Ὁμολογία Πίστεως ἀπό τόν χῶρο τῆς δογματικῆς Ἀριστερᾶς!

Ὁμολογία Πίστεως
 ἀπό τόν χῶρο τῆς δογματικῆς Ἀριστερᾶς!

 

Τά παιδικά μου χρόνια χωρίς ἰδιαίτερα βιώματα ἀπό ἐκκλησιαστική ζωή.

Στή διάρκεια τῶν σπουδῶν μου, ἔνταξη στό χῶρο τῆς δογματικῆς ἀριστερᾶς, ἡ ὁποία –τουλάχιστον τότε– περιλάμβανε στό “πακέτο” καί τή μαχητική ἀθεΐα.

Μέ κλονισμένη τήν πίστη, γνωρίζω ἕναν ὁμοϊδεάτη συνάδελφο καί παντρεύομαι….

Γεννιέται ἡ κόρη μας μέ σπάνιο-σοβαρότατο καρδιολογικό πρόβλημα.

Μεγάλος πόνος, πού δίνει καί τή χαριστική βολή στά τελευταῖα ψίχουλα τῆς Πίστης μου.

Πῶς νά χωρέσει τό μυαλό μου ὅτι αὐτό τό πανέμορφο λεπτεπίλεπτο πλάσμα ἔχει μόνο μερικούς μῆνες ζωῆς;

Στό κόμμα μοῦ λένε: Τά βλέπεις; Ποῦ εἶναι ὁ Θεός;

 

Φυσικά τό παιδί μας δέν τό βαφτίσαμε καί ἤμασταν περήφανοι μέ τόν πατέρα του ὅτι σταθήκαμε συνεπεῖς στίς ἀρχές μας!

Τοῦ δώσαμε τό ὄνομα Μαρία, ὅταν τό δηλώσαμε στό ληξιαρχεῖο.

 

Παρά τίς προβλέψεις ἡ Μαρία δέ «φεύγει» στούς πρώτους μῆνες. Μεγαλώνει μέ τό πρόβλημα τῆς καρδούλας της, μέ μαρτυρικές κρίσεις ἄπνοιας, μέ ἐπιπλοκές.

Συμβαίνει ὅμως κάτι τό θαυμαστό. Παρ’ ὅλο πού ζοῦσε σέ μαχητικά ἀθεϊστικό περιβάλλον, εἶχε μιά ἀνεξήγητη Πίστη στό Θεό, μιά ἠρεμία, μιά καρτερικότητα. Ἀντί νά τή στηρίζουμε ἐμεῖς, μᾶς στήριζε ἐκείνη!

 

Ὀκτώ ἐτῶν ἡ Μαρία, καί σέ μιά ἀπέλπιδα προσπάθεια θεραπείας τήν πᾶμε στήν Ἀμερική. Ἐκεῖ ἁπλῶς ἐπιβεβαιώνεται ὅτι ἡ κατάσταση εἶναι μή ἀναστρέψιμη.

Γυρίζουμε πίσω χωρίς καμιά πλέον ἐλπίδα. Ὅμως τό ταξίδι δέν πῆγε τελείως χαμένο, γιατί ἐκεῖ γνωρίσαμε μιά ὁμάδα Ἑλλήνων μεταπτυχιακῶν φοιτητῶν, πού ἦσαν συνειδητοί χριστιανοί.

Ἦσαν ἐθελοντές στόν Νοσοκομεῖο. Μᾶς συμπαραστάθηκαν, καί τό κυριότερο, ἀνέπτυξαν μιά πολύ δυνατή φιλία μέ τή Μαρία μας.

Ἐγώ καί ὁ ἄντρας μου τούς βλέπαμε μέ συμπάθεια καί κατανόηση.

Δέν μᾶς φαινόταν «φυσιολογικό», ἄνθρωποι μέ τέτοια μόρφωση νά θρησκεύουν.

Γυρίζοντας στήν Ἑλλάδα, ἡ Μαρία συνεχίζει νά προσεύχεται καί νά χαίρεται, ὅταν ἡ γιαγιά της τήν πηγαίνει στήν Ἐκκλησία.

Πάει στό γυμνάσιο, Ἄριστη μαθήτρια. Γλυκύτατο πλάσμα.

Ἐγώ, μέ ἕνα μόνιμο μαχαῖρι στήν καρδιά!

Κάποια μέρα στό σχολεῖο, σέ μιά ἐλεύθερη συζήτηση στό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, μπροστά σε ὅλα τα παιδιά, λέει στό θεολόγο:

– Κύριε, δέν εἶμαι βαφτισμένη, καί θέλω τόσο πολύ νά βαπτιστῶ! Μπορεῖτε νά μέ βοηθήσετε;

Ἄφωνος ὁ καθηγητής.

Τά παιδιά τήν πειράζουν: Καλά ἐσένα σου δώσανε τό ὄνομα ὅπως στά σκυλάκια;

Ὄχι! Τούς εἶπε. Οἱ γονεῖς μου μέ σεβάστηκαν καί μοῦ εἶπαν νά ἐπιλέξω ἐγώ πότε θά βαπτιστῶ. Καί τώρα τό θέλω πάρα πολύ!

Ὁ Θεολόγος μέ καλεῖ στό σχολεῖο καί δειλά μέ ρωτάει, ἄν ἔχω ἀντίρρηση γιά τή βάφτιση.

Σκίζεται ἡ καρδιά μου στά δύο. Δέν μποροῦσα νά πιστέψω ὅτι ἤμουν ἡ αἰτία νά εἶναι πικραμένο τό κοριτσάκι μου, πού ποτέ δέν μοῦ εἶχε ζητήσει τίποτε.

Καί τώρα –μέσῳ τοῦ καθηγητῆ της– μου ζητοῦσε μόνο νά βαφτιστεῖ! Πῶς μποροῦσα νά εἶμαι τόσο ἐγωίστρια καί ἐγκλωβισμένη σέ ἰδεολογίες;

Γυρνάω σπίτι, τήν ἀγκαλιάζω κλαίγοντας καί τῆς ὑπόσχομαι ὅτι θά βαπτιστεῖ ὅσο πιό γρήγορα γίνεται.

Παρακάμπτοντας θαυματουργικά τή λυσσαλέα ἀντίρρηση τοῦ πατέρα της, βαφτίζεται, σ’ ἕνα Μυστήριο πού συγκλόνισε τούς λίγους παριστάμενους.

Ἔφτιαξε μόνη της τή λιτή λαμπάδα της, ἀπάγγειλε τό «Πιστεύω», συμμετεῖχε…

Δύο χρόνια μετά ἡ Μαρία εἶναι στά 14 καί ἡ ὑγεία της ἐπιδεινώνεται ραγδαῖα. Λόγω πνευμονικῆς ὑπέρτασης παθαίνει κρίσεις μέ συνεχεῖς αἱμοπτύσεις.

Ἕνας μαρτυρικός μήνας στό Ὠνάσειο μέ ἐξανεμισμένες ὅλες πιά τίς ἐλπίδες. Τό παιδί γαλήνιο, καρτερικό, προσευχόμενο!

Καί ἐγώ ἀπογοητευμένη ἀπό ὅλες τίς ἰδεολογίες καί τά πολιτικά σχήματα, ἁπλῶς εἶμαι δίπλα της, χωρίς νά μπορῶ νά κατανοήσω, ἀπό ποῦ ἀντλεῖ δύναμη.

Οἱ γιατροί σηκώνουν τά χέρια ψηλά. Ἡ ἀντίστροφη μέτρηση ἔχει ἀρχίσει. Τήν παίρνω σπίτι. Τό ἤθελε καί ἡ ἴδια.

Οἱ αἱμοπτύσεις συνεχίζονται. Ἐγώ δίπλα της, μόνο νά κλαίω μποροῦσα, ὅταν κοιμόταν.

Σέ μιά ἔντονη αἱμόπτυση μοῦ λέει:

– Μανούλα, ὅταν γίνεται κάτι πολύ κακό, ὁ Θεός δίνει κάτι πολύ μεγάλο. Καί ἐγώ τώρα περνάω κάτι πολύ κακό, ἀλλά ὁ Θεός μοῦ ἑτοιμάζει κάτι πολύ μεγάλο!

Δέν καταλάβαινα τί μοῦ ἔλεγε! Ὥρα 11 τό βράδυ, 12 Νοεμβρίου 1995.

Μιά νέα αἱμόπτυση τήν ἐξάντλησε. Δύσπνοια καί δυσφορία.

Ἡ Μαρία μου σταυροκοπιόταν.

Ἐγώ παρακαλοῦσα (δέν ξέρω ποιόν) νά μήν βασανίζεται ἄλλο.

Στίς δύο τά ξημερώματα παθαίνει ἐγκεφαλικό. Γέρνει τό κεφαλάκι της καί ἀλλοιώνονται τά χαρακτηριστικά της.

Βλέποντάς την νά ἔχει χάσει κάθε ἐπαφή μέ τό περιβάλλον, οὐρλιάζω:

– «Δέν ὑπάρχει Θεός; Ποῦ εἶναι ὁ Θεός;»

Καί τότε ἀνοίγει τά μάτια της, μοῦ ρίχνει ἕνα κουρασμένο, γαλήνιο βλέμμα καί ψιθυρίζει:

Μαμά, ὑπάρχει Θεός! Καί ξανακλείνει τά μάτια της γιά πάντα, στήν ἀγκαλιά μου. Στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ, ξεκούραστη πιά, βαφτισμένη!

Δέν θά περιγράψω τήν πορεία μου μετά.

Ἡ Μαρία μου ἔγινε ἡ Πνευματική μου Μητέρα, ὁ ἄγγελος πού μεταμόρφωσε τήν οἰκογένειά μου, ἡ μεσίτριά μου στόν Οὐρανό!

Αὐτή μέ βοήθησε νά ἀναστηθῶ ἀπό τόν πνευματικό μου θάνατο.

Ἀπό τότε ἡ ζωή μου, μόνο μέ θαῦμα μπορεῖ νά παρομοιαστεῖ.

Οἱ δωρεές τοῦ Θεοῦ τόσο πλούσιες, πού δέν τίς ἀντέχω….»

 

Ξανθίππη

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ»  Ἀρ. Ἄρθρου 238-239

Ἰούνιος - Ἰούλιος 2022