶμε, ἄρχισε ὁ Ὄρθρος».

Μιά ἄλλη σκηνή στό μοναστήρι. Ὁ Σωφρόνιος προσεύχεται γονατιστός μπροστά στό σταυρό. Ὁ Πορφύριος τακτοποιεῖ τόν κάλαμο καί μελάνι στό τραπέζι. Βλέπει τό λυχνάρι ἔχει μισοαδειάσει… «Νά φέρω καί λίγο λαδάκι;» Σωφρόνιος: «Μήν ἔχεις ἔγνοια. Ὅταν ἡ ἀλήθεια λάμπει, ὅλα φωτίζονται παιδί μου».

Στήν ἴδια σκηνή ὁ Σωφρόνιος στόν Πορφύριο: «Διαμάντι ἀστραφτερό νά φανερώσουμε, πού ἡ μεγαθυμία Του ἔπλασε ἀπό σκοτεινό ἀνθρακίτη». Ὁ Παντοδύναμος ὄχι μόνον ἐκ τοῦ μηδενός ἐδημιούργησε τά πάντα, ἀλλά καί ἀπό βυθισμένους στήν ἁμαρτία ἔπλασε ἁγίους, ἀπό διῶκτες ἱεραποστόλους, ἀπό βασανιστές Χριστιανῶν Χριστιανούς μάρτυρες.

Σκηνές στήν Ἀλεξάνδρεια ἀπό ὅπου ἀρχίζει ἡ ἱστορία τῆς Μαρίας μπροστά σέ καπηλειό. Πρόσωπα: κάπελας, ἡ μάντισσα Φαθώ, ἕνας μεθύστακας, ἡ Μαρία, ὁ ναυτικός Σώζων.

Φαθώ: «Καλῶς τηνε τήν πέρδικα, τήν ἀλαφροπατοῦσα. Πῶς πῆγε ὁ θερισμός;»

Μαρία: «Λίγος καρπός ἄδειο στομάχι…δέ βαριέσαι. Μιά ἴδια μέρα, δέν πάει πιό πέρα. Κι’ ἄν ἴδια νύχτα…τά ὄνειρα πνίχτα. Ἄχ. Τί ἔγινε μέ τά σχοινιά;»

Φαθώ: «Ποιά σκοινιά μωρέ;… Ἐσύ εἶσαι γιά δέσιμο. Ἀντί νά τυλίξεις στίς πλεξοῦδες σου κανένα ἀρχοντόπουλο, κάθεσαι καί πλέκεις τίς κανναβοτριχιές. Μαρία μου, λίγο νά τό θελήσεις κι’ ἐγώ τόν καλύτερο θά σοῦ προξενέψω. Νά μ’ ἔχεις κι’ ἐμένα βάγια σου…Ἄχ. Ζωή χαρισάμενη».

Μαρία: «Ἄλλο ψάχνω ἐγώ στή ζωή Φαθώ…Χμ. Ἐσύ δέν τό καταλαβαίνεις».

Φαθώ: «Τί νά καταλάβω;…Ὄχι, γιά νά καταλάβω κι’ ἐγώ, τί ζητᾶς στή ζωή;…»

Μαρία: «Τήν ἄκρη».

Φαθώ: «Ποιά ἄκρη, καλέ;»

Μαρία: «Αὐτή πού δέν ἔχει πιό πέρα». Δίψα τοῦ ἀπολύτου. Οὔτε πλούτη, οὔτε δόξα, οὔτε ἡδονές δέν μποροῦν νά γεμίσουν τήν ψυχή μας, τήν ζωή μας. Ἀκόμη κι’ ἄν ὅλα αὐτά τά ἔχουμε στόν ὑπέρτατο βαθμό δέν ἔχουμε αὐτό πού μόνον ὁ Χριστός μπορεῖ καί θέλει νά μᾶς δώσει.

Ἐμφανίζεται ὁ ναυτικός Σώζων. Ἡ Φαθώ τόν προσκαλεῖ νά τοῦ προσφέρει τίς μαντικές της ὑπηρεσίες καί τόν προσκαλεῖ νά ἀπολαύσει τά κάλλη τῆς ὡραίας Μαρίας: «Πώ-πώ!, τύχη. Σπάνια! Γρήγορα ἀνταμώνεις αὐτό πού μέσα σου ποθεῖς.»

Μέ τό στόμα τῆς Μαρίας ὁ συγγραφέας μᾶς ὑπενθυμίζει κάτι πού πολλοί ἀγνοοῦμε ἤ λησμονοῦμε, κατά τήν συνομιλία της μέ τόν ναυτικό: «Μακάρι νά ‘ξερε ὁ καθένας τό τί ἀξίζει». Ἡ ψυχή μας, πνοή τοῦ Θεοῦ μας μέ τίς δωρεές Του, τά χαρίσματά Του.

Ὁ Σώζων φεύγει γιά τούς Ἁγίους Τόπους «μέ στάρι καί προσκυνητές γιά τό ἅγιο ξύλο». Ἡ Μαρία ἀφήνει τήν Ἀλεξάνδρεια.

Ἡ ἑπόμενη σκηνή στά Ἱεροσόλυμα. Χριστιανικός ναός. Σειρά προσκυνητῶν μπροστά στόν Τίμιο Σταυρό. Προσκυνητής Α’: «Μεγάλες πόλεις κρύβουν μέσα τους μικρότητα». Προσκυνητής Β’: «Μικρός ἄνθρωπος κρύβει μέσα του μεγαλεῖο». Προσκυνητής Γ’: «Λιγόπνοη σπίθα τῆς ζωῆς κουβαλάει ἀθάνατης φλόγας φανέρωμα». Προσκυνητής Δ’: «Ἀδύναμος ὁ ἄνθρωπος στό νοῦ του νά χωρέσει τό φανερό Αἰώνιο Θαῦμα». (ἀνεβαίνει λίγο ὁ φωτισμός) Ψάλτης: «Καί τό φῶς ἐν τῇ σκοτία αὐτό οὔ κατέλαβεν» (Ἰωάν. α’, 5).

Πλησιάζει καί ἡ Μαρία. Προσπαθεῖ νά προχωρήσει πρός τόν Σταυρό. Ἀδύνατον. «Δέν εἶναι δυνατόν. Ἀα!...Τρελό!... Τί μοῦ συμβαίνει… Ποιά ταραχή μου μέ καθηλώνει ἐδῶ; Δέν τό πιστεύω». Καί ἄλλη προσπάθεια. Ἀδύνατον νά προχωρήσει ἕναν πόντο. Καί ἄλλη καί ἄλλη προσπάθεια. Τίποτε. Ὁ συγγραφέας δίνει λόγο στή Μαρία γιά νά μᾶς πληροφορήσει τί αἰσθάνεται, τί σκέπτεται. Ἐπίσης παρεμβάλλει ρήσεις τοῦ Ψάλτη καί Προσκυνητῶν.

Μαρία: «Λυπήσου με, ἄφησέ με νά πλησιάσω… τήν τελευταία ἐλπίδα μου… Οἱ χαρές πού γέμισαν τίς ὧρες μου, ἄδειασαν τήν ζωή μου. Ἐξαντλήθηκα… Δέν ὑπάρχει ἄκρη…ἄλλη… Ναί τό πιστεύω. Ὁ Σταυρός Σου Τέλος καί Ἀρχή… Τό νιώθω τώρα… πού ἀποστεροῦμαι τή χάρη του… Νιώθω τήν ἀθλιότητά μου… τώρα (κλαίει).»

Ψάλτης: «…καί ἀσεβεῖς ἐπί σέ ἐπιστρέψουσι…(Ψαλμός ν’ 15). Ἀκολουθοῦν ρήσεις Προσκυνητῶν καί τοῦ Ψάλτη.

Μαρία: «Σπλαχνίσου με Κύριε… Εἶμαι ἀκόμα ἄνθρωπος… Μή μ’ ἀπορρίψεις, ὅσο κι’ ἄν ἔσφαλα… Ἄν μέ στερήσεις ἀπ’ αὐτό, δέ μοῦ μένει τίποτε ἄλλο… Σέ Σένα παραδίδομαι … Ἔλεος…»

Ἀκολουθοῦν ρήσεις Προσκυνητῶν καί τοῦ Ψάλτη. Ἡ Μαρία ἐπισημαίνει ἀρνητικά στοιχεῖα τῆς ζωῆς της, προσεύχεται πρός τήν Παναγία, στόν Σταυρό (συντετριμμένη).

Ἑπόμενη σκηνή στό μοναστήρι. Ἀπό τόν διάλογο ἀνάμεσα στούς πατέρες Σωφρόνιο καί Πορφύριο μαθαίνουμε ὅτι ὁ πρῶτος δέν βγῆκε ἀπό τό κελί του ἐπί ἡμέρες ἀπορροφημένος ἀπό τήν συγγραφή τοῦ ἔργου γιά τήν Ὁσία.

Σωφρόνιος: «Πλησίασε Πορφύριε… Δές τοῦτο τό γραπτό. Προσευχήσου νά γίνει αὐτό ἡ μαρτυρία. Μέσα ἀπ’ αὐτό, μέ τή βοήθεια τοῦ Κυρίου, ἡ φωνή τῆς Ἁγίας ν’ ἀκούγεται σ’ ὅλες τίς γενιές πού θ’ ἀκολουθήσουν. Ἄν κάποιες συνειδήσεις ξυπνήσει…θά ‘ναι κι’ αὐτό ἕνα θαῦμα».

Ἐντυπωσιακή ἡ σταθερότητα τῆς Ὁσίας στούς πειρασμούς καί τίς προκλήσεις πού δέχεται στήν ἔρημο ἀπό τόν παλαιό ἑαυτόν της (Μαρία), τόν Σώζωντα, πού ὅπως γράφουμε εἶναι ντυμένες μέ τήν νομιμότητα καί τήν λογική.Οἱ πατέρες Σωφρόνιος καί Ζωσιμᾶς τήν ἐκοινώνησαν. Ἕνα χρόνο μετά ὁ π.Ζωσιμᾶς βρῆκε τό μυρωμένο σῶμα τῆς Ὁσίας ἀνέγγιχτο. Μέ τά χέρια σταυρωμένα. Τό ἔθαψε. Ὄχι μόνος. Ἡλικιωμένος ἦταν. Τόν τάφο ἔσκαψε καί σκέπασε λιοντάρι πού κατόπιν ἐξαφανίστηκε.

Τό μόρφωμα τῆς βασιλείας τοῦ κακοῦ μέσα μας δέν συντρίβεται ὁριστικά μέ τόν συγκλονισμό τῆς πρώτης διαγνώσεως. Τό παρελθόν, ὡς σῶμα μέσα μας, δέν σβήνει μέ τά δάκρυα τῆς πρώτης μετανοίας. Ἡ μετάνοια δέν εἶναι στιγμιαῖο κατόρθωμα, ἀλλά ἰσόβιο ἄθλημα, πορεία ζωῆς. Ὅσο πιό χαμηλά πέφτουμε, τόσο μεγαλύτερος ἀγώνας χρειάζεται γιά νά ἀνακτήσουμε τό ἀρχικό κάλλος. Ἡ ἀγωνιστική πορεία τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας ἐπιβεβαιώνει ὅτι αὐτό εἶναι κατορθωτό μέ τήν Θεία Χάρη.

 

Νίκος Τσιρώνης

Οἰκονομολόγος

«Ἐνοριακή Εὐλογία» Ἀρ. Τεύχους 236

Ἀπρίλιος 2022