Δεκαπενταυγούστου Ἀποχαιρετισμός...
(Ποιμαντικὰ βιώματα)
Τὰ βιβλία ἔκλεισαν, μετὰ τὴν Παράκληση τὴ στερνὴ ποὺ ψάλλαμε στὴ Χάρη Της, τὰ κεριὰ ἕνα-ἕνα σβήνουν, χαμηλώνει τὸ φῶς μὲ τὴν «τοῦ ἡλίου δύσιν» καὶ σιωπηλὰ ὁ ναὸς ἐνδύεται τὸ νυχτωμένο του χιτῶνα, μὲ περισσὴ ἀκρίβεια καὶ ὑπομονή. Ἀδειανὸς πιὰ ὁ χῶρος ἀχνοφωτίζεται ἀπὸ τὸ κατανυκτικὸ τὸ φῶς τῶν κανδηλῶν, ποὺ ἐπιμένουν νὰ συνεχίζουν τὰ δικά τους τὰ τροπάρια ἐμπρὸς ἀπὸ τὶς ἅγιες εἰκόνες.
Οἱ λίγοι φιλακόλουθοι ἐνορίτες ξεκίνησαν τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς στὰ σπίτια τους, κομίζοντας, μαζὶ μὲ τὴν εὐωδία τοῦ θυμιάματος, καὶ τὴν εὐλογία Της, ποὺ μετουσιώνεται σὲ αἰσιοδοξία, ζυμωμένη μὲ κείνη τὴ χαρμολύπη τῶν ἡμερῶν, ἀλλὰ καὶ ἀναμονή. Τὶ ἄλλο ἀπὸ τὴ Γιορτή. Αὐτὴ ποὺ προετοιμάζεται δεκαπέντε μέρες τώρα, μὲ νηστεία, σιωπὴ καὶ προσευχή. «Ὦ, Δέσποινα τοῦ Κόσμου γενοῦ μεσίτρια». Κι Ἐκείνη ἀφουγκράζεται, κάθε βράδυ, μαζὶ μὲ τὰ ὀνόματα ποὺ διαβάζει ὁ παπᾶς στὶς Παρακλήσεις καὶ τὶς ἄλλες παρακλήσεις, αὐτὲς ποὺ ψιθυρίζει ἡ καρδιά κι ἀνεβαίνουν ὕστερα ἴσαμε τὰ μάτια, ὡς ἄλλο θάμπωμα...Ὡς ροὴ δακρύων, ποὺ Τὴν ἱκετεύουμε «μὴ ἀποποιήσῃ»...